ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑ
Οι μεγάλες και πλούσιες κοινότητες που περιγράφει η ιστορία της νεοελληνικής Διασποράς, και που εντοπίζονται σε πολλές περιοχές της αφρικανικής ηπείρου,δεν φιλοξενούνται στην Ερυθραία. Ωστόσο, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα,μερικοί έλληνες μετανάστες άρχισαν να καταφθάνουν και στη χώρα αυτή, για να εργαστούν στα βιομηχανικά ή δημόσια έργα που άρχισαν να κατασκευάζουν οι ιταλοί αποικιοκράτες.
Πρωταρχική εστία του ελληνικού στοιχείου είναι τα υψίπεδα του Hamasien και ειδικότερα η Ασμάρα, πρωτεύουσα και κομβικό οικονομικό, διοικητικό και πολιτικόσημείο. Από τους 469 Έλληνες που καταγράφονται στην Ερυθραία το 1902, οι 323 ήταν εγκατεστημένοι στην πόλη αυτή. Το βιοτικό επίπεδο, η δράση και οι σχέσεις των παροίκων διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με τα εκπαιδευτικά τους εφόδια,τις μετεξελίξεις στη διάρθρωση της τοπικής αγοράς και διεθνείς μεταβολές. Ιδίως τα πρώτα χρόνια, πολλοί από αυτούς ζουν όπως οι γηγενείς: αμείβονται ελάχιστα, δεν έχουν ιατρική περίθαλψη, μένουν σε “καλύβες” χωρίς νερό και ηλεκτρικό ρεύμα.
Με την πάροδο του χρόνου οι εγγενείς, στους κόλπους των παροικιών, ανισότητες αμβλύνονται ή οριστικοποιούνται. Έτσι, αν και ορισμένοι Έλληνες παραμένουν μισθωτοί, άλλοι αυτονομούνται, επενδύοντας μικρά ποσά σε παντοπωλεία ή εστιατόρια, και κάποιοι δημιουργούν μεγάλες βιομηχανίες, ασφαλιστικές, μεταφορικές, ναυτιλιακές ή εμπορικές εταιρείες. Οι τελευταίοι απαρτίζουν την πλέον προνομιούχο τάξη επιχειρηματιών: διοχετεύοντας την προσοχή τους σε συμπληρωματικούς τομείς της οικονομίας, εξυφαίνουν εκτενή επαγγελματικά δίκτυα και γεφυρώνουν την ερυθραϊκή με άλλες αγορές στην Αφρική, την Ευρώπη, ακόμη και την Αμερική.
Ουσιαστικά οι Έλληνες εδραιώνουν, παρά αμφισβητούν, την κατανομή των σχέσεων εξουσίας και τους όρους συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι, επειδή ενεργούν ως διάμεσοι μεταξύ αποικιοκρατών και αποικιοκρατούμενων. Αυτό σημαίνει ότι αν και δεν έχουν πρόσβαση στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν προς όφελός τους τις οικονομικές υποδομές, υπερέχοντας, με τον τρόπο αυτό, έναντι των Ερυθραίων, οι οποίοι υπόκεινται σε πολύ αυστηρότερους περιορισμούς από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Έχοντας ως αφετηρία τις πολιτισμικές και φυλετικές διακρίσεις, που εμποτίζουν την τοπική διαστρωμάτωση, οι πάροικοι άλλοτε ιεραρχούν τη λευκή φυλή ως ανώτερη της μαύρης και άλλοτε προτάσσουν την “ανθρωπιά” ως μέσο διαχωρισμού από τους “στυγνούς” Ιταλούς.
Καθοριστικός, για την κοινωνική τους διαφοροποίηση, είναι ο μετασχηματισμός του κεφαλαίου που συσσωρεύουν σε καταναλωτικά και συμβολικά αγαθά: σε αρχοντικές κατοικίες στη “γειτονιά των Ευρωπαίων”, ηγετικούς ρόλους στην οργάνωση της παροικίας, πανεπιστημιακή εκπαίδευση των παιδιών τους, δωρεές για την κατασκευή κοινοτικών κτιρίων, συναναστροφές με άτομα παρόμοιας εθνικής και κοινωνικής προέλευσης κ.λπ.
Οι επιρροές τις οποίες δέχονται οι πάροικοι από τις εθνοτικές ομάδες που συγκροτούν την ερυθραϊκή κοινωνία δεν μπορούν εύκολα να διαπιστωθούν. Εθνικιστικές αξίες, εσωστρεφείς νοοτροπίες και αναπαραστάσεις αντιπαρατίθενται, αλλά και συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν, με τοπικά ήθη και συμπεριφορές, τροφοδοτώντας σύνθετες και ευπροσάρμοστες στα κοινωνικά συμφραζόμενα ταυτότητες. Για παράδειγμα, ενώ οι Έλληνες της Ερυθραίας εμφορούνται από την ιδέα της καθαρότητας του ελληνικού πολιτισμού, τελούν γάμους με ντόπιες νύφες και ενσωματώνουν πολλές ερυθραϊκές παραδόσεις στον καθημερινό βίο.
Ταυτόχρονα, όμως, επιδιώκουν να διασώσουν την εθνική κληρονομιά, μεταβιβάζοντας στους “έγχρωμους” απογόνους τους την πατρογονική ορθόδοξη θρησκεία, την ελληνική υπηκοότητα, τελετουργικές πρακτικές, ενδυματολογικές συνήθειες.
Η αμφισημία που χαρακτηρίζει τις στάσεις αυτές, αποτυπώνεται καθαρά στους δεσμούς που διατηρούν οι πάροικοι με την Ελλάδα. Αν και η χώρα καταγωγής αποτελεί σταθερό σημείο πολιτισμικών και ιστορικών αναφορών, η “επιστροφή” δεν συγκαταλεγόταν στα σχέδιά τους. Την προοπτική αυτή την απόδιωχνε η ευημερία που απολάμβαναν στην καινούργια πατρίδα, η ανάμνηση των στερήσεων του παρελθόντος και οι επιφυλάξεις που έτρεφαν για το ελληνικό κράτος. Για το λόγο αυτό από την Ερυθραία δεν έφευγαν ηθελημένα, αλλά αυτό τους το επέβαλλαν δραματικές καταστάσεις, όπως η εισβολή των αιθιοπικών στρατευμάτων το 1961 και ο επακόλουθος μακροχρόνιος και καταστρεπτικός πόλεμος που κράτησε ώς την τελική ανεξαρτητοποίηση της Ερυθραίας, το 1993.
Μόνο τότε, όταν δηλαδή η προσωπική ασφάλεια και η βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους φαίνονταν προβληματικές, οι πάροικοι στρέφονταν στην Ελλάδα, όπου πάλι γίνονταν δεκτοί ως “λιγότερο”Έλληνες σε σύγκριση με εκείνους που δεν εγκατέλειψαν ποτέ τα εθνικά εδάφη ούτε ήρθαν σε επαφή με ανοίκειους πολιτισμούς.
Μαρίνα Πετρονώτη
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
ΑΙΘΙΟΠΙΑ
Η ελληνική παρουσία στην Αιθιοπία άρχισε, ουσιαστικά, τον 18ο αιώνα και συνδέεται με την καταφυγή εκεί μεμονωμένων ατόμων από τη Σμύρνη και τα νησιά του Aιγαίου, αλλά και με τις επαφές των αβησσυνιακών εκκλησιαστικών παραγόντων με το Πατριαρχείο Aλεξανδρείας.
Αλλά οι μονιμότερες ελληνικές εγκαταστάσεις στη χώρα αυτή άρχισαν από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής. Πάντως οι Έλληνες προηγήθηκαν των άλλων Ευρωπαίων. Την υποδοχή και την εγκατάστασή τους ευνόησε το κλίμα των σχέσεων που οι Αιθίοπες είχαν αναπτύξει στο παρελθόν με την Αλεξάνδρεια, το Βυζάvτιo και γενικά τον ελληνορθόδοξο κόσμο.
Από τις σχέσεις αυτές αντλούνται πληροφορίες για την τεκμηρίωση της αιθιοπικής ιστορίας, καταγεγραμμένης, κατά πολύ, ανεπαρκώς. Η διαμονή των Ελλήνων στην Αιθιοπία, η ιστορία της οποίας φθάνει έως τη βασίλισσα τoυ Σαβά, Μακέδα, και τον Σολωμόντα, παρακολουθεί στους νεότερους χρόνους την πορεία συγκρότησης της πολυφυλετικής αιθιοπικής αυτοκρατορίας, και επηρεάζεται από τη στάση που τηρεί απέναντί τους το ελληνικό κράτος.
Από το 1869, με τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ, το ώς τότε απομονωμένο αιθιοπικό οροπέδιο, άρχισε να δεσπόζει πάνω από την ακτή της Ερυθράς Θάλασσας και να αποκτά, έτσι, γεωστρατηγική και οικονομική σημασία. Το 1887 η επιλογή της Αντίς Αμπέμπα ως πρωτεύουσας συνοδεύεται από γρήγορους ρυθμούς ανοικοδόμησης. Συνεργεία ελλήνων μαστόρων, που εργάζονταν στη Διώρυγα και τα έργα των φραγμάτων τoυ Ασουάν, κατευθύνθηκαν στην Αιθιοπία μέσω του Τζιμπουτί.
Η άφιξη των Ελλήνων στηv Αιθιοπία, ασαφής και νεφελώδης ως προς τις συνθήκες μετακίνησης, αρχίζει –μεμονωμένα ή μετά από πρόσκληση– τo 1872, επί αυτοκρατορίας του Γιοχάννες Δ΄ (1871-1889). Στα χρόνια του διαδόχου του, Μενελίκ Β΄ (1889-1913), η μετακίνησή τους συντελείται πιο οργανωμένα και συνεχίζεται ώς τo 1974 με τηv ανατροπή τoυ αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ.
Στους Ευρωπαίους, που καταφτάνουν αναζητώντας την τύχη τους στη χώρα, ο Μενελίκ προσφέρει δωρεάν εκτάσεις γης με τίτλους ιδιοκτησίας, προκειμένου να διευκολύνει την παραμονή και την ενσωμάτωσή τους. Παράλληλα τους παραχωρεί και τo μονοπώλιο δερμάτων, άλατος, τα δικαιώματα εκμετάλλευσης τoυ υπεδάφους και καλλιέργειας της γης.
Με τις διευκολύνσεις αυτές οι Έλληνες επιδίδονται σε κερδοφόρες δραστηριότητες: ιδρύουv πριονιστήρια για να καλύψουν τις ανάγκες της ανοικοδόμησης, αλευρόμυλους, εργοστάσια ελαιουργίας-σαπωνοποιίας, οινοπνευματωδών ποτών, κλωστοϋφαντουργίας και μακαρονοποιίας. Η παραγωγή τους καλύπτει την εσωτερική αγορά, περιορίζοντας, κατά συνέπεια, τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα οι αυτόχθονες να αποκλείονται ουσιαστικά από το προσοδοφόρο εξωτερικό εμπόριο, και μάλιστα με την ανοχή του κράτους.
Παράλληλα αρκετοί Έλληνες ασχολούνται με το εμπόριο, διορίζονται σε έμπιστες θέσεις συμβούλων, διευθυντών και γραμματέων στα ανάκτορα και τον κρατικό μηχανισμό, ενώ άλλοι εργάζονται στη χάραξη δρόμων, την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών και το χτίσιμο των πρώτων οικοδομών ευρωπαϊκού τύπου. Ιδρύουν τα πρώτα ξενοδοχεία, καφενεία, παντοπωλεία, και λειτουργούν τον πρώτο κινηματογράφο στην αιθιοπική πρωτεύουσα.
Τον Ιανουάριο του 1908 ο Ανδρέας Καββαδίας εκδίδει την πρώτη αιθιοπική χειρόγραφη πολιτική εφημερίδα Αϊμιρό (Γνώση), με ειδήσεις από το Εξωτερικό. Η κυκλοφορία της διακόπτεται δύο φορές (1913-1914 και 1914-1916), αλλά από τον Ιούλιο του 1924 γίνεται η ουσιαστική επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι ανταποκρίσεις του Καββαδία και αυτές του Σωκράτη Προκοπίου –σε Αθήνα, Κάιρο, Σμύρνη– συντηρούν το μύθο της Αιθιοπίας στον ελληνικό Τύπο.
Λίγο μετά το θάνατο του Μενελίκ (1913), το ευνοϊκό, για τους Ευρωπαίους, καθεστώς αγοράς γης καταργείται και αντικαθίσταται με τη δυνατότητα ενοικίασής της για 99 χρόνια. Την εποχή του διαδόχου αντιβασιλέα Ρας Τάφαρι, του μετέπειτα αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ (1916-1960), οι ευρωπαϊκές κοινότητες έχουν ήδη σχηματιστεί, ιδίως στην Αντίς Αμπέμπα, μετατρέποντάς την σε κoσμoπoλίτικο κέντρο.
Την εποχή αυτή οι Έλληνες εξακολουθούν να διορίζονται σε έμπιστες υψηλόβαθμες θέσεις στα ανάκτορα και τον κρατικό μηχανισμό. Το 1935 ο Ανδρέας Καββαδίας διευθύνει τη φιλολογική εφημερίδα Ατμπιγιά Κοκέμπ (Εωθινός Αστήρ), που κυκλοφορεί για έξι μόνο μήνες.
Την ίδια περίοδο, το ναό της Αγίας Τριάδας στην αιθιοπική πρωτεύουσα κοσμούν οι αγιογραφίες του Βάσου Γερμενή και τα γλυπτά των αετωμάτων του Γεωργακά.
Τo 1918, όταν ιδρύεται η Ελληνική Κοινότητα της Αντίς Αμπέμπα, λειτουργούν ο Καρπαθιακός Εκπαιδευτικός Σύλλογος και ο Παρροδιακός Εκπαιδευτικός Σύλλογος. Μετά την κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς, οι δύο σύλλογοι συγκρούονται, αφού τα μέλη του πρώτου αρνούνται στην πλειονότητά τους να γίνουν ιταλοί υπήκοοι, σε αντίθεση με τα μέλη του δεύτερου.
Η αντιπαλότητα αυτή οφείλεται και στην απουσία αντιπροσώπου του ελληνικού κράτους, τον οποίο από την εποχή τoυ Μενελίκ εκπροσωπεί άλλοτε o ρώσος, o βρετανός ή o γερμανός πρόξενος της Αντίς Αμπέμπα. Μόλις το 1917 εγκαθιδρύεται στην πρωτεύουσα το πρώτο ελληνικό προξενείο, αλλά και πάλι για σύντομο διάστημα. Στη συνέχεια, με προτροπή του διαδόχου Ρας Τάφαρι, διορίζεται ως άμισθος πρόξενος ο γιατρός του, Ιάκωβος Ζερβός.
Η αντιπαλότητα των δύο δωδεκανησιακών συλλόγων εντείνεται το 1922, κορυφώνεται το 1927 (με μέτωπο τον Ζερβό), και αποτυπώνεται στο βραχύβιο αντι-κοινοτικό έντυπο Ο Αιθιοπικός Κόσμος. Το κλίμα εξομαλύνεται μόλις το 1930, όταν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών διορίζει γενικό πρόξενο τον Δημήτριο Νικολόπουλο.
Το 1916, πριν από τη σύσταση της ελληνικής κοινότητας, η Ελευθερία Κοσμά, τo γένος Δασκαλάκη, από το Ρέθυμνο, ιδρύει το πρώτο ελληνικό Σχολείο της Αντίς Αμπέμπα για τα λίγα παιδιά που προέρχονταν κυρίως από μικτές οικογένειες. Το σχολείο λειτουργεί ώς το 1930, οπότε ιδρύεται το κοινοτικό, η λειτουργία του οποίου διακόπτεται επί ιταλικής κατοχής (1939-1941). Το 1945 λειτουργεί Δημοτικό και Ημιγυμνάσιο, και τα παιδιά συνεχίζουν τις σπουδές τους στην Αίγυπτο και την Ελλάδα ώς το 1947, με την αναγνώριση των σχολείων αυτών από το υπουργείο Παιδείας. Το 1957 δημιουργείται Εμπορικό Τμήμα τριετούς φοίτησης, δανειστική κοινοτική βιβλιοθήκη και οικοτροφείο.
Από το 1926 χώρο συσπείρωσης των ομογενών αποτελεί η εκκλησία του Aγίου Φρουμεντίου και από το 1944 η Ελληνική Αθλητική Ένωση Ολυμπιακός, που ιδρύεται με σκοπό την ανάπτυξη τoυ αθλητισμού και την ψυχαγωγία. Οι συνθήκες επιβάλλουν, το 1970, τη δημιουργία φιλανθρωπικού τομέα, προκειμένου να ενισχυθούν οικονομικά οι ανίκανοι προς εργασία, και να καλυφθεί η περίθαλψη των αναξιοπαθούντων.
Δεύτερη σε πληθυσμό ελληνική κοινότητα της Αιθιοπίας δημιουργείται στην Ντιρέ Ντάουα, στο σταθμό της σιδηροδρομικής γραμμής Τζιμπουτί-Αντίς Αμπέμπα. Εκεί εγκαθίστανται Έλληνες, που εργάζονται ως υπάλληλοι της γαλλικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων, ενώ άλλοι ανοίγουν ξενοδοχεία, καφενεία και καταστήματα. Το 1920 ιδρύεται η ελληνική κοινότητα της πόλης αυτής, το 1926 λειτουργεί το κοινοτικό σχολείο και το 1930 χτίζεται ο ναός της Αγίας Τριάδος. Το 1947 ιδρύεται Ημιγυμνάσιο, που αναγνωρίζεται από το ελληνικό υπουργείο Παιδείας το 1957.
Σαφώς μικρότερη είναι η ελληνική παρουσία σε άλλες πόλεις της χώρας. Το 1897 ζουν στο Τζιμπουτί λίγες δεκάδες Ελλήνων. Ο αριθμός τους αυξάνεται ώς το 1908, οπότε και χτίζουν εκκλησία, αλλά τελικά δεν συγκροτούν κοινότητα ούτε αποκτούν ελληνικό σχολείο. Αντίθετα, η ίδρυση, τo 1948 στο Ντέμπι Ντόλο, ελληνικής κοινότητας έγινε με βασικό σκοπό τη λειτουργία ελληνικού δημοτικού σχολείου.
Την περίοδο της ακμής τους οι Έλληνες της Αιθιοπίας ανέρχονται περίπου σε 1.500 άτομα. Από αυτούς oι περισσότεροι ζουν στην Αντίς Αμπέμπα, λιγότεροι στην Ντιρέ Ντάουα και κάποιοι κτηματίες και έμποροι στο εσωτερικό της χώρας. Μετά το 1960, έτος καταστολής του κινήματος εναντίον τού Χαϊλέ Σελασιέ, η ανησυχία των Ευρωπαίων είναι έκδηλη.
Αλέκα Μπουτζουβή