ΟΨΕΠΟΤΕ 

     Πρίν από λίγους μήνες, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Χριστόφορου Παπαχαραλάμπους «Οψέποτε, στη Γη του Γαλάζιου Νείλου».  Αν και ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει ότι το βιβλίο είναι προϊόν μυθοπλασίας, δεν είναι μυθιστόρημα.  Πολλά από τα πρόσωπα που αναφέρει είναι γνωστά (έστω και αν, στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιεί ψευδώνυμα), όπως επίσης  γνωστά είναι και ορισμένα περιστατικά, π.χ. η πυρκαγιά του Ελληνικού σχολείου της Ντιρεντάουας.  Θα λέγαμε λοιπόν ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι ανάμεσα στις αναμνήσεις και την ονειροπόληση, μία αφήγηση γεγονότων από τα οποία άλλα συνέβησαν και άλλα θα μπορούσαν να είχαν συμβεί.  Είναι όμως όλα τόσο στέρεα κτισμένα πάνω σε ένα αυτοβιογραφικό υπόβαθρο, ώστε να μην μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για το πού σταματάει η πραγματικότητα και δίνει πλέον τη θέση της στη φαντασία του συγγραφέα.

     Μετά από μία έξυπνη εισαγωγή «Σαν Πρόλογο», ο Ακης (όπως τον ξέρουμε οι παλιοί του Ελληνικού Σχολείου της Αντίς Αμπέμπας)  μας διηγείται διάφορα περιστατικά από την παιδική του ηλικία, τη δεκαετία του ’50, πρώτα στην Αιθιοπία και μετά στην Ελλάδα, στην Αθήνα και στην Κρήτη.  Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αφορά την Αιθιοπία και ιδιαίτερα τη Δυτική Αιθιοπία.  Στο φόντο βρίσκεται ο Γαλάζιος Νείλος, άλλο ένα καμάρι της Αιθιοπίας, ο σπουδαιότερος ποταμός της Αφρικής από ιστορική άποψη, αφού χωρίς αυτόν η αρχαία Αίγυπτος δεν θα ήταν η χώρα με τη δύναμη, το μεγαλείο και τον πολιτισμό που θαυμάζουμε.

     Ένα από τα στοιχεία που κάνουν αυτό το βιβλίο σημαντικό, είναι ότι μας θυμίζει πως ο Ελληνισμός της Αιθιοπίας βρισκόταν σχεδόν παντού, δεν περιοριζόταν στις κοινότητες της Αντίς Αμπέμπας, Ντιρεντάουας, Ασμάρας και Ντεμπι Ντόλο.  Μερικές οικογένειες, η έστω μερικά άτομα, θα συναντούσε κανείς στη Τζίμα, στο Γκόρε, στο Ντεσιέ, και σε χωριά, την ύπαρξη των οποίων ελάχιστοι γνωρίζουν, όπως το Μάτου, τη Νόπα, το Μπούρε …  Και οι Ελληνες αυτοί, εγκατεστημένοι σε απόμακρα και δυσπρόσιτα μέρη (ας φανταστούμε σε τι κατάσταση βρίσκονταν οι δρόμοι – όπου υπήρχαν – πριν από 60 ή 100 χρόνια), ήσαν πρωτοπόροι και συνήθως πρωταγωνιστές στο εμπόριο, κυρίως του καφέ αλλά και των άλλων προϊόντων της Αιθιοπίας.  Η αναφορά του συγγραφέα στις επαγγελματικές δραστηριότητες του πατέρα του αρκεί για να μας θυμίσει και αυτό το γεγονός, για το  οποίο οι Ελληνες της Αιθιοπίας δικαιούνται να είναι υπερήφανοι.  (Δυστυχώς, είναι και αυτό ένα από τα κομμάτια της Ιστορίας του Ελληνισμού που ξεχνιούνται όσο περνάει ο καιρός .  Πόσοι θα το θυμούνται σε λίγα χρόνια;)

     Τα περιστατικά που περιγράφονται στο βιβλίο είναι συναρπαστικά.  Κυριαρχεί ο Τεκούρ Σεϊτάν, το φοβερό λιοντάρι που ξεκίνησε σαν αξιολάτρευτο κατοικίδιο ζωάκι, εξελίχθηκε σε επικίνδυνο φονιά και κατέληξε …(θα το διαβάσετε στο βιβλίο).  Τα τετ-α-τετ του συγγραφέα με τη λεοπάρδαλη, και του Ιταλού φορτηγατζή, όπως και του «ζαμπάνια», με τον Τεκούρ Σεϊτάν, η επιδρομή των Σιαφού – των κακών μυρμηγκιών – που θυμίζει ταινία θρίλερ υψηλών προδιαγραφών, η «λιθοβροχή», η δοκιμασία της διανυκτέρευσης του συγγραφέα στην κουφάλα του δένδρου μαζί με τον μικρό αδελφό του, η διάσωση μιάς καλλονής από τους λεπρούς, στους οποίους την είχαν πουλήσει οι δουλέμποροι, και άλλα εύθυμα ή παράξενα συμβάντα, συνθέτουν ένα γοητευτικό αφήγημα, χάρη και στον εξαιρετικά ζωντανό τρόπο με τον οποίο μας τα παρουσιάζει ο συγγραφέας.  Αυτά στο Μάτου.  Μετά, ο συγγραφέας κάνει ένα σύντομο σταθμό στην Αντίς Αμπέμπα και με τη «λιτορίνα» μας πηγαίνει, μαζί με τον αδελφό του, στη Ντιρεντάουα, στην οποία αφιερώνει το τελευταίο μέρος του βιβλίου που αφορά την Αιθιοπία.  Το κεφάλαιο της Ντιρεντάουας κλείνει με την πυρκαγιά του Ελληνικού σχολείου τα Χριστούγεννα του 1954, για την οποία, εγώ τουλάχιστον, μένω με την απορία:  είχε πράγματι κάποιο ρόλο ο Ακης σ’ αυτήν;  

     Στο κεφάλαιο για τη Ντιρεντάουα, ο Ακης βρίσκει την ευκαιρία να εκδηλώσει όλη την αγάπη και το θαυμασμό του για τη γιαγιά του Καλυψώ, όπως όλο το βιβλίο του φανερώνει την αγάπη του για τη μητέρα του και την τρυφερότητα που αισθάνεται γι’ αυτήν.  Τέλος, ο σεβασμός με τον οποίο αναφέρεται στην άλλη του γιαγιά, την Ταϊτού, την οποία δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλά, στον παππού του, παρά τον φόβο που ενέπνεε σε δύο γενιές απογόνων του, και στον πατέρα του, μας δίνει την εικόνα του ώριμου ανθρώπου που ήξερε να εκτιμήσει τη σωστή βάση, από την οποία ξεκίνησε τη ζωή του.

     Αφησα για το τέλος το σχόλιό μου για ένα από τα δυνατότερα στοιχεία του βιβλίου:  την αφήγηση.  Τα γεγονότα που περιγράφονται είναι πρωτότυπα και ενδιαφέροντα, ελκύουν τον αναγνώστη.  Ο τρόπος όμως που τα αφηγείται ο συγγραφέας τα κάνει συναρπαστικά, σε κάνει να μην μπορείς να αφήσεις από τα χέρια του το βιβλίο, τουλάχιστον έως ότου ολοκληρωθεί η αφήγηση άλλης μιάς «περιπέτειας».  Ο τρόπος που γράφει ο Χριστόφορος Παπαχαραλάμπους είναι καταπληκτικός:  συνδυάζει καθαρή σκέψη, απλότητα, αμεσότητα, ζωντάνια και χιούμορ – χιούμορ συχνά διανθισμένο με αυτοσαρκασμό, στοιχείο που ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά την ποιότητά του.   Με μία φράση, θα έλεγα ότι κέρδισα και χάρηκα που διάβασα αυτό το βιβλίο, το απήλαυσα, και πιστεύω ότι  θα το απολαύσετε και εσείς.

     Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στις 5 Ιουνίου του 2014, στο βιβλιοπωλείο «Ευριπίδης», στο Χαλάνδρι.  Είχε μεγάλη επιτυχία, αν κρίνει κανείς τόσο από τη μεγάλη παρουσία του κόσμου όσο και από το γεγονός ότι πουλήθηκαν όλα τα αντίτυπα που διέθετε το βιβλιοπωλείο.

 

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      Νικόλαος Χρ. Βοζίκης