Η Ελληνική Παρουσία

                                                                              Προτομή του Πτολεμαίου Α' Σωτήρος

                                                  Οι Ελληνιστικοί Χρόνοι

 

Κατά την ελληνιστική περίοδο το ισχυρότερο και λαμπρότερο από τα κράτη που ίδρυσαν οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν το κράτος των Λαγιδών της Αιγύπτου.

 

Οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου, με πρώτο τον ιδρυτή του κράτους, τον Πτολεμαίο Α’ τον Σωτήρα (323/304-285 π.Χ.), έδειξαν ζωηρό ενδιαφέρον για την εξερεύνηση του χώρου νότια της Αιγύπτου και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας.

 

Το ενδιαφέρον αυτό δικαιολογούνταν από την επιθυμία τους να αναζωογονήσουν το εμπόριο με τις περιοχές αυτές για να προμηθεύονται τα απαραίτητα προϊόντα και ειδικότερα τους ελέφαντες που χρησιμοποιούσαν για στρατιωτικούς σκοπούς.

 

Μια σειρά οργανωμένων εξερευνήσεων της περιοχής είχαν σαν αποτέλεσμα να κατακτήσουν την Αιθιοπία αρκετά γνωστή στον ελληνικό κόσμο. Μεταξύ των πολλών εξερευνητών ορισμένοι, κυρίως αρχηγοί αποστόλων, φιλοδόξησαν να αφήσουν γραπτές μαρτυρίες των παρατηρήσεων τους.

 

Ο πλοίαρχος Φίλων, ο οποίος ήταν αρχηγός της εξερευνητικής αποστολής στις ακτές της Αφρικής, επί Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρος, περιέγραψε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του «Αιθιοπικά».

 

Η αποστολή του Δαλίωνος, επί Πτολεμαίου Β’ του Φιλαδέλφου (285-247 π.Χ.), απέβλεπε στην εξερεύνηση τόσο του Νείλου όσο και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας και έφθασε μέχρι τις περιοχές νότια της Μερόης.

 

Ο εξερευνητικός αυτός οργασμός και το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου για τον αιθιοπικό χώρο έκανε στενότερες τις επαφές του ελληνικού κόσμου με τις αιθιοπικές φυλές και έδωσε την ευκαιρία σε μια πλειάδα ιστορικών και γεωγραφικών της εποχής να αφιερώσουν λεπτομέρειες, όχι όμως και εξίσου ακριβείς περιγραφές της περιοχής και των κατοίκων.

 

Ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (275-195 π.Χ.), ο πολυμαθέστατος από τους λόγιους της Αλεξάνδρειας, στη «Γεωγραφία» του, τοποθετεί σαφώς ορισμένες αιθιοπικές φυλές. Κατά τον Ερατοσθένη, στα βόρεια της Αιθιοπίας κατοικούσαν οι «Μεγαβάροι» (Baria) που εκτείνονταν από τον ποταμό Ασταβόρα (Atbara) προς το εσωτερικό της Ερυθραίας, επίσης οι «Βλέμμυες» (Begia), οι δε «Τρωγλοδύται» διέμεναν στις ακτές.

 

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, που έζησε κατά τους χρόνους του Καίσαρα και του Αυγύστου, στην ιστορική του συγγραφή που επιγράφεται «Βιβλιοθήκη», όταν αναφέρεται στους Αιθίοπες γράφει εκτός των άλλων και για τη φυλή των «Ιχθυοφάγων»: «Βαδίζουν γυμνοί… και έχουν τις γυναίκες τους κοινές… και όπως οι άλλοι ιχθυοφάγοι λαοί δεν πίνουν. Ζουν σε σπηλιές, σκηνές από χόρτο, κάτω από τα δέντρα ή σε τρύπες που σκάβουν στα βρύα της θάλασσας».

 

Ο Διόδωρος χωρίζει την Αιθιοπία σε δυο μέρη: την Αιθιοπία που βρισκόταν κοντά στην Αίγυπτο και εκτεινόταν μέχρι τη Μερόη και τη Νότια Αιθιοπία, της οποίας τα σύνορα προς Νότο του είναι άγνωστα. Επίσης αναφέρει ότι οι πηγές του Νείλου βρίσκονται στους πρόποδες ενός μεγάλου βουνού σε απομακρυσμένη περιοχή της Αιθιοπίας και ότι το συνολικό μήκος του Νείλου είναι 12.000 στάδιοι. Γνωστοί επίσης του είναι και οι 3 παραπόταμοι του Νείλου.

 

Ο Στράβων (65 π.Χ.-23 μ.Χ) είναι ο κατεξοχήν γεωγράφος της εποχής αυτής. Στα «Γεωγραφικά» του που αποτελούνται από 17 βιβλία, αφιερώνει το τελευταίο βιβλίο στη γεωγραφία της Αφρικής. Το βιβλίο αυτό αποτελεί την καλλίτερη σύνοψη όλων των ιστορικών και γεωγραφικών συγγραφών για την Αιθιοπία που είχαν γραφεί μέχρι την εποχή του.

 

Ο ίδιος επισκέφθηκε τις περιοχές νότια της Μερόης και είχε προσωπική αντίληψη της περιοχής και των κατοίκων. Ο Στράβων διαιρεί την Αιθιοπία σε τρία μέρη: το Βασίλειο της Κανδάκης, την Άνω Αιθιοπία και τη Νότια Αιθιοπία. Τα βόρεια σύνορα της χώρας τα τοποθετεί στην Ελεφάντινη και Συήνη (Ασσουάν), προς Νότο, δε, λέγει ότι η Αιθιοπία εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα.

 

Από τους διάφορους λαούς αναφέρει τους Τρωγλοδύτες και τους Κρεωφάγους τους οποίους περιγράφει ως πρωτόγονους. Για τον Νείλο έχει ακριβέστερη από τους άλλους συγγραφείς γνώση. Γνωρίζει τα τρία σκέλη του ποταμού, τον «Ασταβόραν» (Atbara), τον «Άσταπον» (Κυανό Νείλο) και τον «Αστασόβαν» (Λευκό Νείλο), κι ότι ο Άσταπος πηγάζει από λίμνη. Από τις αιθιοπικές πόλεις ο Στράβων μνημονεύει την «Βερενίκην Σαβά» που την τοποθετεί στην ίδια θέση που βρισκόταν η Αδούλη, την οποία αγνοεί.

 

Γίνεται σαφές από τις πληροφορίες που μας δίνουν οι παραπάνω συγγραφείς ότι κατά τους Πτολεμαϊκούς χρόνους οι γνώσεις για την Αιθιοπία είναι οπωσδήποτε ακριβέστερες σε σύγκριση με τους αρχαίους χρόνους, με την παρατήρηση ότι οι συγγραφείς της περιόδου αυτής περιγράφουν μία ευρύτερη περιοχή η οποία περικλείει τις περιοχές των σημερινών κρατών του Σουδάν, της Αιθιοπίας και της Σομαλίας. Μας δίνουν πληροφορίες για τα όρια, τους κατοίκους και ορισμένες πόλεις, αλλά οι πληροφορίες αυτές δεν είναι απαλλαγμένες από διαιωνιζόμενες προκαταλήψεις και ανακριβείς, επειδή τις περισσότερες φορές δεν προέρχονται από προσωπικές εμπειρίες. 

 

                                                 Η Βυζαντινή Περίοδος

Κατά τη περίοδο μετά τον εκχριστιανισμό της Αξώμης, πληροφορίες για τη χριστιανική πλέον Αιθιοπία μας παρέχουν οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Ευσέβιος, ο Σωκράτης, ο Φιλοστύργιος, ο Σωζομενός ο Θεοδώρητος ο Κύρου στις «Εκκλησιαστικές Ιστορίες» τους, ο Μέγας Αθανάσιος στην «Απολογία προς Κωνστάντιον», όπου και μας διέσωσε και την επιστολή του Αυτοκράτορα Κωνστάντιου προς τους βασιλείς της Αξώμης Αειζάνα και Σαειζάνα.

Κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα για το Αξωμιτικό κράτος ένα  πολύτιμο σύγγραμμα, τη «Χριστιανική Τοπογραφία», την οποία έγραψε ο Κοσμάς ο επονομαζόμενος  Ινδικοπλεύστης. Ο Κοσμάς, δραστήριος και ρηξικέλευθος έμπορος, είχε διαπλεύσει τη Μεσόγειο και την ερυθρά θάλασσα, είχε ανοιχτεί στον Ινδικό Ωκεανό και έφθασε πιθανόν μέχρι τις Ινδίες.

Ασχολήθηκε λοιπόν με τη συγγραφή έργων περιγραφικής γεωγραφίας, κοσμογραφίας και εξηγήσεως των Γραφών. Από τα έργα του διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας η προαναφερθείσα «Χριστιανική Τοπογραφία». Σ’ αυτή ο Κοσμάς καθορίζει τα όριά του Αξωμιτικού βασιλείου και μας παρέχει χρήσιμες γεωγραφικές πληροφορίες για τη χώρα καθώς και πληροφορίες για την πολιτοκοινωνική οργάνωση του κράτους και για την οργάνωση  της θρησκευτικής ζωής κι ακόμη για το εμπόριο της περιοχής που βρισκόταν ακόμα σε άνθηση και για τη συμμετοχή των Ελλήνων στις αιθιοπικές δραστηριότητες.

Κατά τους χρόνους του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανού του Α’(518-527), ο Κοσμάς επισκέφθηκε την Αξώμη και συνάντησε τον αυτοκράτορα Καλέβ όταν ο τελευταίος ετοιμαζόταν να επιτεθεί εναντίον των Χιμυαριτών. Το 525 μ.Χ. ο αυτοκράτορας της Αξώμης (ο Καλέβ), θέλοντας να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να διατηρήσει τις διάφορες επιγραφές, διέταξε τον διοικητή της Άδουλης να αντιγράψει τις επιγραφές που υπήρχαν εκεί.   

Ο διοικητής ανέθεσε την αντιγραφή των επιγραφών σε κάποιον Μηνά, Έλληνα έμπορο που διέμενε στην Άδουλη, και στον Κοσμά που παρεπιδημούσε στην πόλη, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του που έκανε για να συμβάλει όπως γράφει ο ίδιος «προς την των τόπων και των οικούντων  είδησιν». Ο Κοσμάς, με τη βοήθεια του Μηνά, αντέγραψε δυο ελληνικές επιγραφές που βρίσκονταν κοντά στην Άδουλη.

Είναι ευτυχής πρόνοια από μέρος του Κοσμά ότι από τα αντίγραφα τα οποία έκανε κράτησε ένα για τον εαυτό του και συμπεριέλαβε έτσι τις επιγραφές αυτές που δεν διασώθηκαν, στην «Χριστιανική Τοπογραφία» του και έτσι γνωρίζουμε σήμερα το περιεχόμενο τους.

Η μια από τις αντιγραφείσες επιγραφές βρισκόταν πάνω στο θρόνο του Πτολεμαίου, και αποδίδεται στον Πτολεμαίο Γ’ τον Ευεργέτη, του οποίου διαμνημονεύει τις κατακτητικές και άλλες δραστηριότητες στην Ασία και την Αφρική. Η δεύτερη περιγράφει τα κατορθώματα ενός Αιθίοπα ηγεμόνα και καθορίζει την έκταση του κράτους του. Το όνομα του αυτοκράτορα δεν αναφέρεται στο αντίγραφο της επιγραφής και αυτό φαίνεται ότι συνέβη επειδή ο Κοσμάς, έχοντας ελαττωματική όραση, δεν μπορούσε να αναγνώσει και να αντιγράψει τις φθαρμένες αρχικές γραμμές όπου περιέχονταν το όνομα.

Το γεγονός αυτό προξένησε αρκετές δυσκολίες στους μελετητές σχετικά με την ταυτότητα του αυτοκράτορα που αναφέρεται και κατά συνέπεια και με τον χρόνο της επιγραφής. Η επικρατέστερη άποψη τοποθετεί τον χρόνο μεταξύ της πρώτης εκατονταετηρίδας π.Χ. και της 1ης μ.Χ. Ορισμένοι ταυτίζουν τον ηγεμόνα με τον αυτοκράτορα Αφίλα του 3ου μ.Χ. αι.

Λίγα χρόνια μετά την επίσκεψη του Κοσμά στην Αιθιοπία, επισκέφθηκε το 531 την Αξώμη ο Βυζαντινός Νόννοσος, ως απεσταλμένος του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού προς τον βασιλιά της Αξώμης. Ο Νόννοσος έγραψε βιβλίο στο οποίο περιέγραψε το ταξίδι του στην Αξώμη, αλλά δυστυχώς από αυτό μόνο ένα μικρό απόσπασμα διέσωσε ο Ρώττος στη «Μυριόβιβλό» του. Της αποστολής αυτής είχε προηγηθεί μια άλλη με τον Ιουλιανό την οποία περιγράφει ο ιστορικός Προκόπιος.

Ο Προκόπιος, ο ιστορικός του Ιουστινιανού, παρά το γεγονός ότι δεν επισκέφθηκε την Αιθιοπία, είναι αξιόπιστος στις πληροφορίες που μας έχει στο έργο του «Ιστορία των πολέμων». Λιγότερο ακριβής στις πληροφορίες του είναι ο χρονογράφος Ιωάννης  Μαλάμας, ο οποίος χρησιμοποιεί για την Αιθιοπία το όνομα Ινδία, καθώς επίσης και ο Ιωάννης ο επίσκοπος Νικίου που τον αντιγράφει. Και άλλοι βυζαντινοί συγγραφείς μας παρέχουν πληροφορίες για την Αιθιοπία μέχρι την εποχή που η Μουσουλμανική επέλαση διέκοψε τους δεσμούς της χώρας με τη Μεσόγειο.

                                                                                 Οι Μεσαιωνικοί Χρόνοι

Κατά την περίοδο που ακολούθησε την άλωση της Κωνσταντινούπολης ένας απροσδιόριστος αριθμός Ελλήνων ζήτησε και βρήκε φιλόξενο καταφύγιο στην Αιθιοπία.

 

Την πρώτη μνεία για την παρουσία και δραστηριότητα Ελλήνων εμπόρων στην Αιθιοπία κατά τους νεότερους χρόνους μας παρέχει ο Ισουίτης ιερέας που συνόδευσε την Πορτογαλική αποστολή στην αιθιοπική αυτοκρατορική αυλή το 1520, ο F. Alvarez,ο οποίος αναφέρει ότι στο ακμαίο εμπορικό κέντρο Manadely οι μόνοι μη μουσουλμάνοι έμποροι ήταν Έλληνες και ότι μεταξύ των άλλων Ευρωπαίων που είχαν καταφύγει στην Αιθιοπία προερχόμενοι από τη Τζέντα ήταν ένας Έλληνας από τη Χίο.

 

Στα χρονικά του αυτοκράτορα Κλαύδιου αναφέρεται η παρουσία Ελλήνων στην Αιθιοπία. Επίσης είναι γνωστό ότι οι Αιθίοπες αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν κατά τους νεότερους χρόνους Έλληνες εμπορικούς αντιπρόσωπους σε πόλεις όπως το Κάιρο, η Ιερουσαλήμ, το Hormuz κ.τ.λ.

 

Το ότι ο αριθμός των Ελλήνων που κατέφυγαν στην Αιθιοπία μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν σημαντικός επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στην επαρχία Αγκαμε υπάρχει χωριό που ονομάζεται «Ρουμαουη» και που προφανώς οφείλει το όνομα του αυτό στο ότι κατοικήθηκε από Έλληνες.

 

Η προέλευση των Ελλήνων που κατέφευγαν στην Αιθιοπία ήταν κυρίως από την Μικρά Ασία και από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και ο αριθμός τους εξαρτιόνταν πάντοτε από την ένταση των διώξεων των Τούρκων κατακτητών. Ήταν κατά κανόνα έμποροι και τεχνίτες και οι Αιθίοπες αυτοκράτορες επωφελήθηκαν στο έπακρο από τις δεξιότητες τους που σπάνιζαν μεταξύ των υπηκόων τους, όπως αποδεικνύεται και από τις εκκλησίες τους, που είδαμε στα προηγούμενα, προς τους Ευρωπαίους και τους Αλεξανδρινούς Πατριάρχες να τους αποσταλούν μεταξύ των άλλων και τεχνίτες διάφορων ειδικοτήτων.

 

Οι πληροφορίες που έχουμε, ιδίως για την περίοδο του 17ου και 18ου αιώνα, μας διασώζουν τα ονόματα ορισμένων Ελλήνων που κατέβαλαν θέσεις και αξιώματα στην αυτοκρατορική αυλή είτε ανέπτυξαν δραστηριότητες πλησίον των Αιθιόπων αυτοκρατόρων προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σ’ αυτούς.

 

Αναφέραμε ότι οι Αιθίοπες αυτοκράτορες, τηρώντας την παράδοση που καθιερώθηκε με τον αδελφό του Αγίου Φρουμεντίου Αιδέσιο, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως ιματιοφύλακας και οικονόμος του Αξιωμίτη βασιλιά, προσλάμβαναν για την θέση αυτή Έλληνες.

 

Επί lyasu II την θέση κατείχαν ο Γεώργιος Μπράχος (Braxos) από τη Χίο και στη συνέχεια ο Πέτρος από την Ρόδο και επί των αυτοκρατόρων Ioas και Takla Haymanot II τη θέση διατηρούσε ο Ανθούλης από τη Ρόδο. Ο αυτοκράτορας Iyasu Ι είχε στην αυλή του έναν Έλληνα γιατρό με το όνομα Δημήτριο, ενώ οι αυτοκράτορες Bakaffa και Iyasu II χρησιμοποιήθηκαν Έλληνες τεχνίτες σε διάφορες εργασίες. Συγκεκριμένα ο Iyasu II χρησιμοποίησε Έλληνες τεχνίτες για την διακόσμηση του ανακτόρου του.

 

Ο λόγιος κληρικός Καισάριος Δαπόντες, που αλληλογραφούς με τον Iyasu II, γράφει ότι ο αυτοκράτορας πλαισιωνόταν από μια πλειάδα Ελλήνων συμβούλων οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επιρροή πλησίον του και διαμόρφωσαν τη φιλελληνική πολιτική του. Ένας άλλος  Έλληνας που ασκούσε μεγάλη επιρροή κατά την περίοδο αυτή, ήταν ο Bajirond Γιάννης, που ήταν στην υπηρεσία του διοικητή του Tigrai, Ras Mikael και που προσέφερε επίσης τις υπηρεσίες του και στους αυτοκράτορες  Iyasu II και Ioas.

 

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η δραστηριότητα που ανέπτυξαν επί της βασιλείας του Bakaffa και του Iyasu II δυο Έλληνες που είναι γνωστοί με τα μικρά τους ονόματα, Δημήτριος και Γιώργης. Οι δυο αυτοί Έλληνες κατασκεύασαν το πρώτο σύγχρονο πλοιάριο με το οποίο διέσχισαν τη λίμνη Τάνα, πράγμα που επέσυρε το θαυμασμό του αυτοκράτορα Bakaffa, αργότερα δε προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα Iyasu II.

 

Για την εξαιρετική θέση, την επιρροή, την προσφορά, την οργάνωση τη συμμετοχή στην οικονομική, κοινωνική και πολιτικοθρησκευτική ζωή της Αιθιοπίας των Ελλήνων, κατά το β’ ήμισυ του 18ου αιώνα, πολύτιμες πληροφορίες μας παρέχει ο Σκώτος James Bruce, ο οποίος επισκέφθηκε κατά την περίοδο αυτή την Αιθιοπία και διευκόλυνε σημαντικότατα στις έρευνες του από τους Έλληνες που διέμεναν εκεί.

 

Οι Έλληνες της περιόδου αυτής λοιπόν είναι οι ανεπίσημοι πρεσβευτές του Ελληνισμού στην Αιθιοπία και εργάσθηκαν για τη σύσφιξη των πολιτικών, πνευματικών και θρησκευτικών σχέσεων των δυο πλευρών, επιδιώκοντας της αρχαίας εποχής, κατά την οποία η Αιθιοπία ήταν το πνευματικό τέκνο του ελληνικού πνεύματος.

 

                                                                 

                                                                                  Η Σύχρονη Περίοδος

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα οι Έλληνες της Αιθιοπίας ανέρχονταν σε ορισμένες δεκάδες, ή ολιγότητά τους όμως δεν τους εμπόδιζε να αναπτύσσουν αξιόλογη δραστηριότητα και να πρωτοπορούν στην εισαγωγή τεχνικών καινοτομιών στη χώρα, ώστε να παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της χώρας και να επισύρουν τον θαυμασμό και την εκτίμηση των Αιθιόπων ηγεμόνων.

Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος εμπιστευόταν την προμήθεια πολεμικού υλικού και άλλων εμπορευμάτων στους Έλληνες Εμπόρους, από τους οποίους δύο είναι περισσότερο γνωστοί κατά την περίοδο αυτή, ο Μαρκόπουλο και ο Ιωάννης Κότσικας, ο δεύτερος μάλιστα μας άφησε γραπτή έκθεση στην οποία διατυπώνει τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του για την Αιθιοπία της εποχής του. Σ’ ένα σημείο της εκθέσεως του μας πληροφορεί ότι «Εκ των κατά καιρούς διατριψάντων εν Αβησσυνία Ελλήνων σώζεται εις υιός εξ Αβυσσινίδος γυναικός, έχων βαθμόν παρά τω Αυτοκράτορι Θεοδώρω»

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε στη υπηρεσία του τουλάχιστον τρείς Έλληνες. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και τον ιατρό Νικόλαο Παρίση, ο οποίος είχε έλθει από την Ελλάδα ύστερα από παράκληση του αυτοκράτορα Ιωάννη προς τον βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Α’ και παρέμεινε ως προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα, έχοντας αποκτήσει μεγάλη επιρροή σ’ αυτόν.

Κατά την περίοδο του Ιωάννη Δ’ έχουμε μια κατατοπιστική αναφορά για την εν γένει κατάσταση στην Αιθιοπία από τον Υποπρόξενο του Σουέζ Δημοσθένη Μητσάκη, ο οποίος πραγματοποίησε δυο διπλωματικές αποστολές στην Αιθιοπία, το 1879 και το 1884. Αυτές οι αποστολές μπορούν να θεωρούν ως η πρώτη επίσημη επαφή της Ελλάδος με την Αιθιοπία κατά την σύγχρονη περίοδο. Στην έκθεση του αναφέρει ένα σύνολο 70 Ελλήνων στην περιοχή του Σουακίν και στη Μασσάουα, που ασχολούντας με το εμπόριο ή τις καλλιέργειες, ένας δε είχε ιδρύσει εκκοκκιστήριο ο βάμβακος.

Κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, διογκώνεται στην Ελλάδα ένα μεταναστευτικό κύμα που θα διαμοιρασθεί και θα στραφεί προς όλες τις ηπείρους.Ιδιαίτερα έντονη θα παρουσιασθεί η μεταναστευτική ροπή μεταξύ των πληθυσμών των αλύτρωτων ακόμα περιοχών της χώρας μας, και ιδίως μετά την Μικρασιατική καταστροφή.

Ένας σημαντικός αριθμός από τα νησιά του Αιγαίου, τα Επτάνησα την Πελοπόννησο, την Ήπειρο και από άλλες περιοχές της χώρας μας, θα αποφασίσει να κάνει την τύχη του στην εξωτική αυτή, όπως την φανταζόταν, χώρα, κοντά σε συγγενείς, φίλους, συντοπίτες, που ο απόηχος της επιτυχίας και της ευημερίας τους έφθανε μέχρι τη χώρα μας.

 Η ανοιχτή πολιτική του αυτοκράτορα Μενελίκ προς τους ξένους και ιδιαίτερα η αγάπη του για τους Έλληνες, καθώς και το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, θα διευκολύνουν τη μετάβαση και την εγκατάσταση των Ελλήνων στην Αιθιοπία και έτσι θα δημιουργηθούν οι πυρήνες για τη συγκρότηση των διαφόρων Ελληνικών Κοινοτήτων που θα δραστηριοποιηθούν και θα οργανωθούν υποδειγματικά κατά την διάρκεια του αιώνα μας.

Ο αυτοκράτορας Μενελίκ υποδέχεται ευνοϊκά τους Έλληνες που εγκαθίστανται στη χώρα του και τους χρησιμοποιεί σε διάφορες εργασίες. Στην υπηρεσία του αυτοκράτορα βρίσκεται ο Έλληνας Αθανάσιος Σουρβής, στον οποίο ο Μενελίκ ανέθεσε πολλές διπλωματικές αποστολές. Σ’ άλλους Έλληνες ο αυτοκράτορας παραχώρησε αποκλειστικά προνόμια εκμεταλλεύσεως.

 Οι Έλληνες εγκαθίστανται σε διάφορες επαρχίες και πόλεις της χώρας όπως στο Χάραρ, στο Κέρεν, στην Ασμάρα, στη Μασσάουα, αλλά η ευνοϊκή στάση του Μενελίκ προσελκύει πολλούς στην Πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα.

Δυο συγκριτικοί πίνακες των ξένων της πρωτεύουσας που παραθέτει ο Natsoulas, οι οποίοι έχουν στην κορυφή τους από πλευράς αριθμού τους Έλληνες, δείχνουν την αύξησή τους 65 από το 1906 σε 334 το 1910.

Μεταξύ των άλλων που πρόσφεραν κατά την περίοδο αυτή τις υπηρεσίες τους στον Μενελίκ είναι και ο Ορφανίδης που έκανε το σχέδιο του καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου, ο οδοντίατρος Κωνσταντίνος Καρακατσάνης και ο Ανδρέας Καββαδίας που εξέδωσε την πρώτη αιθιοπική εφημερίδα με τον τίτλο Aimiro (=γνώση). 

             

                                                                                                                                                            Χρήστος Ε. Γιαννούλας

_____________________________________

0 Χρήστος Γιαννούλας, διετέλεσε Καθηγητής του Ελληνικού Γυμνασίου της Αντίς Αμπέμπας (1973 - 77)