ΑΛΜΑΖ Η ΛΥΤΡΩΣΗ 

«... Οι πελάτες γύρω από το μπαρ κατέβαζαν το ένα ουίσκυ πίσω απ’ τ’ άλλο. Η μυρωδιά από την κάπνα και το αλκοόλ, μαζί με την ιδρωτίλα και το έντονο φτηνό περφιούμι έφτιαχναν το κοκτέιλ αρωμάτων που επικρατούσε στην αίθουσα. Περίπου τριάντα κοπέλες καλοδιαλεγμένες, με σφριγηλά κορμιά και σφιχτούς γοφούς -απαραίτητο προσόν σύμφωνα με τα αφρικανικά γούσταδούλευαν στο νάιτ κλαμπ της Αλμάζ. Αιθίοπες, μαζί με ντόπιους Έλληνες, Ιταλούς, Αρμένιους και κάθε λογής τουρίστες, συνέθεταν το ανθρώπινο μωσαϊκό...»



Ο Δημήτρης Καλογερόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αντίς Αμπέμπα. Μετά την πτώση του αυτοκράτορα από τη στρατιωτική χούντα, έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Έχει γράψει βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και στα αιθιοπικά και άρθρο του έχει δημοσιευτεί σε ιταλικό περιοδικό. Σήμερα ζει με την γυναίκα του στην Ολλανδία.



Σικελική παροιµία: ‘A superbia arriva a cavaddu, e si nni torna a pedi’ (Η αλαζονεία έρχεται καβάλα στο άλογο, µα γυρνάει πίσω µε τα πόδια’).

                                                                                                    

                                                                                                              ISBN 978-960-93-2620-9


   


                                                                                           

Κεφάλαιο Πρώτο 

 

   Ξενοδοχείο Μπέβερλυ Χιλς, Polo lounge bar, Σάββατο, ώρα δώδεκα και µισή προ µεσηµβρίας. Ο Μάριο Ρασέττι καθισµένος σε µια γωνιά του µπαρ, παρήγγειλε το τρίτο στη σειρά ουίσκυ. Ρούφηξε µια γουλιά και άναψε τσιγάρο. Το µπαρ, ένα από τα καλύτερα στο Μπέβερλυ Χιλς, ήταν όπως πάντα γεµάτο. Οι πελάτες, στην πλειοψηφία τους µπίζνεσµαν, κουβέντιαζαν ακατάπαυστα µόνο για δουλειές, λες και δεν υπήρχαν αλλά θέµατα. Εξάλλου, είναι γνωστό πως το αγαπηµένο τόπικ των Αµερικανών είναι το χρήµα, είτε εκείνοι βρίσκονται στη γη, στον Παράδεισο ή στην Κόλαση. Οι γυναίκες τους, ντυµένες µε ακριβές τουαλέτες, αρκετές από αυτές  κακόγουστες, έκαναν επίδειξη πλούτου.  

  Στη γωνιά ο πιανίστας τραγουδούσε το “Return to me” (Γύρνα κοντά µου), το γνωστό σουξέ του Ντιν Μάρτιν. Ο Μάριο ακούγοντας  την πρώτη στροφή του τραγουδιού, έσφιξε τα δόντια και είπε µέσα του:

«Μην ανησυχείς,  Αµεντέο, όπου να ‘ναι  θα επιστρέψω. Κι αν εσύ  είσαι Σικελός, εγώ είµαι Καλαβρέζος. Μήπως το ξέχασες αυτό; Non ti preoccupare, θα στο θυµίσω σύντοµα».

  Εκνευρισµένος, κοιτούσε το κινητό του. Έριξε µια µατιά στο ρολόι του. Υπολόγισε ότι θα είναι δέκα και µισή στην Αντίς Αµπέµπα. «Ας προσπαθήσω ξανά», είπε στον εαυτό του. «Ελπίζω να είµαι τυχερός  αυτή τη φορά». Πίεσε  τα πλήκτρα του κινητού του και σχηµάτισε τον αριθµό. Φάνηκε τυχερός.

- Αλό! Είναι το νυκτερινό κέντρο «Αλµάζ;», ρώτησε στα αιθιοπικά. 

- Ναι, πείτε µου. 

- Μπορώ να µιλήσω στον κύριο Αµεντέο;

- Λείπει αυτή τη στιγµή. 

- Βρίσκεται εκτός Αντίς Αµπέµπα; 

- Όχι, απλά έρχεται µόνο το βράδυ. Ποιος τον ζητάει στο τηλέφωνο, παρακαλώ; 

- Ένας φίλος του. Κανένα πρόβληµα, όµως. Θα τον πάρω ξανά το βράδυ, ευχαριστώ. 

   «Ωραία», σκέφτηκε ο Μάριο µ’ ανακούφιση κλείνοντας το κινητό του, «δε λείπει, είναι στην Αντίς Αµπέµπα». Αυτό, βέβαια, το γνώριζε  από πρώτο χέρι, αλλά ήθελε να βεβαιωθεί. «∆εν ξέρεις καµιά φορά τι γίνεται», σκέφτηκε, «συµβαίνουν και απρόοπτα.. Μην κάνω  ολόκληρο ταξίδι τζάµπα. Και τι ταξίδι!».    

   «Θα τα πούµε, φίλε», µουρµούρισε  µε σαρκασµό. «Οι ελέφαντες δεν ξεχνούν…». Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και ρώτησε το µπάρµαν:  

- Τι χρωστάω, Lou; 

- 32 δολάρια, µίστερ Μάριο. 

- Shit! Ούτε να ‘χα πιεί  σαµπάνια Don Perignon! 

- Βλέπετε, κύριε, σήµερα έχουµε και τον Αλ Πρίµο στο πρόγραµµα. Μεγάλο όνοµα, πώς να το κάνουµε! 

- Oκ, Lou, έχεις δίκιο. Έτσι, όµως , δικαιούσαι  και εσύ µεγαλύτερο πουρµπουάρ, του είπε χαµογελώντας. Ορίστε ένα πενηνταδόλαρο και  κράτησε τα ρέστα.

- Oh, thank you, sir! Είστε απίθανος και πάντα γενναιόδωρος. Παρεµπιπτόντως, σας πάει πολύ το µουστάκι που αφήσατε. Μοιάζετε µε τον Amedeo Nazzari.

  Με το άκουσµα του ονόµατος Αµεντέο, ο Μάριο πετάχτηκε απ’ το κάθισµά του. Αυτό το όνοµα του ‘φερνε αλλεργία. «Πού στο διάβολο το βρήκε;», αναρωτήθηκε. «Χάθηκαν τόσα άλλα ονόµατα;». 

- Πού τον θυµήθηκες αυτόν τον ηθοποιό, Lou; Τι σχέση έχω εγώ µ’ αυτόν; Αυτός είχε ξετρελάνει το µισό γυναικείο πληθυσµό τη δεκαετία του σαράντα, παίζοντας σε φιλµ νουάρ. Σ’ ευχαριστώ, πάντως! 

- Καληνύχτα, κύριε Μάριο. Να προσέχετε όταν οδηγείτε. Ακούω µπουµπουνητά. Μπορεί να βρέξει...   

- Έχεις δίκιο, Luigi, το πάει για βροχή. Κι όταν αποφασίσει να  βρέξει στο Λος Άντζελες, ο δρόµος γίνεται γλιστερός σαν ξυρισµένο µουνί. ∆ε σ’ ενοχλεί που σε φωνάζω κάπου-κάπου Luigi,ε; Το κάνω για να σου θυµίσω την ιταλική καταγωγή σου, του ‘πε χαµογελώντας.

- Τουναντίον, κύριε, χαίροµαι! Έτσι µε φώναζε ο µακαρίτης ο πατέρας µου.

- Μιλάς καθόλου ιταλικά; 

- Όσο κι ο Φρανκ Σινάτρα. 

- Μ’ άρεσε η  απάντηση σου. Θα τα ξαναπούµε...    

 Ο Μάριο βγήκε έξω κι έριξε µια µατιά στον ουρανό. «Όπου να ‘ναι,  σκέφτηκε, θα ρίξει καρεκλοπόδαρα. Πρέπει να βιαστώ». Έβγαλε από την τσέπη του τα κλειδιά του αµαξιού του και τράβηξε προς το πάρκινγκ. Άνοιξε το συρτάρι του αυτοκινήτου του και έβγαλε από µέσα το πιστόλι του. «Αυτό κι αν το χρειάζοµαι, αναρωτήθηκε, αλλά, δυστυχώς, δεν µπορώ να το περάσω απ’ τον έλεγχο του αεροδροµίου». Το ‘βαλε πίσω, πήρε από µέσα τ’ αεροπορικά εισιτήρια, το διαβατήριο, την ξυριστική µηχανή και τα γυαλιά ηλίου. Τα έβαλε όλα στο σάκο Louis Vuitton και άναψε τη µηχανή του αυτοκινήτου. 

  Η Cadillac DTS έγλειφε την άσφαλτο µε ταχύτητα. Από µακριά είδε µια περίπολο της τροχαίας και χαµήλωσε ταχύτητα. ∆εν ήθελε να ‘χει  προβλήµατα µε µπάτσους και αλκοτέστ. Έπρεπε όλα να γίνουν φρόνιµα κι ωραία, όπως τα είχε σχεδιάσει. Σε είκοσι λεπτά θα ‘φτανε στο ∆ιεθνές Αεροδρόµιο του Los Angeles.  

  Ξαφνικά άρχισε να ψιχαλίζει. «Εδώ ή η ζέστη σε γαµάει ή η υγρασία», είπε µέσα του. Φτάνοντας, έστριψε το τιµόνι κι είδε την ταµπέλα που ‘γραφε «LAX Long Parking». ∆εν πρόσεξε, όµως, στρίβοντας ότι ερχόταν ένα αµάξι απ’ την απέναντι µεριά. Φρέναρε την  τελευταία στιγµή. Ο οδηγός  του άλλου αµαξιού, ένας  µαύρος, άνοιξε το παράθυρο και του φώναξε: 

- Είσαι στραβός; Πρόσεχε, όταν οδηγάς, mother fucker!    «Αυτό µου έλειπε τώρα», σκέφτηκε ο Μάριο, «να κατέβω και να παίξω ξύλο µε τον Μάικ Τάισον». Χαµήλωσε το παράθυρο του αµαξιού του και του είπε, χαµογελώντας χαζά:

- Συγγνώµη, αδελφέ, αφαιρέθηκα λίγο. Να έχεις καλό βράδυ.  - Άει πηδήξου, µαλάκα!  

 Ο Μάριο, µετά τη φιλοφρόνηση του µαύρου, τράβηξε προς το πάρκινγκ και σταµάτησε στην µπάρα. Πάτησε το πλήκτρο στη µηχανή, τράβηξε το µπιλιετάκι, προχώρησε και πάρκαρε το αυτοκίνητό του. Έβγαλε απ’ το πορτµπαγκάζ το σάκο του, προχώρησε λίγο και κατευθύνθηκε µε την κυλιόµενη σκάλα προς τον αερολιµένα.

 Φτάνοντας, έριξε µια µατιά στο ταµπλό µε τις αναχωρήσεις αναζητώντας την πτήση για Αντίς Αµπέµπα. «Θαυµάσια! Ωραία έκπληξη», είπε µέσα του, «φεύγει στην ώρα της, στις έξι και µισή!».       

 Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν πέντε παρά δέκα. Πέρασε απ’ τον έλεγχο των διαβατηρίων και κατευθύνθηκε σ’ ένα µπαρ-ρεστωράντ στο τράνζιτ ρουµ. Παρήγγειλε ένα σάντουιτς µε γαλοπούλα κι έναν εσπρέσο. Αισθανόταν βαριά την ανάσα του και χάλια το στοµάχι του. Απ’ το πρωί δεν είχε βάλει µπουκιά στο στόµα του.  

 Μετά  το σνακ κατευθύνθηκε προς τα Duty Free. Αγόρασε δυο σλιπ, δυο φανέλες, ένα σπορ πουκάµισο κι ένα ζευγάρι κάλτσες. Επίσης, διάλεξε και ένα ζευγάρι χειροποίητα δερµάτινα γάντια Βentley και τα ‘ριξε όλα στο σακβουαγιάζ του. Ήταν τα µόνα πράγµατα που θα ‘παιρνε µαζί του στο ταξίδι. «Ελπίζω να µου φτάσουν για τρεις  µέρες», ψιθύρισε. Πήγε στο ταµείο να πληρώσει και ρώτησε την κοπέλα:

- Μπορείτε να µου πείτε πού πουλάνε καρτ ποστάλ;

- Σ’ εκείνο το κατάστηµα, δίπλα στη σοκολατερί.   

  ∆ιάλεξε µια κάρτα κι έναν φάκελο και κάθισε στην  απέναντι καφετέρια. Παρήγγειλε έναν δεύτερο καπουτσίνο κι ένα κρουασάν.                                    

 Αισθάνθηκε να επανακτά τις δυνάµεις του. Έβγαλε  το στυλό του κι έγραψε:

  

« Κορούλα µου, όταν θα λάβεις αυτήν την κάρτα, θα ταξιδεύω για ένα ευχάριστο τριήµερο. ∆εν σου λέω πού πάω. Είσαι µικρή ακόµα για να τα µαθαίνεις όλα. Ελπίζω µόνο να µη βρεθώ νεκρός µε µια σφαίρα στην πλάτη από κανένα ζηλότυπο σύζυγο!  

Αν δεν σε πάρω τηλέφωνο σε τρεις µέρες, να έρθεις σ’ επαφή µε το Νότη Βοζίκη, το δικηγόρο µας. Ξέρω ότι πεθαίνεις από περιέργεια να µάθεις πού πηγαίνω. Υποµονή... Θα στα πω όλα, όταν γυρίσω. 

Υ.Γ. Θα έχω κλειστό το κινητό µου, µην  προσπαθήσεις να µε πάρεις.  

Σ’ αγαπώ,  Ο µπαµπάς  σου».

 

  Έγραψε τη διεύθυνση κι έκλεισε το φάκελο. «Πάει κι αυτό», σκέφτηκε µε ανακούφιση. «Αν τυχόν και δε γυρίσω, θα καταλάβει η κόρη µου τι εννοούσα». Έριξε πάλι µια µατιά στο ρολόι του. Ήταν έξι παρά τέταρτο, ώρα για τον έλεγχο εισιτηρίων. Τράβηξε προς την πύλη 68F, που τσέκαρε η Ethiopian. Σε λίγο η εταιρεία ανακοίνωνε στους επιβάτες να περάσουν  για επιβίβαση. Κατευθύνθηκε στο γκισέ που έγραφε «Μόνο για επιβάτες διακεκριµένης θέσης» και πήρε την κάρτα επιβίβασης.

  Μες στο αεροπλάνο κάθισε αναπαυτικά στη θέση του και έριξε µια µατιά τριγύρω. Μόνο δυο ακόµη επιβάτες βρίσκονταν στο Club Class. Βόλεψε το σακβουαγιάζ του στην αδειανό διπλανό κάθισµα. Το αεροσκάφος ζέσταινε τη µηχανή του και κατευθυνόταν προς το διάδροµο απογείωσης.  Σε λίγο θα πετούσαν.

  «Σε δεκαέξι ώρες θα βρίσκοµαι στην Αντίς Αµπέµπα, στον τόπο που γεννήθηκα, µετά από 13 ολόκληρα χρόνια... Κρίµα που οι συνθήκες της επιστροφής µου δεν είναι οι ιδανικές...». 

   Τράβηξε το πορτοφόλι του, το άνοιξε και κοίταξε την φωτογραφία µέσα. Ήταν  η Αλµάζ,  που του χαµογελούσε, όπως  τον παλιό  καλό  καιρό. Τα µάτια του βούρκωσαν. «Κάνε λίγη υποµονή, αγάπη µου, και θα ‘ρθει η λύτρωση»,  ψιθύρισε.

  Έβγαλε απ’  την τσέπη του ένα µπουκαλάκι υπνωτικά  και κατάπιε ένα χάπι. Έπρεπε να κοιµηθεί, για να είναι φρέσκος όταν φτάσει, µιας και θα χρειαζόταν όλες του τις δυνάµεις. Κοίταξε την αεροσυνοδό, που ήταν ντυµένη µε τα παραδοσιακά αιθιοπικά ρούχα και της χαµογέλασε. Πάντοτε στο Club Class οι αεροσυνοδοί  της Ethiopian ντύνονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ήταν σκέτη κούκλα.

- Μπορώ να χρησιµοποιήσω τα διπλανά καθίσµατα για να ξαπλώσω; τη ρώτησε.

- Βεβαίως, κύριε, µα να σας φέρω πρώτα το γεύµα σας. 

  Άνοιξε το πάνω καπό, τράβηξε µια κουβέρτα και δύο µαξιλάρια και  τ’ άφησε στο διπλανό του κάθισµα.   

 Από το παράθυρο του αεροπλάνου ο Μάριο έβλεπε το φωτισµένο κι απέραντο Λος Άντζελες. «Παράξενη  πόλη», σκέφτηκε. «Στα προσφέρει όλα εν αφθονία, αλλά στα παίρνει σιγά σιγά πίσω, µε το δικό της τρόπο. Όπως και η ζωή...», αναλογίστηκε. 

  Σε λίγο η ιπταµένη του έφερε ένα µπουκαλάκι σαµπάνια Μoet Chandon και για ορεκτικό γαρίδες cocκtail µε τσίλι σως. 

- Τι θα πάρετε για κύριο γεύµα; Έχουµε medallions µοσχαρίσιου κρέατος σε σάλτσα cognac συνοδευόµενο µε ταλιατέλες και σολοµό ψηµένο σε κεδρόξυλο συνοδευόµενο µε πικάντικο ασιατικό ρύζι και σπαράγγια στη σχάρα. Εκτός αν προτιµάτε παραδοσιακό αιθιοπικό φαγητό. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουµε αρνάκι ουότ.

  Στο άκουσµα του ουότ ξεροκατάπιε. Σκέφτηκε για λίγο αν έπρεπε να το φάει, γρήγορα, όµως, άλλαξε γνώµη. Για να είναι ανάλαφρος κατά την άφιξή του θα ‘παιρνε ένα καλό µπρέκφαστ το πρωί κι ένα ελαφρύ γεύµα το µεσηµέρι. 

- Θα  ήθελα να δοκιµάσω το φαγητό σας, αλλά πριν έρθω εδώ  ήµουν καλεσµένος σε δείπνο και παράφαγα. Μη φέρετε τίποτα απ’ όλα αυτά. Την επόµενη φορά. Πώς το είπατε  το παραδοσιακό σας φαγητό;

- Ουότ, κύριε. Κρίµα, όµως, που δε θα φάτε... Θέλετε, τουλάχιστον, να σας φέρω το επιδόρπιο; Έχουµε red velvet cake ή cake καρότου. Θα σας συνιστούσα το δεύτερο. Μη σας φοβίζει το καρότο. Ούτε που θα το καταλάβετε. Έχει και καρύδια. Μόλις δοκίµασα ένα και είναι θαυµάσιο! 

- Οκ, αφού το δοκίµασες εσύ, πρέπει να είναι ωραίο. Θα σου κάνω τη χάρη. Όµως, πες µου, είναι όλες οι κοπέλες ευγενικές και όµορφες, όπως εσύ, στην Αντίς Αµπέµπα; τη ρώτησε.

- Ω, ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Πολύ πιο όµορφες, του απάντησε µ’ ένα χαµόγελο που ‘σπαγε κόκαλα. Θα το διαπιστώσετε εξάλλου, όταν φτάσετε. Πρώτη φορά στην Αιθιοπία; - Ναι, πρώτη φορά. 

«Ελπίζω να µην είναι και η τελευταία», είπε µέσα του.

Ήθελε πολύ να της εξοµολογηθεί ότι γεννήθηκε στην Αντίς Αµπέµπα και να της µιλήσει στα αιθιοπικά. Αλλά όσο λιγότερα έλεγε τώρα, τόσο το καλύτερο για  εκείνον. 

  Αφού έφαγε το επιδόρπιο, που όντως ήταν καλό, ρώτησε την 

αεροσυνοδό πώς λέγεται. 

- Αλµάζ, του απάντησε εκείνη.

  Σαν να τον τσίµπησε κεντρί! « Όλα τα παράξενα συµβαίνουν απόψε το βράδυ. Ο Λου στο µπαρ µού είπε ότι µοιάζω µε τον Αµεντέο Νάτσαρι, ο πιανίστας τραγουδούσε  «Γύρνα πίσω» -αυτό που κάνω εγώ τώρα- και  η κοπέλα µού λέει ότι ονοµάζεται Αλµάζ! Πολύ παράξενη σύµπτωση... Ελπίζω να µου βγει σε καλό…».

- Να σας  χαµηλώσω το φως; τον ρώτησε. Να έχετε καλό ύπνο.

  Όταν έµεινε µόνος, έσπρωξε πίσω τα χερούλια των δύο διπλανών του καθισµάτων, έβγαλε τα παπούτσια του, έριξε πάνω του την κουβέρτα και ξάπλωσε. Μισόκλεισε τα µάτια του και θυµήθηκε τις τελευταίες συγκλονιστικές στιγµές πριν τη φυγή του... 






Κεφάλαιο  ∆εύτερο 

 

  Λίγο έξω από την Αντίς Αµπέµπα, στο δρόµο γιά το Μπισόφτου, βρισκόταν το βασίλειο της νυχτερινής ζωής της πρωτεύουσας, το περίφηµο Nefas Silk.  

  Η περιοχή µε  τα πολλά σοκάκια, ήταν γεµάτη από φωτεινές ταµπέλες που διαφήµιζαν τα διάφορα νυκτερινά κέντρα. Πολλά απ’ αυτά είχαν τις πιο παράξενες ονοµασίες για νάιτ κλαµπ, παρµένα άλλοτε από το όνοµα του αφρικανού επαναστάτη και ήρωα «Patrice Lumumba» και τη θρησκευτική φιγούρα του «Ben Hur», µέχρι τον αγώνα δρόµου «Marathon». Βέβαια, υπήρχαν και πιο ταιριαστά ονόµατα, όπως «Pop Corn», «Bella Napoli», «Amalfi», «Black Cat» κ.ά. Σκέτη Βαβέλ. 

 Ενδιάµεσα απ’ αυτά τα κέντρα βρίσκονταν χιλιάδες µικρά µπουρδέλα -ποτάδικα, που απασχολούσαν από δυο ως τρεις γυναίκες. Αν και δεν υπήρχαν επίσηµες στατιστικές, υπολογίζεται ότι σε συνολικά χίλια απ’ αυτά, διεσπαρµένα σ’ ολόκληρη την περιοχή, εργάζονταν πάνω από πέντε χιλιάδες γυναίκες- ιέρειες του έρωτα. Φανταστείτε, εποµένως, τι γαµήσι έπεφτε...         

  Στο τρίτο περίπου χιλιόµετρο, στρίβοντας δεξιά,  συναντούσες το γνωστό κέντρο «Αλµάζ», που έφερε τ’ όνοµα της ιδιοκτήτριάς του. Η λέξη στα αιθιοπικά σηµαίνει διαµάντι και δήλωνε και τα δύο, και το όνοµα της ιδιοκτήτριας, αλλά και τον πολύτιµο λίθο.   

  Το κέντρο γέµιζε ασφυκτικά, ειδικά τα σαββατοκύριακα, από κάθε καρυδιάς καρύδι. Οι  πελάτες γύρω από τα µπαρ κατέβαζαν το ένα ουίσκυ µετά το άλλο. Άλλου παπά  Ευαγγέλιο αν το ποτό ήταν γνήσιο ή νοθευµένο. Συνήθως, δίπλα από κάθε πελάτη στεκόταν και µια κοπέλα κρατώντας ένα ποτό στο χέρι, έντονα βαµµένη και προκλητικά ντυµένη. Επρόκειτο για τη γνωστή συµπληρωµατική εικόνα  κάθε  νυχτερινού κέντρου. Η µουσική  έπαιζε στη διαπασών                                                      και η  αίθουσα γέµιζε από γαλάζιους κύκλους, που σχηµάτιζαν οι καύτρες των τσιγάρων. Κάτω απ’ το θαµπό φωτισµό τα ζευγάρια κυριολεκτικά «έδιναν τα ρέστα τους» λικνιζόµενα  στους διάφορους ρυθµούς της εποχής.  

 Περίπου τριάντα καλοδιαλεγµένες κοπέλες, µε σφριγηλά κορµιά και σφιχτούς γλουτούς (απαραίτητο γυναικείο προσόν σύµφωνα µε τα αφρικανικά γούστα) δούλευαν στο νάιτ κλαµπ της Αλµάζ. Ήταν ένα απ’ τα πιο φηµισµένα µπαρ της περιοχής του Νefas Silk, που αποτελούσε για την Αντίς Αµπέµπα ότι το «Μoulen Rouge» για το Παρίσι.

 Η Αλµάζ γύρω στα τριάντα και εντυπωσιακά όµορφη µε το λαµπερό της χαµόγελο, σπάνια ερχόταν στο κέντρο της. Την επίβλεψη της επιχείρησης την είχε αναλάβει η καλύτερή της φίλη. 

 Το κέντρο, ως είθισται, διέθετε τ’ απαραίτητα δωµάτια στον περίβολο για εκείνους που επιθυµούσα να συνευρεθούν µε τις κοπέλες, µιας και αυτός ήταν ο απώτερος σκοπός, κι όλα αυτά στην τιµή των τριών δολαρίων. Pas mal!     

  Στο ταβάνι της αίθουσας κρεµόταν µια κρυστάλλινη ντισκοµπάλα, µοντέρνο πλέον αξεσουάρ σε κάθε νάιτ κλαµπ, που στριφογύριζε σα να  ακολουθούσε το ρυθµό της µουσικής, σκορπώντας τριγύρω τις ανταύγειές της. 

  Οι πελάτες ήταν ως επί το πλείστον Αιθίοπες, µαζί µ’ αρκετούς ντόπιους Έλληνες, Ιταλούς, Αρµένιους, Άραβες, µιγάδες, κάθε λογής τουρίστες καθώς και Αφρικανούς  διπλωµάτες. Όλοι αυτοί µαζί συνέθεταν ένα ανθρώπινο µωσαϊκό. Η µυρωδιά απ’ την κάπνα και το αλκοόλ, µαζί µε την ιδρωτίλα  και το έντονο φτηνό περφιούµι, φτιάχνανε το κοκτέιλ των αρωµάτων που επικρατούσε στην αίθουσα. 

  Πρόσφατα είχε πέσει η κυβέρνηση του Χαϊλέ Σελασσιέ απ’ τη στρατιωτική χούντα του Μενγκίστου. Οσµιζόµενοι οι µπαρόβιοι τις ραγδαίες εξελίξεις είχαν πανικοβληθεί, διότι ο δικτάτορας είχε αναγγείλει το σφράγισµα όλων των µπαρ και των µπουρδέλων, που, κατ’ αυτόν, συνιστούσαν πληγή και τροχοπέδη για την πρόοδο του λαού του. Όµως, είχε ήδη περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε και κανένα µέτρο δεν είχε επιβληθεί. Τουναντίον, τώρα οι δουλειές πήγαιναν καλύτερα. Μόνο οι πελάτες είχαν αλλάξει .Οι παλιοί, της µπουρζουαζίας είχαν εξαφανιστεί, όχι γιατί έπαψαν να πίνουν, αλλά γιατί δεν είχαν τώρα λεφτά και αντικαταστάθηκαν απ’ την καινούργια νοµενκλατούρα και τους υποστηρικτές της, που αποτελούσαν τώρα την ελίτ... ∆ηλαδή, «άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»…    

  Η Αλµάζ δεν είχε πανικοβληθεί. «Απίθανο πράγµα  να σταµατήσει ο Αιθίοπας να πίνει», είχε δηλώσει. Τα µόνα πράγµατα που δεν µπορεί να κόψει απ’ τις συνήθειες του είναι το ποτό και το µπέρµπερε. Και µε τις γυναίκες τι θα έκανε ο Μενγκίστου; Αν βγαίνανε στον δρόµο για διαδήλωση, θα ξεπερνούσαν σε µήκος το Σινικό Τείχος! Εξάλλου όλοι γνώριζαν πως, πριν αναλάβει την εξουσία, ο ίδιος ο Μενγκίστου ήταν συχνός θαµώνας των µπαρ. Εκεί, αξιωµατικός ακόµα στο πεζικό, στη µονάδα στο Χαράρ, τα ‘τσουζε µε τους φίλους του. Κι όµως, αυτός ο κύριος κυβερνούσε τώρα τη χώρα! Όµως, ας  µην είµαστε υπερβολικοί, αλλού συµβαίνουν και χειρότερα...      

  Η Αλµάζ έριξε µια φευγαλέα µατιά στη φίλη της, που γέµιζε τα ποτήρια και εισέπραττε τα λεφτά απ’ τα γκαρσόνια. Ήταν η µόνη που εµπιστευόταν. Όλοι οι άλλοι, ό, τι προλάβουν ν’ αρπάξουν στη ζούλα από τους µισοµεθυσµένους πελάτες, κρατώντας τα ρέστα απ’ τις πληρωµές.   

  Σε µια γωνιά της σάλας το κέφι είχε ανάψει γερά. Ένας γνωστός µαύρος αµερικάνος λοχίας, ο Thompson, έδινε αυτοσχέδιο χορευτικό σόου τριγυρισµένος  απ’ τις  κοπέλες, ενώ ο James Brown τραγουδούσε «Say it  loud: I’m  black and  proud”,  όχι αστεία!  Ας τολµούσε κανείς να πει το αντίθετο. Στην Αφρική είµαστε, πάρτε το χαµπάρι...

 Η Αλµάζ ικανοποιηµένη κοίταξε το ρολόι της. Μία και  δέκα  η ώρα και ο Αµεντέο δεν είχε εµφανιστεί ακόµα. Περίµενε µ’ αγωνία να της φέρει  νέα για το Στέφανο. Σε λίγο φάνηκε µια σκιά να κατευθύνεται στο ιδιαίτερο σαλονάκι στη γωνιά της αίθουσας. Σηκώθηκε να δει. «Αυτός πρέπει να είναι», σκέφτηκε και πλησίασε. 

 Τον αγκάλιασε σφιχτά.  

- Τσιάο, Αµεντέο. Τι έγινε µε το δικηγόρο; τον ρώτησε. Είχαµε καµιά εξέλιξη;  

- Όχι,  δυστυχώς,  της απάντησε  ο Αµεντέο. Έχουµε     avvocado farabutto. Αυτοί οι δικηγόροι είναι για να στα µασάνε και να δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις. Τρία χρόνια µένουν για να βγει απ’ τη φυλακή ο Στέφανο. Καλύτερα να κάνουµε υποµονή, να περάσει ο καιρός και να ξεµπερδεύουµε. Φοβάµαι κιόλας µήπως µας καρφώσει κανείς, αν σταµατήσεις να πληρώνεις, και την πατήσουµε µε τους δικαστές. Τα ξέρεις δα, αυτή η χώρα είναι γεµάτη ρουφιάνους. 

 - Μια κουβέντα είναι τα τρία χρόνια για κάποιον που βρίσκεται φυλακισµένος χωρίς λόγο, του ανταπάντησε η Αλµάζ βουρκωµένη. Θα πάω αύριο το πρωί να τον δω στη φυλακή. Είναι η µόνη ηµέρα που επιτρέπεται για βίζιτες. Τι µαρτύριο να περιµένεις µια ολόκληρη εβδοµάδα για να δεις τον αγαπηµένο σου, κι όλα αυτά µόνο για λίγα λεπτά...

Πήρε µια βαθιά ανάσα.

- Τι θέλεις να σε κεράσω; ρώτησε  τον Αµεντέο. Έχω ένα ωραίο µπουκάλι κονιάκ Remy Martin x.o 

  ∆ιάλεξε δυο κρυστάλλινα ποτήρια του κονιάκ απ’ το σκρίνιο, πήρε το στρογγυλό µπουκάλι και σέρβιρε ποτό. Της άρεσε να πίνει κάνα δυο ποτηράκια κονιάκ το βράδυ. Το υγρό λικνιζόταν µες στο ποτήρι, κάνοντας κυκλικές φιγούρες. Βυθίστηκε σε σκέψεις.

- Άσε µε για λίγο Αµεντέο, θέλω να µείνω µόνη. Πρέπει να σκεφτώ, να δω τι θα κάνω. Πήγαινε να δώσεις ένα χεράκι στο µπαρ. 

  Μόλις έµεινε µόνη της, στριφογύρισε το κρυστάλλινο ποτήρι κοιτάζοντας τις ανταύγειες που δηµιουργούσε µέσα του το κονιάκ. Ρούφηξε µια  γουλιά.  «Καλά  που υπάρχει κι ο καλός  µας φίλος, ο Αµεντέο, και µε βοηθάει», σκέφτηκε. Βυθίστηκε στην πολυθρόνα, µισόκλεισε τα µατιά και η σκέψη της ταξίδεψε στα παλιά, τότε που ήταν κοριτσάκι.... 


 Κεφάλαιο  Τρίτο 

 

 Η Αλµάζ είχε µόλις γυρίσει κατάκοπη απ’ το σχολείο. Φτάνοντας στην καλύβα της, έτρεξε να κρύψει τα σανδάλια της πίσω από ένα δένδρο, για να µην τα δει η µάνα της. Το ένα σανδάλι που φορούσε είχε κοπεί στα δύο και, για να µπορέσει να περπατήσει, το είχε φέρει βόλτα στο πόδι της µ’ ένα κοµµάτι πανί.

   Μπήκε στη µικρή καλύβα και πέταξε σε µια γωνιά την τσάντα µε τα βιβλία. Ευτυχώς που σε λίγες µέρες θα έκλειναν τα σχολεία και θα µπορούσε να πάει στη  θεία της, στη Ντίλα. Είχε βαρεθεί τη ζωή σ’ αυτό το µικρό χωριό, που κάθε µέρα έπρεπε να περπατάει µια ώρα µε τα πόδια για να φτάσει στο σχολείο.   

  Τελευταία το µαρτύριο ήταν µεγαλύτερο, διότι έπρεπε να διασχίζει το ποτάµι µε τα λασπόνερα, ώστε να αποφύγει το σπίτι της Ουολέτου, µιας συµµαθήτριάς της. Η Ουολέτου είχε απειλήσει πως θα την έσφαζε ζωντανή, αν την έβρισκε µόνη της. Κι όλα αυτά γιατί, όταν τσακώθηκαν στο σχολείο, η Αλµάζ την έβρισε και την είπε shankila. ∆ε φανταζόταν ότι θα την πείραζε τόσο! ∆εν ήταν δα και έγκληµα που ανήκε σ’ αυτή τη φυλή. Αλλά, βλέπεις, την ενοχλούσε το γεγονός πως όλοι τους εκεί ήταν σκλάβοι από τα γεννοφάσκια τους. Σιγά το βύσσινο! Ακόµη κι αν δεν  της το ‘λεγε η ίδια, φαινόταν από χίλια µέτρα µακριά από πού κρατούσε η σκούφια της, διότι ήταν µαύρη σαν κατράµι.      

   Μόνο όταν γελούσε, έφεγγε το πρόσωπό της, γιατί είχε ωραίο λαµπερό χαµόγελο και κατάλευκα δόντια. Εδώ πού τα λέµε, είχε και ωραίο σώµα µε µακριά και χυτά πόδια. Όµως, όλα τα παιδιά στην τάξη την έτρεµαν, καθώς ήταν άγρια και δυνατή σαν ταύρος, κι αν δεν έµπαιναν στη µέση οι συµµαθήτριες της να τη γλυτώσουν, θα ‘χε φάει το ξύλο της ζωής της. 

 Γι’ αυτό κάθε φορά που ξεκινούσε για το σχολείο έτρεµε απ’ το φόβο της. Όπου πήγαινε αισθανόταν  τη  βαριά  άχνα της  Ουολέτου στο σβέρκο της, λες και πάντα καιροφυλακτούσε να την αρπάξει. Και τι δε θα ‘δινε για να φύγει  απ’ αυτή την κόλαση... Πού να ‘ξερε η άµοιρη η µάνα της ότι έπαιρνε το δρόµο απ’ το ποτάµι για να την αποφύγει και πως εκείνη ήταν η αιτία που το σανδάλι της γραπώθηκε σε µια πέτρα και κόπηκε.

  Ξαφνικά  έχασε τον ειρµό της σκέψης της σαν  άκουσε τη φωνή της µάνας της να την καλεί απ’ την αυλή. Βγήκε και την είδε να κοπανάει στο µεγάλο ξύλινο γουδί το µπέρµπερε. Φορούσε ένα χρωµατιστό φουστάνι, πράσινο µε κόκκινες βούλες, που δεν το έβγαζε από πάνω της, εκτός απ’ τις Κυριακές. Από την πολύ χρήση, είχε σχιστεί κάτω απ’ τη  µασχάλη της και, κάθε φορά που ανεβοκατέβαζε το γουδοχέρι, το ένα βυζί της πεταγόταν έξω. Το κεφάλι της το είχε τυλιγµένο µε το παραδοσιακό shash, για να προστατεύεται απ’ τον καυτό ήλιο. Κάθε λίγο σταµατούσε για να σκουπίσει τον ιδρώτα που ‘τρεχε στο πρόσωπό της.  

 Η Αλµάζ λυπόταν που την έβλεπε σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά, δυστυχώς, δεν µπορούσε να κάνει τίποτα για ν’ αλλάξει την ζωή της. Εξάλλου δεν ήταν η µόνη στο χωριό που ζούσε κατ’ αυτό τον τρόπο. Όλες τους, λίγο πολύ, βράζανε στο ίδιο καζάνι. 

- Έλα δω, βρε τεµπέλα! της φώναξε. Πού στο διάβολο ήσουνα; Κάνε και καµιά δουλειά. Άντε, κουνήσου! Τελευταία όλο αργείς να ‘ρθεις. Ποιος ξέρει πού τριγυρνάς...

   Η Αλµάζ  σιωπηλά έβαλε στη χούφτα της λίγο στάρι και το σκόρπισε στις  κότες. Εκείνες έτρεξαν κακαρίζοντας προς τη µεριά της µόλις την είδαν, λες και την περίµεναν να ‘ρθει και να τις ταΐσει. Πήρε σανό και τάισε το γάιδαρο, που στεκόταν αµέριµνος στη γωνιά του. Κουνούσε τ’ αφτιά του δεξιά αριστερά, για να διώξει τις µύγες που ‘χαν κατασκηνώσει στο κεφάλι του.  

  Άνοιξε την πόρτα της αυλής, που ήταν φτιαγµένη από κορµούς ευκαλύπτου δεµένους µε φλοιούς δένδρων. «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα», σκέφτηκε. Έπρεπε να οδηγήσει τις δυο αγελάδες έξω από την αυλή και να τις κατεβάσει στο λαγκάδι για να βοσκήσουν χόρτο, κι όλα αυτά πριν νυχτώσει.  

  Οι δυο αγελάδες και οι πέντε κότες ήταν όλη τους η περιουσία. Το γάλα που άρµεγαν, µαζί µε τ’ αυγά που γεννοβολούσαν οι κότες, τα κουβαλούσε ο πατέρας της ως την άκρη του ηµιασφαλτοστρωµένου κεντρικού δρόµου, για να τα πουλήσει στους διερχόµενους οδηγούς.

   Απ’ το πρωί έπιανε πόστο σε µια άκρη του δρόµου. Καθόταν µε τα γόνατα υψωµένα και έβαζε µια ξύλινη ράβδο  ανάµεσα στα πόδια του. Φορούσε ένα άσπρο παντελόνι κι ένα κεντητό αιθιοπικό πουκάµισο µε γιλέκο και έριχνε πάνω από το  κεφάλι του την κούτα (σάρπα), για να µην τον κτυπάει ο ήλιος. Στο στόµα του είχε τη µεφάκια, την οποία δεν αποχωριζόταν ποτέ, ένα ξυλαράκι από το δένδρο κόσο, µε το οποίο βούρτσιζε συνέχεια  τα δόντια του. Το ίδιο έκανε σχεδόν όλος ο πληθυσµός της Αιθιοπίας για να καθαρίσει τα δόντια του. Κάπου- κάπου, εκσφενδόνιζε το σάλιο του στο χώµα. Όταν σταµατούσε το βούρτσισµα, δάγκωνε το ξυλαράκι µε την άκρη των δοντιών του, όπως κάνουν µερικοί στη ∆ύση µε την οδοντογλυφίδα. 

  ∆ίπλα του είχε κι ένα πανέρι µε παπάγιες, που τις είχε προµηθευτεί από το κτήµα του Γκορόγκο (Γιώργου), του φερέντζ, και µια λινάτσα, στην οποία είχε απλώσει  κοπανισµένο πιπέρι.

   Καθόταν υποµονετικά κάθε µέρα, απ’ το πρωί µέχρι τη δύση του ήλιου, τρώγοντας τη σκόνη που σήκωναν τ’ αµάξια περνώντας από µπροστά του, εκτός κι αν ήταν τυχερός και πουλούσε τα εµπορεύµατά του. Τότε, πήγαινε στο µπαρ  παρακάτω για να πιει τέλα. Αλλά κάτι τέτοιο συνέβαινε σπάνια. Γι’ αυτό κουβαλούσε µέσα σ’ ένα σκονισµένο πλαστικό µπουκάλι από µεταλλικό νερό την τέλα που ’χε φτιάξει η γυναίκα του. Κάθε τόσο έπινε και µια γουλιά µαζί µε µια δόση σκόνης, για να δροσιστεί.    

  ∆εν είχε παράπονο απ’ τη ζωή του. Του έφταναν αυτά που  πουλούσε. Με  τα λεφτά που ‘βγαζε έτρεφε την οικογένεια του και µε ό, τι περίσσευε έπινε την αγαπηµένη του τέλα παρέα µε τους φίλους του. 

  Το µόνο που τον ενοχλούσε τελευταία ήταν το γεγονός ότι η κόρη του έδειχνε ανήσυχη. Είχε κρυφά εκµυστηρευτεί στη θεία της ότι θέλει να φύγει από το χωριό και να πάει να ζήσει στην πόλη µαζί της κι εκείνη µε την σειρά της του το ‘σκασε το παραµύθι. 

 «Πού να πάει δεκατριών χρονών κορίτσι, µόνο του, έστω κι αν µένει µε τη  θεία του;», αναλογίστηκε. «Και για πόσο καιρό θα µείνει εκεί, µε τη θεία της; Αυτά είναι δικαιολογίες. Εξάλλου εκείνη έχει και άλλα στόµατα να θρέψει». Ρούφηξε λίγη τέλα και βυθίστηκε σε σκέψεις.

  Άρχισαν να τον ζώνουν φίδια. Κάποια φίλη της θα την παρασύρει και στο τέλος θα πάρει τον άσχηµο δρόµο. Μην καταλήξει και γίνει shermouta σε κανένα τεντζ µπετ, µόνο... «Τέλος πάντων, ψιθύρισε, ούτε η πρώτη θα είναι ούτε η τελευταία».

 Έβγαλε απ’ την τσέπη του τα λεφτά που µάζεψε και τα µέτρησε ένα ένα. «Αρκετά καλά», ψιθύρισε. Τύλιξε τη λινάτσα, πήρε το καλάθι που ‘βαζε τ’ αυγά και στρίµωξε µέσα το πανέρι µε τις παπάγιες. Τα πέρασε όλα στη βέργα του, τη στερέωσε στον ώµο του και κατηφόρισε προς το σπίτι του. 

  Η καλύβα που ζούσαν, µόλις που έφτανε να τους χωρέσει  όλους. Ήταν φτιαγµένη από σανό και λάσπη ανακατεµένα µε κοπριά και κορµούς λεπτών κλωναριών ευκαλύπτου, για στήριγµα. Όταν έβρεχε, γινόταν ακόµη πιο αφόρητη, διότι η µάνα της αναγκαζόταν να βάλει µέσα και τις κότες, ώστε να µη βραχούν. Οι αγελάδες και το γαϊδούρι κούρνιαζαν κάτω απ’ τη λινάτσα, που ήταν κρεµασµένη στα φύλλα της µεγάλης ακακίας της αυλής, εν είδη  υπόστεγου... 

  Μες στην καλύβα η µητέρα της µαγείρευε σε µια γωνιά, όπου είχε κρεµάσει την κατσαρόλα, τα πλαστικά πιάτα και τη µεγάλη κουτάλα. Στην άκρη της πόρτας βρισκόταν και το µεγάλο γκέµπο µε το νερό που ‘φερναν απ’  την πηγή και το χρησιµοποιούσαν µόνο για να πίνουν, µε το κορκορό στην επιφάνεια να επιπλέει.  

  Η Αλµάζ δεν άλλαζε την καλύβα της (τουκούλι) µε τίποτα. Παρόλο που ήταν στενάχωρα, είχε φροντίσει  η  ίδια  για  το εσωτερικό της. Τον τοίχο µέσα τον είχε ντύσει µε φωτογραφίες από παλιές  εφηµερίδες και πάνω απ’ το κρεβάτι της είχε κρεµάσει σ’ ένα σχοινί κοµµάτια από σελίδες των παλιών σχολικών της τετραδίων, τα οποία είχε ψαλιδίσει µε τέχνη και δείχνανε σα γιρλάντες. Στον τοίχο πάνω απ’ το στρώµα της είχε το καθρεφτάκι µε την κόκκινη κορνίζα, που της είχε αγοράσει στη Ντίλα ο πατέρας της, καθώς και µερικές φωτογραφίες, που είχε τραβήξει στο σχολείο µε τις φίλες της.  

  Εκεί, σ’ αυτό το κρεβάτι, περνούσε τον περισσότερο της καιρό, ξαπλωµένη, αφήνοντας τη σκέψη της να ταξιδέψει σε µέρη µακρινά και ονειρεµένα, χωρίς προβλήµατα και φτώχεια, όπου ζούσε ευτυχισµένη σ’ ένα µεγάλο σπίτι, παρέα µε τον αγαπηµένο της, που τη λάτρευε.     

   Επιστρέφοντας απ’ το βόσκηµα βρήκε τη µάνα της να µαγειρεύει. 

Ο πατέρας της έπλενε τα χέρια του σε µια µεγάλη πλαστική λεκάνη γεµάτη νερό που κουβαλούσαν απ’ το ποτάµι κι έκανε για όλες τις χρήσεις.  

  Πέφτοντας να κοιµηθεί η Αλµάζ, είδε ένα όνειρο. Είχε πάει, λέει, σ’ ένα πανηγύρι, όπου ήταν κόσµος πολύς. Όλοι  χόρευαν και τραγουδούσαν. Το φαϊ ήταν άφθονο. Υπήρχε µπόλικο κρέας και αναψυκτικά και η µουσική έπαιζε ακατάπαυστα. 

  Στα κιόσκια ήσαν απλωµένα λογής- λογής µπισκότα, καραµέλες και παγωτά και τα ‘διναν όλα τζάµπα! Πλησίασε πιο κοντά, όταν αισθάνθηκε ένα χέρι να την πιάνει σφιχτά απ’ το µπράτσο. Γύρισε απότοµα να δει. Άρχισε να τρέµει ολόκληρη. Ήταν η Ουολέτου!

- Σε τσάκωσα επιτέλους, πουτανοκόριτσο. Θα δεις τώρα τι θα σου συµβεί, της είπε ζουλώντας το µπράτσο της, που κόντευε να µατώσει.   

  Η Αλµάζ πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της µ’ ένα ουρλιαχτό. Η καρδιά της χτυπούσε τρελά. Κρύος ιδρώτας έτρεχε σ’ όλο της το σώµα. ∆εν άντεχε πλέον! Μόλις ξηµέρωνε, θα πήγαινε να τηλεφωνήσει στη θεία  της,  από το  τηλεφωνικό  κέντρο του χωριού                                          και να της ζητήσει να την πάρει στην Αντίς Αµπέµπα. Αν εκείνη δε δεχόταν, θα το ‘σκαγε. Αλλιώς θα τρελαινόταν.

 Έπρεπε πρώτα, όµως, να τα σχεδιάσει όλα σωστά. Να περιµένει να φύγει ο πατέρας της, για να παραµερίσει το κρεβάτι του και να πάρει λίγα απ’ τα χρήµατα που έκρυβε σ’ ένα πανέρι. Ήξερε ότι ήταν αµαρτία αυτό που έκανε, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Θα τα χρειαζόταν για το ταξίδι της. Το είχε πλέον πάρει απόφαση και τίποτα δε θα τη σταµατούσε. ∆εν υπέφερε άλλο τη µιζέρια του χωριού. 

- Ινάγιε, είπε στη µάνα της την επόµενη µέρα, θα µείνω το σαββατοκύριακο στην Τενάνιε, τη συµµαθήτρια µου, για να διαβάσουµε µαζί.  

 Έφτασε στο τοπικό ταχυδροµείο και µπήκε µέσα. Ουρές από ανθρώπους περίµεναν να τηλεφωνήσουν. Χώθηκε και περίµενε τη σειρά της. Μετά από λίγο τη φώναξαν να πάει στον τηλεφωνικό θάλαµο. Σχηµάτισε τον αριθµό κι άκουσε το τηλέφωνο να καλεί. Το σήκωσε η θεία της. - Αλό, ιτίγιε, της είπε. Είµαι η Αλµάζ. Πρέπει να έρθω να σε δω για λίγες µέρες. Είναι επείγον. Θα σου εξηγήσω, όταν έρθω. 

- Συµβαίνει τίποτα; τη ρώτησε η θεία της. Είναι όλοι καλά; 

- Ναι, θεία µου, όλοι είναι καλά. 

- Μήπως είσαι έγκυος; 

- Όχι, όχι, δε συµβαίνει κάτι τέτοιο. Θα σου εξηγήσω, όταν έρθω. 

- Εντάξει. Φέρε µου µόνο λίγο φρέσκο βούτυρο και µπέρµπερε από εκείνο της µάνας σου.

- Μείνε ήσυχη. 

  Πήρε µια βαθειά ανάσα και έκλεισε το τηλέφωνο. Πέρασε απ’ την γκεµπεγιά και ψώνισε βούτυρο, κοπανιστό µπέρµπερε και ένα µπουκάλι αρεκέ για το θείο της. Τα ‘βαλε όλα σ’ ένα πανέρι και τράβηξε για το σταθµό των λεωφορείων. Της είπαν ότι το ταξίδι µέχρι την Αντίς Αµπέµπα  θα ‘παιρνε δυο µέρες. Στον τελευταίο σταθµό, στο Ακάκι, θα ψώνιζε µια κότα πεσκέσι για τη θεία της.                                       

  Το λεωφορείο ήταν τίγκα. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωµένοι, όλοι ήσαν στριµωγµένοι και κουβαλούσαν κάτι στο χέρι τους: από ζωντανές κότες, φρέσκο βούτυρο τυλιγµένο σε φύλλα µπανανιάς, νταµιτζάνες µε τέλα και σινκ για τη διαδροµή, µέχρι µπουκαλάκια µε άρωµα. Για τους Αιθίοπες είναι ντροπή να επισκεφτούν κάποιον µε άδεια χέρια. 

 Στη διάρκεια του ταξιδιού το λεωφορείο τρανταζόταν κάθε λίγο και λιγάκι πέφτοντας στις λακκούβες του δρόµου και  σηκώνοντας τόνους σκόνης. Πάνω απ’ το παρµπρίζ κρεµόταν ένα µεγάφωνο, απ’ όπου ακούγονταν στη διαπασών διάφορα σουξέ της εποχής.  

 ∆ίπλα στην Αλµάζ, καθόταν ένας γέρος, που βρωµοκοπούσε τέλα. Μπροστά της ήταν µια χωριάτισσα, που θα ‘χε βάλει ένα κιλό βούτυρο στα µαλλιά της, γιατί όταν έµπαζε αεράκι απ’ το παράθυρο, µύριζε όλο το λεωφορείο. Ένας απέναντι είχε τσατ στο στόµα του και µασουλούσε συνέχεια. Κάπου- κάπου έφτυνε και στο δάπεδο. Όλο το λεωφορείο µύριζε ποδαρίλα.

  Η Αλµαζ σηκώθηκε και κοίταξε µήπως υπήρχε θέση στην τελευταία σειρά. Είδε έναν τύπο που είχε πιάσει σχεδόν όλη τη γαλαρία, µε τα πράγµατά του απλωµένα στα καθίσµατα.

- Αµπάµπα, του είπε, µπορώ να καθίσω δίπλα στο παράθυρο, γιατί ζαλίζοµαι; ∆ε θα πιάσω χώρο τόσο αδύνατη που είµαι.

- Από πού ξεφύτρωσες εσύ. Είσαι Γκάλα;  

- Όχι, είµαι Αµάρα.

- Κε γιετ; 

- Κε Μπούλγκα.

- Κι εγώ είµαι Αµάρα. Γι’ αυτό είσαι καθαρή. Κάθισε ήσυχα, όµως. 

 Η Αλµάζ χώθηκε στο κάθισµα και χάζευε απ’ το παράθυρο τα αραιά τουκούλια, που προσπερνούσαν µε ταχύτητα το όχηµα. Κάπου-κάπου το λεωφορείο σταµατούσε για να περάσουν κοπάδια από πρόβατα ή αγελάδες. 

  Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού στη δεξιά πλευρά του δρόµου ορθωνόταν  ένα  µεγάλο βουνό. «Πρέπει να είναι το  Ζικουάλα»,  σκέφτηκε η Αλµάζ. Της είχε µιλήσει η µάνα της γι’ αυτό και της είχε πει πως ήταν ιερό βουνό και πως µόνο οι πολύ πιστοί πήγαιναν να προσκυνήσουν το µοναστήρι που έστεκε στην κορυφή, διαφορετικά ο καλός  Θεός αναγνώριζε τους άπιστους και τους τιµωρούσε γκρεµίζοντάς τους απ’ το βράχο. 

  «Τι σόι καλός Θεός είναι, αφού σκοτώνει τους ανθρώπους;», αναρωτήθηκε η Αλµάζ κοιτάζοντας προς το βουνό. «Εκτός κι αν µε παραµύθιαζε η µάνα µου».

  Εν τω µεταξύ το λεωφορείο καταβρόχθιζε τα χιλιόµετρα. Κάπου- κάπου σταµατούσε το όχηµα, για να κατέβουν  οι επιβάτες και να κάνουν την ανάγκη τους. Σιγά σιγά πήρε να σκοτεινιάζει. Όπως ήταν ασυνήθιστη από ταξίδια και µε το ταρακούνηµα του λεωφορείου, η Αλµάζ αποκοιµήθηκε. Ξύπνησε όταν ο ήλιος τη χτυπούσε στο πρόσωπο. Έτριψε τα µάτια της και κοίταξε στα δεξιά της.

- Ξύπνησες; τη ρώτησε ο διπλανός της. Εσείς οι µικρές το µόνο που ξέρετε είναι να τρώτε και να κοιµάστε.  

- Πού είµαστε, αµπάµπα; 

- Φτάνουµε στο Μπισόφτου. Σε µία ώρα θα ‘µαστε στην Αντίς Αµπέµπα. Πού θα µείνεις στην πόλη; - Στη θεία µου, στο Γκετάµ Σεφέρ.

  Ο τύπος δίπλα έβγαλε απ’ το πανέρι του ένα ντάµπο µε γέµιση µπέρµπερε, έκοψε ένα κοµµάτι και της το έδωσε.  

- Φάε. Θα πεινάς. 

- Ευχαριστώ πολύ... 

  Πράγµατι πεινούσε σα λύκος. Πήρε στα χέρια της το µαύρο  ψωµί και το ‘φαγε µε µιας. ∆εν είχε ξαναγευθεί τέτοια νοστιµιά!  

  Στο υπόλοιπο της διαδροµής σκεφτόταν τι θα πει στη θεία της, ώστε  να πεισθεί και να την κρατήσει κοντά της. Η προτελευταία στάση ήταν το Ακάκι, πέντε περίπου χιλιόµετρα έξω απ’ την πρωτεύουσα.    

 Κατέβηκε απ’ το λεωφορείο και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόµιο, όπου πλανόδιοι πωλητές πουλούσαν αυγά και κότες. ∆ιάλεξε µια στρουµπουλή κότα, που ο πωλητής της έδεσε γερά τα πόδια και της την έδωσε. Μπαίνοντας στο λεωφορείο άρχισε η άµοιρη η κότα να κακαρίζει, αλλά οι επιβάτες συνηθισµένοι σε κάτι τέτοια δεν έδωσαν σηµασία. 

  Σε λίγο το λεωφορείο έφτασε στον προορισµό του και σταµάτησε δίπλα από τον κεντρικό σταθµό των τραίνων, στο Μπαµπούρ Ταµπιγιά, το Chemin de Fer. Κατέβηκε απ’ το όχηµα και κατευθύνθηκε απέναντι, προς τη στάση των λεωφορείων µε προορισµό το κέντρο της πόλης. Είδε το κιτρινοκόκκινο όχηµα «ανµπέσα» να πλησιάζει. Έκρυψε  την κότα κάτω απ’ την κούτα της κι ανέβηκε. 

  Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά  έφτανε το  λεωφορείο στη στάση  µπροστά από το ναό του Αγίου Γεωργίου. Κοίταξε τριγύρω και για λίγο τα ‘χασε. Είχε έρθει ξανά πριν τρία χρόνια µε τη µάνα της και τώρα προσπαθούσε να θυµηθεί πού βρισκόταν το σπίτι της θείας της. Την έπιασε πανικός!     

  Ξαφνικά είδε το µπαρ «Τιζιτά» µε την κόκκινη ταµπέλα του. «Εδώ είµαστε!», είπε στον εαυτό της όλο χαρά. Θυµήθηκε πως ακριβώς στη στροφή µετά το χωµατόδροµο έµενε η θεία της.     

  Φτάνοντας στο σπίτι µε την κορκορένια πόρτα, είδε µέσα απ’ το άνοιγµα του φράχτη τη θεία της που έψηνε καφέ. Κτύπησε την πόρτα.  - Μαν νέου, άκουσε τη φωνή της θείας της.

- Ίνε νένι ιτίγιε, απάντησε η Αλµάζ. 

  Η θεία της άνοιξε την πόρτα και την αγκάλιασε. 

- Πόσο µεγάλωσες! Φτυστή η µάνα σου έγινες! 

- Εµένα µου λένε ότι σου µοιάζω, της απάντησε η Αλµάζ. Τι κάνει ο θείος; Η  Άστερ; 

- Είναι όλοι τους καλά. Η Άστερ θα ‘ρθει όπου να ‘ναι απ’ το σχολείο. Ο θείος σου δουλεύει στο βενζινάδικο «Τόταλ» του κγέτα ∆ηµήτρη, στη  Φελουόχα. Θα ‘ρθει κατά  το βραδάκι. Κάτσε να  σου φέρω καφέ και κόλο. 

  Πήρε την κότα απ’ την Αλµάζ και της είπε:

- ∆εν ήταν ανάγκη να ξοδευτείς. Θα σας φτιάξω την Κυριακή ντόρο ουότ µ’ αυτήν.

  Μύρισε την µπέρµπερε. 

- Μοσχοβόλησε ο τόπος! Μόνο η µάνα σου φτιάχνει τέτοια µπέρµπερε. Όµως, πες µου τώρα: Ποιος είναι ο λόγος που ήρθες εδώ; Το ξέρουν οι γονείς σου; Είµαι όλο αυτιά. Μόνο µη µου πεις ψέµατα. 

  Η Αλµάζ µε κοµµένη την ανάσα τής εξιστόρησε το περιστατικό µε την Ουολέτου, παριστάνοντας τα γεγονότα πιο δραµατικά απ’ ό, τι ήταν στην πραγµατικότητα, λέγοντας  πως της τράβηξε µαχαίρι και πως την έδερνε κάθε φορά που την έβρισκε. 

- Καλά, γιατί δεν το είπες στον πατέρα σου, να πάει στην αστυνοµία;  - Μου ‘πε ότι θα µε σκότωνε, αν το έκανα και γι’ αυτό δείλιασα. 

Είναι επικίνδυνη! Καπνίζει χόρτο και βλέπει δαίµονες το βράδυ. Γι’ αυτό τα µάτια της είναι κατακόκκινα το πρωί. 

- Τέλος πάντων. Και ποιος σου ‘δωσε τα λεφτά για να ‘ρθεις µέχρι εδώ; Η Αλµάζ άρχισε να κλαίει, αυτή τη φορά στ’ αλήθεια.

- Έκλεψα από το πανέρι του µπαµπά µου, που ’ναι κάτω από το κρεβάτι του.

- Εσύ είσαι πραγµατικά ασυλλόγιστη! Τι είναι αυτά που µου λες; ∆ε σκέφτηκες ότι ο πατέρας σου τα µαζεύει σαντίµ µε σαντίµ και τα βάζει στην άκρη για περίπτωση ανάγκης; 

- Το ξέρω, θεία µου, της απάντησε µε ειλικρινή αναφιλητά. Θα δουλέψω και θα του τα στείλω. 24 

- Πόσα λεφτά πήρες;  

- Τριάντα µπιρρ.  

- Πάλι καλά. Θα πούµε ότι εγώ σου ζήτησα να τα πάρεις και ότι θα στα ‘δινα µόλις έφτανες εδώ. Τους είπες ότι φεύγεις; Θα έχουν κάνει τον κόσµο άνω κάτω να σε βρούνε. 

- Είπα στη µάνα µου ότι θα κοιµηθώ για δυο µέρες στη φίλη µου, την  Τενάνιε, για να διαβάσουµε µαζί  το σαββατοκύριακο.  

- Εσύ, παιδί µου, δεν έχεις ταίρι στην ψευτιά! Σε ποιον έµοιασες; 

«Σε σένα», ήθελε να της πει η Αλµάζ. Όρµησε και αγκάλιασε τη θεία της. 

- Σ’ ευχαριστώ πολύ. Ποτέ δε θα το ξεχάσω αυτό που κάνεις σήµερα για ‘µένα.  

- Έλα, έλα, ηρέµησε, της είπε η θεία της. Μόνο µην πεις τίποτα απ’ όλα αυτά στο θείο σου. Θα πάω αύριο το πρωί στο ταχυδροµείο να στείλω τα λεφτά στη µάνα σου. 

  Το βράδυ, όταν γύρισε ο θείος της στο σπίτι και έµαθε τα νέα, ξίνισε τα µούτρα του.

- Για πόσο καιρό θα µας φορτωθεί; ρώτησε τη γυναίκα του. Είναι πια ολάκερη κοπέλα. 

  Πίνοντας, όµως, το αρεκέ που του ‘φερε η Αλµάζ και βλέποντας τον ενθουσιασµό της κόρης του, που θα ‘χε για παρέα την ξαδέλφη της, κάλµαρε λιγάκι. «∆ε βαριέσαι, ένα πιάτο παραπάνω είναι, δεν αλλάζει αυτό την κατάσταση. Τι λύκος να σε φάει, τι αρκούδι», σκέφτηκε. «Έχει και χιούµορ η µικρή, θα µας κάνει καλή παρέα. Είναι διαβόλου κάλτσα, θα ξυπνήσει και η κόρη µου κοντά της», είπε µέσα του. 

  Η Αλµάζ ήταν κατενθουσιασµένη µε το καινούργιο περιβάλλον

Όλα της φαίνονταν συναρπαστικά: η κίνηση στο δρόµο, τα καταστήµατα, τα βραδινά φώτα και ο τρόπος που ντύνονταν οι γυναίκες, µε τα µοντέρνα φορέµατα. 

 Τ’ όνειρο της ήταν να ζει σαν πλούσια κυρία και να φοράει κάθε εβδοµάδα και καινούργιο φουστάνι. Της άρεσαν τα λούσα, ήταν κοκέτα και πολύ φιλόδοξη. Πίστευε βαθιά µέσα της ότι µια µέρα θα πλούτιζε. Την τρόµαζε η µιζέρια και η ζωή στο χωριό. 

  Το βράδυ στο σπίτι, κρυφά από τη θεία της, φορούσε τα  παπούτσια της µε τα ψηλά τακούνια και περπατούσε κουνώντας τους γοφούς της, προσποιούµενη τη µεγάλη. Την  έβλεπε η ξαδέλφη της και ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Μια φορά είχε βγει βόλτα µε την Άστερ στο κέντρο της πόλης και την είχαν φλερτάρει δυο νεαροί. Ε, λοιπόν, αυτό το ‘βρισκε πολύ διασκεδαστικό! 

  Ήταν η εποχή που τα σχολεία θα ‘κλειναν για τρεις περίπου µήνες. Αυτή, όµως, είχε υποσχεθεί στη θεία της ότι σε δυο βδοµάδες θα ξεκίναγε δουλειά, ώστε να ξεπληρώσει τα λεφτά που εκείνη έστειλε στη µάνα της. «Είναι δύο ολόκληρες εβδοµάδες», σκέφτηκε. Μπορούσε να κάνει και να δει τόσα πράγµατα σ’ αυτό το διάστηµα.

  Εν τω µεταξύ  ο θείος της τής έψαχνε δουλειά, πράγµα λίγο δύσκολο γιατί η Αλµάζ ήταν µόλις δεκατεσσάρων χρόνων, αν και φαινόταν µεγαλύτερη. Ρώτησε το αφεντικό του αν ήξερε κανένα σπίτι που να ζητάνε βοηθό υπηρέτριας.  

 Η απάντηση ήρθε συντοµότερα απ’ ό, τι περίµενε. Ο γκετά  ∆ηµήτρης του ‘πε ότι στο ζαχαροπλαστείο Prince Makonnen  ζητούσαν µια µικρή ως βοηθό στο εργαστήρι µε τα γλυκά.      

   Την εποµένη την πήρε η θεία της στο µερκάτο και της αγόρασε ένα τσιτάκι φόρεµα, για να δείχνει ευπαρουσίαστη. Η Αλµάζ µε τη σειρά της, µε τα λεφτά που της περίσσεψαν από εκείνα που έφερε, αγόρασε µια ζώνη, µια νάιλον τσάντα και κόκκινα πλαστικά γυαλιά ηλίου. Έσφιξε µε τη ζώνη τη µέση της, για να τονίσει τους γοφούς της. Ήξερε ότι ήταν πολύ ωραία  και ήθελε πάντα να ξεχωρίζει απ’ τις άλλες.  

  Στο ζαχαροπλαστείο την υποδέχτηκαν οι άντρες µε λαίµαργες µατιές. Ο υπεύθυνος της έδωσε µια ζύµη και της έδειξε πώς να τη ζυµώσει. Κατά το µεσηµεράκι κάνανε µια ώρα διάλειµµα και το ζαχαροπλαστείο τους πρόσφερε µισή φραντζόλα ψωµί µε σούρο για να φάνε. Η Αλµάζ βούτηξε στη ζούλα και έναν κουραµπιέ απ’ το ταψί και τον έχωσε στο στόµα της. Τρώγοντας γρήγορα, φοβούµενη µην την πιάσουν, κόντεψε να πνιγεί.   

  Κατά τις έξι το απόγευµα που σχολούσαν, τα γόνατα της είχαν λυγίσει απ’ την ορθοστασία και τα χέρια της πονούσαν από το ζύµωµα. Αυτό συνεχίστηκε για µέρες  ολόκληρες, µε τον ίδιο ρυθµό και µε το γιο του ζαχαροπλάστη να την τσιµπολογάει κάθε λίγο και λιγάκι. Το ίδιο έκαναν και οι εργάτες. Ο µικρός, τουλάχιστον, της έβαζε κάπου- κάπου µπισκοτάκια σ’ ένα πακετάκι, για να τα πάρει σπίτι. Ο πισινός της είχε µελανιάσει από τα τσιµπολογήµατα.

  Αυτός ο ρυθµός ζωής δεν ταίριαζε στην Αλµάζ. Εκείνη ονειρευόταν κάτι τελείως διαφορετικό στην πρωτεύουσα. Αν ήταν να δουλεύει σαν το γαϊδούρι, έµενε και στο χωριό της. Η διαφορά, όµως, ήταν ότι εδώ τουλάχιστον, ζούσε σε ένα πιο πολιτισµένο περιβάλλον και δεν είχε και την Ουολέτου να την κυνηγάει. Παρόλη την απογοήτευσή της, πίστευε ακόµα ότι κάποτε θα γινόταν µεγάλη και τρανή. Με το να παραµένει, όµως, στο ζαχαροπλαστείο και να ζυµώνει κάθε µέρα το αλεύρι, δεν άλλαζε ουσιαστικά τίποτα.  

  Αυτή ήθελε µε κάθε τρόπο να µάθει πώς κατάφερναν µερικοί και έκαναν λεφτά µε το εµπόριο. Άφησε το ζαχαροπλαστείο και βρήκε δουλειά κοντά σ’ έναν Άραβα, που πουλούσε ποικίλα εµπορεύµατα στην περιοχή του µερκάτο. ∆ούλευε στον πάγκο όλη µέρα βοηθώντας το αφεντικό της, κατεβάζοντας τα χαρτόνια από τα ράφια, πακετάροντας τα εµπορεύµατα που πουλούσαν και συγυρίζοντας το µαγαζί. Μάθαινε έχοντας τα µάτια της ορθάνοιχτα και  παρακολουθώντας  µε ενδιαφέρον τους τρόπους πού µετέρχονταν το αφεντικό της για να πουλήσει τα  εµπορεύµατά του. Έµαθε  την τέχνη του παζαριού και απέκτησε την καπατσοσύνη που χρειάζεται για να πείσεις τον πελάτη ν’ αγοράσει κάτι. Αισθανόταν ότι µέρα µε τη µέρα γινόταν πιο έµπειρη. Όταν έλειπε το αφεντικό της για καµιά δουλειά, µεταχειριζόταν και αυτή τα ίδια κόλπα µ’ εκείνον και τα κατάφερνε µια χαρά.   

  Γυρνώντας σπίτι της µια µέρα από τη δουλειά, πέρασε µπροστά από ένα κατάστηµα µε γυναικεία ρούχα. Στάθηκε και χάζευε την βιτρίνα. Έβλεπε τα ωραία ρούχα κρεµασµένα και τα φανταζόταν να εφαρµόζουν στο σώµα της. Καιρό τώρα είχε βάλει στο µάτι ένα µπλουζάκι κόκκινο. Στεκόταν και το χάζευε κάθε φορά που σχόλαγε απ’ τη δουλειά της. Το ίδιο έκανε και σήµερα.                                                        

  Σκέφτηκε λιγάκι και µπήκε µέσα αποφασισµένη. Πίσω από τον πάγκο βρισκόταν µια καλοντυµένη και ωραία κυρία. Tη ρώτησε  τι θα ήθελε. Ξαφνικά η Αλµάζ τα ‘χασε και άρχισε να τραυλίζει.

- Να... Θέλω να πω... Να σας ρωτήσω, πόσο κάνει το κόκκινο µπλουζάκι που έχετε στην βιτρίνα;

- Και τι το θέλεις εσύ, τόσο µικρή που είσαι; - Να το φορέσω και να γίνω ωραία, όπως εσείς. Κολακευµένη η κυρία την λοξοκοίταξε. «Αυτό το κορίτσι έχει πλάκα»,  σκέφτηκε.

- ∆εν πας σχολείο; Πόσων χρόνων είσαι;  

- Είµαι δεκατεσσάρων. Τα σχολεία τώρα είναι κλειστά. 

- Το µπλουζάκι κοστίζει 25 µπιρρ (12$). Έχεις τόσα χρήµατα;  

  Η Αλµάζ µόλις είχε πληρωθεί και έπρεπε να δώσει στη θεία της τα 20 απ’ τα 25 µπιρρ, που ήταν ο µισθός της. Θα της έλεγε ότι της έκλεψαν στο δρόµο τα µισά και ό, τι µέλλει γενέσθαι. ∆εν ήταν δα και η πρώτη φορά που της ξεφούρνιζε ψέµατα. Το πολύ-πολύ να τη µαύριζε στο ξύλο. 

- Έχω µονάχα 13 µπιρρ, αλλά σας υπόσχοµαι να σας φέρω τον άλλο µήνα τα υπόλοιπα. 

- Και που ξέρω εγώ ότι δε θα εξαφανιστείς; Πού δουλεύεις;

- Σ’ ένα µαγαζί, στο µερκάτο.  

 Η µαντάµ την κοίταξε καλά-καλά και της είπε: 

- Για πέρασε πίσω απ’ τον πάγκο να σε δω. 

 Αφού την περιεργάστηκε αρκετά, κατέληξε:

- Φαίνεσαι καθαρή, είσαι οµορφούλα κι από ό, τι διαπίστωσα  και αρκετά καταφερτζού, απαραίτητο στοιχείο για µια πωλήτρια. Έδιωξα σήµερα µια από δαύτες, διότι την τσάκωσα να µε κλέβει. Φαίνεται είναι η ηµέρα σου. Αν θέλεις να δουλέψεις για µένα θα σου δίνω 30 µπιρρ κι αν είσαι καλή, ίσως σου χαρίσω την µπλούζα.   

  Η Αλµάζ δεν πίστευε στ’ αυτιά της! Το όνειρο της ήταν πάντα να  περιτριγυρίζεται από φουστάνια και λούσα. 

- Ευχαριστώ! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Θα κάνω ό, τι µου πείτε. ∆ε θα  ξεχάσω ποτέ αυτό που κάνετε για µένα. 

- Άσε τα πολλά λόγια και έλα αύριο στις εννιά που ανοίγουµε. 

 Η Αλµάζ βγαίνοντας απ’ το κατάστηµα πετούσε στα σύννεφα. Θα έπαιρνε πέντε µπίρρ παραπάνω, που θα τα ‘κρυβε από τη θεία της, και θα κοιµόταν και µια παραπανίσια  ώρα, µιας και στο άλλο µαγαζί έπιανε δουλειά από τις οκτώ.   

  Την επόµενη µέρα, γεµάτη λαχτάρα, στεκόταν από τις εφτά και µισή έξω απ’ το κατάστηµα. Μόλις άνοιξε, ρίχτηκε µε κέφι στη δουλειά. Τακτοποιούσε τα φορέµατα, ξεσκόνιζε τα ράφια µε τα ρούχα και συγύριζε το µαγαζί. Ήξερε ότι είχε αίσθηση του χώρου και γρήγορα χέρια. Κάπου-κάπου έριχνε και µια κλεφτή  µατιά στην αφεντικίνα της, µιας και ήθελε να την εντυπωσιάσει.  

  Σε λίγο µπήκε η πρώτη πελάτισσα. Ανέλαβε να την εξυπηρετήσει η σινιόρα Μαρία, η αφεντικίνα. Η κυρία δοκίµασε δυο-τρεις φούστες, αλλά δεν έδειξε ικανοποιηµένη και ήταν έτοιµη να φύγει.     

  Πριν προλάβει να βγάλει τη φούστα, µπήκε στη µέση η Αλµάζ και είπε στην πελάτισσα: 

- Έχετε ωραίο σώµα και σας πηγαίνει αυτή η φούστα που βάλατε. Αυτό που δεν ταιριάζει µε τη φούστα είναι η ζώνη που επιλέξατε.    

 ∆ιάλεξε µια φαρδιά ζώνη σε φανταχτερό κόκκινο χρώµα  και την πέρασε στη µέση της πελάτισσας. Η Αλµάζ την κοίταξε µε θαυµασµό. 

-Πώς σας πάει! Εξάλλου έχετε ένα τέτοιο ωραίο σώµα.   

  Η κυρία φιλάρεσκα κοιτούσε  και ξανακοιτούσε το σώµα της στον καθρέφτη του µαγαζιού. Τότε επενέβη και η σινιόρα Μαρία και της είπε στα ιταλικά: 

- E veramente, troppo bello!   

 Κολακευµένη πια η πελάτισσα είχε πάρει την απόφαση της: θα τα αγόραζε. Πριν προλάβει να βγάλει τη φούστα και τη ζώνη, πετάχτηκε ξανά η Αλµάζ µ’ ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα παπούτσια αυτή τη φορά, διότι η πελάτισσα ήταν κοντή και στρουµπουλή. Τα παπούτσια ήσαν κι εκείνα κόκκινα, όπως η ζώνη.

-∆οκιµάστε τα, δεν είναι ανάγκη να τ’ αγοράσετε.

  Να µην τα πολυλογούµε, η γυναίκα έφυγε από το κατάστηµα µε τα τρία είδη. Η σινιόρα Μαρία έτριβε τα χέρια της από ικανοποίηση.

«Έπιασα το λαχείο, αυτό το κορίτσι είναι πραγµατικά ταλαντούχο!», έλεγε µέσα της. 

  Απ’ τη στιγµή που έπιασε δουλειά στο κατάστηµα της σινιόρα Μαρία η Αλµάζ, οι δουλειές πήγαιναν περίφηµα κι ο τζίρος του µαγαζιού είχε αυξηθεί. Η Αλµάζ µε το νεανικό, αλλά κοφτερό µυαλό της, είχε συµβουλέψει τη σινιόρα να δίνουν ένα µαντήλι ως δώρο σε κάθε πελάτισσα, που θα άφηνε ένα σεβαστό ποσό. «∆ε θα χάσετε τίποτα, διότι θα προσθέσετε το κόστος στον τελικό λογαριασµό, χωρίς να το πάρει πρέφα η πελάτισσα». Επίσης, µε δική της προτροπή,  αγόρασαν µια γυάλα µε γλειφιτζούρια και καραµέλες, που τα έδιναν στα παιδιά των πελατισσών, για να τα κρατούν απασχοληµένα όσο οι µαµάδες τους ψώνιζαν. Αυτό το κόλπο το είχε ξεσηκώσει απ’ τον Άραβα που δούλευε. 

   Σύντοµα η σινιόρα ανακάλυψε ότι χρειαζόταν µεγαλύτερο χώρο για  τα εµπορεύµατα της, που τα περισσότερα τα εισήγαγε απ’ την Ιταλία. Το  διπλανό κατάστηµα το είχε ένας γέροντας, που πουλούσε χαρτικά ξεροσταλιάζοντας άδικα όλη την ηµέρα, διότι σπάνια είχε δουλειά. Η Αλµάζ έτυχε να κρυφακούει, όταν ήρθε ο ιδιοκτήτης των δύο καταστηµάτων να εισπράξει τα νοίκια, να τσακώνεται µε το διπλανό, διότι καθυστερούσε να τον πληρώσει. Το είπε στη σινιορίνα.

-∆ώστε, σινιορίνα Μαρία, ένα ποσό ως αποζηµίωση στο γέρο και θα σας παραχωρήσει το διπλανό µαγαζί. Οι δουλειές του έτσι κι αλλιώς πάνε χάλια. Θα µπορούσαµε να γκρεµίσουµε τον τοίχο και να το κάνουµε κατάστηµα µε παιδικά είδη, που µας ζητάνε διαρκώς οι πελάτισσές µας. 

  Η σινιόρα την αγκάλιασε και τη φίλησε! Ακολούθησε την υπόδειξή της και σε λίγο καιρό άρχισαν να κάνουν χρυσές δουλειές. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, την Αλµάζ την έβλεπε σαν κολλητή της. Της  δεκαπλασίασε το µισθό και δεν έκανε τίποτα, αν δεν τη συµβουλευόταν πρώτα. Η Αλµάζ, απ’ την άλλη, είχε πλέον αφήσει το σχολείο και δούλευε κανονικά στο κατάστηµα. Η σινιορίνα της είχε προσλάβει και µια δασκάλα για ιδιαίτερα µαθήµατα αγγλικών. 

  Αλλά και το σπίτι της η Αλµάζ δεν το είχε ξεχάσει. Κάθε µήνα έστελνε λεφτά στη µάνα και στον πατέρα της. Είχε φύγει από τη θεία της και έµενε σ’ ένα µικρό δωµάτιο µε σαλονάκι και κουζίνα, που της είχε νοικιάσει η σινιορίνα δίπλα στο σπίτι της. Είχαν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια από τότε που η Αλµάζ είχε πρωτοέρθει στην Αντίς Αµπέµπα και πια ήταν δεκαοκτώ χρόνων.     Η σινιορίνα Μαρία είχε πολύ καιρό να ταξιδέψει στην Ιταλία, γιατί  ως τα τώρα δεν είχε κανέναν να του εµπιστευτεί το κατάστηµά της για όσο θα έλειπε. «Σε αυτού του είδους τις δουλειές πρέπει να  είσαι διαρκώς από πάνω. Έτσι και παραµελήσεις λιγάκι το µαγαζί, πάει, πέταξαν οι πελάτες», συνήθιζε να λέει. Και η µόδα, όµως, αλλάζει διαρκώς κι αν δεν την παρακολουθείς, το έχασες το παιχνίδι.      

  Τώρα, όµως, ήταν διαφορετικά τα πράγµατα, διότι είχε την Αλµάζ. Στην ουσία, εκείνη έκανε κουµάντο στο µαγαζί. Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει στο Μιλάνο, απ’ όπου κατάγονταν οι γονείς της και µε την ευκαιρία, να επισκεφθεί διάφορους οίκους, µιας και η πόλη αυτή ήταν, µαζί µε το Παρίσι, οι πρωτεύουσες της µόδας. 

  Ο κυριότερος λόγος, όµως, ήταν ότι, ταξιδεύοντας, ίσως άλλαζε η µοίρα της και παντρευόταν, διότι είχε πια πατήσει τα τριάντα επτά. Μέχρι τώρα όλες οι σχέσεις της κάπου κολλούσαν και δεν είχαν αίσιο τέλος. Στο Μιλάνο είχε µια θεία που της προξένευε έναν οδοντίατρο, ο οποίος και µορφωµένος ήταν και αρκετά νέος, µόλις σαράντα πέντε χρόνων, δηλαδή ό, τι έπρεπε για εκείνη. Όσο για την εµφάνιση του, αυτό ήταν θέµα γούστου. «Να ‘ρθεις, να τον δεις και ν’ αποφασίσεις. Mi e molto simpatico», της είχε γράψει.     

«Καιρός να κάνω κάτι για το µέλλον µου. Αν περάσω τα σαράντα, τότε  χεσ’ τα,  θα  µε  θέλουν µόνο για  το κρεβάτι»,  σκέφτηκε  η  Μαρία.

  Φώναξε την Αλµάζ και της ανακοίνωσε ότι θα έφευγε στην Ιταλία για δυο µήνες και ότι άφηνε το µαγαζί στα χέρια της.  

- Είµαι σίγουρη, θα τα καταφέρεις, της είπε. Είσαι πια ολόκληρη κοπέλα, µε προικισµένο µυαλό.     

 Της εξοµολογήθηκε το λόγο που πήγαινε. Η Αλµάζ, µε τη νεανική της αφέλεια, µέχρι και συµβουλές της έδωσε! «Να του παραστήσετε τη δύσκολη. Στήστε τον σε κανένα ραντεβού. Οι άνδρες είναι γεννηµένοι για να τρέχουν πίσω από εκείνες που τους παίζουν παιχνίδια και τους σέρνουν απ’  τη µύτη». «Άσε να τον γνωρίσω πρώτα και µετά βλέπουµε...», ήταν η απάντηση της σινιόρας.  

  Είχαν περάσει δύο εβδοµάδες από τότε που είχε φύγει η σινιορίνα Μαρία και µια µέρα, νωρίς το απόγευµα, η Αλµάζ περίµενε έξω απ’ το σπίτι της ταξί, για να πάει ν’ ανοίξει το µαγαζί. Ξαφνικά, σταµάτησε ένα αµάξι και της προσέφερε λίφτ. Ήταν συνηθισµένη σε κάτι τέτοια και γύρισε το πρόσωπό της προς την άλλη µεριά. 

Γρήγορα, όµως,  ξανακοίταξε, διότι ο τύπος που οδηγούσε ήταν οµορφούλης και αισθάνθηκε για εκείνον µια έλξη. Τον ευχαρίστησε και του είπε ότι περιµένει κάποιον γνωστό της να την πάρει. Αυτός της χαµογέλασε, έβαλε µπρος και έφυγε. Έτσι τουλάχιστον νόµιζε η ίδια. Η έκπληξή της ήταν µεγάλη, όταν µπαίνοντας στο µαγαζί, ύστερα από δέκα λεπτά, είδε έναν ψηλό, ωραίο τύπο να στέκεται µπροστά της. 

- Φαίνεται ότι ο τύπος που περιµένατε ήταν ταξιτζής. Να σας συστηθώ. Με λένε Στέφανο. 

 Έριξε µια µατιά τριγύρω και βλέποντας ότι οι υπόλοιπες πωλήτριες τραβήχτηκαν στην άκρη, νόµισε ότι εκείνη ήταν η υπεύθυνη του µαγαζιού. Για να την κολακέψει, τη ρώτησε: 

- ∆ε µου είπατε, πώς λέγεστε; Είναι δική σας η µπουτίκ; 

- Με λένε Αλµάζ. Και ναι, είναι δική µου η µπουτίκ, του είπε για να τον εντυπωσιάσει. Οι πωλήτριες τριγύρω κρυφογελούσαν.

- Τόσο νέα, µε τόσο ωραία µπουτίκ και µε παιδικά είδη επιπλέον...! 

Φαίνεται απίστευτο. Κρίµα που δεν είµαι παντρεµένος, ν’ αγοράσω κάτι για τη γυναίκα µου.

- Μπορείτε, όµως, να πάρετε κάτι για την κοπέλα σας. Σίγουρα θα έχετε µία.  

- ∆υστυχώς,  µ’ εγκατέλειψε και είµαι ολοµόναχος, της είπε χαµογελώντας. 

- Ε, κάτι θα της κάνατε, δε µπορεί στα καλά καθούµενα να σας άφησε έτσι...     

  Ο νεαρός πήγε προς τη βιτρίνα και διάλεξε ένα µεταξωτό κασκόλ.  

- Αυτό είναι ένα δώρο από ‘µένα για σας. ∆εν µπορώ να φύγω, χωρίς ν’ αγοράσω κάτι. 

 Της πέρασε το κασκόλ στο λαιµό και της είπε:  

- Είσαι κούκλα! Σου πάει πολύ. Τώρα πρέπει να φύγω, να πάω στο γραφείο µου. Θα τα ξαναπούµε.  

   Η Αλµάζ έµεινε αποσβολωµένη, µε το κασκόλ περασµένο στο λαιµό της. Το βράδυ δεν µπόρεσε να κοιµηθεί. Τον σκεφτόταν όλη νύχτα. Πρώτη φορά στη ζωή της αισθανόταν έτσι. Μέχρι τώρα είχε δυο- τρεις περιστασιακές σχέσεις και τίποτα άλλο. Αυτή τη φορά, όµως, ήταν διαφορετικά. Κοιµήθηκε µε το κασκόλ στο λαιµό της. 

  Το επόµενο διάστηµα περίµενε µε ανυποµονησία  να ξαναπεράσει από το µαγαζί της για να τον ξαναδεί. Είχαν περάσει ήδη τρεις µέρες και δεν είχε ξαναφανεί. H Αλµάζ άρχισε να το παίρνει απόφαση πως µάλλον δε θα τον ξανάβλεπε. «∆υστυχώς, όλα τα ωραία πράγµατα τελειώνουν γρήγορα», σκέφτηκε. 

  Κι όµως, τα ωραία πράγµατα δεν τέλειωσαν γρήγορα. Τουναντίον, ξεκίνησε µια µακριά και ζεστή σχέση. Μετά από µία περίπου βδοµάδα, στη µία το µεσηµέρι που σχολούσε, την περίµενε έξω απ’ το κατάστηµα της ο Στέφανο µε το αυτοκίνητό του. Η Αλµάζ δεν µπόρεσε να συγκρατήσει την χαρά της και πήδηξε µέσα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτή ήταν και η αρχή του ειδυλλίου τους. 

 Από τότε το ζευγάρι συναντιόταν σχεδόν κάθε µέρα. Η Αλµάζ σύντοµα άφησε  το µικρό διαµέρισµά  της  δίπλα στη σινιορίνα και µετακόµισε στο ωραίο διαµέρισµα που είχε ο Στέφανο, στο κτίριο του  συγκροτήµατος Νάντελ. Κάθε βράδυ βγαίνανε για χορό στα διάφορα κέντρα και, κυρίως, στο Χίλτον. Ο Στέφανο την είχε γεµίσει µε δώρα και καµάρωνε να τη βλέπει πάντα ντυµένη µε γούστο και χάρη.

  Η Αλµάζ, εξάλλου, ήταν πανέµορφη, µε ανοιχτό σοκολατί δέρµα µιγάδας και ένα καλοφτιαγµένο σώµα, που θα το ζήλευε και  µανεκέν.

  Αντικρίζοντάς τη ο Στέφανο για πρώτη φορά, θυµήθηκε τι είχε πει στην τοπική τηλεόραση ένας Γάλλος σχεδιαστής κατά την επίσκεψη του στην Αντίς Αµπέµπα, ότι δηλαδή  µερικές  Αιθιοπίδες απ’ την φυλή των Αµάρα αποτελούν πρότυπο οµορφιάς και ενσάρκωση της ιδανικής γυναίκας, µιας και  συνδυάζουν τα πάντα: οµορφιά, σώµα, θηλυκότητα κι όλα αυτά  πλαισιωµένα από ένα κατάλευκο χαµόγελο και δυο εκφραστικά αµυγδαλωτά µάτια. Επιπλέον, διαθέτουν εκείνο που λείπει απ’ τις γυναίκες της ∆ύσης, την αφέλεια και τη χάρη, προσόντα τόσο ελκυστικά για τους άνδρες.    

  Μέσ’ απ’ τα µάτια του ο Στέφανο τα ‘βρισκε όλα αυτά πάνω της. Εκείνο, όµως, που του άρεσε περισσότερο, ήταν ο αυθορµητισµός της, η ειλικρίνειά της και το πάθος της για ζωή. 

  Η σινιορίνα Μαρία, εν τω µεταξύ, είχε γυρίσει πίσω µε καινούργιες ιδέες και παραγγελίες για το µαγαζί της, αλλά, δυστυχώς, χωρίς σύζυγο. Η θεία της δεν της είχε πει όλη την αλήθεια για το γαµπρό. Ήταν πενήντα δύο ετών, πράγµα που από µόνο του δεν αποτελούσε πρόβληµα, όσο το γεγονός ότι ο άνδρας που της προόριζε για σύζυγο έµοιαζε περισσότερο µε βάτραχο, παρά µε άνθρωπο: ήταν δέκα εκατοστά κοντύτερος της και είχε ένα µαλλί κολληµένο στο πλατύ του κεφάλι µε µπόλικη µπριγιαντίνη, θυµίζοντας γκάνγκστερ της δεκαετίας του τριάντα. 

   Το ταξίδι της, πάντως, δεν πήγε ολότελα χαµένο, καθώς στην αντιπροσωπία της εταιρείας µόδας Alessandro Dell’Αcqua στο Μιλάνο, γνώρισε τον  υπεύθυνο παραγγελιών. Ήπιαν µαζί  καφέ στο σνακ µπαρ της εταιρείας και η γνωριµία τους προχώρησε και πέρα απ’ τα τυπικά.  

   Εκείνος, µάλιστα, της εξέφρασε την επιθυµία του να γνωριστούν ακόµη περισσότερο και της είπε ότι θα επιδιώξει, µε την πρώτη ευκαιρία, όταν ταξιδέψει για το Κάιρο και το Ναϊρόµπι για την εταιρεία του, να τους πείσει να κάνει µια στάση και στην Αντίς Αµπέµπα, οπότε θα ήταν µεγάλη του χαρά να την ξαναδεί, στη έδρα της αυτή τη φορά.  

 Με την επιστροφή της, η Μαρία γνώρισε επίσης το Στέφανο και της άρεσε πολύ, αλλά ανησυχούσε για την Αλµάζ, µήπως πληγωθεί απ’ αυτή τη σχέση. ∆εν ήταν σίγουρη πόσο θα βαστούσε ο δεσµός τους, µιας και σπάνια γίνονταν µικτοί γάµοι. 

  Μια φορά που το ζευγάρι είχε βγει µαζί µε τη Μαρία για φαγητό, η σινιορίνα είπε αστειευόµενη στο Στέφανο ότι αν έκανε κακό στην Αλµάζ, θα του έβγαζε τα µάτια. «Μπορεί», του είχε πει, «εσύ να είσαι Καλαβρέζος, εγώ, όµως, είµαι Μιλανέζα. Μπορεί εσείς να έχετε το µαφιόζο  Pasquale Condell, εµείς, όµως, έχουµε τον αρχιµαφιόζο Sylvio Berlusconi!».  

  Με την πάροδο του χρόνου, η  Αλµάζ ήθελε να µάθει τα πάντα  για το Στέφανο: πού µεγάλωσε, ποιοι ήταν οι γονείς του, οι φίλοι  του και πολλά άλλα τέτοια. Μια µέρα την πήρε απ’ το χέρι και της έδειξε το σπίτι που γεννήθηκε. Κάθισαν σ’ ένα πεζούλι απέναντι και άρχισε να της εξιστορεί...   

 

Κεφάλαιο  Τέταρτo 

 

    Στην πόλη της Ντίρε Ντάουα, την τρίτη σε µέγεθος της Αιθιοπίας, ζούσε ο Νατάλε ντι Ρασέτι. Είχε πρωτοέρθει ως στρατιώτης µε τον ιταλικό στρατό, κατά την εποχή της  εισβολή των φασιστών στα αιθιοπικά εδάφη. Μετά την απελευθέρωση της χώρας και την ήττα των Ιταλών, ο αυτοκράτορας είχε επιτρέψει, σε όσους Ιταλούς διέθεταν την  τεχνογνωσία και ήθελαν να βοηθήσουν στην ανοικοδόµηση της χώρας, παρόλο που αρχικά είχαν έρθει ως κατακτητές, να επιστρέψουν.      

 Πράγµατι αρκετοί γύρισαν και εργάστηκαν φτιάχνοντας δρόµους, γέφυρες, µοντέρνα καταστήµατα και γενικά βοηθώντας στην ανοικοδόµηση της χώρας. Μερικοί απ’ αυτούς δεν ξαναγύρισαν πότε πίσω στην Ιταλία, αλλά άφησαν τα κόκαλά τους στην Αιθιοπία. 

  Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο σινιόρ Νατάλε, που είχε έναν πρόσθετο λόγο για να παραµείνει. Είχε δει µια Ελληνίδα, κόρη ενός µπακάλη, και την είχε ερωτευτεί. Ήταν ψηλή, µελαχρινή, µε φλογερά µάτια, που τάραζαν την καρδιά του. «La donna dei miei sogni», έλεγε στους φίλους του. Έκανε το παν για να τη συναντήσει και να µιλήσει µαζί της. Εν τέλει κι ύστερα από χίλια ζόρια, κατάφερε να την πλησιάσει και να γνωριστούν.  

  Την ωραία Ελένη, όµως, την είχε τάξει ο πατέρας της σε έναν χονδρέµπορο καφέδων, που την περνούσε σχεδόν τριάντα χρόνια. Στο σπίτι της η Ελένη έπρεπε ν’ ακολουθεί κατά γράµµα όσα της έλεγαν οι γονείς της, από το τι θα φορέσει, πού θα πάει και πώς θα χτενιστεί µέχρι µε ποιες φίλες της θα βγει. Εν µέρει όλα αυτά  δικαιολογούνταν, γονείς ήταν. Αλλά εκείνοι έφτασαν στα άκρα! Της διάλεγαν τώρα και τον άντρα που θα έπαιρνε, µε µοναδικό κριτήριο τα -πολλά, είναι η αλήθεια- λεφτά. Λες και ο χονδρέµπορος θα την αγόραζε, όπως ένα κουιντάλι καφέ.                                                 

  «Είναι καλός άνθρωπος και θα σου παρέχει τα πάντα. Θα ζήσεις σα βασίλισσα, θα σωθείς!», της έλεγαν. «Τι κι αν δεν είναι ωραίος; Θα τον συνηθίσεις σιγά-σιγά...». Το µόνο που δεν της έλεγαν, και ήταν βέβαιο, ήταν το ότι το πολύ σε καµιά εικοσαριά χρόνια θα έµενε χήρα.

  Εκείνης, όµως, το αυτί δεν ίδρωνε. Γοητευµένη απ’ το νεαρό Νατάλε, που της έστελνε φλογερά γράµµατα, δεν ήθελε µε κανένα τρόπο να παντρευτεί έναν άνθρωπο µε τριπλάσια σχεδόν χρόνια διαφορά, χοντρό και µε µια φαλάκρα να φέγγει σα γλόµπος. Πεισµάτωσε και άρχισε να βγαίνει κρυφά µε τον Ιταλό και, παρόλο που στην αρχή  δεν τον αγαπούσε, δεν άργησε  να τσιµπηθεί µαζί του.  

  Εκτός απ’ τα φλογερά γράµµατα που της έστελνε, της τραγουδούσε και καντσονέτες µε την ωραία του φωνή και της χάριζε λουλούδια και δώρα. Παρ’ ότι δεν ήταν ιδιαίτερα όµορφος, ήταν αρρενωπός και  γεροδεµένος, όλο ζωή και ήξερε να τη γοητεύει λέγοντάς της λόγια τρυφερά. Της είχε πει ότι, αν παντρευόταν τον άλλον που την είχαν τάξει, ως Καλαβρέζος που ήταν, θα έβαζε τέρµα στη ζωή του!   

  Η Ελένη γελούσε µε τα λόγια του, µιας και ήξερε ότι, ως Ιταλός, ήταν και φανφαρόνος. Ο Νατάλε, όµως, δεν αστειευόταν. Με τα πολλά, της ζήτησε  να κλεφτούν και να πάνε να ζήσουν στην Αντίς Αµπέµπα.   

 Στην αρχή, απελπισµένη η νεαρά Ελένη, δεν ήξερε τι να κάνει. Στο τέλος, πήρε τη µεγάλη απόφαση να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της µε το αµόρε της. Ακόµη κι αν την εµπόδιζαν οι γονείς της, αυτή θα ‘κανε το δικό της. Ήταν ήδη 18 χρονών, ενηλικιωµένη.

  Όπως συµβαίνει στα µελό, το µοιραίο συνέβη ένα βράδυ µε φεγγάρι, όπου του δόθηκε µε όλη τη δύναµη της νεανικής της  καρδιάς. Μετά το τετελεσµένο γεγονός δεν υπήρχε άλλη λύση για την Ελενίτσα, παρά ο δρόµος της φυγής. Μπήκε κρυφά µε τον αγαπηµένο της στο τραίνο για  Αντίς Αµπέµπα και πήγαν να ζήσουν εκεί. 

    Βούιξε η Ντίρε Ντάουα απ’ το πρωτοφανές σκάνδαλο! Το ένα κουτσοµπολιό διαδεχόταν το άλλο: 

- Ατίµασε το σπίτι της! 

- Το ξελόγιασε, το κακόµοιρο το κορίτσι... 

- Με τι µούτρα θ’ αντικρύσει τώρα την κοινωνία; και άλλα τέτοια  χαζά. Μέχρι να τη σκοτώσει απείλησε ο αδελφός της, για να ξεπλύνει την ντροπή. Παρ’ όλα τα κωµικοτραγικά, τελικά ούτε ρουθούνι άνοιξε ούτε συνέβη τίποτα το  συγκλονιστικό και σύντοµα ξεχάστηκε το περιστατικό απ’ την κοινωνία της Ντίρε Ντάουα. Μόνο που για αρκετό χρονικό διάστηµα η οικογένεια της Ελένης, όπου και να πήγαινε, αντίκριζε τα γεµάτα οίκτο βλέµµατα των συντοπιτών της.

 Τα πρώτα χρόνια στην πρωτεύουσα ήταν  δύσκολα για το νεαρό ζευγάρι. Ο Νατάλε αρχικά δούλεψε στην ηλεκτρική εταιρεία Κόνιελ, ως τεχνικός στους ηλεκτρικούς πυλώνες. Με το χρόνο έβαλε στην µπάντα µερικά λεφτά και, επειδή πιάνανε τα χέρια του, άνοιξε ένα συνεργείο αυτοκινήτων.   

  ∆ουλευταράς και άξιος τεχνίτης καθώς ήταν, απόκτησε σύντοµα µια αξιόλογη πελατεία. Σχεδόν η πλειοψηφία των ξένων που ζούσαν στην Αντίς τον προτιµούσε και, έτσι,  καλυτέρεψε τη ζωή του και εκείνη της αγαπηµένης του Ελενίτσας. Πάντα φρόντιζε να µην της λείπει τίποτα. 

  Η αρχική  συµπάθεια που αισθανόταν η Ελένη για το Νατάλε εξελίχτηκε σε βαθιά αγάπη. Καρπός αυτής της συµβίωσης, ήταν ένας γιος. Τον βάπτισαν στην καθολική εκκλησία και πήρε το όνοµα του πατέρα του Νατάλε, Στέφανο. Ως δεύτερο του έδωσαν το όνοµα του πατέρα της Ελένης, Παναγιώτης, το οποίο αποδόθηκε στα ιταλικά και έγινε Μάριο, απ’ την Παναγία Μαρία. Παίρνοντας φόρα του κολλήσανε και το όνοµα του αδελφού του Νατάλε, Γκαετάνο, που είχε πεθάνει πρόωρα και τον οποίον ο ίδιος υπεραγαπούσε. Έτσι ο παπάς  βαπτίζοντάς  τον  διάβασε ολόκληρο το όνοµα  και... «  Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Στέφανο Μάριο Γκαετάνο».  

  Εν τω µεταξύ, τα νέα για την πρόοδο του Νατάλε και την  ευτυχία της κόρης τους φτάνανε στ’ αυτιά των γονιών της Ελένης στην Ντίρε Ντάουα και σύντοµα µάθανε ότι το ζευγάρι ζούσε σε ένα ωραίο σπίτι, µε µεγάλο κήπο και ότι είχε αποκτήσει και αυτοκίνητο. 

  Έτσι, ξαφνικά όλα άλλαξαν. Ο αποδιοποµπαίος Νατάλε, έγινε ο αγαπηµένος τους Ναταλίνο. Όταν δε έµαθαν ότι το εγγόνι τους πήρε και το όνοµα του παππού του, Μάριο, η αγάπη τους δυνάµωσε. Τα νέα, βέβαια, τα µάθαινε και η κλειστή κοινωνία της Ντίρε Ντάουα. 

- Το αδικήσαµε το κορίτσι, έλεγαν τώρα.

- Αφού τον αγαπούσε, τι να κάνει η κοπέλα; Όποια και να ‘τανε, το ίδιο θα ‘κανε στη θέση της...     

  Κι όταν ένα βράδυ ο χονδρέµπορος έπαθε εγκεφαλικό και, όπως λένε οι Ελβετοί, «έκλεισε την οµπρέλα του» και πήγε σε τόπο χλοερό, οι ίδιοι πρώην επικριτές, έλεγαν τώρα:

- Καλά έκανε το κορίτσι και παντρεύτηκε τον Ιταλό. Για φαντάσου.... Τώρα θα ‘ταν χήρα, πάνω στο άνθος της ηλικίας της!   

 Μεγαλώνοντας ο Στέφανο κληρονόµησε τη δύναµη του πατέρα του και την κορµοστασιά της µάνας του. Ζωηρός και έξυπνος, µε το πείσµα του Καλαβρέζου πατέρα του και της Κρητικιάς µητέρας του, σύντοµα έγινε πρωταγωνιστής στην παρέα του, όπου είχε πάντα τον πρώτο λόγο. Έκρυβε, όµως, και µια χρυσή καρδιά. Πίστευε στη φιλία και ήταν πιστός στις αρχές που πήρε από τους γονείς του.  

 Ο πατέρας του, ως βέρος Καλαβρέζος, συχνά του έκανε κήρυγµα πάνω σε θέµατα ηθικής: «Μπορεί στη ζωή σου να συµβιβαστείς µε ορισµένα πράγµατα, αλλά µην κάνεις πίσω, όταν πρόκειται για την τιµή σου. Το µόνο που πραγµατικά αξίζει στη ζωή σου είναι η τιµή σου και η τιµή της οικογένειάς σου και αυτό θα το εννοήσεις όταν θ’ αποκτήσεις τη δική σου. Την τιµή σου πρέπει να την υπερασπίζεσαι µε τη ζωή σου. Όποιος τολµήσει να σου τη θίξει, πρέπει να είναι  έτοιµος να δεχτεί και την ανάλογη τιµωρία. Να  θυµάσαι σ’ όλη σου τη ζωή τη λέξη «onore». «Fatte l’onure ca vrigogna,  un tinne mancari mai», του ‘λεγε στα καλαβρέζικα. (Υπερασπίσου την τιµή σου, διότι, διαφορετικά, πάντα η ντροπή θα περισσεύει)». Τα παραπάνω λόγια ακούγονταν παράξενα στ’ αυτιά του Στέφανο, εντούτοις, µεγάλωσε ακολουθώντας αυτόν τον κώδικα ηθικής. 

  Όταν έκλεισε τα έξι ο Στέφανο, οι γονείς του τον στείλανε  στο ιταλικό σχολείο. Εκτός από ιταλικά, ήξερε και ελληνικά, µιας και στο σπίτι τού µιλούσε συχνά η µάνα του στην µητρική της γλώσσα.   

   Η κυρά Ελένη, ως γνήσια Ελληνίδα, µαγείρευε, επίσης,  συχνά τα ελληνικά φαγητά και τηρούσε τις ελληνικές παραδόσεις. Είχε το πάνω χέρι, αυτή έκανε κουµάντο στο σπίτι. Ο Στέφανο, πολλές φορές, δεν ήξερε αν ήταν περισσότερο Ιταλός ή Έλληνας. ∆εν περνούσε Πάσχα χωρίς να φάει αρνί στη σούβλα, τσουρέκι και κουλουράκια. Οι φίλοι του ήταν µοιρασµένοι σε Ιταλούς και Έλληνες.       

  Τελικά, όµως, ένας συνοµήλικος, συµµαθητής του στο σχολείο και γείτονάς του, ο Αµεντέο, έµελλε να γίνει ο καλύτερός του φίλος. Ήταν Ιταλός, γιος ενός οδηγού φορτηγού µε καταγωγή απ’ τη Σικελία, του σινιόρ Σαλβατόρε Φαβαλόρο. Η µάνα του Αµεντέο ήταν µιγάδα, από µάνα Σοµαλή και πατέρα Ιταλό, επίσης Σικελό.

  Ο πατέρας του Αµεντέο ήταν ένας τύπος πρόσχαρος και µε καλή καρδιά. ∆ούλευε σκληρά για να συντηρήσει την οικογένειά του, κάνοντας µεγάλα ταξίδια µε το καµιόνι της εταιρείας που εργαζόταν και απουσιάζοντας µερόνυχτα. 

 Η µητέρα του µικρού, τουναντίον, ήταν φιλάρεσκη και ζηλιάρα. Φθονούσε τους γονείς του Στέφανο, επειδή ήταν ευκατάστατοι, περισσότερο, όµως, ζήλευε τον ίδιο τον Στέφανο, διότι ήταν καλός µαθητής και έπαιρνε εξαιρετικούς βαθµούς, ενώ ο γιος της δεν προχωρούσε στα γράµµατα. Κάθε φορά που ο µικρός Αµεντέο ερχόταν σπίτι µε τον έλεγχο του γεµάτο χαµηλούς  βαθµούς, την ώρα που ο Στέφανο ήταν απ’ τους καλύτερους στην τάξη, άφριζε απ’ το κακό της και  ξεσπούσε στο παιδί :  «Κοίτα τι  βαθµούς έφερε ο  Στέφανο, ενώ εσύ δεν είσαι ικανός για τίποτα. Είσαι σαν τον πατέρα σου, µια µετριότητα και θα πεθάνεις στην ψάθα...».  

  Τη ζήλεια αυτή τη µετέφερε σιγά-σιγά και στο µικρό. Ο Αµεντέο δεν άντεχε να βλέπει το Στέφανο να απολαµβάνει µια καλύτερη ζωή απ’ αυτόν, να φοράει ωραία ρούχα και να πηγαίνει βόλτα µε το αυτοκίνητο του πατέρα του. ∆εν έφτανε αυτό, ο Θεός τον είχε προικίσει µε µυαλό και δύναµη, ενώ αυτός ήταν κοντός και δειλός.    

 Έτσι άρχισε να αποστρέφεται  σιγά σιγά το περιβάλλον που µεγάλωνε. Περισσότερο, όµως, απεχθανόταν τη µάνα του. Το µόνο πρόσωπο που αγαπούσε ήταν ο πατέρας του, o οποίος µε τα λίγα λεφτά που κέρδιζε, του ‘φερνε γλυκά και παιχνίδια, όταν ερχόταν σπίτι και τον παρηγορούσε που δεν έπαιρνε τα γράµµατα.

  «Μην στεναχωριέσαι, γιόκα µου», του ‘λεγε. «Καλά τα γράµµατα, αλλά εκείνο που έχει σηµασία στη ζωή είναι η τέχνη. ∆ε βλέπεις το σινιόρ Νατάλε, που είναι καλός µάστορας, πόσο άνετα ζει; Όταν µεγαλώσεις, θα γίνεις και εσύ ένας άξιος µηχανικός. Θα του ζητήσω, όταν κλείσουν τα σχολεία, να σε πάρει στο συνεργείο, κοντά του και να σε διδάξει τη δουλειά».  

  Απ’ τη µεριά της η οικογένεια του Στέφανο, αγαπούσε το µικρό Αµεντέο και προσπαθούσε µε κάθε τρόπο να τον ευχαριστήσει, παίρνοντάς τον για βόλτα µε το αυτοκίνητο και αγοράζοντάς του δώρα. Το ίδιο και ο µικρός Στέφανο, τον αγαπούσε σαν αδελφό του. Ό, τι του ‘διναν στο σπίτι, το µοιραζόταν µαζί του.   

 Στο σπίτι του Στέφανο, οι γονείς του βλέπανε ότι ο σινιόρ Σαλβατόρε δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα, µιας και η γυναίκα του ήταν σπάταλη και ασυλλόγιστη. Μάθαιναν  διάφορα για το ποιόν της, αλλά έκλειναν τα αυτιά τους και προσπαθούσαν να της φέρονται µε τον καλύτερο τρόπο. 

   Ο σινιόρ Σαλβατόρε είχε πολύ χιούµορ, παρά τις δυσκολίες που αντιµετώπιζε και προσπαθούσε να µην εξωτερικεύει τα συναισθήµατά του. Τη µητέρα του Στέφανο τη φώναζε «συµπατριώτισσα», διότι,  η  Σικελία   κατά  την  αρχαιότητα   ήταν  αποικία της  Ελλάδας. «Οι Συρακούσες, συνέχιζε, σύµφωνα µε τον Κικέρωνα, ήταν η ωραιότερη πόλη της αρχαιοελληνικής επικράτειας και γενέτειρα του Αρχιµήδη. 

 Επιπλέον κι εγώ γεννήθηκα, της έλεγε, στη Sciacca Terme,  που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού San Calogero, το οποίο στα ελληνικά σηµαίνει καλόγερος». Η σινιόρα Ελένη,  µε την σειρά της, τον πείραζε και του ‘λεγε «Όταν εµείς χτίζαµε την Ακρόπολη, εσείς αρµέγατε πρόβατα. Γι’ αυτό ήρθαµε και σας φέραµε τον πολιτισµό».  

  Η πλάκα ήταν µεγαλύτερη µεταξύ των δύο Ιταλών, όταν προσπαθούσαν να αποδείξουν ποιοι ήταν οι καλύτεροι, οι Σικελοί ή οι Καλαβρέζοι; Σίγουρα οι Σιτσιλιάνοι κέρδιζαν άνετα, µιας και τα µεγάλα ονόµατα, προπάντων στην τέχνη, την εποχή εκείνη, όπως ο Φρανκ Σινάτρα, ο Λούις Πρίµα, ο Σαλ Μινέο, αλλά και στην όπερα ο τενόρος Τζιουσέπε ντι Στέφανο και παλιότερα ο συνθέτης Τζιάκοµο Μπελίνι, ήταν όλοι Σικελοί.

   Κάθε Κυριακή µεσηµέρι όλη η παρέα µαζευόταν για φαγητό στο σπίτι του Νατάλε και της Ελένης. Η σινιόρα Ελένη είχε έτοιµο το φαγητό και τα µεζεδάκια απ’ το πρωί. Το µόνο που δεν είχε µαγειρέψει ήταν τα µακαρόνια. Αυτή ήταν σπεσιαλιτέ του σινιόρ Σαλβατόρε! 

  Είναι γενικά αποδεκτό στην Ιταλία ότι οι Σικελοί µαγειρεύουν τα µακαρόνια καλύτερα απ’ όλους τους άλλους. Ιταλικό φαγητό δε χωρίς πρώτο πιάτο µακαρόνια, δε γίνεται. Ο Σαλβατόρε έφτιαχνε µια ποικιλία από ζυµαρικά: Spagetti alla Siciliana ή Pasta alla Siciliana. Ακολουθούσε το αρνί στο φούρνο µε πατάτες της Ελένης. Το γλυκό αναλάµβανε να το φτιάξει ο Νατάλε, που ήταν Torta di Claudia, σπεσιαλιτέ της Καλαβρίας, ένα κέικ φτιαγµένο µε αµύγδαλα και µια δόση κονιάκ. Το θαυµάσιο φαγητό συνοδευόταν µε κρασί chianti απ’ την Τοσκάνα. Η µόνη που δε συνείσφερε τίποτα ήταν η µάνα του Αµεντέο, η σινιόρα Συλβάνα. Απλά περιφερόταν µε το τσιγάρο στο χέρι ή κρατώντας ένα ποτήρι λικέρ.  

 Ώσπου  να  στρωθεί  το  τραπέζι   η παρέα  τραγουδούσε  συνήθως άριες από όπερα, που λάτρευαν οι δύο άνδρες. Ο Νατάλε είχε φωνή λυρικού τενόρου και ο Σαλβατόρε βαρύτονου. Αλλά και η Ελένη είχε ζεστή φωνή κοντράλτο. Αυτή, όµως, που έκλεβε την παράσταση, ήταν η Συλβάνα. Το µόνο δώρο µε το οποίο την είχε προικίσει ο Θεός ήταν η θαυµάσια φωνή λυρικής σοπράνο. Tο  leggato της φωνής της και τα pianissimi της ήταν καταπληκτικά. 

  Συχνά έλεγε σε φίλες της ότι, αντί να τραγουδάει στη Σκάλα του Μιλάνο, η µοίρα την έστειλε στην Αντίς Αµπέµπα να παντρευτεί έναν άξεστο φορτηγατζή. Το φόρτε για την παρέα ήταν το σεξτέτο «Chi mi frena in tal momento», απ’ την όπερα «Λουτσία ντι Λάµερµουρ», στο οποίο συµµετείχε και ο µικρός Αµέντεο µε τη γλυκιά φωνή του. Το σπίτι γέµιζε µελωδίες και οι γείτονες, στην πλειοψηφία τους Ιταλοί, έστηναν αυτί για ν’ ακούσουν εκείνο που τόσο περίµεναν.     Συχνά παρακαλούσαν όλοι τον Αµεντέο να τραγουδήσει την άρια  Siciliana, «O Lola, ch’ai di latti la cammisa» από την Cavalleria Rusticana, που τραγουδούσε  τόσο ωραία. Ως βέρος Σιτσιλιάνος έβγαζε µε πάθος το κοµµάτι, ενώ όλοι τον παρακολουθούσαν συγκινηµένοι. Περισσότερο από όλους ο πατέρας του, που µε βουρκωµένα µάτια άκουγε το γιο του και έλεγε µε υπερηφάνεια «…το τραγουδάει όπως ο Pippo», χα:ϊδευτικό του περίφηµου Σικελού τενόρου  Giuseppe Di Stefano. 

 

  Τελειώνοντας το ∆ηµοτικό ο Στέφανο συνέχισε τα µαθήµατά του στο Γαλλικό Λύκειο Lycee Gebremariam, µιας και το ιταλικό σχολείο δεν είχε Γυµνάσιο. ∆υστυχώς, ο Αµεντέο δεν τον ακολούθησε, διότι έµεινε στην ίδια τάξη. Απελπισµένος είπε στους γονείς του ότι δεν ήθελε να ξαναπάει στο σχολείο. Ο πατέρας του παρακάλεσε το σινιόρ Νατάλε να τον πάρει στο συνεργείο του, για να µάθει µια τέχνη. Εκεί στο συνεργείο ο Αµεντέο µεταµορφώθηκε ριζικά. Εργαζόταν µε ζήλο και αισθανόταν χαρά, όταν οι πελάτες τον φωνάζανε «µηχανικό» και του έδιναν χαρτζιλίκι. ∆ούλευε ήδη  δύο χρόνια στο συνεργείο, βοηθούσε την οικογένειά  και ζούσε πιο άνετα κι ο ίδιος, όταν µια µέρα γυρνώντας σπίτι του νωρίτερα απ’ το συνηθισµένο, διότι δεν αισθανόταν καλά, αντίκρισε ένα θέαµα που έκανε τα γόνατά του να λυγίσουν: η µάνα του, ξεπροβοδίζοντας έναν νεαρό απ’ το σπίτι τους, τον φιλούσε στο στόµα. 

 Ο Αµεντέο γονάτισε και ξέσπασε σε κλάµατα. ∆εν ήξερε τι να κάνει. Ο πατέρας του ξηµεροβραδιαζόταν µε το τιµόνι στο χέρι για να µην της λείψει τίποτα κι η µάνα του έβαζε τον εραστή της µέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Στην ιδέα και µόνο ότι έκανε έρωτα στο κρεβάτι του πατέρα του η σκέψη του θόλωνε. «Πουτάνα», είπε µέσα του. Ήθελε να τρέξει στο σπίτι, ν’ αρπάξει ένα µαχαίρι από την κουζίνα και να τη σκοτώσει! Να το ‘λεγε στον πατέρα του; ∆εν ήθελε να τον πληγώσει. Αν το µάθαινε θα την έσφαζε!  

  Από εκείνη τη στιγµή άλλαξε ριζικά ο χαρακτήρας του. ∆εν είπε τίποτα σε κανένα για το συµβάν, ούτε στον καλύτερο του φίλο, το Στέφανο. Αισθανόταν ντροπή και κλείστηκε για τα καλά στον εαυτό του. Οι συµφορές, όµως, διαδέχονταν η µία την άλλη για τον Αµεντέο. Ένα πρωινό υπάλληλοι της  εταιρείας τους ανήγγειλαν το τραγικό νέο: ο πατέρας του σκοτώθηκε, όταν σε µια στροφή του δρόµου, το καµιόνι που οδηγούσε αναποδογύρισε και σφηνώθηκε πάνω σε βράχους που είχαν κατολισθήσει. 

 Ο  Στέφανο και οι γονείς του προσπάθησαν να  παρηγορήσουν τον µικρό µε κάθε τρόπο. Η µητέρα του δε φάνηκε να συγκλονίστηκε και πολύ απ’ το θάνατο του συζύγου της. Άρχισαν οι άντρες να µπαινοβγαίνουν στο σπίτι. Τα βράδια γυρνούσε µισοµεθυσµένη και ξεσπούσε στο γιο της. 

  Βλέποντάς τα όλα αυτά η κυρία Ελένη έπεισε τον άντρα της, µετά από πίεση και του Στέφανο, να πάρουν στο σπίτι τους τον Αµεντέο, που είχε ήδη φύγει απ’ το πατρικό του κι έµενε σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο εδώ και µια βδοµάδα. Στο καινούργιο του σπίτι ο Αµεντέο θα  έβρισκε ό, τι  επιθυµούσε: άνεση, φροντίδα  και,  προπάντων, αγάπη. Στο µεταξύ η µητέρα του παράτησε το σπίτι τους και πήγε να ζήσει στην Ασµάρα, µ’ ένα Ναπολιτάνο εραστή της. Ήταν η τελευταία φορά που την θα την έβλεπε ο Αµεντέο.   

 Τα πρώτα τρία χρόνια της συγκατοίκησης µε τον Αµεντέο κύλησαν οµαλά για την οικογένεια του σινιόρ Νατάλε. Ο µικρός συνέχιζε να δουλεύει στο συνεργείο και να µαθαίνει όλο και καλύτερα την τέχνη του µηχανικού. Σύντοµα, όµως,  φάνηκαν τα πρώτα ανησυχητικά σηµάδια... 

 Μια µέρα ο σινιόρ Νατάλε είχε ξεχάσει ανοιχτό το χρηµατοκιβώτιο και επιστρέφοντας από µια δουλειά διαπίστωσε πως έλειπαν χρήµατα απ’ το  ταµείο. Για µια στιγµή σκέφτηκε να καλέσει τους εργάτες και να τους κάνει σωµατικό έλεγχο. Συγκρατήθηκε, όµως, διότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς δούλευαν χρόνια µαζί του και ποτέ δεν έδωσαν την παραµικρή αφορµή. Επιπλέον, κανείς άλλος δεν είχε πρόσβαση στο γραφείο εκτός από αυτόν και τον Αµεντέο. «Αδύνατον!», είπε µέσα του. ∆εν ανέφερε τίποτα και σε κανέναν, ούτε καν στην Ελένη, απ’ την οποία δεν είχε ποτέ µυστικά.      

  Οι αµφιβολίες του ενισχύθηκαν από το γεγονός ότι ο Αµεντέο συχνά τα βράδια έλειπε απ’ το σπίτι, προβάλλοντας χίλιες τόσες δικαιολογίες και επέστρεφε τα ξηµερώµατα. Αναγκάστηκαν να του δώσουν έξτρα κλειδί για να µην τους ξυπνάει τη νύχτα. Το γεγονός αυτό απασχολούσε το σινιόρ Νατάλε και, κυρίως, την κυρά Ελένη, ειδικά όταν τον έπιαναν να βρωµοκοπά αλκοόλ. Άνθρωποι της γειτονιάς είχαν αναφέρει στο σινιόρ Νατάλε ότι τον είχαν δει επανειληµµένα µισοµεθυσµένο να καβγαδίζει σε  µπαρ. 

 Ήταν προφανές πως είχε µπλέξει µε κακές παρέες. Ο πατέρας του Στέφανο προσπάθησε να ψαρέψει το γιο του µε σκοπό να µάθει κάτι, αλλά ο Στέφανο κάλυπτε το φίλο του, αν και γνώριζε καλά τι συνέβαινε. Μια µέρα ένας αλήτης προσπάθησε να δείρει τον Αµεντέο, γιατί τον έφτυσε και αναγκάστηκε ο Στέφανο να πλακωθεί µε δύο για  να  τον σώσει.  Κάθε  µέρα  τον  συµβούλευε κρυφά  να  αλλάξει ρότα, αλλά εις µάτην...   

   Ο πατέρας του Στέφανο έπρεπε µε κάθε τρόπο να βεβαιωθεί για την κλοπή. Άφησε να περάσουν µερικές µέρες και ένα πρωινό είπε στον Αµεντέο ότι πάει ν’ αγοράσει ανταλλακτικά  και ότι θα λείψει µισή ώρα. Άφησε το ταµείο ξεκλείδωτο, µε πέντε χαρτονοµίσµατα των δέκα µπιρρ µέσα. Όταν γύρισε, ο Αµεντέο έλειπε. Άνοιξε το ταµείο και κοίταξε µέσα. Έλειπαν τριάντα µπιρρ. Σε λίγο επέστρεψε ο Αµεντέο, που είχε πάει να δοκιµάσει το αµάξι ενός  πελάτη. Ο σινιόρ Νατάλε τον φώναξε στο γραφείο του.

- Ξέχασες να κλειδώσεις την πόρτα του γραφείου, του είπε.

- ∆εν το πρόσεξα, συγγνώµη. Έκανα µόνο ένα γύρο µε το αµάξι του  πελάτη, δεν έλειψα πάνω από δέκα λεπτά.  

- Καλά, αλλά έχε το νου σου την επόµενη φορά. Και τώρα κάθισε στην καρέκλα, σε παρακαλώ. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, αλλά πρόσεξε, θέλω να µου πεις την αλήθεια, χωρίς υπεκφυγές. Τότε µόνο θα µπορώ να σε συγχωρέσω και να δω τι µπορώ να κάνω για σένα. Όλοι σφάλλουµε στη ζωή. Σηµασία έχει η µεταµέλεια. Πρόσεξα ότι τελευταία έχεις µπλέξει µε κακές παρέες και µε πληροφόρησαν και οι γείτονες πως σε είδαν µεθυσµένο σε µπαρ. Τώρα διαπιστώνω  ότι απ’ το ταµείο λείπουν χρήµατα. Τα έκλεψες εσύ ή όχι; 

Ο Αµεντέο άρχισε να τρέµει.

- Τι µου λέτε, ζιο Νατάλε; ∆εν είµαι κλέφτης! Πώς γίνεται να έκανα τέτοιο πράγµα; Εξάλλου, αν χρειαζόµουν λεφτά, θα σας ζητούσα. Ποτέ δεν µου ‘πατε όχι. Μήπως µπήκε κανείς απ’ τους εργάτες όσο έλειπα και τα βούτηξε; - Σου δίνω µια ακόµη ευκαιρία, Αµεντέο. Έκλεψες εσύ τα χρήµατα ή όχι;

- Μα σας είπα! Αν δεν µε πιστεύετε, ψάξτε µε, είπε αναποδογυρίζοντας τις τσέπες του. Ορίστε, έχω µόνο πέντε µπιρρ και τα κλειδιά του σπιτιού. 

  Ο σινιόρ Νατάλε κλείδωσε το γραφείο πίσω του και του είπε:

- Βγάλε τα παπούτσια σου.         

- Μα, σας παρακαλώ... Τι µου ζητάτε να κάνω; Ζητήστε µου οτιδήποτε άλλο, όµως, δε δέχοµαι να µε ψάχνετε σαν να ‘µαι κοινός κλέφτης.   

  Τότε ο σινιόρ Νατάλε τον πλησίασε, τον άρπαξε από το χέρι και το ‘σφιξε αναγκάζοντάς τον να γονατίσει απ’ τον  πόνο. 

- Λύσε τα κορδόνια σου! του είπε µε αυστηρό ύφος κι έσφιξε σαν τανάλια το χέρι του Αµέντεο. Αυτός έβγαλε το αριστερό του παπούτσι, που ήταν άδειο. Ο σινιόρ Νατάλε τράβηξε µε µια απότοµη κίνηση το δεξί παπούτσι του Αµεντέο. Μέσα βρίσκονταν τα τρία χαρτονοµίσµατα των δέκα µπιρρ. Τότε ο Αµεντέο ξέσπασε  σ’ αναφιλητά.

- Συγγνώµη, ζίο Νατάλε. Χρωστούσα λεφτά, µε κυνηγούσαν. ∆ε θα το ξανακάνω. Τ’ ορκίζοµαι στον τάφο του πατέρα µου. Μην το πείτε στη ζία Ελένη και στο  Στέφανο.

- Θα σε συγχωρήσω για τελευταία φορά Αµεντέο, αλλά µ’ έναν όρο: κάθε µέρα, µετά τη δουλειά, θα γυρίζουµε µαζί  σπίτι και δε θα βγαίνεις έξω τα βράδια µόνος σου, αλλά µόνο µε το Στέφανο. Α cani tinta catina curta (Στα παλιόσκυλα βάζεις κοντή αλυσίδα). Αν αργήσεις ξανά το βράδυ, θα βρεις κλειστή για πάντα την πόρτα του σπιτιού µου. Πες µου, πόσα ακόµη λεφτά χρωστάς; Όσο γι’ αυτό που έγινε σήµερα, σου υπόσχοµαι δεν θα το µάθει κανείς. Εµπρός, λέγε.

- Άλλα εκατό µπιρρ. ∆ε θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή µου αυτό που κάνετε για µένα. Κρατήστε τα λεφτά απ’ το µισθό µου.    

 Ο σινιόρ Νατάλε έβγαλε απ’ την τσέπη του εκατό µπιρρ και του τα ‘δωσε. 

- Άντε, πήγαινε να δουλέψεις. Όµως, να θυµάσαι ένα πράγµα στη ζωή σου: δεν υπάρχει τίποτα πολυτιµότερο απ’ την τιµιότητα. Να ‘σαι υπερήφανος που είχες έναν τόσο τίµιο  πατέρα, όπως ο 

Σαλβατόρε, Θεός σχωρέστον. Προσπάθησε να του µοιάσεις. Ή, τουλάχιστον, κάν’ το για τη µνήµη του.    

 Όταν έµεινε µόνος ο σινιόρ Νατάλε, βυθίστηκε σε σκέψεις. «Κρίµα...», είπε στον εαυτό του. «Μακάρι να βγω ψεύτης, αλλά νοµίζω πως έµοιασε της µάνας του. ∆υστυχώς, δεν πήρε τίποτα απ’ τον πατέρα του...».   

 Η ζωή συνεχίστηκε ήρεµα για την οικογένεια των ντι Ροζετι ύστερα απ’ την περιπέτεια µε τον Αµεντέο. Τα δύο αγόρια κοντεύανε να κλείσουν τα δεκαοκτώ τους χρόνια. Ο πατέρας του Στέφανο τού αγόρασε µια µοτοσυκλέτα στα δέκατα όγδοα γενέθλιά του, ενώ στον Αµεντέο έδωσε λεφτά για ν’ αγοράσει ένα παλιό, µεταχειρισµένο αµάξι. Στο µεταξύ, ο Στέφανο είχε πάρει το µπακαλορεά του από το Γαλλικό Λύκειο και τα βράδια έκανε ιδιαίτερα µαθήµατα αγγλικών µαθήµατα, µιας και ετοιµαζόταν να φύγει στην Αγγλία, για να σπουδάσει µηχανικός. Τον είχαν ήδη δεχτεί στο πανεπιστήµιο του Μπρίστολ, στο School of Engineering. 

 

 

 

Κεφάλαιο   Πέµπτο 

 

  Είχαν περάσει ήδη οκτώ µήνες από τότε που ο Στέφανο έφυγε στην Αγγλία για σπουδές. Οι γονείς του περίµεναν µε αγωνία να λάβουν γράµµα µε νέα του. Του τηλεφωνούσαν κάθε δυο βδοµάδες, µα η τηλεφωνική επικοινωνία ήταν δύσκολη, διότι η σύνδεση γινόταν µέσω Ρώµης και συχνά η γραµµή έπεφτε. Τους είχε λείψει τόσο πολύ και προπάντων της µάνας του. Ο σινιόρ Νατάλε είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του να τη στείλει στο Μπρίστολ, επίσκεψη στο γιο της, το καλοκαίρι. Η σινιόρα Ελένη µετρούσε τις µέρες  µέχρι να ξαναδεί το γιόκα της. 

  Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Στέφανο τα πράγµατα δεν πήγαιναν καθόλου καλά για τον Αµεντέο. Είχε µπλέξει µε µια πουτάνα στο Ουµπέ Σεφέρ και είχε ξαναρχίσει τα ξενύχτια. Σαν να µην έφτανε αυτό, έλειπε συχνά και απ’ το  συνεργείο. Ο σινιόρ Νατάλε προσπάθησε µε κάθε τρόπο να τον συνετίσει, φοβερίζοντάς τον πως, αν δεν αλλάξει τρόπο ζωής, θα τον διώξει απ’ τη δουλειά και θα τον πετάξει έξω απ’ το σπίτι. Ο κόµπος έφτασε στο χτένι, όταν ένα βράδυ, σε κάποια παρατήρηση που του έκανε η κυρά Ελένη, της  αντιµίλησε κλείνοντάς της κατάµουτρα την πόρτα του δωµατίου του. Το ποτήρι ξεχείλισε...  

  Ο σινιόρ Νατάλε τον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω από το σπίτι, φωνάζοντάς του: 

- Φύγε και µην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ! ∆ε σέβεσαι  τίποτα! Έλα και µάζεψε τα ρούχα σου αύριο. Θα σου ‘χω και το µισθό σου έτοιµο. Λυπάµαι, αλλά αυτό το σπίτι έχει αρχές. 

  Όταν έµειναν µόνοι, η Ελένη προσπάθησε να καλµάρει το σύζυγό της. 

- Μην στενοχωριέσαι, έκανες περισσότερα από ό, τι θα έκανε  ένας πατέρας για το γιο του. ∆εν υπήρχε άλλος τρόπος. 

- ∆εν άντεξα! Μα να σου κλείσει την πόρτα στα µούτρα;  Μετά από όλη τη  φροντίδα  και  την αγάπη που του ‘δειξες; Το σπίτι  µας  δεν είναι ξενοδοχείο να µπαινοβγαίνει όποτε του καπνίσει και να ‘ρχεται µεθυσµένος. A lavare a capu e ru ciucciu, ci perdi a l’isia, είπε στα καλαβρέζικα. (Πλένοντας το κεφάλι του γαιδάρου, σπαταλάς το σαπούνι). Αυτός δεν αλλάζει µε τίποτα... 

  Το ζευγάρι περίµενε την επόµενη µέρα τον Αµεντέο να έρθει και να πάρει τα πράγµατά του, που ήταν πακεταρισµένα, αλλά εκείνος δεν έδωσε σηµεία ζωής. Ο σινιόρ Νατάλε του είχε βάλει, µαζί µε το µισθό του, και ένα σεβαστό ποσό για να καλύψει τα έξοδα του και να µπορέσει να νοικιάσει ένα δωµάτιο για δυο τρεις µήνες.   

  Όταν είδαν και απόειδαν περιµένοντας, πήγαν να ξαπλώσουν κατά τις έντεκα, διότι είχαν πρωινό ξύπνηµα για το καθιερωµένο πια ταξίδι τους στο Σοντόρε, 110 χιλιόµετρα µακριά απ’ την πρωτεύουσα, όπου κάθε Κυριακή κολυµπούσαν στις πισίνες µε τα θερµά νερά. 

 Ξάφνου πετάχτηκαν απ’ τα δυνατά  χτυπήµατα στην πόρτα. Ο Νατάλε άναψε το φωτάκι του κοµοδίνου και κοίταξε την ώρα. Ήταν τρεις το πρωί! Φόρεσε τη ρόµπα του και ζήτησε απ’ τη γυναίκα του να παραµείνει στο κρεβάτι. Άναψε το φως , κατευθύνθηκε προς την πόρτα και την άνοιξε. Ο Αµεντέο στεκόταν αλαφιασµένος µπροστά του, βρωµοκοπώντας αλκοόλ. 

- Ήρθα να µου δώσεις το µισθό µου, τον δούλεψα, δε µου τον δίνεις τζάµπα. 

 Ήταν η πρώτη φορά που του απευθυνόταν στον ενικό. Ο Νατάλε ένωσε να του ανεβαίνει το αίµα στο κεφάλι. Του άστραψε ένα δυνατό  χαστούκι, που τον τράνταξε, και του είπε: 

- Φύγε από ‘δω, αλήτη, και µην πλησιάσεις ξανά  αυτό το σπίτι. Μ’ ακούς;  

 Μπήκε µέσα, έφερε τη βαλίτσα µε τα ρούχα του Αµεντέο και την πέταξε στα πόδια του. 

- Άντε, ουστ από ‘δω!    

 Ο Αµεντέο έκανε δυο βήµατα πίσω και του φώναξε: 

-Τι νοµίζεις;  Πως είσαι  κάποιος  επειδή  έχεις  λεφτά;  Όταν ήρθες                                               από το χωριό σου, δεν είχες ούτε σώβρακο να φορέσεις και τώρα παριστάνεις τον capo dei capi. A superbia arriva a cavaddu, e si nni torna a pedi, του είπε στα σισιλιάνικα. 

  Το αίµα ανέβηκε για µια ακόµη φορά στο κεφάλι του Νατάλε.

Κατέβηκε και του ‘ριξε µια µπουνιά που τον σώριασε. Πεσµένος, όπως ήταν, τον κλώτσησε και του ‘πε: 

- Φύγε από εδώ, προτού σε σκοτώσω! Bastardo! Figlio di puttana!  

 Ο Αµεντέο έφυγε απ’ το σπίτι αιµόφυρτος, τρικλίζοντας, σέρνοντας την βαλίτσα του και ψιθυρίζοντας: 

- Θα σου δείξω εγώ ποιος είναι ο µπάσταρδος... Περίµενε  και θα δεις τι θα σου κάνει o γιος της πουτάνας, sporco cafone Calabrese!  

 Τράβηξε προς το αυτοκίνητο του, έβαλε µπρος, έστριψε το τιµόνι και το έφερε φάτσα µε το σπίτι του σινιόρ Νατάλε. Έβλεπε το φως αναµµένο στο υπνοδωµάτιο του ζεύγους. Άναψε τσιγάρο και χτυπούσε µε µανία το τιµόνι του αµαξιού του. «Τόλµησε, ο σκατορουφιάνος, να µε αποκαλέσει figlio di puttana. Τον ξέρω πολύ καλά, τη µάνα µου εννοούσε». 

 Είχε καπνίσει πάνω από δέκα τσιγάρα, ρίχνοντας πού και πού µατιές προς το σπίτι και περιµένοντας το ζευγάρι να  αποκοιµηθεί. Είχε περάσει πάνω από µισή ώρα. Κάποια στιγµή είδε το φως της κρεβατοκάµαρας να σβήνει. Περίµενε άλλα είκοσι λεπτά, ύστερα κατέβηκε από το αµάξι, άνοιξε το πορτµπαγκάζ και πήρε την εργαλειοθήκη του. Με το κλειδί του άνοιξε την εξώπορτα του κήπου. Προχωρούσε στις µύτες των ποδιών, όταν είδε το σκύλο του σπιτιού να τον πλησιάζει. Του κόπηκαν τα πόδια. «Ελπίζω να µην αρχίσει τα γαβγίσµατα», σκέφτηκε. Κράτησε την ψυχραιµία του και του ψιθύρισε: «Adolfo, vienni!»

  Ο σκύλος τον αναγνώρισε και άρχισε να κουνάει την ουρά του. Από ’κει ο Αµεντέο προχώρησε στο αµάξι του σινιόρ Νατάλε, που ήταν παρκαρισµένο στη γωνιά  του  κήπου, έβγαλε το κλεφτοφάναρό του, το άναψε και το σφήνωσε στα πλάγια του αµαξιού. Σύρθηκε  κάτω  απ’ το  µπροστινό µέρος  του  αυτοκινήτου                                    και έµεινε εκεί για ένα πεντάλεπτο. Κατόπιν µάζεψε τα εργαλεία του, βγήκε απ’ τον κήπο κλείνοντας πίσω του την πόρτα και πήγε στο αµάξι του. Άναψε ένα τσιγάρο. Το πρόσωπο του έλαµπε από χαρά. Κοίταξε προς το σπίτι και την  κρεβατοκάµαρα. Ήταν ακόµη θεοσκότεινα. «Ωραία...», είπε στον εαυτό του. «Θα σας δείξω εγώ, σκατοφαµίλια, τι µπορεί να κάνει ο γιος της πουτάνας. Μετά έχει σειρά κι ο  κανακάρης σας...». Έβαλε µπρος και εξαφανίστηκε µες στο σκοτάδι.  

 

 

Κεφάλαιο Έκτo  

 

Μπρίστολ, βράδυ Κυριακής.  

 Ο Στέφανο ετοιµαζόταν να βγει για να ξεσκάσει, µιας και όλο το απόγευµα διάβαζε για τις εξετάσεις του στο πανεπιστήµιο και το  κεφάλι του είχε βαρύνει. Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο. Γύρισε και το σήκωσε.

- Αλό; Λέγετε;  

  Μια φωνή που έτρεµε στην άλλη άκρη του τηλεφώνου τού απάντησε.

- Στέφανο, είµαι ο Αµεντέο. Προσπαθώ να σε βρω απ’ το απόγευµα. 

Τι κάνεις; Συµβαίνει κάτι το σοβαρό, πρέπει να πάρεις το πρώτο αεροπλάνο και να ‘ρθεις στην Αντίς Αµπέµπα. 

- Θεέ µου! Τι εννοείς  Αµεντέο; Μίλα καθαρά! Τι συµβαίνει; 

- ∆εν µπορώ να σου πω τώρα, θα το µάθεις όταν έρθεις. Σου στέλνω τα εισιτήρια της British Αirways. 

- Μίλα, γαµώτο! Τι συνέβη; ∆ε θα µ’ έπαιρνες, αν δεν ήταν κάτι σοβαρό. Έπαθε τίποτα η µάνα µου ή ο πατέρας µου; 

  Άκουσε τον Αµεντέο να κλαίει στην άλλη άκρη του τηλέφωνου. 

- Κουράγιο, αδελφέ µου… Συνέβη κάτι τροµερό… Σκοτώθηκαν οι γονείς σου σε αυτοκινητικό δυστύχηµα, σήµερα το µεσηµέρι, λίγο µετά το Καλίτι…

- ...Θεέ µου... Τι είναι αυτά που λες;...     

  Ο Στέφανο λύγισε και ξέσπασε σε λυγµούς. Το τηλέφωνο ξέφυγε απ’ το χέρι του και έπεσε στο πάτωµα. Το σήκωσε και ρώτησε τον Αµεντέο ξεψυχισµένα:

- Σήµερα Κυριακή θα πήγαιναν στο Σοντόρε. Πες µου ακριβώς τι συνέβη. Συγκρούστηκαν µε άλλο αµάξι; Porco Juda! Τι σου ‘φταιξα, Θεέ µου; ∆ε θα τους ξαναδώ, έλεγε κλαίγοντας µ’ αναφιλητά. 

- Πέσανε σε χαντάκι και  το αυτοκίνητο αναποδογύρισε. ∆εν µπορώ να σου µιλήσω άλλο. Ήταν για ‘µένα περισσότερο και  από γονείς. 

Τρέµουν τα χέρια µου. Πάρε, σε παρακαλώ,  τηλέφωνο την αεροπορική εταιρεία και έλα το συντοµότερο. Θα καθυστερήσω την κηδεία όσο µπορώ. Dio porco, γιατί µας το ‘κανες; 

 Ο Στέφανο έκλεισε το τηλέφωνο, έπεσε βαρύς στο στρώµα, άρπαξε το µαξιλάρι και έχωσε το κεφάλι του µέσα. «Μανούλα µου, δε θα σε ξαναδώ. Και µετρούσα τις µέρες για να ‘ρθεις κοντά µου...  Πατέρα, τι θα απογίνει το σπίτι χωρίς εσένα;...».  

 

  Όταν  προσγειώθηκε στο αεροδρόµιο της Αντίς Αµπέµπα,  είδε πίσω απ’ το παράθυρο του χώρου υποδοχής τον Αµεντέο και όλους τους εργάτες του πατέρα του να τον περιµένουν. Τι φριχτές ώρες είχε περάσει κάνοντας αυτό το ταξίδι. Το χειρότερο της ζωής του... 

   Στην κηδεία την επόµενη µέρα ήρθε πάρα πολύς κόσµος. Ο τρόπος που σκοτώθηκε το ζευγάρι, συν το γεγονός ότι ο σινιόρ Νατάλε είχε πολλούς πελάτες από όλες σχεδόν τις κοινότητες, συγκέντρωσε πλήθος. Ανάµεσά τους και µερικοί  Έλληνες και Ελληνίδες, φίλοι και φίλες της Ελένης. Η µέρα ήταν γκρίζα και έπεφτε σιγανή ψιχάλα. Τα αυτοκίνητα σχηµάτιζαν ουρές, σταθµευµένα σε µεγάλη ακτίνα γύρω απ’ την καθολική εκκλησία, που έγινε η λειτουργία. Ο Στέφανο είχε καλέσει και τον Έλληνα ιερέα για να διαβάσει τη δέηση για τη µητέρα του, που ήταν ορθόδοξη.   

  Η νεκρώσιµη ποµπή προς το νεκροταφείο Γκόυλελε ήταν µεγάλη και ο αυλόγυρος της εκκλησίας γεµάτος από δεκάδες στεφάνια, σταλµένα από φίλους και γνωστούς του ζευγαριού.     

  Τις µέρες που ακολούθησαν ο Στέφανο συζητούσε µε τον Αµεντέο ώρες ολόκληρες πώς συνέβη και αναποδογύρισε το αυτοκίνητο του πατέρα του, εφόσον αφενός επρόκειτο για πολύ έµπειρο οδηγό και αφετέρου, ως µηχανικός, κρατούσε το αυτοκίνητο πάντα σε εξαιρετική κατάσταση. Επιπλέον, ο  καιρός την ηµέρα του δυστυχήµατος  ήταν  θαυµάσιος. Κατέληγαν  διαρκώς  σε αδιέξοδο, ανήµποροι να δώσουν κάποια εξήγηση. Το όλο συµβάν παρέµενε ένα άλυτο  µυστήριο. Και, φυσικά, δε γινόταν να ελέγξουν το αυτοκίνητο, διότι είχε σµπαραλιαστεί και η πυροσβεστική αναγκάστηκε να το πριονίσει για ν’ απελευθερώσει τα δύο πτώµατα.  

  «Γενικά, στην ευθεία µετά το Καλίτι οι οδηγοί αναπτύσσουν ταχύτητα κι ένας απ’ αυτούς ήταν και ο πατέρας µου, που, ως Ιταλός, του άρεσε να πατά το γκάζι. Αν πετάχτηκε κανένα ζώο, γνώριζε τι έπρεπε να κάνει, διότι κάτι τέτοιο αποτελούσε συχνό φαινόµενο. Θα προτιµούσε να το χτυπήσει, παρά να φρενάρει ή να στρίψει το τιµόνι», αναρωτιόταν φωναχτά ο Στέφανο. «Εκτός... Εκτός αν µπλόκαραν τα φρένα...». Μα όλα αυτά δεν ήσαν παρά υποθέσεις. Μόνο ο ίδιος ο Νατάλε ήξερε τι συνέβη, αλλά δε  ζούσε πια για να το αποκαλύψει. 

 Mε την πάροδο του χρόνου και καθώς δεν µπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση, ο Στέφανο αποδέχτηκε το γεγονός ότι επρόκειτο,  µάλλον, για ανθρώπινο λάθος. Ένα λάθος που θα µπορούσε να συµβεί και στον καλύτερο οδηγό. Ήταν η κακιά στιγµή, που λέµε. ∆εν µπορούσε να σκεφτεί κάποιο άλλο ενδεχόµενο, όπως, για παράδειγµα, δολιοφθορά στο αµάξι. Ο πατέρας του πάρκαρε πάντα ή στο γκαράζ ή στον κήπο του σπιτιού και κανένας δεν µπορούσε να µπει στον αυλόγυρο του, εκτός από τον ίδιο και τον Αµεντέο. Όµως, διάρρηξη δεν είχε σηµειωθεί. 

 Ο Στέφανο µετά απ’ το συµβάν ούτε που σκέφτηκε να επιστρέψει στην Αγγλία. Είχε τόσα πράγµατα να τακτοποιήσει εδώ στην Αντίς Αµπέµπα. Το πατρικό δεν ήταν πρόβληµα, διότι έµεναν µ’ ενοίκιο. Το µεγάλο πρόβληµα  ήταν το συνεργείο. Ο κόσµος ερχόταν για τον πατέρα του, που ήταν άριστος µηχανικός. Αυτός δεν ήξερε την δουλειά, ώστε να πάρει τη θέση του. Η µόνη λύση ήταν να συνεχίσει µε τον Αµεντέο στο τιµόνι, παρά τις αµφιβολίες που είχε για την καπατσοσύνη του. Άλλο πράγµα οι πελάτες να λένε «πάµε στο Νατάλε, στο µάστορα» κι άλλο πράγµα «στο νεαρό υπάλληλό του». Ο Αµεντέο δε διέθετε,  επίσης την προσωπικότητα και την αύρα του πατέρα του. Ήταν, αντίθετα, κλειστός τύπος και τελείως ανοργάνωτος.

 ∆υστυχώς, ο Στέφανο δεν έπεσε έξω στις εκτιµήσεις του. Τα παράπονα απ’ τους πελάτες ήταν καθηµερινή ρουτίνα. Άλλοτε επέστρεφαν τ’ αµάξια τους, γιατί δεν είχε γίνει καλή δουλειά και άλλοτε ο Αµεντέο ήταν ασυνεπής ως προς τα ραντεβού.  Έτσι σιγά- σιγά η πελατεία όλο και αραίωνε.  

  Ο Στέφανο έπρεπε να κάνει κάτι γρήγορα, προτού χάσει τελείως το γκαράζ την καλή του φήµη. Με βαριά καρδιά αποφάσισε να πουλήσει το συνεργείο που είχε φτιάξει µε  τόσο κόπο και ιδρώτα ο πατέρας του. Ήρθε σ’ επαφή µε διάφορους µηχανικούς και κατάφερε να το δώσει σ’ έναν  Ιταλό, που του πρότεινε να τον πληρώσει µε συνάλλαγµα, απευθείας στο λογαριασµό του πατέρα του, στην Ιταλία, µε τον όρο να του κάνει έκπτωση. Ο Στέφανο δέχτηκε και το γκαράζ µε το παλιό του όνοµα «Νατάλε Γκαράζ» περιήλθε στην ιδιοκτησία άλλου. Ο Στέφανο παρακάλεσε τον καινούργιο ιδιοκτήτη να κρατήσει τον Αµεντέο, όπερ και εγένετο.

  Αφού τακτοποίησε το θέµα του συνεργείου, αποφάσισε να ψάξει για δουλειά. Και πράγµατι βρήκε θέση σε µια ιαπωνική υφαντουργική εταιρεία. Σύντοµα ανέλαβε υπεύθυνος στο τµήµα παραγωγής του εργοστασίου, εξασφαλίζοντας πολύ θετικές προοπτικές για το µέλλον. Η διεύθυνση του εργοστασίου τον εκτιµούσε για την εργατικότητα και τη  µεθοδικότητά του και για το ζήλο που έδειχνε.     

  Το µόνο του πρόβληµα ήταν ο Αµεντέο. Είχε αρχίσει πάλι  τα παλιά του κόλπα και τον πέταξε έξω απ’ τη δουλειά το καινούργιο του αφεντικό. Ο Στέφανο ήθελε να µεσολαβήσει,  µήπως και τον προσλάβουν στο εργοστάσιο, αλλά φοβόταν πως µε τα καµώµατά του θα έβλαπτε και τον ίδιο. Τελικά, ύστερα από τη διαβεβαίωση του Αµεντέο ότι θα είναι υπόδειγµα υπάλληλου, γνωρίζοντας πως αυτή είναι η τελευταία του ευκαιρία, πείστηκε να τον πάρει κοντά του   στο   εργοστάσιο.    Την τελευταία   στιγµή   άλλαξε   αυτή   η  προοπτική, όταν ο Αµεντέο του ανακοίνωσε ότι ένας Ιταλός ξυλέµπορος σκεφτόταν ν’ ανοίξει γκαράζ στην Τζίµα, πουλώντας συνάµα και ανταλλακτικά και του είχε προτείνει ν’ αναλάβει ο ίδιος την επιχείρηση. «Τα λεφτά είναι καλά και ίσως ο αέρας της  επαρχίας µε αλλάξει», του είπε.

 Η Τζίµα, το µεγαλύτερο εµπορικό κέντρο  της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, µε σηµαντικό εµπόριο καφέδων που διακινούνται  µε φορτηγά και βαν, προσφερόταν για συνεργεία επισκευών και ανταλλακτικών αυτοκινήτων, που, ειδικά τα δεύτερα, οι έµποροι αναγκαζόταν να ταξιδέψουν µέχρι και τριακόσια  χιλιόµετρα για να τ’ αγοράσουν.

  Ο Αµεντέο ήταν κατενθουσιασµένος που για πρώτη φορά στη ζωή του θα γινόταν ο ίδιος αφεντικό και δεν θα είχε  κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι του. Τον ενθουσίαζε  η ιδέα ότι, ενώ αυτός θα γινόταν αφεντικό, ο Στέφανο θα παρέµενε υπάλληλος.  

 «Μου κουνιόταν µε τα λεφτά του πατέρα του. Για να δούµε τι θα γίνει µε τους δυο µας σε λίγα χρόνια. Θα του δείξω εγώ ποιος είµαι!», έλεγε µέσα του. Αισθανόταν για το Στέφανο αγάπη αναµεµειγµένη µε µίσος. Βαθιά, όµως, µέσα του µια αρρωστηµένη ζήλεια υπερνικούσε κάθε άλλο συναίσθηµα  για εκείνον. Προτιµούσε να τον δει νεκρό, παρά να προκόβει.  

  Τώρα ήταν η ευκαιρία, µε την καινούργια του δουλειά,  ν’ αποδείξει και στη µάνα του ότι είχε κάνει λάθος που τον θεωρούσε ανίκανο. «Όσο πωρωµένη κι αν είναι, θα της έχει µείνει κάποιο ίχνος µητρικής αγάπης και θα ζητά να µαθαίνει, έστω και στα κρυφά τι κάνω», σκέφτηκε. 



Κεφάλαιο  Έβδοµο 

 

   Είχαν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που ο Στέφανο εργαζόταν στην ιαπωνική εταιρεία υφαντουργίας. Η καριέρα  του στο εργοστάσιο πήγαινε καλά, είχε φτάσει στη θέση του διευθυντού παραγωγής και είχε παρακολουθήσει σεµινάρια στην Ιαπωνία. Κόντευε τα τριάντα και δεν είχε παντρευτεί ακόµα. Του άρεσε η ελευθερία και είχε ήδη χαλάσει δύο σχέσεις στο παρελθόν, όταν προέκυπτε θέµα γάµου. Τώρα, όµως, τα πράγµατα ήταν τελείως διαφορετικά. Η σχέση του µε την Αλµάζ συνέχιζε κανονικά και ο ίδιος ήταν γερά τσιµπηµένος µαζί της. 

  Πρόσφατα, µάλιστα, του είχε ανακοινώσει πως ήταν έγκυος και του είχε δηλώσει πως, αν δεν ήθελε το παιδί, θα έκανε  έκτρωση. Αυτό το θέµα τον απασχολούσε για µερόνυχτα. Είχε ήδη πληροφορηθεί ότι ένας Γιουγκοσλάβος γιατρός  έκανε αυτή τη δουλειά. Ωραία όλα αυτά, όµως απ’ την άλλη µεριά δεν ήθελε και να την πληγώσει. ∆ύο τίµιες λύσεις απέµεναν: ή να διακόψουν τις σχέσεις τους, οπότε αναπόφευκτα θα έπρεπε να κάνει έκτρωση, ή ν’ αποφασίσουν να µεγαλώσουν µαζί το παιδί που θα γεννιόταν. Της τηλεφώνησε να συναντηθούν και της πρότεινε τη δεύτερη λύση. Εκείνη ενθουσιασµένη έπεσε στην αγκαλιά του. 

- Υπάρχει ένα µικρό πρόβληµα, όµως, του είπε. 

- Πες µου, αµόρε. Ποιο είναι το πρόβληµα; 

- Αν βγει κορίτσι και σου µοιάσει, θα είναι τόσο άσχηµο! Ξέσπασαν κι οι δυο σε γέλια.

  Η Αλµάζ κατανοούσε ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να την παντρευτεί, διότι η ξένη κοινότητα της Αντίς Αµπέµπα δεν έβλεπε µε καλό µάτι τους µεικτούς γάµους, µιας και υπήρχαν ακόµη, έστω και σιωπηρά, φυλετικές διακρίσεις. Εξάλλου, από καιρό τώρα συζούσαν µαζί. Γι’ αυτήν δε θ’ άλλαζε τίποτα.  

  Οι Αιθιοπίδες  σε  θέµατα  γάµου  ήταν  πολύ  πιο προοδευτικές  κι  ανοιχτόµυαλες από τις Ευρωπαίες. Τη συµβίωση την έβλεπαν ως ελεύθερη επιλογή και όχι ως συµβόλαιο που σε κρατά δέσµιο, αντίληψη που σήµερα πολλά κράτη, ειδικά στην κεντρική Ευρώπη, υιοθετούν προωθώντας τη συµβίωση, παρά το γάµο.

  Την απόφαση για γάµο την πήρε ο ίδιος ο Στέφανο, µόλις γεννήθηκε το µωρό, ένα ωραιότατο κοριτσάκι που έµοιαζε και στους δύο γονείς. Αυτός καθόριζε τη ζωή του και τίποτα δε θα τον εµπόδιζε να πράξει εκείνο που θεωρούσε ο ίδιος σωστό και προπάντων εκείνο που ήθελε. Τηλεφώνησε στον καλύτερο του φίλο, τον Αµεντέο, να του πει τα ευχάριστα νέα.

- Γεια σου, Αµεντέο. Έχω νέα να σου πω. Κρατήσου απ’ την καρέκλα, µην πέσεις κάτω. Παντρεύοµαι!

- ∆εν το πιστεύω! Ποια είναι η κακοµοίρα που θα τρώει το κέρατο; Ιταλίδα ή Ελληνίδα;

- Καµιά απ’ αυτές. Είναι Αιθιοπίδα.

  Νεκρική σιγή επεκράτησε για λίγο απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου.

- Αλό; Τι έπαθες; Καρδιακή  προσβολή;

-  Όχι, αλλά, να... Πώς να στο πω;... Μπράβο σου! Αυτές καµιά φορά αποδεικνύονται καλύτερες κι απ’ τις δικιές µας. Κουµπάρος εγώ, έτσι;

- Θα το ‘θελα πολύ, αλλά κουµπάρα θα είναι γυναίκα. Είναι το αφεντικό της γυναίκας µου, µία Ιταλίδα για την οποία εργάζεται η Αλµάζ. 

- Κρίµα. Τουλάχιστον, να σου βαπτίσω το παιδί, όταν µε το καλό γεννήσει η γυναίκα σου; 

- ∆υστυχώς, ούτε αυτό µπορεί να γίνει, διότι η γυναίκα µου γέννησε ήδη και έχουµε ένα όµορφο κοριτσάκι. Το βάπτισε η  πεθερά µου σε αιθιοπική εκκλησία. Παντρευόµαστε σε τέσσερις µέρες, το Σάββατο. Προλαβαίνεις να έρθεις; Θα το ‘θελα πολύ. 

- Αλλοίµονο. Θα κάνω το παν για να έρθω.    

 Μόλις    έκλεισε   το   τηλέφωνο, ο    Αµεντέο   άρχισε  να  γελάει σαρκαστικά. «Φαίνεται πως αναγκάστηκε ο Στέφανο να την παντρευτεί, επειδή έµεινε έγκυος», είπε µέσα του. «∆άγκωσε  τη λαµαρίνα, ο µάγκας. Και τι δε θα ‘δινα να ζούσε ο σινιόρ Νατάλε και να ‘βλεπα τα µούτρα που θα ‘κανε, όταν θα ‘βλεπε τη µουλάτα, την εγγονή του. Χα! Εκείνος που µε είχε πει µπάσταρδο. Όλα πληρώνονται σ’ αυτή τη ζωή. Τουλάχιστον ο δικός µου ο πατέρας πρώτα παντρεύτηκε τη µάνα µου κι ύστερα έκανε εµένα, ενώ αυτή γεννήθηκε µπάσταρδη. Que comedia!».      

 Ο γάµος έγινε σε πολύ κλειστό κύκλο, στην καθολική εκκλησία. Εκτός απ’ το ζευγάρι και τη σινιόρα Μαρία, την κουµπάρα, καλεσµένοι ήσαν ακόµη ο θείος και η θεία της Αλµάζ και, φυσικά, ο Αµεντέο που είχε έρθει απ’ τη Τζίµα. Μαζί του είχε φέρει ως δώρο ένα δαχτυλίδι µε µπριγιάν για την Αλµάζ κι έναν επίχρυσο αναπτήρα Dupont για το  Στέφανο. Ήθελε να τους εντυπωσιάσει δείχνοντας ότι οικονοµικά τα πήγαινε  περίφηµα και ότι η περίοδος των ισχνών αγελάδων γι’ αυτόν είχε παρέλθει.  

  Μετά το γάµο, την εποµένη το πρωί, το ζευγάρι θα πήγαινε γαµήλιο ταξίδι, µια βδοµάδα στη Ρώµη και µετά τρεις µέρες στην Καλαβρία, επίσκεψη στο πατρικό του γαµπρού και στον τόπο που γεννήθηκε ο πατέρας του. Ήταν η πρώτη φορά που η Αλµάζ έµπαινε σε αεροπλάνο και έβγαινε από τα σύνορα της χώρας. Τη φροντίδα της κορούλας τους ανέλαβε κατά την απουσία τους, η ζία Μαρία, η κουµπάρα τους.  

 Το ταξίδι στην Ιταλία ήταν ονειρώδες για την Αλµάζ. Επισκεφτήκαν µε το Στέφανο όλα τα αξιοθέατα της Ρώµης, ανέβηκαν τα σκαλιά της Πιάτσα Εσπάνια, έριξαν νόµισµα στη Φοντάνα ντι Τρέβυ και ήπιαν καφέ εσπρέσο στη Βία Βένετο. Είδαν τα ωραία καταστήµατα µε τις µεγάλες βιτρίνες και ψώνισαν σ’ ένα απ’ αυτά. Η Αλµάζ έβλεπε µε θαυµασµό τις κυρίες να παρελαύνουν στους κεντρικούς δρόµους της Ρώµης  ντυµένες µε την τελευταία λέξη της µόδας και καµάρωνε που  ήταν κι εκείνη µέρος αυτής της παρέλασης. Ζούσε ό, τι ονειρευόταν από µικρή: να ‘ναι ντυµένη στα  λούσα, έχοντας δίπλα της τον άνδρα που αγαπά. Αισθανόταν τόσο χαρούµενη… Έπλεε σε πελάγη ευτυχίας! Και φοβόταν µην ξυπνήσει κάποιο πρωί και δει ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ήταν ένα ψέµα. Αλλά προς το παρόν δεν την ένοιαζε τίποτα. Έσφιγγε το χέρι του αγαπηµένου της, τον είχε κοντά της, αισθανόταν τη ζέστα της ανάσας του και  ζούσε κάθε στιγµή ευτυχισµένη. Και αυτό ήταν που µετρούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσµο...     

  Ύστερα από µία βδοµάδα νοίκιασαν ένα αυτοκίνητο και ταξίδεψαν στον ιταλικό νότο, προς την Καλαβρία, για να επισκεφτούν την 

Tropea, τα πάτρια εδάφη, και να δούνε τι συµβαίνει µε το σπίτι που είχε εκεί ο πατέρας του, διότι καιρό τώρα η θεία του δεν απαντούσε στα γράµµατα που της έστελνε ο Στέφανο. Η περιοχή ήταν πανέµορφη, όπως και η  περίφηµη  παραλία µε την άσπρη άµµο, που απλώνεται σε έκταση τριάντα πέντε χιλιοµέτρων, απ’ το Pizzo µέχρι το Capo Vaticano. Η Tropea είναι γνωστή σ’ ολόκληρο τον κόσµο για τα κόκκινα, γλυκά κρεµµύδια, που τόσο συχνά µιλούσε γι’ αυτά ο πατέρας του Στέφανο, όταν εκείνος ήταν µικρός, καθώς και για το περίφηµο ανά την Ιταλία παγωτό ταρτούφο. Μέχρι να φτάσουν στον προορισµό τους, η Αλµάζ είχε φάει ήδη τρία από δαύτα!  

  Στο χωρίο της Tropea είχε γεννηθεί ο σινιόρ Νατάλε. Πήγαν και βρήκαν το πατρικό του σπίτι, όπου έµενε η θεία του Στέφανο, η σινιόρα Carmela, η οποία, δυστυχώς, είχε αποβιώσει πριν δύο χρόνια, γεγονός που εξηγούσε γιατί δεν απαντούσε στα γράµµατα. Το δυο ξαδέλφια του απέκρυψαν το γεγονός, διότι µετά το θάνατο της θείας, ήταν ο µόνος κληρονόµος και ήθελαν να βάλουν χέρι στην περιουσία. 

  Τα ανίψια της συζητούσαν µε κάτι Γερµανούς, για να πουλήσουν το σπίτι, αλλά, όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δε συµφωνούσαν µεταξύ τους ως προς την τιµή. Ευτυχώς, δηλαδή, για το Στέφανο, αλλιώς το πουλί θα είχε πετάξει. Είχαν προσκοµίσει και πλαστογραφηµένα χαρτιά, ώστε να παρουσιάζονται εκείνοι ως κληρονόµοι. Ο Στέφανο τους  είπε ότι θα αναθέσει σε δικηγόρο  την όλη υπόθεση, διότι το σπίτι ήταν κληρονοµιά του πατέρα του και αυτός ο νόµιµος κληρονόµος, εποµένως εκείνοι δε θα έπαιρναν φράγκο. Επιπλέον, θα πήγαιναν φυλακή για πλαστογραφία.     

  Σήκωσε χρήµατα απ’ το λογαριασµό του στη  Ρώµη και τους έδωσε από δυο χιλιάδες δολάρια στον καθένα µε την προϋπόθεση να καθαρίσουν το κτήµα απ’ τα αγριόχορτα, που είχαν φυτρώσει ολόγυρα και να µπολιάσουν τα οπωροφόρα δένδρα. Τα ξαδέλφια του τού φίλησαν µε ευγνωµοσύνη τα χέρια, λέγοντας ότι δε γνώριζαν ότι ο σινιόρ Νατάλε είχε γιο κι αυτοί έναν τόσο ωραίο ξάδελφο και µια ακόµα πιο ωραία ξαδέλφη. Ο Στέφανο έµεινε µε το στόµα ανοιχτό ύστερα απ’ όλα αυτά, όταν µπαίνοντας στο σπίτι της θείας του, είδε µια µεγάλη φωτογραφία κρεµασµένη στον τοίχο, που απεικόνιζε τους γονείς του και τον ίδιο µικρό. «Πάλι καλά που αυτοί οι ψεύτες δεν εξαφάνισαν τη φωτογραφία», είπε µέσα του. 

  Το σπίτι ανήκε πια και µε τη βούλα σ’ αυτόν και στην Αλµάζ. Η δε τοποθεσία ήταν υπέροχη. Τέσσερα στρέµµατα µε θέα τη θάλασσα, σίγουρα µια καλή επένδυση για το µέλλον. «Αυτό το σπίτι σε µερικά χρόνια θα κοστίζει εκατοµµύρια», σκέφτηκε. Καθυστέρησε µια βδοµάδα την αναχώρησή του για να περιφράξει το οικόπεδο και να καλλωπίσει το σπίτι. Έβαλε µία επιγραφή έξω από το σπίτι, που φαινόταν από µακριά,Villa Elena, το όνοµα της µάνας του και, τώρα πια, και της κόρης του. 

 

 

Κεφάλαιο   Όγδοο 

 

  Μια µέρα, καθώς η Αλµάζ βρισκόταν µες το αυτοκίνητό της καθ’ οδόν προς τη δουλειά της, σταµάτησε στο ηλεκτρικό φανάρι και περίµενε ν’ ανάψει το πράσινο. Στο απέναντι πεζοδρόµιο στεκόταν µία σκουρόχρωµη κοπέλα µε ωραίο σώµα και έντονα βαµµένη. Το πρόσωπό της τής φάνηκε οικείο, αλλά δεν µπορούσε να προσδιορίσει από πού τη γνώριζε. Της θύµιζε έντονα κάποιαν και σπάνια ξεχνούσε φυσιογνωµίες. Έβαλε µπρος και ξεκίνησε. «Μπορεί να έκανα λάθος και να νόµισα ότι είναι γνωστή µου», σκέφτηκε. 

  Μετά από δυο τρεις µέρες, πάλι τυχαία, στο ίδιο σηµείο ξαναείδε την κοπέλα. Αυτή τη φορά βρισκόταν πιο κοντά. Ήταν κατάµαυρη και πρόσεξε το σηµάδι που είχε στη δεξιά µεριά, στον κρόταφό της. Το τιµόνι κόντεψε να φύγει από το χέρι της: ήταν η Ουολέτου! ∆εν ήξερε τι να κάνει. Αν δεν ήταν εκείνη, σίγουρα αυτή δε θα βρισκόταν τώρα στην κατάσταση που είναι, αλλά θα άρµεγε ακόµη αγελάδες στο χωριό της.

  Ξαφνικά, όλο το παλιό µίσος και ο φόβος που  αισθανόταν όταν ήταν µικρή για την Ουολέτου εξαφανίστηκαν ως διά µαγείας. Στο πρόσωπό της τώρα έβλεπε µια συγχωριανή της, έναν δικό της άνθρωπο. Ήθελε πολύ να της µιλήσει. Τελικά το αποφάσισε. «Τόσος καιρός έχει περάσει  και σίγουρα αυτά που συνέβησαν κάποτε στα παιδικά  µας χρόνια ξεχνιούνται µε το χρόνο», σκέφτηκε. Σταµάτησε το αυτοκίνητο, κατέβηκε και την πλησίασε.

 - Ουολέτου, µε θυµάσαι; Είµαι η Αλµάζ, που πηγαίναµε µαζί σχολείο στη Ντίλα.     Η Ουολέτου την κοίταξε ξαφνιασµένη και πλησίασε για να τη δει καλύτερα. Τα πόδια της Αλµάζ άρχισαν να τρέµουν. «Μη µ’ αρπάξει και µε πλακώσει πάλι στο ξύλο...»,  σκέφτηκε.

  Αντ’ αυτού   είδε  την Ουολέτου,  µε  δάκρυα  στα  µάτια,  να   την  αγκαλιάζει, να τη φιλά και να της λέει «Αλµαζίγιε, Αλµαζίγιε». Άρχισε και η Αλµάζ τα κλάµατα και αγκαλιασµένες οι δυο κοπέλες µπήκαν στο αµάξι και τράβηξαν κάπου να τα πούνε. Η Αλµάζ πρότεινε ένα ζαχαροπλαστείο. Η Ουολέτου, όµως, της είπε να τραβήξει για  το «Ghion Hotel», διότι σήµερα ήταν καλεσµένη της. Η Αλµάζ την κοίταξε παραξενεµένη και έβαλε µπρος για το ξενοδοχείο. Είχαν τόσο πολλά να πούνε...     

  Η Ουολέτου είχε αλλάξει εµφανισιακά, προς το καλύτερο. ∆εν την έλεγες καλλονή, αλλά είχε ωραίο σώµα, φωτεινό  χαµόγελο και προσωπικότητα. Η Αλµάζ τής εξοµολογήθηκε το φόβο και τον πανικό που αισθανόταν µικρή κάθε που την έβλεπε στο χωριό. - Θυµάσαι, Ουολέτου, που µε κυνηγούσες να µου τις βρέξεις;

- Και βέβαια το θυµάµαι, Αλµαζίγιε. Ήταν, όµως, παιδικά καµώµατα. Περασµένα- ξεχασµένα! Τώρα που σε είδα, ένιωσα πως αντικρίζω έναν δικό µου άνθρωπο. Μην ξεχνάς ότι εσύ είσαι αυτή τη στιγµή το κοντινότερο σε ‘µενα πρόσωπο. Άραγε τι να γίνονται οι υπόλοιπες συµµαθήτριες µας;

- Ποιος να ξέρει; Τώρα θέλω να µάθω για ‘σένα, είµαι όλο αυτιά.

 Η ιστορία που της διηγήθηκε η Ουολέτου, θύµιζε λίγο πολύ τις ιστορίες των περισσότερων κοριτσιών που ερχόταν απ’ την επαρχία να ζήσουν στην πρωτεύουσα , αναζητώντας µια  καλύτερη τύχη. Από τη στιγµή που η Αλµάζ έφυγε από το χωριό, η Ουολέτου παρέµεινε άλλα τρία χρόνια, βγάζοντας  το Γυµνάσιο και µαθαίνοντας αγγλικά. 

  Η µίζερη ζωή που περνούσε εκεί και το αβέβαιο µέλλον την  έσπρωξαν να φύγει µε την πρώτη ευκαιρία και να ψάξει για  κάτι καλύτερο, µε οποιοδήποτε κόστος. Είχε ακούσει ότι οι περισσότερες κοπέλες που κατέφευγαν απ’ τα χωριά στην πρωτεύουσα, κατέληγαν στα πορνεία. «Ίσως εγώ να ‘µαι  πιο τυχερή...», σκέφτηκε. Μια φίλη της, που έµενε στην Αντίς Αµπέµπα, της είπε ότι περνούσε άνετα, χωρίς να της οµολογήσει, όµως, όλη την αλήθεια για τον τρόπο µε τον οποίο ζούσε. Της πρότεινε,  αν  θελήσει  ποτέ  να έρθει  στην πρωτεύουσα, να τη  φιλοξενήσει και να τη βοηθήσει να βρει δουλειά.    

 Έτσι, λοιπόν, ένα πρωινό τα παράτησε όλα στο χωριό και βρέθηκε στην Αντίς Αµπέµπα φιλοξενούµενη στο σπίτι της φίλης της, την οποία βρήκε αλλαγµένη, καλοφτιαγµένη, να  φορά ακριβά και µοντέρνα ρούχα και να µένει σ’ ένα µικρό και γουστόζικα επιπλωµένο διαµερισµατάκι. Κάθε βράδυ περνούσε ένας ηλικιωµένος, την έπαιρνε µαζί του και τη γύριζε σπίτι αργά τη νύχτα. Λίγες µέρες µετά η φίλη τής εκµυστηρεύτηκε ότι ο ηλικιωµένος κύριος την είχε σπιτώσει  πληρώνοντάς της όλα τα  έξοδα και ό, τι λούσο ζητούσε.    

 «Αν δεν κάνεις έτσι σ’ αυτήν την πόλη, θα καταλήξεις στην καλύτερη περίπτωση υπηρέτρια σε κανένα σπίτι να καθαρίζεις σκαλοπάτια. Ο γέρος µου έχει ένα φίλο και µπορώ να κανονίσω να βγούµε µαζί. Του αρέσουν οι στρουµπουλές,  µικρές κοπέλες µε σφιχτά οπίσθια, όπως τα δικά σου. Είναι πλούσιος και θα σου δίνει λεφτά. Εγώ ήδη µέσα σε δύο χρόνια κατάφερα να βάλω στην µπάντα 2 χιλιάδες µπιρρ και  µόλις µαζέψω περισσότερα, θα τον παρατήσω και θα ανοίξω τη δικιά µου δουλειά. Μπορείς και εσύ να κάνεις το ίδιο. Από το να σε καβαλάει κάποιος χωρίς να σε πληρώνει και να σε δέρνει κι από πάνω, όπως κάνουν οι νεαροί τη σήµερον ηµέρα, καλύτερα να το κάνεις µε το γέρο και να τα κονοµάς. Έτσι και αλλιώς, δε µένει κανένα σηµάδι επάνω σου. Τα καθαρίζει όλα το νερό!», της είπε γελώντας  η φίλη της.  

  Η Ουολέτου κάθισε και το σκέφτηκε πολύ. Ήταν δεκαπέντε χρονών και δεν ήθελε να βγει στο κλαρί. «Θα πρέπει να υπάρχει και άλλος τρόπος», σκέφτηκε. Την εποµένη πήρε σβάρνα τους δρόµους ψάχνοντας για δουλειά. Οι µόνες διαθέσιµες θέσεις ήταν είτε σε κανένα σπίτι ως υπηρέτρια  είτε σε κανένα µπουρδέλο. Τα λίγα αγγλικά που γνώριζε δε βοηθούσαν, δυστυχώς. Τόσες και τόσες κοπέλες, εξάλλου, διέθεταν απολυτήριο Γυµνασίου και, παρόλα αυτά, έµεναν άνεργες.   

   Άρχισε να νοσταλγεί το χωριό της και µετάνιωσε που το άφησε. Τουλάχιστον εκεί ζούσε τίµια. ∆εν της επέτρεπε, όµως, η υπερηφάνεια της να γυρίσει πίσω αποτυχηµένη. Μετά από πολλή σκέψη δέχτηκε την πρόταση της φίλης της.. Βγήκανε παρέα και οι τέσσερίς τους και ο ηλικιωµένος  την πήγε ύστερα σ’ ένα ξενοδοχείο και προσπάθησε να της κάνει έρωτα. Πάλεψε γερά µαζί του και κατάφερε να βγει άθικτη για περισσότερες από τέσσερις µέρες. Τελικά, το πέµπτο βράδυ, το µοιραίο συνέβη... Αισθάνθηκε τόσο βρώµικη και άρρωστη, που πήγε στην τουαλέτα και έκανε εµετό. 

Ήταν µια πουτάνα στα δεκαπέντε της... 

  Ο γέρος την έπαιρνε κάθε βράδυ και κατέληγαν στο ίδιο ξενοδοχείο. Με σφιγµένα τα δόντια η Ουολέτου περίµενε να περάσει η ώρα, που µαζί του φαινόταν αιώνας. Της είχε αγοράσει δώρα και κάθε φορά που έκαναν έρωτα της έδινε δέκα µπιρρ. Μετά από δυο τρεις εβδοµάδες της νοίκιασε ένα µικρό και πρόχειρα επιπλωµένο διαµερισµατάκι, για να µπορεί να κάνει πιο άνετα τη δουλειά του. Η Ουολέτου δε διέθετε  την καπατσοσύνη της φίλης της ή, καλύτερα, την πουτανιά της, ώστε να του φάει περισσότερα λεφτά και ο τύπος το εκµεταλλευόταν αυτό. Η φίλη της τη συµβούλευε διαρκώς,  αλλά αυτή δεν το ‘χε µέσα της. Ήταν πολύ περήφανη. Η αξιοπρέπεια, εξάλλου, ήταν ό, τι της είχε αποµείνει. 

  Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι ο τύπος δεν ήθελε να κάνει έρωτα µε προφυλακτικό. Κάθε µήνα περίµενε την περίοδό της µε αγωνία. ∆υστυχώς, εκείνο που φοβόταν, τελικά έγινε. Είχαν περάσει είκοσι µέρες και δεν είχε περίοδο. Το συζήτησε µε την φίλη της και αποφάσισαν να κάνει έκτρωση. Η φίλη ανέλαβε να το ανακοινώσει στον άτο Μενάσε, τον εραστή της Ουολέτου. Αυτός, µόλις το άκουσε,  κιτρίνισε ολόκληρος κι αµέσως της έδωσε εκατό µπιρρ να κάνει έκτρωση σε καµιά µαµή. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Πανικόβλητος έβαλε πρώτη και εξαφανίστηκε! 

  Παρά το ψυχικό τραύµα που άφησε  η έκτρωση στην Ουολέτου, έδωσε  κι  ένα  τέλος  σ’ όλη αυτή  την ιστορία. Μα  σα να  µην της έφτανε αυτό που βίωσε, την απέφευγε και η φίλη της. Ίσως να φοβόταν ότι κάποια στιγµή θα της ζητούσε δανεικά.   

  Έµεινε µόνη και έρηµη στη µεγαλούπολη, χωρίς γνωριµίες και χωρίς καµιά προοπτική. Πέρασαν έτσι τρεις µήνες, ζώντας  µε τα λίγα χρήµατα που είχε µαζέψει τόσο καιρό. Τα λεφτά, όµως, σιγά σιγά εξανεµίστηκαν, είχε ήδη καθυστερήσει δυο εβδοµάδες να πληρώσει το ενοίκιο και η σπιτονοικοκυρά απειλούσε ότι θα την πετάξει έξω απ’ το σπίτι, αν δεν της έφερνε τα λεφτά. Η Ουολέτου δεν ήξερε τι να κάνει...  

  Απελπισµένη όπως ήταν και µε το φόβο µη βρεθεί χειµωνιάτικα στο δρόµο, πήρε τη µεγάλη απόφαση να κάνει πιάτσα στα στενά σοκάκια. Ήταν µια θλιβερή εµπειρία. Ευτυχώς, αυτό δε βάστηξε πολύ. Μόλις µάζεψε τα χρήµατα που της έλειπαν, πλήρωσε το νοίκι, ντύθηκε καλά και πήγε σ’ ένα αιθιοπικό εστιατόριο, όπου έµαθε πως ζητούσαν µια µαγείρισσα. Θυµήθηκε πως στο χωριό όλοι είχανε να το λένε για τη µαγειρική της. «Το νερό δεν το φοβάται ο πνιγµένος», σκέφτηκε. «Τι έχω να χάσω;».  

   Πήγε ντουγρού στο «Μεσόµπ Μπετ». Εκεί την περίµεναν δύο µεσήλικες γυναίκες, σε µια µεγάλη κουζίνα µε διάφορες κατσαρόλες αραδιασµένες στη σειρά. Στην άκρη, καθισµένες σ’ έναν πάγκο, ήταν καµιά δεκαριά υποψήφιες,  που περίµεναν υποµονετικά τη σειρά τους. 

  Όταν  την είδε η αφεντικίνα να µπαίνει, την πλησίασε και τη ρώτησε πόσων ετών ήταν. Η Ουολέτου, χωρίς να το πολυσκεφτεί, της είπε δεκαοκτώ. Η κυρία την ξανακοίταξε ψυλλιασµένη και της είπε:

- Φαίνεσαι µικρότερη. Αλλά εσείς οι µαύρες δε γερνάτε τόσο γρήγορα, δείχνετε πάντα νεότερες. Τόσο µικρή που είσαι, έχεις πείρα από µαγειρική; 

- ∆οκιµάστε µε και θα δείτε.  - Καλά, κάθισε και περίµενε. Ανυποµονώ να δω τι µπορεί να κάνει µια Ουολάµο.  Είσαι  Ουολάµο,  δεν είσαι;  Βλέπω  το σηµάδι  στον κρόταφο σου. Τι µε νοιάζει, όµως; ∆εν  πα’  να ‘σαι κι απ’ την Ουγκάντα, αρκεί να ξέρεις να µαγειρεύεις.

- Ναι, είµαι Ουολάµο.   

 Οι µαγείρισσες άρχισαν κατά  τέσσερις να µαγειρεύουν σε διαφορετικές κατσαρόλες και πήλινα σκεύη, σύµφωνα µε τις υποδείξεις της άλλης κυρίας, που έδειχνε να είναι η αρχιµαγείρισσα. 

  Η Ουολέτου ήταν τελευταία στη σειρά και στο µεταξύ έριχνε κλεφτές µατιές στις µαγείρισσες, για να δει πώς µαγειρεύουν. Τα µάτια της έλαµπαν καθώς διαπίστωνε ότι σχεδόν όλες δεν ήξεραν πού παν’ τα τέσσερα από µαγειρική. Η µια απ’ αυτές έβαζε το κοτόπουλο πριν στραγγίξει το νερό απ’ το κρεµµύδι, ενώ µια άλλη πρόσθετε το µπέρµπερε προτού το τσιγαρίσει. Μια άλλη τα κατάφερνε στο κίτφο,  αλλά το έψηνε σε δυνατή φωτιά, ενώ όλη η τέχνη βρισκόταν  στο σιγανό µαγείρεµα. Όλες, επιπλέον, ήταν αργές και µεταχειρίζονταν µε δυσκολία το µεγάλο µαχαίρι για το κόψιµο του κρεµµυδιού και του κρέατος.

  Τελικά έφτασε και η σειρά της Ουολέτου. Πήρε το µεγάλο κόκκινο κρεµµύδι, το έκοψε πρώτα στη µέση και κατόπιν µε γρήγορες κινήσεις σε µικρά κοµµατάκια. Καθάρισε περίπου καµιά εικοσαριά απ’ αυτά, τα έριξε στη µεγάλη πήλινη κατσαρόλα και άναψε λίγο το µάτι. Η κυρά τής είχε πει να φτιάξει ντόρο ουότ. Εντωµεταξύ, είχε κόψει σε δώδεκα  τεµάχια το κοτόπουλο, σύµφωνα µε την αιθιοπική παράδοση. Όταν άρχισε να ροδίζει το κρεµµύδι, πρόσθεσε το µπέρµπερε,  το ανακάτεψε, αφού είχε ήδη βάλει µες στην κατσαρόλα το αρωµατισµένο βούτυρο, και κατόπιν έριξε µέσα τα κοµµάτια απ’ το κοτόπουλο. Συµπλήρωσε λίγο νεράκι και καπάκωσε  την κατσαρόλα.      

   Μετά σειρά είχε το κίτφο. Στο µεταξύ, σήκωσε το καπάκι της κατσαρόλας και, αφού έβγαλε από το τσαντάκι της ένα µπουκαλάκι µε ντετζ, το άδειασε µέσα.  Έριξε κατόπιν τα µπαχαρικά και το ουότ άρχισε να παίρνει ένα βαθύ κόκκινο χρώµα. Τέλος, πρόσθεσε έξι βραστά  αυγά,  λίγο χαραγµένα µε  το  µαχαίρι  στο πλάι,  ώστε  να µπαίνει η σάλτσα µέσα. Για το κίτφο, που ήταν η σπεσιαλιτέ της, έκοψε το κρέας σε κοµµάτια λίγο µεγαλύτερα από κιµά, διότι όλο το µυστικό βρίσκεται στο κυκλικό κόψιµο του κρέατος. 

  Η κυρά σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της, καθώς αισθάνθηκε  τη µυρωδιά να γαργαλά τη µύτη της, και στάθηκε πάνω απ’ την κατσαρόλα. Φώναξε δίπλα της τη σεφ, αντάλλαξαν µερικές κουβέντες και είπε στις υποψήφιες µαγείρισσες: 

- Σας είδαµε και βγάλαµε τα συµπεράσµατά µας. ∆ε  χρειάζεται να συνεχίσετε. Μπορείτε να φύγετε όλες, εκτός απ’ τη µικρή Ουολάµο. Πάρτε δύο µπιρρ για τον κόπο σας.  

  Η Ουολέτου δεν µπορούσε να κρύψει τη χαρά της! Ένα µεγάλο χαµόγελο κάλυπτε το πρόσωπό της. Η αφεντικίνα την   πλησίασε και τη ρώτησε: 

- Σίµις µανέου;  

- Ουολέτου, απάντησε.  

- Θα σου δίνω 50 µπιρρ το µήνα και θα µπορείς να τρως εδώ.

  Η Ουολέτου πήρε µια βαθιά αναπνοή και της απάντησε:  

- Επειδή έρχοµαι από χωριό και δεν έχω συγγενείς και σπίτι εδώ, βλέπω ότι απέναντι έχετε δωµάτια για το προσωπικό. Θα δεχτώ τη δουλειά, αν µου παραχωρήσετε δύο δωµάτια για να µένω. Έτσι θα µπορώ να δουλεύω µέχρι αργά το βράδυ και αυτό θα είναι καλό και για την επιχείρησή σας.     

   Η ιδιοκτήτρια το σκέφτηκε για λίγο και ύστερα τη ρώτησε:  

- Τι τα χρειάζεσαι τα δύο δωµάτια; Ένα δε σου φτάνει; ∆ε θα έχεις και πολλά πράγµατα φαντάζοµαι.  

- Πράγµατα έχω, που τα αγόρασα µε λεφτά απ’ την προηγουµένη µου δουλειά. ∆ώστε µου τα δύο δωµάτια  εσείς  και αν δεν τα αξίζω παίρνετε πίσω το ένα.  

- Βλέπω έχεις αυτοπεποίθηση, της απάντησε. ∆έχοµαι! Πότε µπορείς να ξεκινήσεις;  

- Μα ξεκίνησα κιόλας. Θα τελειώσω σε λίγο το µινσέτ άµπις και την αλίτσα κι ύστερα θα σας φτιάξω µποζονέ σούρο, που θα γλείφετε τα χέρια σας!     

   Η ουειζερό Άστερ, η αφεντικίνα, έτριβε τα χέρια της από ικανοποίηση.  

 

...Όσο διηγείτο τη ιστορία της η Ουολέτου, τα µάτια της Αλµάζ είχαν γεµίσει δάκρυα.  

-Μην κλαις, Αλµαζίγιε. ∆εν σου είπα ακόµη το καλύτερο.  

«Σε λιγότερο από ένα χρόνο, συνέχισε να της λέει, οι δουλειές στο εστιατόριο «Μεσκερέµ» που δούλευα, διπλασιάστηκαν. Οι περισσότεροι πελάτες και πελάτισσες ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά τη µαγείρισσα. Έτσι, µ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερα να έρθω σ’ επαφή µε κόσµο της καλής κοινωνίας. Η φήµη µου έφτασε µέχρι τα µεγάλα  ξενοδοχεία και ήρθε να µε βρει εκπρόσωπος του «Ghion Hotel» για να µου προτείνει ν’ αναλάβω το «Tukul Bet», το εστιατόριο µε τα αιθιοπικά εδέσµατα.     

  Κατάφερα και το διαπραγµατεύτηκα, µιας και τώρα πλέον είχα ανακτήσει τη χαµένη µου αυτοπεποίθηση, ώστε να  πληρώνοµαι 1.000 µπιρρ το µήνα! Επί πλέον διαµένω δωρεάν στο ξενοδοχείο. Έµαθα κολύµπι και κάθε πρωί κολυµπάω στη µεγάλη πισίνα του «Ghion» µε τα θερµά λουτρά, πριν πάω για πρωινό στη µεγάλη αίθουσα µε τον µπουφέ. Κι επειδή στο σχολείο υπήρξα πολύ καλή µαθήτρια και µε τραβούσε η γνώση, µαθαίνω το µεσηµέρι γραφοµηχανή στ’ αγγλικά, κοντά σ’ έναν Ινδό δάσκαλο.     

  Επιτέλους, µετά από τους φριχτούς πρώτους µήνες, τώρα ζω πολύ καλύτερα. Μάλιστα, γνωρίστηκα και µ’ έναν νεαρό, που δουλεύει στο λογιστήριο του ξενοδοχείου, και συνάψαµε σχέση. Φαίνεται καλό παιδί και µ’ αγαπά πολύ. Εγώ, όµως, δε βιάζοµαι. Ξέρεις, δεν έχω και πολλή εµπιστοσύνη πια στους άνδρες, µετά απ’ όλα αυτά που µου συνέβησαν στο παρελθόν».       

  Τελειώνοντας την ιστορία της, γύρισε και κοίταξε την Αλµάζ:  

- Κατάλαβες γιατί σε έφερα στο «Ghion Hotel»; Πάµε τώρα να σου δείξω  το  δωµάτιο που  µένω. Έχει  κουζίνα  και σαλονάκι, είναι  σε στυλ hotel apartment. Μετά, είµαι όλο αυτιά ν’ ακούσω τη δική σου ιστορία. Είσαι τόσο όµορφη και  φαίνεσαι ευτυχισµένη. Οδηγείς και µεγάλο αµάξι... Σίγουρα θα έχεις πολλά να µου αφηγηθείς.  

 


 Κεφάλαιο  Ένατο 

 

   Ο Αµεντέο κόντευε να κλείσει δέκα χρόνια στη Τζίµα. Για  την κοινωνία της πόλης και για τους εµπόρους µε τους οποίους συναλλασσόταν ήταν ένας συνετός νέος µε, φαινοµενική έστω, οικονοµική άνεση. Ειδικά ο Στέφανο, είχε εντυπωσιαστεί πολύ µε την αλλαγή που έβλεπε να συντελείται στο χαρακτήρα του φίλου του, κάθε φορά που συναντιούνταν στην Αντίς Αµπέµπα. Έδειχνε να έχει αποβάλλει τις άσχηµες συνήθειες του παρελθόντος και να τις έχει αντικαταστήσει µε ένα νοικοκυρεµένο τρόπο ζωής. Ο Στέφανο χαιρόταν αφάνταστα γι’ αυτήν του την πρόοδο, γιατί πίστευε πως, κατά βάθος, ο Αµεντέο ήταν καλός άνθρωπος,  ικανός για πολλά πράγµατα. Πίστευε ότι τα παραστρατήµατα του παρελθόντος, ήταν λόγω των εφηβικών του τραυµάτων.     

   Στην πραγµατικότητα, όµως, ό, τι λάµπει, δεν είναι πάντα  χρυσός... Πράγµατι, κατά τα πρώτα χρόνια ο Αµεντέο είχε υπερβεί τον εαυτό του στήνοντας µια κερδοφόρα επιχείρηση για τον εργοδότη του. Ειδικά τα ανταλλακτικά, πήγαιναν καλά και φαινόταν ότι είχε βάλει, επιτέλους, µυαλό και τάξη στη ζωή του.     

  Ο εργοδότης του, ένας Ιταλός έµπορος ξυλείας, παρόλο που του είχε εµπιστευτεί εν λευκώ τη λειτουργία του συνεργείου, συχνά έκανε έλεγχο και απογραφή στα  ανταλλακτικά, για να βεβαιωθεί πως τίποτα δεν πήγαινε στραβά. Σου λέει, «...αυτός  είναι Σιτσιλιάνος και αυτοί έχουν την κοµπίνα στο αίµα τους».     

  Τη δουλειά του ελέγχου και το ταµείο τα είχε αναλάβει η αδελφή του ιδιοκτήτη, µια γεροντοκόρη, που ζούσε µαζί του εδώ και χρόνια στη Τζίµα. Ο αδελφός της, ο σινιόρ Σάντρο Μπατσίνο, ήταν γνωστός έµπορος στην περιοχή και οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι είχε µείνει ανύπαντρος εξαιτίας της, µιας και λόγω της ασχήµιας της δεν την πλησίαζε ούτε αρσενική µύγα.     

  Ο  σινιόρ  Σάντρο  είχε  υποσχεθεί  στην  µάνα  τους,  πριν  εκείνη κλείσει τα µάτια της, ότι δε θα έκανε οικογένεια, αν δεν αποκαθιστούσε πρώτα την αδελφή του. Όµως, τα χρόνια περνούσαν και η αδελφή του παρέµενε ανύπαντρη. Παρόλο που είχαν βρεθεί αρκετοί προικοθήρες διαθέσιµοι να την παντρευτούν, έπρεπε να περάσουν πρώτα απ’ τον αυστηρό έλεγχο του σινιόρ Σάντρο, που σύντοµα καταλάβαινε το σκοπό τους και τους έστελνε από εκεί που ‘χαν έρθει. Άλλοι, που πλησίαζαν µε αγαθή πρόθεση, µόλις την έβλεπαν έκαναν στροφή επιτόπου κι έφευγαν.     

  Η αδελφή του σινιόρ Σάντρο, η Μαριάντζελα, είχε κλείσει προ πολλού τα σαράντα πέντε, ήταν κακοµούτσουνη, όλο παραξενιές και είχε γίνει στενός κορσές στον Αµεντέο. ∆εν άφηνε µύγα να περάσει, χωρίς να ελέγξει και το παραµικρό στο συνεργείο. Αυτή του έδινε το µισθό του και επιπλέον την  προµήθεια που έπαιρνε ο Αµεντέο απ’ τις πωλήσεις των ανταλλακτικών. Για αυτή την προµήθεια σκιζόταν στη  δουλειά. Η ιδέα ήταν του έµπειρου σινιόρ Σάντρο, ώστε να τον κάνει να δουλεύει περισσότερο και, άρα, να βγαίνει κερδισµένη η επιχείρησή του.    

  Παρόλα αυτά, ο Αµεντέο δεν είχε αποβάλλει τις κακές  συνήθειες του παρελθόντος. Τώρα, µάλιστα, είχε µπλέξει µε µια παρέα τζογαδόρων, αποτελούµενη από Έλληνες,  Αρµένιους και Άραβες, που έπαιζαν παράνοµα µεγάλα ποσά σε διάφορα σπίτια, διότι ο τζόγος απαγορευόταν απ’ την  αιθιοπική κυβέρνηση και τιµωρείτο µε φυλάκιση και πρόστιµο. Ήδη χρωστούσε λεφτά στους συµπαίκτες του και αισθανόταν τη θηλιά να σφίγγει όλο περισσότερο γύρω απ’  το λαιµό του. Ένας Άραβας  τζογαδόρος απειλούσε να τον πάει στα δικαστήρια λόγω µιας ακάλυπτης επιταγής.    

  Επανειληµµένα είχε προσπαθήσει να βάλει χέρι στο ταµείο,  αλλά η σινιορίνα Μαριάντζελα στεκόταν Κέρβερος.  Μερόνυχτα σκεφτόταν τι να κάνει. Αργά ή γρήγορα θα τον  πιάνανε και θα τον χώνανε στη φυλακή. Απέµεναν δυο λύσεις. Η µία  ήταν να ερχόταν σε  συνεννόηση  µε  ένα γνωστό  κοντραµπαντιέρη  ανταλλακτικών που θ’ άνοιγε τη νύκτα την αποθήκη µε τα ανταλλακτικά, θα την άδειαζε απ’ τα  εµπορεύµατα και θα του τα πουλούσε µετά σε χαµηλότερη τιµή. Με τη γερή µπάζα θα έφευγε για την Ασµάρα, όπου δεν τον γνώριζε κανείς. Η άλλη λύση, που είχε λιγότερο ρίσκο, ήταν να συνάψει σχέσεις µε τη Μαριάντζελα, να την κάνει υποχείριο του και να της φάει λεφτά. Ό, τι κι αν αποφάσιζε να κάνει, έπρεπε να το κάνει σύντοµα, διότι τα περιθώρια στένευαν.      

  Ξεκίνησε να πολιορκεί τη Μαριάντζελα και να της  πουλά  καθηµερινά έρωτα. Αυτή τον αντιµετώπιζε µε καχυποψία και του ‘κοβε το βήχα. Μια µέρα ο σινιόρ Σάντρο είχε κατέβει στην Αντίς Αµπέµπα για δουλειές και θα έλειπε για τρεις µέρες. «Ή τώρα ή ποτέ!», σκέφτηκε ο Αµεντέο.      

   Αγόρασε λουλούδια και ένα µπουκάλι κρασί, πήγε το βράδυ  σπίτι της και της είπε «Il mio cuore e per te !». Εκείνη όταν τον είδε, του ‘κλεισε την πόρτα στα µούτρα. Ο Αµεντέο επιστράτευσε το τελευταίο του όπλο, την ωραία του φωνή,  για ν’ αγγίξει τη ροµαντική καρδιά της Μαριάντζελα. Στάθηκε κάτω από το παράθυρό της και άρχισε να της τραγουδάει τη γνωστή επιτυχία του εξήντα «Aprite le finestre» (άνοιξτε τα παράθυρα):  

«Αprite le finestre ai nuovi sogni  

e forse il piu bel sogno che sognate 

sara domani la felicita». 

«Άνοιξτε τα παράθυρα στα καινούργια όνειρα και ίσως το οµορφότερο απ’ όσα ονειρεύεσθαι   γίνει αύριο η ευτυχία σας».  

...Πόσες  γυναίκες στην Ιταλία  δε σιγοτραγούδησαν αυτό το τραγούδι ονειρευόµενες τον αγαπηµένο τους...     

  Η Μαριάντζελα, που από καιρό τώρα τον ποθούσε κρυφά και τον έβλεπε στ’ άγρια όνειρά της, δεν άντεξε και άνοιξε την πόρτα. Το αποτέλεσµα ήταν ότι ο Αµεντέο έφυγε τα χαράµατα απ’ το σπίτι της, αφού πρώτα την έκανε δική του.     

  Για   τη  Μαριάντζελα   ήταν  η  πρώτη της  ερωτική εµπειρία  και                                     γρήγορα έπεσε στα δίχτυα του. Σιγά- σιγά, άρχισε να της  εκµυστηρεύεται τα προβλήµατά του. Της είπε ότι, χωρίς να το θέλει, κάποιος γνωστός του τον πήρε µαζί του ένα βράδυ σε µια χαρτοπαικτική λέσχη, όπου παίζοντας µερικές παρτίδες και µε την τύχη του πρωτάρη, κέρδισε ένα ποσό. Από τότε γλυκάθηκε και, χωρίς να έχει πείρα από χαρτιά, έπεσε στα δίχτυα επαγγελµατιών τζογαδόρων, µε συνέπεια  τώρα να χρωστάει λεφτά σε διάφορους. 

Αυτή, ερωτευµένη όπως ήταν, δεν είχε λόγο να µην τον  πιστέψει 

και του έδωσε ένα ποσό από το κοµπόδεµά της, για να ξεπληρώσει τα χρέη του. Με κανένα τρόπο, όµως, δε δεχόταν ν’ αγγίξει λεφτά απ’ το ταµείο της επιχείρησης. Είχε αρχές και δε θα τις απαρνιόταν ποτέ και για κανέναν. Αυτός, αντί να πάει και να ξεπληρώσει τα χρέη του, υπέκυψε στο πάθος του, ξανάπαιξε και σύντοµα έµεινε και πάλι ταπί.    

  Ώσπου ένα πρωινό ήρθε στο µαγαζί ένας δικαστικός κλητήρας να παραδώσει στον Αµεντέο  µια κλήση. Η Μαριάντζελα, που ήταν παρούσα, δεν πίστευε στα µάτια της. Ο Αµεντέο συγκλονισµένος τραύλισε πως έπεσε θύµα του πάθους του και ότι, παρά την υπόσχεση ότι δε θα ξαναπιάσει χαρτί στο χέρι του, έχασε δυο χιλιάδες µπιρρ και τώρα τον κυνηγούσε ένας Άραβας για να τον χώσει φυλακή. Η Μαριάντζελα είχε στην µπάντα δέκα χιλιάδες µπιρρ απ’ το µισθό που έπαιρνε τόσα χρόνια. Είπε στον Αµεντέο να φωνάξει τον Υεµενίτη για να τον ξοφλήσει επί τόπου.     

  Το πρωί της επόµενης µέρας κατέφτασε ο Άραβας, η Μαριάντζελα τού µέτρησε δύο χιλιάδες µπιρρ, έσκισε την επιταγή µπροστά του και του είπε: 

- Αν ξαναπαίξετε µε τον Αµεντέο χαρτιά, θα σας καρφώσω στην αστυνοµία. Ακόµη κι αν δεν µου πει ο ίδιος πού συχνάζετε, γνωρίζω απ’ την επιταγή το όνοµά σας, κύριε Μωχάµεντ Καντέρ και µπορώ να µάθω περισσότερα για σας και την παρέα σας.     

  Από εκείνη τη στιγµή η πόρτα του τζόγου έκλεισε για πάντα για τον  Αµεντέο.  Στην  µικρή κοινωνία  των εµπόρων της  Τζίµα  λίγοι ήταν εκείνοι που έπαιζαν χαρτιά και µε κανένα τρόπο δεν ήθελαν να ρισκάρουν το όνοµά τους και να έχουν µπλεξίµατα µε τις αρχές. Εξάλλου, ο Αµεντέο είχε κακή φήµη τζογαδόρου, καθώς χρωστούσε χρήµατα σχεδόν σ’ όλους τους. Με ανακούφιση, εποµένως, άκουσαν τα νέα οι υπόλοιποι της παρέας, και ξεµπέρδεψαν µια και καλή  µαζί του.     

  Από τότε ο Αµεντέο δεν είχε και πολλά περιθώρια δράσης, διότι στην κωµόπολη της Τζίµα εκτός από µερικά ποτάδικα,  δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος να διασκεδάσει και να ξοδέψει κανείς τα λεφτά του. Οι έµποροι, κυρίως καφέδων, οι περισσότεροι απ’ αυτούς Έλληνες, για να διασκεδάσουν το ‘ριχναν στο κυνήγι . 

Αναγκαστικά έπεσε µε τα µούτρα στη δουλειά, µε σκοπό να µαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερα λεφτά και να φύγει µακριά απ’ αυτήν την κόλαση.     

  Η Μαριάντζελα απ’ τη µεριά της είχε αναζωογονηθεί. Ο έρωτας και το πάθος της για τον Αµεντέο είχαν δώσει νόηµα στην άνοστη ζωή της και κάθε µέρα στην αποθήκη µε τα ανταλλακτικά γευόταν τη χαρά του. Ο Αµεντέο την έβρισκε µαζί της, διότι παρόλο που ήταν άσχηµη, ήταν σκέτη φλόγα στο κρεβάτι και είχε ένα κορµί που άναβε από πάθος. Τρελαινόταν να τη βλέπει να σπαρταράει στην αγκαλιά του. Ο ίδιος απ’ την άλλη µπορεί να µην είχε τίποτα το ελκυστικό πάνω του, αλλά, ως µιγάς που ήταν, ο Θεός τον είχε προικίσει µε ένα χάρισµα που ξετρέλαινε τις γυναίκες. Ο ίδιος καυχιόταν στους φίλους του ότι ανάµεσα στα πόδια του είχε ένα τούρµπο τζετ.      

  Ο αδελφός της Μαριάντζελα, Σάντρο, έβλεπε τον τελευταίο καιρό, µέρα µε τη µέρα, την αλλαγή στο πρόσωπο και στη συµπεριφορά της αδελφής του.  Άρχισε να υποψιάζεται κάτι, όταν άκουσε την αδελφή του να επαινεί τον Αµεντέο για την αφοσίωσή του στη δουλειά και να προτείνει να του δίνουν ένα µικρό ποσοστό απ’ το γενικό τζίρο της επιχείρησης.     

 Τα  πράγµατα,  όµως, για το  σινιόρ  Σάντρο δεν   ήταν τόσο απλά, διότι η Μαριάντζελα περνούσε τον Αµεντέο περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια. Επιπλέον, δε γνώριζε τις πραγµατικές του προθέσεις. Προσπαθούσε να δει τη θετική  πλευρά των πραγµάτων, καθησυχάζοντας τον εαυτό του ότι ίσως την ερωτεύτηκε όχι λόγω της οµορφιά της, αλλά επειδή εκτίµησε τα χαρίσµατα και την εξυπνάδα της, µιας και δούλευαν τόσες ώρες µαζί. ∆εν ήταν δα και η πρώτη φορά  που γεννήθηκε ένα ειδύλλιο σε εργασιακό χώρο. 

«Εξάλλου, και ο Αµεντέο δεν είναι και κανένας  Βαλεντίνο», σκέφτηκε.     

  Σε κάθε περίπτωση απαιτούσε από εκείνον να έρθει και να του εξηγήσει σαν αληθινός άντρας τις προθέσεις του. Κι αν ακόµη δε συνέβαινε αυτό, του αρκούσε που έβλεπε την αδελφή του ευτυχισµένη. Αν τολµούσε, όµως, να της κάνει κακό, θα του ‘κοβε τ’αρχίδια!   

  Από τη δική του µεριά ο Αµεντέο, για ν’ αποφύγει κάθε συζήτηση για γάµο, βάζοντας µπρος το σατανικό του µυαλό, της είχε πει ότι είχε παντρευτεί  πολύ νέος και άπειρος, στα είκοσί του, και, σύµφωνα µε την καθολική εκκλησία, δεν  µπορούσε να ξαναπαντρευτεί. Η γυναίκα του, τάχα µου, τον είχε εγκαταλείψει και το είχε σκάσει µε τον καλύτερο του φίλο. Η Μαριάντζελα, συγκινηµένη απ’ το δράµα του, του  απάντησε «Non me ne frega niente, αρκεί να ‘µαστε µαζί».     

  Ο καιρός περνούσε και ο Αµεντέο είχε µαζέψει ένα σεβαστό ποσό. Αλλά η απληστία του δεν τον άφηνε σε ησυχία. Ήδη, εδώ και καιρό, οργάνωνε τη φυγή του. Λεφτά περισσότερα δεν µπορούσε να πάρει από τη Μαριάντζελα,  διότι εκείνη δεν τον άφηνε µε κανένα τρόπο να βάλει χέρι στο ταµείο του αδελφού της και ας την ξεσήκωνε να φύγουν µαζί και να πάνε να ζήσουν σ’ άλλη πόλη. Είχε τέτοιες αρχές, που όσο και να τον αγαπούσε, δεν θα έκανε τέτοια ατιµωτική πράξη.     

  Έτσι το αρρωστηµένο µυαλό του Αµεντέο άρχισε να δουλεύει ξανά και τελευταία  σκεπτόταν  όλο και περισσότερο να βάλει µπρος το πρώτο σχέδιο, που είχε σκεφτεί εξ’ αρχής,  δηλαδή να έρθει σ’ επαφή µε γνωστό κοντραµπαντιέρη, να σηκώσουν µια νύχτα τα ανταλλακτικά απ’ την αποθήκη, να τα φορτώσουν σε καµιοτσινέτο και, τέλος, ο τύπος να του τα πουλήσει στη µισή τιµή και να γίνει καπνός. Πίστευε ότι µ’ αυτό τον τρόπο θα έβγαζε τουλάχιστον τριάντα χιλιάδες µπιρρ.     

  Ήρθε, λοιπόν, σ’ επαφή µε τον Άραβα λαθρέµπορο και κανόνισαν να εκτελέσουν την επιχείρηση ένα σαββατόβραδο, µιας και την Κυριακή το συνεργείο παρέµενε κλειστό και έτσι τη βρωµοδουλειά θα την έπαιρναν χαµπάρι τη ∆ευτέρα το πρωί. Το µόνο πρόβληµα ήταν ο νυχτοφύλακας.    Το σκέφτηκαν αρκετή ώρα και δε βρήκαν άλλη λύση, παρά, όταν θα άνοιγε την εξώπορτα, ο Αµεντέο να τον αναισθητοποιήσει χτυπώντας τον στο κεφάλι, να τον δέσει πισώπλατα στην καρέκλα του και να του φιµώσει το στόµα µε µια ταινία. Θα  τον έβρισκαν κι εκείνον το πρωί της ∆ευτέρας, την ώρα που οι δυο τους θα είχαν φτάσει ήδη στην Ασµάρα.  

  Η πόλη της Ασµάρα, πρωτεύουσα της Ερυθραίας, σε απόσταση εννιακοσίων σχεδόν χιλιοµέτρων απ’ την Αντίς Αµπέµπα, ήταν αποικία των Ιταλών για µεγάλο διάστηµα κατά το παρελθόν. Παρόλο που είχε ενωθεί µε την Αιθιοπία, διατηρούσε ακόµη έναν τρόπο ζωής διαφορετικό από άλλες επαρχίες της επικράτειας και µια σχετική αυτονοµία. Γι’ αυτό  ήταν ευκολότερο να αρχίσει κανείς εκεί µια καινούργια ζωή.      

  Όλα είχαν κανονιστεί στην εντέλεια και ο Αµεντέο είχε ετοιµάσει ένα µικρό βαλιτσάκι µε λίγα ρούχα, που µέσα θα ‘βαζε τις οικονοµίες του και τα λεφτά που θα ‘παιρνε απ’ τα ανταλλακτικά. Σχεδίαζε, όµως, χωρίς τον ξενοδόχο... ∆ιότι,  αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αλλά  αγαπάει και το νοικοκύρη.     

  Ο Αµεντέο δε γνώριζε ότι ο Άραβας λαθρέµπορος ήταν γνωστός του σινιόρ Σάντρο και ότι είχαν συνεργαστεί οι δυο  τους πολλές φορές κατά  το  παρελθόν. Τον προµήθευε,  ειδικά τον πρώτο καιρό, µε φτηνά αφορολόγητα ανταλλακτικά, που πολλά από αυτά τα είχε στο ράφι του ο σινιόρ Σάντρο και τα πουλούσε ως νόµιµα. Νόµιζε, ίσως, ο Αµεντέο ότι µόνο οι Σιτσιλιάνοι κάνουν κοµπίνες και έτσι πιάστηκε στη φάκα.  

  Ο λαθρέµπορος ειδοποίησε το σινιόρ Σάντρο. Προτίµησε  να συνεχίσει τη συνεργασία του µ’ έναν άνθρωπο που γνώριζε,  παρά µ’ έναν άγνωστο. Όπως λέει και το αγγλικό ρητό «Καλύτερα µ’ έναν διάβολο που ξέρεις, παρά µ’ έναν άγγελο που δεν ξέρεις». Συνεννοήθηκαν µυστικά οι δυο τους να πιάσουν τον Αµεντέο επ’ αυτοφώρω, τη στιγµή που θα φόρτωνε το καµιόνι.     

  Ο σινιόρ Σάντρο ειδοποίησε και την αδελφή του, η οποία έπεσε από τα σύννεφα και δεν ήθελε µε κανένα τρόπο να πιστέψει όσα της έλεγε ο αδελφός της. Της πρότεινε, λοιπόν, να τον ακολουθήσει τη νύκτα του Σαββάτου και να διαπιστώσει µε τα ίδια της τα µάτια αν λέει αλήθεια.     

...Το σχέδιο προχωρούσε όπως το είχε σχεδιάσει ο Αµεντέο. Είχαν µείνει µόνο λίγα ακόµη ανταλλακτικά. ∆ούλευαν και οι δύο γρήγορα, µε τα µικρά φώτα στην αποθήκη να φεγγίζουν. Τα λεφτά που είχε πάρει απ’ τον λαθρέµπορο τα είχε βάλει  ήδη στη βαλιτσούλα, όταν ξαφνικά άναψαν τα µεγάλα φώτα της αίθουσας και είδαν να µπαίνουν µέσα ο σινιόρ Σάντρο, η Μαριάντζελα και ένας αστυνοµικός. Ο αστυνοµικός άρπαξε σφιχτά τον Αµεντέο απ’ τα χέρια και του πέρασε τις χειροπέδες και ο λαθρέµπορος πήρε απ’ τη βαλιτσούλα το µάτσο µε τα λεφτά που είχε δώσει στον Αµεντέο.     

  Η Μαριάντζελα χλωµή κι απαρηγόρητη τον πλησίασε, µε δάκρυα στα µάτια και τον έφτυσε στα µούτρα. «Είσαι ένας τιποτένιος κλέφτης!», του είπε. Άνοιξε τη βαλιτσούλα κι έβγαλε από µέσα πέντε χιλιάδες µπιρρ, όσα δηλαδή του είχε δώσει όλο αυτόν τον καιρό για να ξεπληρώσει τα χρέη του απ’ τα χαρτιά. «Αυτά µου ανήκουν, truffatore». Τράβηξε απ’  το τσαντάκι της ένα πιστόλι και του ‘πε:  

- Προτού  έρθω,  σκεπτόµουν  να σου τινάξω τα  µυαλά  µ’  ετούτο εδώ, αλλά δεν αξίζεις ούτε τη σφαίρα. Σίγουρα κάποια άλλη ή κάποιος άλλος θα το κάνει αυτό µια µέρα...     

  Ο Αµεντέο άφωνος ακολούθησε τον αστυνοµικό. Ο σινιόρ Σάντρο πλησίασε το όργανο της τάξης, του ‘βαλε κρυφά ένα µάτσο χαρτονοµίσµατα στην τσέπη και του ‘πε στο αυτί: «∆ώσ’ του ένα γερό µάθηµα στη φυλακή».     

  Ο Αµεντέο όταν βγήκε απ’ τη φυλακή, µετά τρεις µήνες,  δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Από το ξύλο που έφαγε εκεί µέσα κούτσαινε απ’ το αριστερό του πόδι. Για να µπορέσει να βγει νωρίτερα από το κάτεργο είχε δώσει τα µισά από τα λεφτά του και τώρα του είχαν αποµείνει µόλις επτά χιλιάδες µπιρρ. Αξύριστος και βρώµικος ανέβηκε στο λεωφορείο και τράβηξε για την Αντίς Αµπέµπα. Έµεινε µια βδοµάδα σε ένα  φτηνιάρικο ξενοδοχείο να σκέφτεται την κατάντια του. Σακάτης, έχοντας χάσει τα µισά λεφτά απ’ όσα έβγαλε φτύνοντας αίµα και παρατηµένος απ’ τη µόνη ίσως γυναίκα που τον αγάπησε για αυτό που ήταν. Ντροπιασµένος πήγε να βρει το φίλο του Στέφανο. Έπρεπε να σκαρφιστεί µια δικαιολογία για την κατάστασή του... 

 

 

Κεφάλαιο  ∆έκατο 

 

  Τα επόµενα χρόνια για το Στέφανο και την Αλµάζ κύλησαν  πολύ παραγωγικά. Ο Στέφανο ανέλαβε  υποδιευθυντής του εργοστασίου, και είχε µόνο τον Ιάπωνα απεσταλµένο της εταιρείας από πάνω του. Έπαιρνε ποσοστά επί των γενικών πωλήσεων και η οικογένειά του κι αυτός ζούσαν άνετα. Η κορούλα τους η, Έλενα, εν τω µεταξύ ήταν ήδη έντεκα χρόνων και είχε τελειώσει το ∆ηµοτικό στο ιταλικό σχολείο. Είχε γίνει πανέµορφη και έπαιρνε πολύ τα γράµµατα. Ο Στέφανο µαζί µε την Αλµάζ είχαν αγοράσει ένα οικόπεδο στην περιοχή του Μπόλε, για να χτίσουν µια βίλα.      

   Η Αλµάζ στο µεταξύ είχε πια γίνει συνέταιρος µε την σινιορίνα Μαρία, η οποία σκεφτόταν να της αφήσει σταδιακά τη δουλειά, διότι η σχέση της µε τον αντιπρόσωπο στο Μιλάνο είχε προχωρήσει πολύ και σχεδίαζε να τον παντρευτεί και να µείνει στην Ιταλία. Θα άνοιγε εκεί µια αντιπροσωπεία και θα τροφοδοτούσε µε εµπορεύµατα το κατάστηµα που διατηρούσε µε την Αλµάζ. Τα κέρδη απ’ την Αντίς Αµπέµπα  θα τις τα ‘στελνε στο Μιλάνο η Αλµάζ φουσκωµένα στις παραγγελίες. Η δε Αλµάζ είχε ανοίξει ένα επιπλέον µαγαζί  στην περιοχή της Φελόχας.    

   Η δεκαετία του εβδοµήντα, ειδικά για τους ξένους, ήταν µια περίοδος ευφορίας. Κι ενώ τα πάντα κυλούσαν ήρεµα, έπεσαν ως κεραυνός εν αιθρία οι από την τοπική τηλεόραση αιχµές κατά του αυτοκράτορα. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο σε όλη τη διάρκεια της µακράς διακυβέρνηση της χώρας από το µονάρχη. Κάποιοι αξιωµατικοί του στρατού είχαν αποκτήσει πρόσβαση στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης και επετίθεντο συστηµατικά στη διεφθαρµένη κυβέρνηση.    

   Μέρες τώρα κυκλοφορούσε  η φήµη ότι προετοίµαζαν πραξικόπηµα. Κανείς δε γνώριζε τι στάση θα κρατούσαν οι αξιωµατικού   απέναντι  στον   αυτοκράτορα,  διότι   επανειληµµένα είχαν διακηρύξει την πίστη τους προς το  στέµµα.    

  Πολλοί νέοι, ως επί το πλείστον άνεργοι, ξεθάρρεψαν µε τις εξελίξεις και δηµιουργούσαν αλλεπάλληλα προβλήµατα στην κυκλοφορία πετώντας πέτρες, ειδικά στους οδηγούς πολυτελών αυτοκινήτων, και σπάζοντας βιτρίνες καταστηµάτων. Πολλά µαγαζιά υπέστησαν ζηµιές και η Αλµάζ είχε βάλει, όπως εξάλλου οι περισσότεροι καταστηµατάρχες, µεταλλικές συρόµενες µπάρες µπροστά από τη βιτρίνα της, για να την προστατέψει.     

   Οι διαδηλώσεις  µέρα µε τη µέρα αυξάνονταν όλο και περισσότερο, µε τη συµµετοχή πλέον και φοιτητών. Η ατµόσφαιρα ήταν εκρηκτική και η  πρωτεύουσα έµοιαζε µε µπαρουταποθήκη έτοιµη να εκραγεί, την ώρα που στρατιωτικά οχήµατα έκαναν καθηµερινά αισθητή την παρουσία τους στο κέντρο της πόλης.     

   Τελικά εκείνο που όλοι φοβούνταν, δεν άργησε να συµβεί. Οι στρατιωτικοί συνέλαβαν όλους τους υπουργούς της κυβέρνησης, τους ανώτερους αξιωµατικούς και το άµεσο  περιβάλλον του αυτοκράτορα και τους φυλάκισαν. ∆εν άργησε η σύλληψη και η εκθρόνιση του αποδυναµωµένου πλέον εστεµµένου.    

   Μετά την κατάληψη της εξουσίας απ’ τη στρατιωτική χούντα, τέθηκε σ’ εφαρµογή το πρόγραµµα των εθνικοποιήσεων. Ψηλά στη λίστα βρίσκονταν εργοστάσια, ασφαλιστικές εταιρείες και επιχειρήσεις κι ακολούθησαν οι µόνιµες κατοικίες, τα οικόπεδα και τα χωράφια. Σύµφωνα µε τη σοσιαλιστική ιδεολογία της χούντας του Μενγκίστου Χαϊλεµαριάµ η ιδιοκτησία γης καταργείτο και όλα περιέρχονταν στο κράτος. Ο κάθε ιδιώτης µπορούσε να κρατήσει ένα σπίτι για να µένει µε την οικογένεια του και η υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του πήγαινε στο κράτος. Τα  χωράφια έγιναν κολεκτίβες και όλοι οι ιδιοκτήτες γης υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τις περιουσίες τους, που µοιράστηκαν στους άκληρους και φτωχούς γεωργούς.     

   Καθηµερινά συγκεντρώνονταν διαδηλωτές από όλα τα µέρη της πόλης και της επικράτειας και εξέφραζαν την υποστήριξή  τους προς τη νέα κυβέρνηση υψώνοντας το αριστερό χέρι, κίνηση που έµελλε να γίνει το σύµβολο της αριστερής ιδεολογίας.     

   Μετά τις πρώτες εθνικοποιήσεις οι ξένοι πανικόβλητοι άρχισαν να προετοιµάζουν τη φυγή τους απ’ τη χώρα προσπαθώντας να διασώσουν ό, τι προλάβουν και στέλνοντας τα υπάρχοντά τους στις χώρες προέλευσής τους. Τα χρυσοχοεία τις µέρες εκείνες έκαναν χρυσές δουλειές, διότι η αξία του συναλλάγµατος είχε δεκαπλασιαστεί στη µαύρη αγορά και επιπλέον υπήρχε κίνδυνος κατάσχεσης σε περίπτωση έρευνας στο αεροδρόµιο. Αντί για συνάλλαγµα, λοιπόν, πολλοί προτιµούσαν χρυσό, κοσµήµατα  και ασηµικά σκεύη. Το τελωνείο στο αεροδρόµιο της Αντίς Αµπέµπα είχε κατακλυστεί από δέµατα έτοιµα να φορτωθούν στις πτήσεις εξωτερικού.     

   Τα καταστήµατα της Αλµάζ άδειασαν, διότι ο κόσµος αγόραζε ό, τι θεωρούσε πολύτιµο. Κυκλοφορούσε δε η φήµη  ότι η κυβέρνηση δε θα χορηγούσε πλέον στους εισαγωγείς  ξένο συνάλλαγµα για πολυτελή εµπορεύµατα και ρουχισµό . Όντως η φήµη αυτή επιβεβαιώθηκε, όταν η Αλµάζ ζήτησε συνάλλαγµα από την τράπεζά της. Την ενηµέρωσαν  πως επιτρέπεται µόνο για  είδη πρώτης ανάγκης, όπως, για παράδειγµα, φάρµακα. Για µπορέσει να κάνει παραγγελία αναγκάστηκε να χρησιµοποιήσει το δικό της συνάλλαγµα, που είχε σε καταθέσεις στο εξωτερικό.      

   Οι εισαγωγές µε franco valuta ήταν πλέον γεγονός. Παρόλο που η ζήτηση στα καταστήµατά της ήταν αυξηµένη, δε συνέφερε την Αλµάζ να εισάγει εµπορεύµατα κατά αυτόν τον τρόπο, διότι το κόστος ήταν µεγάλο. Οι καταναλωτές,  απ’ την άλλη πλευρά, ελλείψει πολυτελών αγαθών, συνήθισαν σιγά σιγά να φοράνε φτηνά ρούχα, εισαγόµενα από γειτονικά, αραβικά κράτη, που τα ψώνιζαν στην περιοχή του Μερκάτο. Τα καταστήµατα στο κέντρο της πόλης έµειναν µε τα ράφια τους άδεια.    

   Η Αλµάζ έβλεπε ότι η δουλειά της είχε συρρικνωθεί κατά πολύ, µιας και  µέσα σ’ ένα  χρόνο περίπου είχαν  φύγει  οι  περισσότεροι ξένοι πελάτες της και οι πλούσιοι Αιθίοπες ή βρίσκονταν στη φυλακή ή είχαν φαλιρίσει. Εν τω µεταξύ τα  έξοδα έτρεχαν. Στο τέλος αναγκάστηκε ν’ ακολουθήσει τη µοίρα όλων εκείνων που είχαν επιχειρήσεις στο κέντρο και να πουλήσει τα εµπορεύµατα που της απέµειναν στα ράφια όσο- όσο σε Άραβες εµπόρους.     

  Την ίδια ώρα, σ’ ένα άλλο µέτωπο, η σοσιαλιστική κυβέρνηση εξήγγειλε ένα εκπαιδευτικό πρόγραµµα για αναλφάβητους, σύµφωνα µε το οποίο µαθητές του Γυµνασίου  θα διέκοπταν 

υποχρεωτικά τις σπουδές τους για  δύο χρόνια, ώστε να ταξιδέψουν στην επαρχία διδάσκοντας τους αναλφάβητους γραφή και ανάγνωση. Η κόρη τους, η Έλενα, είχε ήδη κλείσει τα δώδεκα  και, επειδή είχε µάνα Αιθιοπίδα, οι γονείς της την έστειλαν, για παν ενδεχόµενο, να κοιµάται τα βράδια στο Ελληνικό Οικοτροφείο, αποφεύγοντας έτσι τη στρατολόγηση. Όταν δε πληροφορήθηκαν πως σηµειώθηκαν δυο τρεις περιπτώσεις παιδιών που τα άρπαξαν ακόµη κι απ’ το δρόµο, αποφάσισαν και κατάφεραν µετά από γρήγορες ενέργειες να στείλουν την κόρη τους σ’ ένα καλό  οικοτροφείο στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, στο Santa Catalina School, στο Monterey. Η ζωή τους άλλαζε απ’ τη µια µέρα στην άλλη...    

   Ευτυχώς που η  Αλµάζ κατάφερε µε τη βοήθεια της σινιορίνα Μαρία καθώς και µέσω της εταιρείας του άντρα της να βγάλει ένα σεβαστό ποσό στο εξωτερικό, στο λογαριασµό της, µε τη Banco di Roma. Για την ώρα δεν αντιµετώπιζαν οικονοµικό πρόβληµα. Το ζήτηµα ήταν τι µέλλει γενέσθαι.     

   Τη λύση την έδωσε η Ουολέτου. Μια µέρα πήρε την Αλµάζ τηλέφωνο και τη ρώτησε: 

- Τι κάνεις αυτή τη στιγµή; 

- Τίποτα το ιδιαίτερο... Γιατί ρωτάς; Μην µου πεις µόνο να πάµε για καφέ, γιατί µε όλα αυτά που συµβαίνουν δεν έχω όρεξη.  

- Όχι, σε πήρα για κάτι άλλο. Έµαθα ότι ένας Ιταλός, ονόµατι Ντοριέλο, πουλάει το νυχτερινό του κέντρο στην περιοχή του Νεφάς Σίλκ. Έχει και ένα ιταλικό  ρεστοράν δίπλα. Τι λες,  πάµε να ρίξουµε  µια µατιά;  

- Ξέρω ποιο εννοείς. Είχαµε πάει µε το Στέφανο ένα βράδυ και φάγαµε την περίφηµη ψαρόσουπα στο εστιατόριό του και,  απ’ ό, τι έµαθα, το διπλανό κέντρο είναι ένα πορνείο πολυτελείας. Θέλεις ν’ αρχίσω δουλειές µε µπουρδέλα τώρα; Σίγουρα θα τρελάθηκες!  

- ∆εν έχεις να χάσεις τίποτα βλέποντάς το. Το πολύ -πολύ  πάµε απλά µια βόλτα και το καλαµπουρίζουµε.  

- Καλά, αν είναι να το καλαµπουρίσουµε, έλα να µε πάρεις.     

  Κατέβηκαν στην περιοχή του Νεφάς  Σίλκ και στο δωδέκατο χιλιόµετρο έστριψαν δεξιά. Η Ουολέτου δεν είχε πει στην Αλµάζ ότι είχε ήδη κλείσει ραντεβού µε τον ιδιοκτήτη του κέντρου. Αυτός εµφανίστηκε µ’ ένα πλατύ χαµόγελο στα χείλη.     

  Ο σινιόρ Ντοριέλο, γνωστός Ναπολιτάνος, γύρω στα εξήντα πέντε, µ’ ένα λεπτό µουστάκι χωρισµένο στη µέση  και αρκετή µπριγιαντίνη στα µαλλιά, ανέλαβε να τις ξεναγήσει. Η κεντρική αίθουσα ήταν περίπου εκατό τετραγωνικά, µε τέσσερα µεγάφωνα στις γωνίες του νταβανιού και ένα µακρύ µπαρ στα πλάγια της αίθουσας. Η επιφάνεια της πίστας ήταν διάσπαρτη από µικρά, πολύχρωµα φωτιστικά  λαµπιόνια. Τραπεζάκια βρίσκονταν διασκορπισµένα κατά µήκος της αίθουσας. Έξω απ’ το µαγαζί και τριγύρω απ’ το πάρκινγκ υπήρχαν πολλά µικρά δωµάτια. Παρακάτω, στρίβοντας στο δροµάκι αριστερά, βρισκόταν το εστιατόριο, το Bella Capri.      

   Καλαµπούρι στο καλαµπούρι οι ερωτήσεις προς το σινιόρ Ντοριέλο όλο και σοβάρευαν. Η περιέργεια είχε κεντρίσει για τα καλά τις δυο γυναίκες και ήθελαν να µάθουν τα πάντα: πώς έβρισκε τις κοπέλες που εργάζονταν στο κέντρο του, τι χρήµατα  τις πλήρωνε, πού έµεναν και άλλα σχετικά. Ο σινιόρ Ντοριέλο µε τη µεγάλη πείρα που είχε στα νυχτερινά κέντρα τους είπε ότι,  αν τελικά συµφωνήσουν, θα τις διδάξει όλα τα κόλπα του επαγγέλµατος.     

«Το  παν  σ’ αυτή  τη  δουλειά   είναι  να  έχεις  καλό  εµπόρευµα»,τόνισε. «Στην περίπτωση µας, ωραίες κοπέλες. Οι κοπέλες αυτές θα έρθουν, αν τους προσφέρετε αυτά που τους προσφέρω εγώ, εν συγκρίσει µε τα άλλα κέντρα, δηλαδή καλό φαϊ και τζάµπα διαµονή σ’ ένα από τα δωµάτια που είδατε. Κι ενώ στ’ άλλα κέντρα δίνουν δυο φορές την ηµέρα από ένα πιάτο shouro ( φάβα) µε λάδι σε ‘µένα τρώνε τρεις φορές τη βδοµάδα κρέας. Ένα άλλο συγκριτικό πλεονέκτηµα του δικού µου νάιτ κλαµπ είναι ότι το ουίσκυ που σερβίρω στους πελάτες. Προσπαθώ να είναι, όσο το δυνατόν, ανόθευτο.     

   Η πελατεία µου, σε σχέση µε τα υπόλοιπα κέντρα του είδους,  είναι ποικιλόµορφη, λόγω του εστιατορίου που έχω. Πολλές φορές µετά από το γεύµα, πάνε στο κλαµπ για να πάρουν ένα ποτό ή να διασκεδάσουν, το ένα φέρνει το άλλο και, τελικά, βολεύονται και οι πελάτες και οι κοπέλες του κέντρου».  

   Ακολούθησε µια µικρή παύση. 

- Μπορώ να σας κάνω µια ερώτηση; είπε ο Ντοριέλο. 

- Ό, τι θέλετε, απάντησαν οι δυο φίλες. 

- Αν τελικά έρθουµε σε συµφωνία, θ’ αγοράσετε το κέντρο συνεταιρικά οι δυο σας; Έχετε κάποια πείρα απ’ αυτήν τη  δουλειά; Ερωτώ, γιατί σας βλέπω πολύ νέες.  

- Θα το πάρουµε συνεταιρικά, είπε η Αλµάζ κλείνοντας µε νόηµα το µάτι στην Ουολέτου. Πείρα, όµως, δεν έχουµε.  

- Χωρίς να µε παρεξηγήσετε, είπε απευθυνόµενος στην Αλµάζ, εσείς ειδικά δεν κάνετε για µετρέσα του κέντρου. Είστε µια αιθέρια ύπαρξη, ένα λουλούδι. Θα έλεγα, µια µαργαρίτα, που θα θελήσουν να µαδήσουν οι πελάτες. Η φίλη σας είναι καταλληλότερη.  

- Θέλετε να πείτε ότι εγώ είµαι άσχηµη; επενέβη η Ουολέτου.  

- ∆εν είπα τέτοιο πράγµα. Τουναντίον, και ‘σεις είστε  λουλούδι, αλλά ένα αγριολούλουδο µε αγκάθια, που δε θα τολµούσαν να το µαδήσουν. Σ’ αυτή τη δουλειά χρειάζεται  µια γυναίκα µε δυναµισµό να κουµαντάρει το µαγαζί και, προπάντων, τις γυναίκες που δουλεύουν σ’ αυτό.  ∆εν είναι εύκολη υπόθεση. Τη δουλειά αυτή την έκανε η γυναίκα µου και  είχε πάντα τον πρώτο λόγο. ∆εν πιστεύω ότι υπάρχει καταλληλότερος άνθρωπος στον κόσµο να κουµαντάρει ένα νυχτερινό κέντρο από µία Αιθιοπίδα. Το έχετε στο αίµα σας.  

- Ευχαριστούµε για τις πληροφορίες. Θα το σκεφτούµε και θα σας απαντήσουµε, του είπε η Αλµάζ. - Θα περιµένω. Μόνο κάνετε γρήγορα, διότι θέλω να φύγω για Ιταλία, στην αγαπηµένη µου Νάπολι, µιας και έχω µείνει µόνος µετά το θάνατο της γυναίκας µου. Ciao Margaritta, ciao Fiorela. Θα τα ξαναπούµε, ελπίζω.     

  Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξέσπασαν και οι δυο τους στα γέλια. «Αν µάθει ο άντρας σου, Μαργαρίτα, τι κάναµε σήµερα, την έχεις βαµµένη», είπε η Ουολέτου. «Ελπίζω,  Φιορέλα, να µη σου ξεφύγει τίποτα!», της ανταπάντησε η Αλµάζ. 

 

 

Κεφάλαιο Ενδέκατο 

 

   Ενώ αυτά συνέβαιναν κάπου στο Νεφάς Σίλκ µε τις δύο φίλες να τα λένε µε τον σινιόρ Ντοριέλο, στο εργοστάσιο της  Ethio-Japan Cotton Co. γινόταν η τελετή παράδοσης της επιχείρησης σε εκπροσώπους της κυβέρνησης, παρουσία του Στέφανο, ως υπεύθυνου της εταιρείας. Είχαν φτάσει στο τελευταίο στάδιο της εθνικοποίησης. Ο Στέφανο µάζεψε σ’ ένα φάκελο κάποια έγγραφα που χρειαζόταν και ζήτησε από τον Αµεντέο, που τον βοηθούσε εκείνη τη στιγµή, να βγάλει  κάποιες φωτοτυπίες, που θα έπαιρνε µαζί του. Τον Αµεντέο τον είχε πάρει στο εργοστάσιο, όταν αυτός είχε γυρίσει σχεδόν άφραγκος απ’ τη Τζίµα, µετά την περιπέτεια που είχε εκεί.     

  Βγάζοντας τις φωτοτυπίες ο Αµεντέο ξέχωρισε ένα έµβασµα είκοσι χιλιάδων δολαρίων που εστάλη λίγες µέρες πριν την άφιξη των ελεγκτών στο εργοστάσιο. «Τον πούστη, ωραία τα κανόνισε για τον εαυτό του, ο Στέφανο», είπε µέσα του. Η χαρά του για το εύρηµα πάντως δε βάστηξε πολύ, βλέποντας ότι είχε γίνει στο όνοµα της εταιρείας. «Κρίµα, είπε στον εαυτό του, διότι αν ήταν στο όνοµά του, κάποτε θα µου χρειαζόταν αυτό το χαρτί».    

   Ακόµα µάνιαζαν µέσα του η  ζήλεια και ο φθόνος, µιας και ο Στέφανο παρέµενε µέχρι το τέλος το αφεντικό, ενώ αυτός, σα χαµάλης του κουβαλούσε τα χαρτιά. Ξαφνικά µια ιδέα  πέρασε απ’ το µυαλό του. Πίεσε το φωτοτυπικό και έβγαλε ένα διπλό αντίγραφο απ’ το έγγραφο του εµβάσµατος. Στη συνέχεια έχωσε και τα δυο χαρτιά στην τσέπη του. «Ας τα κρατήσω καλού-κακού, δεν ξέρεις ποτέ, κάπου µπορεί να χρειαστούν στο µέλλον», είπε στον εαυτό του.     

   Βγαίνοντας απ’ το εργοστάσιο, ο Αµεντέο σκεπτόταν ότι αυτός θα έµενε χωρίς δουλειά, ενώ ο Στέφανο θα τη βόλευε µια χαρά µ’ εκείνα που αποταµίευε τόσα χρόνια απ’ το µεγάλο του µισθό και απ’ τα κέρδη του καταστήµατος της Αλµάζ. Σίγουρα θα έπαιρνε και καµιά µεγάλη αποζηµίωση από τους Γιαπωνέζους στο µεταξύ, ενώ ο ίδιος τα λίγα λεφτά που του είχαν αποµείνει, τα σκόρπισε στα χαρτιά και στο ποτό και τώρα, για µια ακόµη φορά, είχε µείνει στον άσσο.    

   Αφήνοντας τον Αµεντέο σπίτι του, ο Στέφανο γύρισε και  του είπε:  -Πάρε µερικά λεφτά να έχεις, µέχρι να δεις τι θα κάνεις στο µέλλον. Και, πρόσεξε, δεν είναι καιρός για σπατάλες...  

 

   Η Αλµάζ, όταν γύρισε σπίτι, δεν είπε λέξη στον άντρα της για τη βίζιτά της µε την Ουολέτου στου σινιόρ Ντοριέλο. Όσο, όµως, περνούσαν οι µέρες όλο κι έβλεπε αυτήν την προοπτική µε καλό µάτι. Στο νου της είχε εντυπωθεί η εικόνα του κέντρου. Το φανταζόταν τελείως διαφορετικό, µε τις αλλαγές που θα έκανε, αν γινόταν δικό της. Ενώ ο χώρος ήταν κατάλληλος, όλα µέσα είχαν τη σφραγίδα της προχειρότητας και της κακογουστιάς.     

   Όταν µαζί µε το Στέφανο είχαν επισκεφθεί τη Ρώµη, θαύµασε τη διακόσµηση και το φωτισµό των νυκτερινών κέντρων και έµεινε εντυπωσιασµένη. Ήταν προικισµένη µε το ταλέντο να αποµνηµονεύει φωτογραφικά ό, τι της κέντριζε το ενδιαφέρον.     Ακόµη και το πάρκινγκ θα το διαµόρφωνε διαφορετικά. Η είσοδος, που αποτελεί τη βιτρίνα κάθε µαγαζιού – κι εκείνη ήξερε από βιτρίνες-, έπρεπε να αλλάξει τελείως, ώστε το νυχτερινό κέντρο να δείχνει µοντέρνο και όχι µπουρδελοµάγαζο.     

  Αν τελικά το έπαιρνε, θα συνδύαζε το ρεστοράν µε το νάιτ κλαµπ, ούτως ώστε το µέρος να αποτελεί κάτι σα νυχτερινή  ατραξιόν, όπως γίνεται στη Γαλλία µε το «Μουλέν Ρουζ» και το «Λίντο», όπου κάθε βράδυ κατακλύζονται από εκατοντάδες τουρίστες. «Βέβαια το µαγαζί ποτέ δε θ’ αποκτήσει οικογενειακό χαρακτήρα, διότι ας µην ξεχνάµε πως βρισκόµαστε στην Αντίς Αµπέµπα και όχι στο Παρίσι», σκέφτηκε. Θα  προσπαθούσε, όµως, να βρει τρόπο, ώστε να µη φαίνεται ο χώρος που εκδίδονται οι γυναίκες.     

 Καιρό τώρα,  από τότε  που ξεµπέρδεψε  µε τα  καταστήµατά  της, αισθανόταν αδρανής, πράγµα που την ενοχλούσε. ∆εν είχε τι να κάνει όλη µέρα και, καθώς δεν ήταν ο τύπος που  κάθεται µε σταυρωµένα τα χέρια. Έπρεπε να ασχοληθεί µε κάτι, προπάντων µε κάτι δηµιουργικό.     

  «Όµως, τι είναι όλα αυτά που κάθοµαι κι ονειρεύοµαι;» είπε στον εαυτό της. «Θέλει σώνει και καλά να µε µπλέξει η Ουολέτου µε δουλειές που δε γνωρίζω. Αυτή θα ήταν η κατάλληλη για να διευθύνει το εστιατόριο, διότι διαθέτει και  την πείρα και τη γνώση. Ποιος ξέρει, όµως, όπως είπε και ο σινιόρ Ντοριέλο, ίσως και η Φιορέλα να ήταν ικανή να κουµαντάρει το νάιτ κλαµπ. Καλή η ιδέα του...»,  σκέφτηκε.    

  Απ’ την άλλη µεριά, όµως, δεν µπορούσε να φανταστεί πώς  θα έπειθε τον άντρα της να αναλάβουν µια τέτοια επιχείρηση. Εκτός και αν ο Στέφανο και αυτή έβαζαν τα λεφτά ως επένδυση, χωρίς να φαίνονται, και η Ουολέτου αναλάµβανε την επιχείρηση. Το µυαλό της δούλευε συνέχεια προσπαθώντας να σκεφτεί τον καλύτερο τρόπο για να του το πει. Θα το συζητούσε, βέβαια, µε την Ουολέτου, αλλά έπρεπε και η ίδια να διαπιστώσει πώς λειτουργούσε το κέντρο τη νύχτα, να διαµορφώσει προσωπική άποψη. Το πρόβληµα ήταν πώς θα πήγαινε  εκεί και, µάλιστα, βράδυ.       

   Το συζήτησε µε τη φίλη της και η ευκαιρία δόθηκε ένα απόγευµα που έπιναν καφέ οι τρεις τους, όταν η Ουολέτου είπε ότι επιθύµησε να φάει ψάρι. Πετάχτηκε εκείνη τη στιγµή η Αλµάζ και της είπε ότι είχανε πάει παλιά µε το Στέφανο σ’ έναν Ιταλό, λίγο έξω απ’ την πόλη και φάγανε µια περίφηµη ψαρόσουπα µε γαρίδες, καβούρια και µύδια. 

- Θυµάσαι, αγάπη µου, τη σούπα που φάγαµε στου Ιταλού; 

- Θα εννοείς το Ντοριέλο µε την περίφηµη buillabaisse του, της εξήγησε  ο Στέφανο. Γι’ αυτό στεναχωριέστε; Πάµε την Παρασκευή να φάµε, γιατί το Σάββατο θα είναι γεµάτο.  

- Εντάξει, είπε η Ουολέτου, µε την προϋπόθεση να κεράσω εγώ. 

- Μιας  και  πληρώνεις  εσύ, θα  µείνω δυο µέρες νηστική, της είπε η Αλµάζ µ’ ένα χαµόγελο γεµάτο υπονοούµενα.      

  Την επόµενη µέρα η Ουολέτου τηλεφώνησε στο Ντοριέλο για να του πει ότι θα έρχονταν µαζί µε το σύζυγο της Μαργαρίτας, που είναι Ιταλός, να φάνε στο εστιατόριό του και έπρεπε να βρεθεί ένα πρόσχηµα, ώστε να πάνε µετά για ένα ποτό στο κέντρο του, «χωρίς, όµως, να καταλάβει κάτι ο άντρας της, γιατί δε γνωρίζει τίποτα για τη συνάντησή µας  και πρέπει όλα να δείχνουν ότι έγιναν τυχαία. Προσπαθούµε να του πουλήσουµε την ιδέα ν’ αγοράσει εκείνος το κέντρο σας».  

- Γι’ αυτό στενοχωριέσαι, Φιορέλα; Ξεχνάς ότι είµαι Ναπολιτάνος; Άφησε το σε µένα και θα κανονίσω να εξελιχθούν τα πράγµατα µε τον καλύτερο τρόπο. Από ποιο  µέρος είναι ο άντρας της Μαργαρίτας; 

- Από την Καλαβρία. 

- Θα είναι λίγο ζόρικος, αλλά θα τα καταφέρουµε. Ciao, bella!    

  Την Παρασκευή το βράδυ κατά τις οχτώ και µισή οι τρεις τους φτάνανε στο εστιατόριο του Ντοριέλο. Ήταν ήδη  γεµάτο, µα παραδόξως υπήρχε ένα τραπέζι άδειο σε µια πολύ καλή µεριά, στη γωνιά της αίθουσας. Ο Ντοριέλο χαµογελαστός τους υποδέχτηκε στην είσοδο, όπως έκανε µε όλους του πελάτες. «Είσαστε τυχεροί, τους είπε. Μια παρέα µού τηλεφώνησε µόλις τώρα και µου ‘πε ότι δε θα ‘ρθει. Είχαν ρεζερβάρει το γωνιακό τραπέζι. Μπορείτε να καθίσετε εκεί, αν θέλετε. Σε λίγο θα είµαι κοντά σας. Ρίξτε, εν τω µεταξύ, µια µατιά στο µενού».     

  Μετά από λίγο ο Ναπολιτάνος ήρθε κοντά τους, για να πάρει την παραγγελία. 

- Για πρίµο πιάτο έχω τη σπεσιαλιτέ µου, σπαγγέτι Αλά Ντοριέλο, Risotto ai Funghi µε Arborio ή, αν θέλετε, την ψαρόσουπα µου, Buillabaisse, που ζητάει ο περισσότερος κόσµος. Για σεκόντο έχω φρέσκες τελάπιες στη σχάρα, κοτολέτες Αλά Μιλανέζε, Αρόστο ντι Βιτέλο και Τζιγκινί.  

- Είχαµε έρθει και παλιότερα  µε τη γυναίκα µου και είχε ξετρελαθεί                                                µε την ψαρόσουπα σας και τώρα θέλει να τη δοκιµάσει και η φίλη της, από εδώ.  

- Θα έλειπα εκείνο το βράδυ, διότι αποκλείεται, µε το συµπάθιο δηλαδή, να µην πρόσεξα µια τόσο όµορφη γυναίκα.  

- Είχατε πολύ δουλειά και µας είχε σερβίρει η σύζυγός σας.  

- Αχ, η γυναίκα µου... ∆υστυχώς πάει ένας χρόνος από τότε που την έχασα, έτσι ξαφνικά. Μου λείπει πολύ...  

- Συγγνώµη που σας τη θύµισα. Έµαθα ότι είστε  Ναπολιτάνος, σωστά; 

- Ναι. Για την ακρίβεια, απ’ τα  περίχωρα της Νάπολης, από το Κάπρι. Εσείς έχετε κάποια σχέση µε Ιταλία;  

- Ο πατέρας µου ήταν Καλαβρέζος και η µητέρα µου Ελληνίδα. 

  Ονοµάζοµαι Στέφανο ντι Ρασέττι. Να σας συστήσω, από ‘δω η γυναίκα µου, Αλµάζ, και η φίλη µας,  η Ουολέτου.  

- Χαίρω πολύ! Αν είσαστε έτοιµοι, πείτε µου τι να σας φέρω.  

- Για τις δυο κυρίες buillabaisse. Εγώ θα δοκιµάσω το σπαγγέτι Αλά Ντοριέλο. Πώς το φτιάχνετε; 

- Α, αυτό είναι το µυστικό µου! Έχει πικάντικη γεύση, είναι λίγο καυτερό. Θα σας αρέσει. Σκεφτείτε, εν τω µεταξύ, τι θα πάρετε για κύριο πιάτο και µου λέτε, όταν γυρίσω.  

-Φέρτε µας και µια µπουκάλα άσπρο κρασί chiantti.     

  Το εσωτερικό του εστιατορίου ήταν αρκετά ελκυστικό, είχε χαρακτήρα και απέπνεε ιταλικό αέρα µε µουσική υπόκρουση ναπολιτάνικες καντσονέτες. Η Αλµάζ µε την Ουολέτου το περιεργάζονταν διακριτικά.     

  Μετά από ώρα η κίνηση άρχισε λίγο- λίγο να αραιώνει στο ρεστοράν και ο σινιόρ Ντοριέλο τράβηξε µια καρέκλα, κάθισε δίπλα τους και τους ρώτησε:  

- Επιτρέπετε; Τι θα πάρετε για επιδόρπιο; Αυτό το κερνάω εγώ. Έχω παγωτό κασάτο µε σιρόπι αµαρέτο. Θα σας φέρω και καφέ µε sambuca.     

  Ο σινιόρ  Ντοριέλο  έφερε  µε τρόπο  τη  συζήτηση  γύρω  απ’   τη δουλειά του και την απόφασή του να πουλήσει την επιχείρησή του. 

- Νιώθω σα να αποχωρίζοµαι τα παιδιά µου. Τη δουλειά αυτή την έστησα πριν από τριάντα χρόνια και πίστευα πως εδώ θ’ άφηνα τα κόκαλά µου. Τώρα που έµεινα µόνος είναι  δύσκολο για ‘µένα να µείνω. Η µοναξιά είναι χειρότερη και  από αρρώστια. Λέω να πάω να ζήσω τα χρόνια που µου αποµένουν στην ιδιαίτερη µου πατρίδα. Έχω ένα µικρό σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, λίγο έξω απ’ το Κάπρι. Οι δουλειές είναι για σας τους νέους. Έχετε δει το νυχτερινό µου κέντρο; 

- Όχι, δεν  έτυχε να έρθω µόνος, είπε ο Στέφανο.  

- Καλά, αν θέλουµε το πιστεύουµε, του είπε χαµογελώντας η Αλµάζ. Επιτρέπεται σε γυναίκες να µπουν µέσα; Εννοώ, δεν είναι λίγο επικίνδυνο; 

- Μα τι λέτε τώρα; Εκτός αυτού θα είµαι και εγώ µαζί σας. ∆ε θα φύγετε, αν δε σας ξεναγήσω.  

- Αφού επιµένετε, πάµε.     

  Μπαίνοντας µέσα στο κέντρο τα τύµπανα των αυτιών τους κόντεψαν να σπάσουν. Η µουσική ήταν στη διαπασών και η αίθουσα φίσκα. Το θέαµα που αντίκρισαν οι δυο κοπέλες ήταν πρωτόγνωρο για εκείνες. Ζευγάρια χόρευαν ανέµελα  στην πίστα και οι γυναίκες που δούλευαν φορούσαν βαριά αρώµατα, ήταν ντυµένες µε µίνι και στριφογύριζαν στην αίθουσα ψάχνοντας για πελάτες. Η Αλµάζ µε την Ουολέτου  περιεργαζόταν το χώρο. Για να αφήσει µόνη της την Αλµάζ µε το Ντοριέλο, ώστε να τα πούνε οι δυο τους, γύρισε και είπε στο Στέφανο: 

- Ήρθαµε ως εδώ και δε θα µου ζητήσεις να χορέψουµε; 

- ∆ε γίνεται να αρνηθείς, όταν στο ζητάει µια κυρία, συµφώνησε και ο Ντοριέλο. Εµείς πάµε να καθίσουµε µε τη  γυναίκα σου στο µπαρ.     

  Ο Στέφανο είχε έρθει στο κέφι µε το κρασί και τα δύο λικέρ. Εν τέλει έφυγαν κατά τις τρεις το πρωί απ’ το νάιτ κλαµπ, αφού πρώτα κατέβασαν από δύο ουίσκι και κυριολεκτικά ξεβιδώθηκαν στο χορό. Η   Αλµάζ  στο  λίγο  χρόνο  που   έµεινε   µόνη   µε   το   Ντοριέλο, συµφώνησε να τηλεφωνηθούν, ώστε να τους κάνει µια προσφορά και να δούνε πάνω κάτω τι ζητάει. Καληνυχτίζοντάς τους ο Ντοριέλο τούς έδωσε τον αριθµό του τηλεφώνου του, για να τον πάρουν οπότε θέλουν να ξανάρθουν για φαγητό.    

  Οι διαβουλεύσεις µεταξύ των δυο κυρίων τις επόµενες µέρες έδιναν κι έπαιρναν. Έψαχναν τον καταλληλότερο τρόπο, ώστε να πείσουν το Στέφανο να µπει σε µια  τέτοια περιπέτεια. ∆ιότι επρόκειτο για περιπέτεια  και τι περιπέτεια, µάλιστα...     

  Η Αλµάζ τηλεφώνησε τελικά στο Ντοριέλο και τον ρώτησε τι ποσό ζητούσε και για τα δύο µαγαζιά. Του επισήµανε ότι η τελική τους απόφαση θα εξαρτιόταν πολύ απ’ την τιµή, δεδοµένης της µεγάλης οικονοµικής κρίσης  και της πολιτικής αστάθειας, που ταλάνιζαν τη χώρα και συµπλήρωσε, ότι γι’ αυτούς ήταν διπλό το ρίσκο, καθώς το αντικείµενο δε το γνώριζαν.     

  Ο Ντοριέλλο απ’ τη µεριά του της ξεκαθάρισε ότι είχε ήδη προσφορές από ανθρώπους της νύχτας, που γνωρίζουν τι κέρδη αποφέρει αυτός ο κλάδος, και τις µελετούσε. Θεωρούσε πως το νυχτερινό κέντρο δε θα δυσκολευόταν να το πουλήσει, καθώς ήταν µια σίγουρη επένδυση, ενώ το εστιατόριο χωρίς εκείνον στο τιµόνι ήταν λίγο δύσκολο να διατηρήσει την καλή του φήµη. Μπορούσαν, όµως, να κρατήσουν, αν ήθελαν, το βοηθό του, το σινιόρ Αλµπέρτο, ο οποίος, στην ουσία, µαγείρευε το τελευταίο διάστηµα και ήταν µυηµένος στα µυστικά της κουζίνας του. Ολοκλήρωσε λέγοντας πως θα προτιµούσε να πουλήσει και τα δυο µαγαζιά στο ίδιο πρόσωπο και η χαρά του θα ήταν ιδιαίτερη, αν αυτό το πρόσωπο ήταν κάποιος Ιταλός.  

- Πείτε µου τι ζητάτε, τον πίεσε η Αλµάζ. Λάβετε υπ’ όψιν σας ότι τελευταία τα νάιτ κλαµπ στην περιοχή ξεφυτρώνουν σα µανιτάρια και πως ό, τι καινούργιο ξεπετιέται τραβάει τον  κόσµο και βλάπτει τα παλιά κέντρα. ∆ε θα είναι τόσο εύκολα τα πράγµατα.  

- Θέλω 50.000 µπίρρ και για τα δυο και εάν µε πληρώσετε σε συνάλλαγµα κατεβάζω την τιµή στα 32.000 µπιρρ.  Είναι  µια   πολύ συµφέρουσα τιµή . Οι εγκαταστάσεις µόνο κοστίζουν τόσο. Θα περιµένω το πολύ δεκαπέντε µέρες για την απάντηση σας, γιατί βιάζοµαι να φύγω στην Ιταλία.    

  Τελικά ο  Ντοριέλο περίµενε πάνω από δυο µήνες µέχρι να λάβει το «ναι» απ’ το Στέφανο. Οι λίγοι ενδιαφερόµενοι ζητούσαν πίστωση χρόνου για να τον εξοφλήσουν, ενώ αυτός ήθελε να εξοφληθεί τοις µετρητοίς. Η µόνη λύση που του απόµεινε ήταν ο Στέφανο.     

  Η Αλµάζ προσπαθούσε να πείσει τον άντρα της να αγοράσει την επιχείρηση, µε την προϋπόθεση να την ενοικιάσουν σε άλλους στο µέλλον. Του τόνισε ότι το χρήµα  έχανε κάθε µέρα την αξία του µε τις αλλεπάλληλες υποτιµήσεις  και πως καλύτερα  ήταν, µιας και τους δόθηκε αυτή η µοναδική ευκαιρία, να τοποθετήσουν ένα µέρος από τα κεφάλαιά τους εκεί. Απ’ τη µεριά του ο Στέφανο δεν ήθελε µε κανένα τρόπο να ασχοληθεί  µε δουλειές της νύχτας, καταστρέφοντας έτσι την υπόληψή του. Τελικά δέχτηκε, µε την προϋπόθεση να κρατήσουν προσωρινά  τις δυο επιχειρήσεις, ψάχνοντας ταυτόχρονα για ενοικιαστή. Για το εστιατόριο δεν έφερε αντίρρηση να το κρατήσουν για λογαριασµό τους σε περίπτωση που δούλευε καλά. Ο σινιόρ Αλµπέρτο παρέµενε ως µάγειρας και µετρ. 

Το νυχτερινό κέντρο θα το διηύθυνε προσωρινά  η Ουολέτου, µέχρι να βρισκόταν ενοικιαστής. Για την Αλµάζ το πρώτο βήµα είχε γίνει.     

  Τελικά το ποσό της πώλησης έκλεισε στις  σαράντα χιλιάδες και πληρώθηκε σε µπιρρ. Mutatis mutandis, δηλαδή τηρουµένων των αναλογιών, ήταν ένα fair deal και για τους δυο. Και αν για το Στέφανο ήταν µια επένδυση, για την Αλµάζ ήταν µια πρόκληση.     

  Από την πρώτη κιόλας µέρα που ανέλαβαν την επιχείρηση η Αλµάζ έπεσε µε τα µούτρα στη δουλειά. Ξεκίνησε από το εστιατόριο καλλωπίζοντάς το εξωτερικά, αλλάζοντας το φωτισµό του και στρώνοντας µε χαλίκι το χωµατόδροµο που οδηγούσε στην είσοδό του.    

 Στο  εσωτερικό,  χωρίς  να  πειράξει  τον  ιταλικό  του  χαρακτήρα, πρόσθεσε µερικές δικές τις πινελιές, δίνοντας µια ροµαντικότερη νότα, αλλάζοντας τη διαρρύθµιση, βάζοντας λουλούδια και φυτά εσωτερικού χώρου και διακριτικά φωτιστικά πάνω στα τραπέζια. 

Αργότερα πρόσθεσε και κάδρα µε φωτογραφίες από διάφορα αξιοθέατα της Ιταλίας, τα οποία είχε ζητήσει να της στείλει η σινιόρα Μαρία απ’ το Μιλάνο.     

  Για το νυχτερινό κέντρο ακολούθησε τη συµβουλή του Ντοριέλο να µην αλλάξει τη διακόσµηση και το καλουπώσει πολύ, διότι µ’ αυτό τον τρόπο θα έδιωχνε τους  πελάτες, καθώς εκείνοι ερχόταν στο Νεφάς Σιλκ µε σκοπό να ξεφουντώσουν σ’ ένα χώρο οικείο, µε στοιχεία παραδοσιακού νάιτ κλαµπ, θορυβώδες, µε χαµηλό φωτισµό και πολλές γυναίκες. «Το τελευταίο πράγµα που τους ενδιαφέρει είναι η διακόσµηση της», είχε πει. «Το παν είναι να έχεις όµορφες κοπέλες».     

  Η Αλµάζ σύντοµα συνειδητοποίησε ότι το αρχικό της σχέδιο για δηµιουργία ενός ρεστοράν-νάιτ κλαµπ, κατά το πρότυπο του «Λίντο» στο Παρίσι, δεν ήταν εφικτό. ∆ιαπίστωσε ότι η κοινωνία της Αντίς Αµπέµπα δεν ήταν ακόµη έτοιµη για τέτοια εγχειρήµατα. Εξάλλου και ο τουρισµός στην πρωτεύουσα ήταν εποχιακός, ενώ µε τον τρόπο που δούλευε τώρα το κέντρο ήταν φίσκα όλο το χρόνο. Η Αλµάζ το µόνο που άλλαξε στο νάιτ κλαµπ  ήταν τους προβολείς, κάνοντας πιο σοφιστικέ το φωτισµό, καθώς και το σύστηµα ήχου, για καλύτερη µουσική απόδοση. Τέλος, επιδιόρθωσε µερικές ατέλειες στα δωµάτια των γυναικών.  

  Με τη γυναικεία παρουσία στο τιµόνι του κέντρου, µιας και  παραδοσιακά στην Αιθιοπία η γυναίκα διευθύνει  ένα νυχτερινό  κέντρο, οι δουλειές όχι µόνο δε µειώθηκαν, αλλά παρουσίασαν ανοδική τάση. Η Ουολέτου, µε τη συνδροµή της Αλµάζ, διάλεγε τις κοπέλες µε βάση όχι µόνο την οµορφιά τους, αλλά και τη συµπεριφορά τους, την προσωπικότητά τους και,  προπαντός, την καπατσοσύνη τους στο να προσελκύουν άνδρες. Έδειχνε προσωπικά η  ίδια  ενδιαφέρον  για  την  κάθε µια  από αυτές   χωριστά  και  τις  βοηθούσε, όταν προέκυπτε ανάγκη.     

  Κατά αυτόν τον τρόπο το νυχτερινό κέντρο απέκτησε καλή φήµη, πράγµα που λειτουργούσε ως µαγνήτης για τις κοπέλες, µ’ αποτέλεσµα να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τις καλύτερες. Οι γυναίκες που δούλευαν εκεί δεν κατέβαλαν ενοίκιο, αλλά ως είθισται, για κάθε συνεύρεση µε πελάτη πλήρωναν πέντε µπιρρ. Η Ουολέτου µε το δυναµισµό της γεννούσε το σεβασµό σε όλες και, όπως ήταν δυνατή σαν ταύρος, έβαζε µέχρι και άνδρες ταραξίες στη θέση τους.     

  Το εστιατόριο απ’ την άλλη, αρχικά σηµείωσε κάποια κάµψη, διότι οι πελάτες είχαν συνηθίσει την παρουσία του σινιόρ Ντοριέλο. Η απουσία του Ναπολιτάνου έγινε αισθητή, παρόλο που όλοι παραδέχονταν ότι το µενού του σινιόρ Αλµπέρτο ήταν εξίσου καλό.     

 Το γεγονός αυτό προβληµάτισε την Αλµάζ και σκέφτηκε να επιφέρει κάποιες αλλαγές στον κατάλογο, επιλέγοντας πιάτα απ’ τη γαλλική κουζίνα και καθιερώνοντας µια καινούργια σπεσιαλιτέ δική της έµπνευσης, το πιάτο Gamberi ala Almaz, που δεν ήταν τίποτα άλλο από το Gamberi ala Lisboa. Έτσι, όπως παλιά ο κόσµος επισκεπτόταν το εστιατόριο για την περίφηµη Bullabaise του Ντοριέλο, τώρα έρχονταν για τις γαρίδες της Αλµάζ. Μ’ αυτόν τον τρόπο και µε την έµφυτη χάρη της κατάφερε και διατήρησε την πελατεία της. Και, µιας και ο κόσµος πλέον µιλούσε για το «εστιατόριο της Αλµάζ», συν τω χρόνω άλλαξε και η ονοµασία και έγινε από «Κάπρι», «Chez Almaz».     

  Πολύ σύντοµα το ρεστοράν συνδέθηκε µε το νυκτερινό κέντρο µε µονοπάτι και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ταµπέλα «Chez Almaz» φαινόταν κι απ’ τις δυο πλευρές του δρόµου,  εποµένως, µοιραία 

πήρε και το νάιτ κλαµπ το όνοµα «Αλµάζ». Το γεγονός δεν άρεσε καθόλου στο Στέφανο, όπως και η ιδέα να κρατήσουν και το νυχτερινό κέντρο για λογαριασµό τους. Αλλά, όπως λένε, ουδέν µονιµότερο του προσωρινού. Επιπλέον, οι δουλειές πήγαιναν περίφηµα, τα λεφτά  ήταν  πολλά και,  τελικά, ο ίδιος συντάχθηκε µε  το ρητό «Σηµασία δεν έχει τι δουλειά κάνεις, αλλά πόσα φέρνεις το βράδυ σπίτι». Εκτός αυτού, οι δυο τους περνούσαν τον περισσότερο καιρό στο εστιατόριο και σπάνια πατούσαν το πόδι τους στο νυκτερινό κέντρο.  

 

   Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος και οι δυο επιχειρήσεις κόβανε µονέδα. Η Αλµάζ και ο Στέφανο είχαν καταφέρει µε  τον καλύτερο τρόπο να αναπληρώσουν τη χασούρα απ’ τις προηγούµενες δουλειές, που έχασαν λόγω του καθεστώτος.  Κάποιος, όµως, δεν έβρισκε ησυχία. Έβλεπε εκείνους να τα ‘κονοµάνε κι έσκαγε απ’ το κακό του. Θα έκανε το παν, µέχρι και έγκληµα αν χρειαζόταν, για να τους καταστρέψει… 

 

 

Κεφάλαιο ∆ωδέκατο  

 

  Η Αλµάζ ξύπνησε απ’ το λήθαργο όταν άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει. Ήταν ο καλός της φίλος, ο Αµεντέο. Κοίταξε τριγύρω και είδε το ποτήρι και την µπουκάλα µε το κονιάκ πάνω στο τραπέζι, δίπλα της. Η µουσική από το κέντρο, έφτανε ως  τ’ αυτιά της. 

- Εσύ είσαι, Αµεντέο; του είπε. Με πήρε για λίγο ο ύπνος. Τι συµβαίνει; Τι ώρα είναι; 

- Κοντεύει δύο. Ήρθα να σε καληνυχτίσω, πρέπει να φύγω.  

- Πώς πέρασε η ώρα και δεν το πήρα χαµπάρι; Προτού φύγεις, φώναξε µου την Ουολέτου. Καληνύχτα και σ’ ευχαριστώ για όλα.  

- Αλίµονο, ο Στέφανο είναι σαν αδελφός µου.    

  Σε λίγο έφτασε η Ουολέτου µε το ταµείο στο χέρι.  

- Ήρθα να φέρω τα λεφτά, διότι είναι πολλά.  

- Πώς πήγε η δουλειά; τη ρώτησε.  

- Πολύ καλά. Έχουµε ακόµη αρκετό κόσµο. Το εστιατόριο πριν λίγο έκλεισε. Και εκεί είχαµε αρκετό κόσµο. Μόλις έφυγε και ο σινιόρ Αλµπέρτο. Μου είπε ότι θα ‘ρθει να σε δει αύριο νωρίς το απόγευµα. Πήγαινε εσύ να κοιµηθείς και θα φροντίσω εγώ για τα υπόλοιπα. Είχες νέα απ’ τον Αµεντέο; 

- Τίποτα το ιδιαίτερο. ∆ε βαριέσαι, τα λεφτά που πληρώνω κάθε τόσο πάνε χαµένα. Τα τρώνε οι δικηγόροι. 

- Αλµάζ, µε όλο το θάρρος που έχω, θέλω να σου πω κάτι, και κοίτα να µη µε παρεξηγήσεις. Μπορεί και να κάνω λάθος. Εξάλλου εσύ γνωρίζεις καλύτερα τον Αµεντέο. 

- Τι θέλεις να πεις; Μίλα καθαρά.  

- Πώς να σου το πω, Αλµάζ; Η  γνώµη µου είναι να τον προσέχεις αυτόν τον τύπο. Μην τον εµπιστεύεσαι απόλυτα. Απ’ την αρχή δεν τον συµπάθησα. Μου φαίνεται µεγάλο κουµάσι.  

- Τι είναι αυτά που µου λες; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν είναι καλός  άνθρωπος; Είναι  αδελφικός  φίλος   του   Στέφανο   και µεγαλώσανε µαζί. Με το να µε βοηθάει παίρνει και ο ίδιος το ρίσκο να µπλέξει µε τις αρχές, σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές που 

διανύουµε... 

- Εσύ δε βγαίνεις λίγο παραέξω να µάθεις τι λένε γι’ αυτόν σε άλλα µπαρ. Κακοµεταχειρίζεται τις γυναίκες. Τις προάλλες έσπασε στο ξύλο µια από δαύτες και σχεδόν την έστειλε στο νοσοκοµείο! Λένε ότι ξοδεύει πολλά λεφτά και ο κόσµος αναρωτιέται πού τα βρίσκει. Μήπως ένα µέρος προέρχεται απ’ αυτά που του δίνεις για το Στέφανο; ∆εν ξέρω κι εγώ, απλά  αναρωτιέµαι. Εκτός αυτού, εµένα σπάνια µε γελάει η διαίσθησή µου. Ένα χρόνο τώρα, δουλεύοντας στο µπαρ, καταλαβαίνω ποιος είναι καλός και ποιος παλιόµουτρο. Για να πω την αλήθεια δεν έχω στοιχεία ότι ο Αµεντέο είναι παλιάνθρωπος, πάντως, εγώ στη θέση σου, θα πρόσεχα τα χρήµατά µου. Προσπάθησε να βοηθήσεις το Στέφανο και µε  κανέναν άλλο τρόπο. ∆εν έχεις να χάσεις και τίποτα. 

- Τα παραλές, Ουολέτου. Ξέρω ότι θέλεις να µε προστατέψεις, αλλά πιστεύω πως έχεις άδικο. Και που έδειρε την κοπέλα, τι έγινε; Στο κάτω- κάτω της γραφής, είναι Ιταλός και στους Ιταλούς αρέσει να παριστάνουν τους γκόµενους. Τι κι αν τριγυρνάει µε πουτάνες; Μια ζωή αυτό έκανε. Μεγαλώσανε µαζί µε το Στέφανο κι εκείνος τον ξέρει καλύτερα απ’ όλους µας. Πήγαινε πίσω στο µαγαζί και µην ανησυχείς. Κι αν έχεις εσύ ένα χρόνο πείρα στα µπαρ, έχω κι εγώ κάποια γνώση της ζωής, της είπε χαµογελώντας. 

- Σίγουρα, Αλµάζ. Μόνο που, στην περίπτωση του Στέφανο,  εσύ σκέπτεσαι µε την καρδιά σου και όχι µε το µυαλό σου, γιατί τον αγαπάς τόσο πολύ.   

- Λες Ουολέτου;  Μπορεί. Άντε, πήγαινε να ξαπλώσεις. Θα είσαι πτώµα απ’ την κούραση. Και πού ’σαι; Να ξέρεις ένα πράγµα: σ’ αγαπώ πολύ, γιατί είσαι αληθινή φίλη.     

  Όταν έµεινε µόνη µπήκε στη µικρή κρεβατοκάµαρά της, πήρε το φάκελο µε τα λεφτά, άνοιξε το χρηµατοκιβώτιο και τα ‘βαλε µέσα. 

Κάθε ∆ευτέρα πρωί τα κατέθετε στην τράπεζα.                                                    

  Η Αλµάζ, από τότε που ο Στέφανο µπήκε στη φυλακή, κοιµόταν στο γραφείο της, στο νυχτερινό κέντρο. ∆εν ήθελε να επιστρέφει στο σπίτι της τη νύχτα. Όταν ξάπλωσε, τα λόγια της Ουολέτου έρχονταν ξανά και ξανά στο νου της.     

  Πράγµατι, εάν είχε δίκιο σ’ όσα  έλεγε, πού έβρισκε τόσα  

χρήµατα και τα σκορπούσε ο Αµεντέο; Από τότε που εθνικοποιήθηκε το εργοστάσιο, δεν είχε κανένα εισόδηµα, παρά µόνο ό, τι του έδινε ο Στέφανο. Τελευταία, µάλιστα, του είχε δανείσει πάλι λίγα λεφτά, για να µπορέσει να βγάλει το µήνα. Να φτάσει, όµως, στο σηµείο να τρώει τα λεφτά που του έδινε η Αλµάζ, την ώρα που ο Στέφανο σάπιζε στη φυλακή; Ε, αυτό ήταν κάτι που δεν µπορούσε να το πιστέψει. Αύριο το πρωί, Κυριακή, θα πήγαινε στη φυλακή να συναντήσει το Στέφανο και να συζητήσει µαζί του για τις αµφιβολίες της.  

 

   Το επόµενο πρωί η Αλµάζ φόρεσε µια απλή φορεσιά, που  να µην τραβάει την προσοχή, διότι οι εποχές ήταν πονηρές, και τράβηξε για τις φυλακές. Ο δεσµοφύλακας, µόλις την είδε, την πλησίασε µ’ ένα πλατύ χαµόγελο. Κάθε φορά που ερχόταν του ‘δινε λεφτά για να προσέχει το Στέφανο, να τον έχει µόνο του σ’ ένα  κελί και να τον προφυλάσσει απ’ τους υπόλοιπους φύλακες.     

   Η Αλµάζ στη θέα του Στέφανο ξέσπασε σε κλάµατα.  

- Έλα, αγάπη µου, µην κλαις και µε κάνεις κι εµένα να υποφέρω. Έχω καλά νέα να σου πω. Ένας συγκρατούµενός µου, πρώην διευθυντής τράπεζας και φίλος µου, µου έδωσε τη διεύθυνση ενός αξιωµατούχου της κυβέρνησης, που έχει πολλές γνωριµίες  και µπορεί να µας πει σε ποιο σηµείο βρίσκεται η υπόθεσή µου και ποια είναι η πραγµατική κατηγορία για την οποία κρατούµαι. Έχει συλλέξει όλες τις πληροφορίες. Θα πας να τον βρεις την Τρίτη το πρωί στο γραφείο του, που βρίσκεται στον τρίτο όροφο του Mosvold Building. Τον λένε Γκίρµα και θα σε περιµένει. Μου διαµήνυσε να µην πεις σε κανέναν τι πρόκειται να κάνεις ή ποιον θα  συναντήσεις. Τι εννοεί, δεν µπορώ να ξέρω. Εσύ πάντως µη µιλήσεις ούτε στην Ουολέτου ούτε στον Αµεντέο. Συµβαίνουν παράξενα πράγµατα, που πρέπει να τα ερευνήσω.    

  Η Αλµάζ ήταν έτοιµη να του εξοµολογηθεί όσα της είπε η Ουολέτου χτες τη νύχτα, αλλά συγκρατήθηκε. «Άσε πρώτα να ακούσω τι θα µου πει ο κύριος αυτός και µετά βλέπουµε», σκέφτηκε.    

  Οι δυο µέρες µέχρι τη συνάντηση µε τον κ. Γκίρµα της φανήκαν 

αιώνες. Έπρεπε να εξακριβώσει τι συνέβαινε µε τον Αµεντέο. Την επόµενη Τρίτη εκδικαζόταν στο στρατοδικείο η υπόθεση µε την ιαπωνική εταιρεία υφαντουργίας και, σύµφωνα µε το κατηγορητήριο, ο Στέφανο κατηγορείτο ότι, ως αναπληρωτής γενικός διευθυντής της εταιρείας και εκµεταλλευόµενος την απουσία του Ιάπωνα γενικού  διευθυντή, έστειλε έµβασµα µε χρήµατα  της εταιρείας προς τον προσωπικό του λογαριασµό. Την υπόθεση δυσκόλευε το γεγονός ότι οι δικηγόροι του Στέφανο δεν είχαν πρόσβαση στη δικογραφία, µε συνέπεια µόνο εικασίες να είναι σε θέση να κάνουν.     

  Φτάνοντας στο κτήριο η Αλµάζ πήρε το ασανσέρ και  ανέβηκε στον τρίτο όροφο. Εκεί την περίµενε ένας άντρας γύρω στα πενήντα. Της είπε να καθίσει και έκλεισε πίσω του την πόρτα.  

- Κυρία Αλµάζ, θα είµαι σύντοµος σε όσα θα σας πω και θα πρέπει να ενεργήσουµε γρήγορα, διότι ο καιρός µας πιέζει. Ό, τι είναι να κάνουµε, πρέπει να το κάνουµε πριν απ’ την  Τρίτη, την ηµεροµηνία της δίκη, που το δικαστήριο όρισε τόσο αιφνίδια, ώστε και εσείς να µην έχετε καιρό µπροστά σας ν’ αντιδράσετε, αλλά  και το δικαστήριο να βγάλει τελεσίδικη απόφαση στην έφεση που ασκήσατε. Χωρίς στοιχεία που να αποδεικνύουν την αθωότητα του άντρα σας, κινδυνεύει να φάει µέχρι δέκα χρόνια φυλακή. Η χειρότερη κατηγορία που µπορούν να του προσάψουν είναι, συν τοις άλλοις, για οικονοµικό σαµποτάζ κατά της κυβέρνησης. ∆υστυχώς, σύµφωνα  µε  τον καινούργιο νόµο,  δεν  επιτρέπεται στο  συνήγορο υπεράσπισης να έχει πρόσβαση στο κατηγορητήριο και να µελετήσει τη δικογραφία πριν την δίκη. Εποµένως, όλα τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή µου είναι φήµες.   

- Είµαι όλο αυτιά κ. Γκίρµα. Πείτε µου. 

- Σύµφωνα µε την έρευνα που διεξήγαγα, πίσω από όλη τη σκευωρία που έχει στηθεί σε βάρος του άντρα σας, βρίσκεται κάποιο πρόσωπο απ’ το στενό οικογενειακό ή φιλικό σας περιβάλλον και απώτερος σκοπός του είναι να βάλει χέρι στην περιουσία σας. Ο άνθρωπος αυτός είναι, από ό, τι έµαθα, αδελφικός φίλος του κυρίου Στέφανο, ένα πρόσωπο υπεράνω κάθε υποψίας, Ιταλός στην καταγωγή και το όνοµα του είναι Αµίντιο. 

   Η καρδιά της Αλµάζ τρανταζόταν µες στο στήθος της. 

- Αµεντέο, θα εννοείτε. 

- Συγγνώµη, αν το είπα λάθος. ∆ούλευε στην ίδια εταιρεία µε τον άντρα σας;  

- Ναι, σωστά.  

- Λοιπόν, ο κύριος αυτός έχει τελευταία για κολλητό του έναν  ταγµατάρχη µε γερό δόντι στη χούντα. Ο συγκεκριµένος ταγµατάρχης κάποιο βράδυ και υπό την επήρεια  του αλκοόλ, εκµυστηρεύτηκε σ’ ένα φίλο του ότι η κατηγορία µε την οποία φυλακίστηκε ο άντρας σας ήταν για υπεξαίρεση χρηµάτων, κατόπιν προσκοµίσεως στο δικαστήριο, εκ µέρους του κ. Αµεντέο, ενός αποδεικτικού εγγράφου. Επειδή στο έµβασµα δε φαινόταν καθαρά ο παραλήπτης, το δικαστήριο ζήτησε επ’ αυτού πληροφορίες απ’ την ιαπωνική υφαντουργική εταιρεία και ενηµερώθηκε ότι το έµβασµα έγινε στο όνοµα της εταιρείας και όχι για λογαριασµό του συζύγου σας.  Με ενέργειες, όµως, του ταγµατάρχη και δωροδοκώντας τους στρατοδίκες κατά την πρώτη δίκη, κατάφεραν να αφαιρέσουν απ’ τη δικογραφία την επιστολή,  που έστειλε η ιαπωνική εταιρεία και στην οποία δηλωνόταν ρητά ότι το έµβασµα έγινε κατόπιν εντολής τους και ότι τα χρήµατα  έφτασαν στον προορισµό τους.  Για να περιπλέξουν   περισσότερο  τα   πράγµατα,  άφησαν  να   διαρρεύσει τεχνητά πως η κατηγορία ξεκίνησε απ’ τους εργάτες της εταιρείας, µιας και τέτοιες τακτικές είναι της µόδας τελευταία. Ως αποτέλεσµα, ο σύζυγος σας πρωτοδίκως έφαγε τρία χρόνια και βρίσκεται αυτή τη στιγµή στη φυλακή.     

 Στην επόµενη φάση θα έθεταν σ’ εφαρµογή το δεύτερο µέρος του σχεδίου τους. Θα παρενοχλούσαν τους πελάτες του κέντρου σας βάζοντας κάθε βράδυ πληρωµένους τραµπούκους να διαπληκτίζονται µαζί τους, ξεφουσκώνοντας τα λάστιχα των αυτοκινήτων τους στο πάρκινγκ και κάνοντας ό,τι άλλο θα δυσφήµιζε την επιχείρηση. Έτσι, σιγά-σιγά και χάνοντας την αξιοπιστία του το νυχτερινό κέντρο σας, θα µετατρεπόταν σε άντρο αλητείας και δε θα σας απέµενε άλλη επιλογή, παρά να το πουλήσετε όσο όσο. Τη δουλειά της εικονικής πώλησης σκόπευε να τη χειριστεί ο κολλητός και έµπιστος φίλος σας, ο κύριος Αµεντέο, ως καλός Σαµαρείτης, ο οποίος αργότερα σχεδιάζε ν’ αναλάβει και τη διαχείριση του κέντρου, δήθεν ως  έµµισθος διευθυντής του καινούργιου ιδιοκτήτη, ενώ στην ουσία θα γινόταν συνιδιοκτήτης µε τον ταγµατάρχη.     

   Σε περίπτωση που αυτό το δεύτερο σχέδιο δεν περπατούσε, διότι θα αντιµετωπίζατε σθεναρά τις παρενοχλήσεις, µε τη βοήθεια της δυναµικής γυναίκας που έχετε στο κέντρο σας, θα αρχίζατε να δέχεστε απειλές  για τη ζωή σας, πράγµα που τελικά θα σας ανάγκαζε να αποσυρθείτε απ’ τις επιχειρήσεις σας, για να µην πω τίποτα άλλο χειρότερο... Καταλαβαίνετε, φαντάζοµαι, τι εννοώ.     

  Στο διά ταύτα... Κατά τη γνώµη µου δύο επιλογές υπάρχουν: Η πρώτη είναι να προσλάβετε έναν καινούργιο δικηγόρο, που θα παραλάβει µέσω εταιρείας διανοµής µια νέα επιστολή απ’ τους Ιάπωνες, επικυρωµένη από την ιαπωνική πρεσβεία, και στην οποία επιστολή θα αναφέρεται πως έλαβαν τα χρήµατα, υποχρεώνοντας έτσι το δικαστήριο να άρει την κατηγορία. Κατ’ αυτό τον τρόπο είναι εξασφαλισµένη η αποφυλάκιση του άντρα σας.     

   Όµως, το πράγµα δεν είναι τόσο απλό. Μιας και ο κύριος  Αµεντέο  µε τον ταγµατάρχη έχουν βάλει στο µάτι το νυχτερινό σας κέντρο, θα κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν. Γνωρίζουν ότι ο άντρας σας ξέρει πλέον ποιοι κρύβονται πίσω από όλη αυτήν την σκευωρία και ότι βγαίνοντας απ’ τη φυλακή, και µε τη βοήθεια της ιαπωνικής πρεσβείας, θα τους κυνηγήσει για εξαπάτηση, πλαστογραφία  και δωροδοκία. Κάποιος, εποµένως, πρέπει να πληρώσει. Αυτός δεν θα είναι βέβαια ο ταγµατάρχης. Μην ξεχνάτε, δεν έχουµε δηµοκρατία, αλλά µια στυγνή  δικτατορία. Γι’ αυτό το λόγο, ο κ. Αµεντέο δε θα τη γλιτώσει µε τίποτα, αν τα πράγµατα φτάσουν ως εκεί. Φοβάµαι, λοιπόν, µήπως οι δυο τους κάνουν κακό στον άντρα σας, όσο είναι µέσα στη φυλακή. Με πιο απλά λόγια, πιστεύω πως απειλείται η ζωή του! Ο θάνατός του θα µπορούσε να παρουσιαστεί ως ένα απλό ατύχηµα. Σας συµβουλεύω, λοιπόν, να επιλέξετε την επόµενη λύση.  

- Πείτε µου, σας παρακαλώ. Θα κάνω ό, τι µου ζητήσετε, εφόσον πρόκειται για τη ζωή του άντρα µου. 

- Στον έλεγχο διαβατηρίων του αεροδροµίου εργάζεται ένας κύριος µε διασυνδέσεις, που µπορεί να σας φυγαδέψει χωρίς βίζα. Το µόνο που θα χρειαστείτε είναι τα διαβατήριά σας,  όταν φτάσετε στον προορισµό σας. Ελπίζω να ισχύουν ακόµη.  

- Του άντρα µου ισχύει. Το δικό µου έχει λήξει. Αλλά µπορώ να το ανανεώσω στην ιταλική πρεσβεία. Αν δεν προλάβω, ας φύγει ο άντρας µου, που κινδυνεύει και µετά βλέπουµε για ‘µένα. Εξάλλου δε θα αφήσω τον Αµεντέο να µου φάει την περιουσία αµαχητί.  

- Η απόφαση είναι δικιά σας. Αν ρωτάτε τη γνώµη µου, σας λέω να κάνετε τα αδύνατα δυνατά και να φύγετε κι εσείς µαζί του, διότι µπορεί να θελήσουν να βλάψουν και εσάς. Ειδικά αν µείνετε µόνη, κινδυνεύετε περισσότερο. Νοµίζω πως η ζωή σας είναι πολυτιµότερη απ’ τα υλικά αγαθά. Αυτό, όµως, θα το κρίνετε εσείς.     

  Τώρα, τελειώνοντας, όλη αυτή η υπόθεση θα σας κοστίσει µια µικρή περιουσία, σύµφωνα µε τα σηµερινά δεδοµένα. Το ποσό που θα πληρώσετε είναι δέκα χιλιάδες µπιρρ, µιας και  πρέπει να λαδωθούν  δύο  άτοµα  στο αεροδρόµιο,  συµπεριλαµβανοµένου του                            αξιωµατικού υπηρεσίας, που θα είναι το βράδυ εκείνο σε βάρδια. Μεθαύριο Πέµπτη, υπάρχει προγραµµατισµένη πτήση της Λουφτχάνσα για Φρανκφούρτη. Είναι καλύτερα να γίνει βράδυ η όλη η επιχείρηση. Σκεφτήκαµε και την Αλιτάλια, για Ρώµη, αλλά φοβόµαστε µην αναγνωρίσει το σύζυγό σας κανένας γνωστός του Ιταλός συνεπιβάτης. Ο τύπος που θα κανονίσει όλη αυτήν την υπόθεση λέγεται Μπελάι και θα σας περιµένει στην καφετερία του αεροδροµίου. Ορίστε και µια φωτογραφία του. 

- Είναι µεγάλο το ποσό, αλλά µιας και πρόκειται για τη ζωή του άντρα µου, θα το πληρώσω. Πότε θέλετε τα λεφτά; 

- Αν γίνεται σήµερα, πριν το µεσηµέρι. Μου δίνετε τα µισά τώρα και, όταν φύγει µε το καλό ο άντρας σας, τα υπόλοιπα στο αεροδρόµιο. Νοµίζω φέροµαι σωστά.  

- Θα πάω στην Εµπορική Τράπεζα και θα επιστρέψω µε τα χρήµατα σε λιγότερο από µια ώρα.  - - - Όταν γυρίσετε απ’ την τράπεζα, θα σας πω το υπόλοιπο µέρος του σχεδίου. Και όπως είπαµε, ούτε λέξη σε κανένα! Μόνο οι τέσσερις µας θα το ξέρουµε. Εσείς, εγώ, ο άντρας σας και ο Θεός...      

  Βγαίνοντας απ’ το γραφείο η Αλµάζ ήταν τόσο ταραγµένη που κατέβηκε τους ορόφους µε τα πόδια, αντί να πάρει το ασανσέρ. ∆εν µπορούσε να χωνέψει το έγκληµα που έκανε ο Αµεντέο στον άνθρωπο που του στάθηκε περισσότερο κι από αδελφός. Να τον στείλει στη φυλακή, όταν ο Στέφανο άνεργο και πεινασµένο τον πήρε για δουλειά στο εργοστάσιο; ∆εν µπορούσε να το χωνέψει πως όλα τα λεφτά που της τράβαγε δήθεν για να λαδώσει τους δικαστές, τα σκορπούσε στα χαρτιά και στις πουτάνες. Είχε δίκιο τελικά η Ουολέτου, όταν της έλεγε ότι ήταν παλιάνθρωπος. ∆εν φανταζόταν ποτέ, όµως, ότι θα έφτανε σε τέτοιο σηµείο...     

  «Ας φύγει πρώτα ο Στέφανο και θα δει, ο σακάτης, τι θα του κάνω», είπε µέσα της. «Θα µείνω και θα πολεµήσω µέχρι θανάτου. ∆εν θα τον αφήσω έτσι απλά να µου φάει το κέντρο. ∆εν είναι τόσο για τα λεφτά. Είναι θέµα εγωισµού. Θα τον χώσω στη φυλακή για τα                                        καλά, µετά θα πουλήσω το κέντρο κι ύστερα θα πάω να βρω τον άντρα µου και την κόρη µου στο εξωτερικό».     

  Την είχε πιάσει το γυναικείο της πείσµα. «Ευτυχώς που µου ζήτησε µόνο δέκα χιλιάδες ο κ. Γκίρµα», σκέφτηκε. «Και είκοσι να ήταν, θα του τα ‘δινα. Είναι δυο µηνών είσπραξη στο κέντρο».     

  Επέστρεψε απ’ την τράπεζα και µέτρησε πέντε χιλιάδες µπιρρ, όπως είχαν συµφωνήσει. Παίρνοντας τα λεφτά ο κ. Γκίρµα της είπε:  

- Θα φύγετε µε τα πόδια, διακριτικά, κατά της οκτώ µισή απ’  το σπίτι σας και βγαίνοντας στο κεντρικό δρόµο,  θα πάρετε ένα περαστικό ταξί Fiat Seicento,από αυτά που σταµατάνε στο δρόµο και παίρνουν επιβάτες,  και θα πάτε  στο ζαχαροπλαστείο «Peackock» στο Μπόλε. Εκεί θα σας περιµένω µε το αυτοκίνητο µου, ένα µπλε Opel Station Wagon. Θα µπω στο καφέ και θα µε ακολουθήσετε στο αµάξι µου. Μαζί µου θα βρίσκεται ο σύζυγός σας. Φέρτε του µια βαλιτσούλα µε είδη ανάγκης και ξένο συνάλλαγµα, για να πάρει µαζί του. ∆εν υπάρχει πρόβληµα, δε θα περάσει από έλεγχο.  

- ∆ε µου είπατε, µε ποιο τρόπο θα βγει από τη φυλακή; 

- Συγγνώµη, ξέχασα να σας το αναφέρω αυτό. Είναι όλα κανονισµένα. Θα τον φυγαδέψει ο αρχιφύλακας, που εξάλλου τον γνωρίζετε προσωπικά απ’ τις επισκέψεις σας στη φυλακή. Μεθαύριο το πρωί θα πάτε στη  Lufthansa και θα αγοράσετε ένα αεροπορικό εισιτήριο στο όνοµα Sandro Favia, από Αντίς Αµπέµπα προς Φρανκφούρτη. Είναι κρατηµένη η θέση, φυσικά όχι στο πραγµατικό όνοµα του συζύγου σας, ούτως ώστε να µη συµπεριλαµβάνεται στη λίστα  επιβατών. Έτσι δε θα ξέρουν µε ποιο τρόπο διέφυγε και δε θα ενοχοποιηθεί κανείς στον έλεγχο των διαβατηρίων. Σας εύχοµαι καλή τύχη και, όπως είπαµε: λέξη σε κανένα!  

- Ευχαριστώ πολύ και ο Θεός να βάλει το χέρι του. Θα σας δω την Πέµπτη το βράδυ.  

- Α, µια ακόµη λεπτοµέρεια. Αµέσως µετά την αναχώρηση της πτήσης θα   επιστρέψετε στο κέντρο σας.  Για  λίγες µέρες, µέχρι τη δίκη της Τρίτης, µη λείψετε στιγµή από εκεί. Στη δίκη θα πάτε κανονικά, σαν να µην έχει µεσολαβήσει τίποτα. Μπορείτε να χρησιµοποιήσετε και ως όπλο στο δικαστήριο το γεγονός της  εξαφάνισης του συζύγου σας, κατηγορώντας τις αρχές για πληµµελή µέτρα στη φύλαξη και στην προστασία των κρατουµένων. Καλή σας τύχη.     Την Πέµπτη το πρωί η Αλµάζ πήρε τηλέφωνο τον Αµεντέο, του είπε ότι θα αργήσει να πάει στο κέντρο και του ζήτησε να περάσει κατά τις οκτώ για να βοηθήσει την Ουολέτου. Ήθελε, για σιγουριά, να τον αποµακρύνει από την σκηνή της επιχείρησης.     

 Σε µια βαλιτσούλα έβαλε µερικές αλλαξιές ρούχα του Στέφανο, µία εικόνα της Παναγίας, µπισκοτάκια από του πρώην Κυριαζή, που του άρεσαν, κι ένα χρυσό σταυρό για την κορούλα τους. Έκρυψε και δέκα χιλιάδες δολάρια, για να τα έχει µαζί του στο ταξίδι.     

  Βγήκε απ’ το σπίτι της φορώντας ένα σάλι, πήρε, όπως της είπε ο κ. Γκίρµα, ένα περαστικό ταξί Seicento και τράβηξε για να τον συναντήσει στο ζαχαροπλαστείο «Peackock». Ευτυχώς, όλα εξελίσσονταν οµαλά, όπως τα είχαν σχεδιάσει.     

  Στο αεροδρόµιο, µέσα απ’ το αµάξι του κ. Γκίρµα, παρακολουθούσε σιωπηλά και µε την καρδιά της σφιγµένη το αεροπλάνο µε τα µπλε και κίτρινα χρώµατα της Λουφτχάνσα  να απογειώνεται. Έκανε το σταυρό της και ξέσπασε σε λυγµούς. Ο κ. Γκίρµα της είπε: 

- Καταλαβαίνω τον πόνο σας, αλλά ετούτη η στιγµή είναι  στιγµή χαράς, διότι ο άντρας σας γλύτωσε από θανάσιµο  κίνδυνο!    

  Έβαλε µπρος την µηχανή του αυτοκινήτου και την οδήγησε  σπίτι  της. Κατόπιν εκείνη µπήκε στο αµάξι της και τράβηξε για το νυχτερινό κέντρο. Τώρα πια είχε αποµείνει ολοµόναχη, αλλά, τουλάχιστον, ο αγαπηµένος της ήταν, επιτέλους, ελεύθερος.    

 

 

 Κεφάλαιο  ∆έκατο Τρίτο 

 

 

   Η Αλµάζ τηλεφώνησε στην Ουολέτου και της είπε να περάσει από το σπίτι της, γιατί είχε να της αφηγηθεί τα όσα  συγκλονιστικά συνέβησαν τις τελευταίες δύο µέρες. Της εξιστόρησε τα σχετικά µε τη δραπέτευση του Στέφανο απ’ τη  φυλακή και τη φυγάδευσή του στη Γερµανία. Της εξήγησε ότι είχε τόσο πολλά πράγµατα να κάνει µέσα σε τόσο λίγο χρόνο, που δεν πρόφτασε να την ειδοποιήσει. Έπρεπε τώρα οι δυο  τους να σχεδιάσουν το επόµενο βήµα. Της είπε ότι ο τύπος που κανόνισε τη φυγή του Στέφανο, τη διαβεβαίωσε ότι, αν οι προϊστάµενοι του Στέφανο στείλουν µια επιστολή που να βεβαιώνει ότι το έµβασµα έγινε κανονικά στο όνοµα της εταιρείας και το ποσό εισπράχτηκε από εκείνους, ο Αµεντέο θα µπει φυλακή µε την κατηγορία της εξαπάτησης, της παραπλάνησης της δικαιοσύνης και της δωροδοκίας.    

  Τίποτα περισσότερο δεν ήθελε στη ζωή της πια η Αλµάζ  απ’ το να δει τον Αµεντέο δεµένο χειροπόδαρα να σαπίζει στη φυλακή. Σκεφτόταν να πάρει τηλέφωνο τον Ιάπωνα διευθυντή του Στέφανο στο Τόκυο, για ν’ ασκήσει πίεση στην πρεσβεία. Ήταν περισσότερο από σίγουρη ότι θα έπραττε κάτι τέτοιο, διότι, ειδικά αυτός απ’ όλους στην εταιρεία, τον εκτιµούσε πολύ και σίγουρα θα ήθελε όσο τίποτα άλλο να τον βοηθήσει. Μάλιστα, όταν έµαθε ότι ο Στέφανο µπήκε στη φυλακή, ενοχλήθηκε ιδιαίτερα.     

  «Για την ώρα, είπε στην Ουολέτου, πρέπει να παριστάνουµε ότι δεν γνωρίζουµε τίποτα για την απόδραση και τη φυγή του Στέφανο, µέχρι να το πληροφορηθούµε δήθεν την ηµέρα της δίκης απ’ το δικαστήριο».    

  Βέβαια και η Αλµάζ δεν ήταν σίγουρη αν ο Αµεντέο είχε ενηµερωθεί για τη φυγή του Στέφανο. ∆εν µπορούσε να το αποκλείσει, µιας και σίγουρα θα είχαν αρχίσει στη φυλακή τις  έρευνες  και, επιπλέον,  αυτός  όλο και  κάποιο ρουφιάνο θα ‘χε εκεί  µέσα να τον  ενηµερώνει.     

  Τα  βράδια που τον συναντούσε στο κέντρο προσπαθούσε  να καταλάβει απ’ τις αντιδράσεις του αν γνώριζε τίποτα. Έβλεπε την αγωνία ζωγραφισµένη στο πρόσωπό του και είχε την αίσθηση πως την απέφευγε. Έπρεπε να προσέχει την κάθε της κίνηση.     

  Η Ουολέτου από την µεριά της, ήταν κι εκείνη πολύ  ταραγµένη.  

- Πρέπει να προσέχεις πάρα πολύ. Φοβάµαι µη σου κάνει κακό πριν από τη δίκη. Αυτός ο άνθρωπος είναι ικανός για  όλα. Θα σε συµβούλευα να µείνεις στο «Ghion Hotel» δυο µέρες πριν τη δίκη και να έρθεις από εκεί κατευθείαν στο δικαστήριο, τότε που µε τα καινούργια στοιχεία το δικαστήριο θα τον κρίνει προφυλακιστέο και πια δε θα είναι σε θέση να σε βλάψει.  

- Θα κάνω αυτό που λες, Ουολέτου. Πρέπει, όµως, πρώτα να πάω στην ιαπωνική πρεσβεία τη ∆ευτέρα το πρωί. Έχω ραντεβού στις δέκα. Και µόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία της δίκης, θα πάµε µαζί σε συµβολαιογραφείο και θα σε καταστήσω πληρεξούσια διαχειρίστρια όλης µου της περιουσίας. Πάρε και είκοσι χιλιάδες µπιρρ να τα ‘χεις στην µπάντα. ∆εν ξέρεις αύριο τι γίνεται. Άνθρωποι είµαστε, δε θέλω να µείνεις στο δρόµο εξαιτίας µου.  

- Μιλάς λες και δε θα ξαναϊδωθούµε, Αλµάζ. Όµως, µαζί θα πολεµήσουµε, να ’σαι σίγουρη. Όλα θα πάνε καλά, αρκεί να φυλάγεσαι λίγο αυτές τις µέρες. Έλαβες κανένα νέο απ’ το  Στέφανο; 

- Το πρωί έλαβα ένα τηλεγράφηµα µε νόηµα, που γράφει «Τα εµπορεύµατα  έφτασαν στην Αµερική». Πήγε να βρει την κορούλα µας εκεί.  

 

   Τη ∆ευτέρα το πρωί η Αλµάζ ξεκίνησε κατά τις εννέα και µισή για την πρεσβεία. Φεύγοντας απ’ το σπίτι της δεν πρόσεξε ότι την ακολούθησε ένα µικρό, µαύρο αυτοκίνητο, που περίµενε σταθµευµένο στη γωνία. Μόλις η Αλµάζ έφτασε στην πρεσβεία, το αυτοκίνητο έκανε απότοµα στροφή  και έφυγε. Ο οδηγός  του έµαθε αυτό που ήθελε και δεν ήταν άλλος απ’ τον Αµεντέο. Πανικοβληµένος τηλεφώνησε στον ταγµατάρχη και του είπε: 

- Έχουµε µπλεξίµατα! Την είδα να µπαίνει στην ιαπωνική πρεσβεία, σίγουρα για να ζητήσει τη συµπαράστασή τους στη δίκη. Αν προσκοµίσουν έγγραφο που ν’ αποδεικνύει ότι έλαβαν τα λεφτά, τη βάψαµε...  

- Την έβαψες, θέλεις να πεις. Με είχες βεβαιώσει ότι δε θα παίρναµε κανένα ρίσκο, πως η δουλειά ήταν απλή. Τώρα που τα έκανες σκατά, ζητάς και τα ρέστα; 

- Βοήθεια ζητώ. Πρέπει να την ξεπαστρέψουµε, πριν τη δίκη. Χωρίς αυτή, δε θα υπάρξει κατηγορητήριο. Εδώ που φτάσαµε είναι κρίµα να χάσουµε τόσα λεφτά. Το κέντρο είναι χρυσορυχείο. 

- Πες µου καθαρά, τι θέλεις να κάνω;  

-Έχω ένα σχέδιο στο νου µου. Θα σου το πω, όµως, από κοντά. Πότε µπορούµε να συναντηθούµε;  - Έλα στο µπαρ «Mexico Square» σε µια ώρα.   

 

   Αργότερα το ίδιο βράδυ, η Αλµάζ έφυγε από το σπίτι της και µε το αυτοκίνητο της κατευθύνθηκε στο «Ghion Hotel» αντί για το κέντρο της. Ξαφνικά, απ’ το αντίθετο ρεύµα του δρόµου πετάχτηκε καταπάνω της και µε ορµή ένα µεγάλο στρατιωτικό όχηµα µε τα φώτα αναµµένα. ∆εν πρόλαβε ν’ αντιδράσει. Το φορτηγό έπεσε πάνω στ’ αµάξι της,  συνθλίβοντάς το.     

  Μέσα σε λίγα λεπτά, τροµαγµένοι από τον εκκωφαντικό θόρυβο, µαζεύτηκαν οι περίοικοι για να µάθουν τι συνέβη. Κάποιος πρόλαβε και είδε ένα στρατιωτικό φορτηγό να φεύγει µε ταχύτητα.  

- Θα ήταν κανένας µεθυσµένος στρατιωτικός, από εκείνους  που σπέρνουν το θάνατο, είπε αγανακτισµένα. 

- Κάνουν ό, τι θέλουν και δεν τους ελέγχει κανείς, φώναξε οργισµένα µια γυναίκα.     

  Οι γείτονες πλησίασαν το αµάξι κι αναγνώρισαν το αυτοκίνητο της Αλµάζ.  Είχε γίνει  θρύψαλα. Κατάφεραν να τηλεφωνήσουν στο κέντρο της και ύστερα από λίγο κατέφτασε η Ουολέτου µε το προσωπικό. Ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου αντίκρισε τη φίλη της. 

  ∆εν υπήρχε αµφιβολία πως ήταν νεκρή. Το θέαµα της πάγωσε την ψυχή. Έπεσε πάνω της µε ουρλιαχτά και ξέσπασε σε λυγµούς. Όταν έφτασε η αστυνοµία και το ασθενοφόρο τη βρήκαν να κρατά σφιχτά στην αγκαλιά της το άψυχο σώµα της φίλης της.    

∆εν θέλησε ν’ ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Παρέµεινε  µόνη και αποσβολωµένη. Σωριάστηκε στο έδαφος µε βλέµµα απλανές. ∆εν είχε καµιά αµφιβολία ότι επρόκειτο για έγκληµα και ήξερε, µάλιστα, ποιος το είχε διαπράξει. Σηκώθηκε τρέµοντας απ’ το βρεγµένο χώµα και τίναξε τη λάσπη απ’ το φόρεµα της. Είχε βρέξει νωρίτερα και είχε λασπόνερα τριγύρω. Ξεκίνησε για το σπίτι της  Αλµάζ. Είχε τα κλειδιά του σπιτιού, της τα είχε δώσει η ίδια όταν έλειψε σε κάποιο ταξίδι.       

  Περνώντας από το σηµείο του ατυχήµατος πρόσεξε ότι κάποιες πατηµασιές στη λάσπη άφηναν βαθύτερο ίχνος από τις υπόλοιπες. Τις ακολούθησε και είδε ότι δεν ταίριαζαν µεταξύ τους, γιατί, ενώ η µια πατηµασιά άφηνε βαθύ σηµάδι, λες και κάποιος έριχνε όλο το βάρος του σώµατός του στο ένα πόδι, η διπλανή άφηνε ανάλαφρο ίχνος, σα κάποιος να έσερνε το άλλο του πόδι... Ξανακοίταξε για να βεβαιωθεί. ∆εν είχε καµιά αµφιβολία. Μόνο ο Αµεντέο έσερνε το ένα του πόδι, όταν περπατούσε. «Το σακάτη!», αναφώνησε, «ήρθε δίπλα στο αµάξι για να βεβαιωθεί πως έκανε καλά τη δουλειά του, πως την αποτέλειωσε...».    

  Τώρα της έµενε να σκεφτεί πώς θα χειριζόταν από ‘δω και στο εξής την όλη κατάσταση. Το δύσκολο για την ώρα ήταν να αναγγείλει το θάνατο της Αλµάζ στο Στέφανο. «Θεέ µου, σε τι έφταιξε αυτός ο άγγελος µε τη χρυσή καρδιά για να έχει τόσο  τραγικό τέλος;», είπε µέσα της. Τελικά, όλοι οι καλοί σ’ αυτόν τον κόσµο φεύγουν γρήγορα. Άκουγε τη βροχή που έπεφτε δυνατά. «Αντίο, αγαπηµένη µου φίλη», ψιθύρισε... 

 


 Κεφάλαιο  ∆έκατο Τέταρτο 

 

   Η Ουολέτου είχε µόλις γυρίσει από το αεροδρόµιο, όπου   συνόδεψε τη σινιορίνα  Μαρία που επέστρεφε στο Μιλάνο. Είχε καταφτάσει µε την πρώτη πτήση, µόλις πληροφορήθηκε  το θάνατο της Αλµάζ, για να µπορέσει να παραβρεθεί στην κηδεία της. Στο νεκροταφείο εκτυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Το µέρος είχε κατακλυστεί από στεφάνια.     

  Όλοι οι γνωστοί βρίσκονταν εκεί, µε πρώτον και καλύτερο τον Αµεντέο. Ντυµένος στα σκούρα και φορώντας µαύρη γραβάτα έδειχνε συντετριµµένος. Ήξερε να παίζει καλά το ρόλο του µπρος στα µάτια των παρευρισκοµένων. Μόνο την Ουολέτου δεν µπορούσε να ξεγελάσει. Στεκόταν λίγο παράµερα της και  απόφευγε να της µιλήσει. ∆ιαισθανόταν ότι αυτή γνώριζε την εµπλοκή του στη θανάσιµη σκευωρία. Σίγουρα θα της είχε  µιλήσει η Αλµάζ για τη σκοτεινή αυτή υπόθεση. Έπρεπε, εποµένως, να βρει τρόπο να ξεµπλέξει από δαύτη ή να την πάρει µε το µέρος του. «Όλα θα γίνουν στην ώρα τους», είπε µέσα του.    

  Απ’ τη µεριά της η Ουολέτου τον αντίκριζε µε βλέµµα που θα µπορούσε να σκοτώσει. Της πέρασε από το νου ακόµα και  να πληρώσει κάποιον για να τον ξεπαστρέψει, ώστε να εκδικηθεί για το θάνατο της αγαπηµένης της φίλης. Ο Στέφανο, όµως, µόλις έµαθε για το περιστατικό, τη συµβούλεψε να µην κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά. «Κάτι τέτοιο  είναι δουλειά δική µου και κανενός άλλου», ήταν το επιχείρηµά του.     

  Συντετριµµένος ήθελε να µπει στο πρώτο αεροπλάνο και να γυρίσει στην Αιθιοπία. Η Ουολέτου ευτυχώς κατάφερε, µετά από ώρες στο τηλέφωνο, να τον αποτρέψει. «Θα µπεις στη φυλακή και θα καταστρέψεις τη ζωή σου. Μην ξεχνάς ότι είσαι δραπέτης και φυγόδικος. Θα σαπίσεις  εκεί  µέσα, αν  βέβαια  δε σε καταδικάσουν σε θάνατο. Καταλαβαίνω την οργή σου, αλλά σκέψου την κόρη σου. 

Τι θα απογίνει χωρίς εσένα; Της φτάνει που έµεινε ορφανή από µητέρα, µη χάσει και τον πατέρα της».    

  Τελικά, η κόρη του ήταν ο λόγος που συγκράτησε το  Στέφανο και δε γύρισε πίσω. «∆ε φταίει σε τίποτα, η άµοιρη», σκέφτηκε. Έπρεπε τώρα να σταθεί και µάνα και πατέρας στο παιδί του. Άναψε ένα κερί την ηµέρα της κηδείας στην καθολική εκκλησία του Σαν Φρανσίσκο. Γονάτισε µπρος στην εικόνα της Παναγίας, έκλεισε τα µάτια του και  ορκίστηκε να εκδικηθεί για το θάνατο της αγαπηµένης του.      

  «Θα το πληρώσεις µε τη ζωή σου αυτό που έκανες, Αµεντέο»,  ήταν τα λόγια που βγήκαν απ’ τα χείλη του. 

 

   Σε ένδειξη πένθους, η  Ουολέτου έκλεισε το νυχτερινό κέντρο και το εστιατόριο για τρεις µέρες. Ειδοποίησε τις κοπέλες και το προσωπικό να µην έρθουν. Αλλά έµελλε να είναι και γι’ αυτήν η τελευταία µέρα που πατούσε το πόδι της  εκεί, καθώς, ύστερα από καταγγελία, µε απόφαση του στρατοδικείου µέσα σε δύο µέρες σφραγίστηκαν και τα δύο µαγαζιά, διότι µετά το θάνατον της Αλµάζ και την απόδραση του Στέφανο, οι δυο επιχειρήσεις έµεναν ακέφαλες. Το δικαστήριο έδωσε προθεσµία ενός µήνα να προσέλθουν  τυχόν κληρονόµοι προς διεκδίκηση της κυριότητας.      

  Όµως, κληρονόµοι δε βρέθηκαν και το στρατοδικείο εξέδωσε εντολή οι δυο επιχειρήσεις να περιέλθουν στη δικαιοδοσία του κράτος και να δηµοπρατηθούν. Το σχέδιο του Αµεντέο µε εκτελεστή τον ταγµατάρχη προχωρούσε στην εντέλεια. Η προσφορά του Αµεντέο, ελλείψει άλλων, που παρεµποδίστηκαν να λάβουν µέρος στη διαδικασία, κρίθηκε η καλύτερη και, τελικά, το νυχτερινό κέντρο και το εστιατόριο µαζί ενοικιάστηκαν για το γελοίο ποσό των πεντακοσίων µπιρρ το µήνα. Ο ταγµατάρχης είχε γερό δόντι στη χούντα και οι αποφάσεις έβγαιναν κατά το δοκούν. Η µόνη υποχρέωση του  Αµεντέο  ήταν να στέλνει  στους γαλονάδες πού και  πού ως αντάλλαγµα καµιά ντουζίνα µπουκάλια ουίσκυ.    

  Αυτός ήταν τώρα το µεγάλο αφεντικό. Το µόνο πρόβληµα που απέµενε άλυτο ήταν η Ουολέτου. Της µήνυσε πως θέλει να της µιλήσει. Ήξερε ότι την είχε ανάγκη στο νυχτερινό κέντρο. Η Ουολέτου περίµενε πώς και πώς αυτήν την στιγµή. Την υποδέχτηκε στο σαλονάκι του νυκτερινού κέντρου και, καθισµένος στην πολυθρόνα της Αλµάζ, παρίστανε το αφεντικό. 

- Ουολέτου, να ξέρεις ένα πράγµα. Σου τ’ ορκίζοµαι, δεν έχω σχέση µε το θάνατο της Αλµάζ. Τη θεωρούσα δικό µου άνθρωπο, όπως εξάλλου, και το Στέφανο. Έκανα όλες αυτές τις ενέργειες, να νοικιάσω δηλαδή τα δυο µαγαζιά, περισσότερο για τη µνήµη της, για να µην πέσουν στα χέρια κανενός ξένου. Ξέρεις, τελευταία η Αλµάζ µε τη φυλάκιση του Στέφανο, είχε χάσει τα λογικά της και υποπτευόταν ακόµη και τους πιο κοντινούς της ανθρώπους. ∆εν άκουγε αυτά που την συµβούλευα. ∆εν ξέρω αν σου είπε κάτι κακό για ‘µένα, αλλά να ξέρεις ότι οι δικηγόροι τής έλεγαν παραµύθια µε σκοπό να της φάνε λεφτά. Ας ξεχάσουµε, όµως  τώρα το παρελθόν, διότι τίποτα δεν µπορεί να τη φέρει πια πίσω στη ζωή. Εγώ θέλω να συνεχίσεις να δουλεύεις στο µαγαζί, για ‘µένα πια. Ζήτα µου ό, τι θέλεις και θα το ‘χεις.  

- Ένα πράγµα µόνο θέλω από ‘σένα, Αµεντέο: να σε δω νεκρό! Εµένα δεν άκουγε η Αλµάζ, όχι τους δικηγόρους της, που της έλεγα τι σόι κάθαρµα είσαι. Ξέρω πολύ καλά ότι εσύ έστησες όλη αυτή την πλεκτάνη. Για τα λεφτά, Ιούδα,  πρόδωσες τους ευεργέτες σου. Χωρίς εκείνους, θα κοιµόσουν στο δρόµος, άφραγκος. Σκότωσες, δολοφόνε, την καλύτερη µου φίλη! Είδα τις πατηµασιές σου δίπλα απ’ το κατεστραµµένο αµάξι της Αλµάζ. Τις πατηµασιές  ενός σακάτη!  

- Ποιον είπες, µωρή, σακάτη; Βρωµοµπάρια. Αλλά, τι να περιµένει κανείς από µια Ουολάµο. Είσαστε γεννηµένες για  σκλάβες, πιστές στα αφεντικά σας. Άει πηδήξου, πουτάνα!    

  Όρµησε και την έσπρωξε.                                                

- Φύγε από εδώ, µωρή σκύλα!  

- Τώρα θα δεις, τι θα σου κάνει µια µπάρια.  Κιζενάµ σολάτο!     

  Για την Ουολέτου δεν ήταν η πρώτη φορά που έδερνε άντρα. Είχε δύναµη ταύρου. Τον άρπαξε απ’ το πουκάµισο και ρίχνοντάς του µια µπουνιά τον έστειλε να κουλουριαστεί στο πάτωµα. Ανέβηκε πάνω του και συνέχισε να τον χτυπά ανελέητα. Ο Αµεντέο είχε γεµίσει αίµατα.     

  Η Ουολέτου σηκώθηκε τότε όρθια και του ‘πε:  - Αν τολµάς, τράβα και πες στον προστάτη σου ότι σ’ έδειρε µια γυναίκα, ξεφτιλισµένε. Μια γυναίκα Ουολάµο. Ξεχνάς, όµως, ένα πράγµα: ότι και ο ταγµατάρχης σου Ουολάµο είναι. Θα ‘ταν ωραίο ν’ ακούσει τη γνώµη που ’χεις για τη φυλή του, ε; Και τώρα χάσου απ’ τα µάτια µου και µην τολµήσεις να µε πλησιάσεις ποτέ ξανά!    

  Η Ουολέτου βγήκε φρενιασµένη απ’ το κέντρο, µπήκε στ’ αµάξι της κι έφυγε. Ο Αµεντέο έµεινε αιµόφυρτος να παραπατά. Τελικά, έπεσε ξερός στην πολυθρόνα. Αυτό που έγινε ήταν κάτι που δεν το περίµενε!...  

 

 Κεφάλαιο   ∆έκατο Πέµπτο  

 

   Ο Στέφανο Ντι Ρασέττι ζούσε στο Λος Άντζελες. Τώρα πια χρησιµοποιούσε το δεύτερο στη σειρά όνοµά του και λεγόταν Μάριο. Για ευνόητους λόγους, θέλησε να ξεκόψει από το παρελθόν του και δεν ήθελε να έχει καµιά σχέση µε το Στέφανο της Αντίς Αµπέµπα.     

 Καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα του πολυτελούς γραφείου του. Απ’ το πρωί δεν σταµατούσαν να χτυπούν τα τρία τηλέφωνά του. Η επιχείρησή του βρισκόταν στην καρδιά  του Λος Άντζελες, στο εικοστό έκτο πάτωµα ενός ουρανοξύστη της 5ης Λεωφόρου. Απ’ το γραφείο του απολάµβανε την πανοραµική θέα της πόλης. Η εταιρεία του ασχολιόταν µε την τροφοδοσία της αµερικανικής αγοράς µε προϊόντα πληροφορικής, υπολογιστών και διαδικτύου, τα οποία εισήγαγε από χώρες της Άπω Ανατολής, κυρίως απ’ την Κίνα. Οι δουλειές πήγαιναν περίφηµα και πρόσφατα είχε εγκαινιάσει τρία ακόµη υποκαταστήµατα στο Ντιτρόιτ, στο Σικάγο και στη Βοστώνη. Τελευταία είχε ανοίξει και εργοστάσιο στην Κίνα, όπου τα ηµεροµίσθια είναι χαµηλά, και έφτιαχνε πρώτες ύλες για microchip devices.     

  Η επιχείρησή του, η Diamonds Electronics, παρόλο που µετρούσε µόνο 8 χρόνια ζωής, πήγαινε περίφηµα και είχε µπει δυναµικά στην αγορά προϊόντων πληροφορικής, απασχολώντας πάνω από 80 άτοµα στην Αµερική, χώρια τους  πωλητές. Το όνοµα της εταιρείας ήταν προς τιµήν της αγαπηµένης του Αλµάζ, που στα αιθιοπικά σηµαίνει διαµάντι.    

...Όταν το ‘σκασε από την Αντίς Αµπέµπα, φτάνοντας στη  Φρανκφούρτη δεν ήξερε πού να πάει. Τελικά αποφάσισε την τελευταία στιγµή, αντί να παραµείνει στην Ιταλία, ν’ αναζητήσει την τύχη  του   στην   Αµερική,   µιας   και  η  κόρη  του  βρισκόταν   σε                             οικοτροφείο του Λος Άντζελες. ∆εν ήξερε τι κατάληξη θα είχε η δικαστική του υπόθεση. Το µόνο που ήθελε ήταν τη γυναίκα του κοντά του το συντοµότερο. Η Αντίς Αµπέµπα γι’ αυτόν δεν ήταν πια η πόλη που αγάπησε τόσο πολύ, αλλά µια κόλαση που έπρεπε να φύγει µακριά της.    

  Απ’ τη Φρανκφούρτη έβγαλε εισιτήριο για Σαν Φρανσίσκο. Κάποιοι φίλοι, που είχαν σπουδάσει εκεί, του είχαν πει ότι το κλίµα του µοιάζει µε εκείνο της Αντίς Αµπέµπα. Τελικά,  κατέληξε στο γειτονικό Φρέσνο της Καλιφόρνια. Εκεί  πέρασε τα πάνδεινα, που περνούν συνήθως οι µετανάστες, και βασανιζόταν για πολύ καιρό προσπαθώντας να ξεπεράσει το θάνατο της Αλµάζ.     

  Τον πρώτο καιρό προσπάθησε να βρει δουλειά που να έχει κάποια σχέση µε τη θέση που κατείχε στην Αιθιοπία, αλλά χωρίς πανεπιστηµιακή µόρφωση και δίπλωµα κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο. Αναγκαστικά, πέρασε από διάφορες δουλειές, µέχρι που τελικά η µοίρα του τον έφερε στο  κατάστηµα  ηλεκτρονικών ενός Εβραίου. Εκεί έµαθε όλα τα µυστικά της δουλειάς και, προπάντων, έκανε γνωριµίες µέσα απ’ τον κύκλο των Εβραίων. Κάτι τέτοιο θα τον βοηθούσε στη µετέπειτα πορεία του. Κάποια στιγµή κατάφερε να γνωριστεί µ’ έναν Εβραίο τραπεζίτη, όταν πήγε να  εγκαταστήσει έναν υπολογιστή στο σπίτι του.     

  Η γνωριµία αυτή επρόκειτο ν’ αλλάξει τη µοίρα του. Ο τραπεζίτης αυτός, αντί για φιλοδώρηµα, του ‘δωσε πολύτιµες συµβουλές για το πώς να συνάψει ένα συµφέρον δάνειο, αν κάποτε σκεπτόταν ν’ ανοίξει τη δική του επιχείρηση και την αξία που έχει να δηµιουργήσει κανείς κάτι για τον εαυτό του.     

  Του είχε τονίσει  ότι µόνο εκείνοι που δεν έχουν αρχίδια και οι τεµπέληδες δουλεύουν για τους άλλους, διότι λουφάζουν στο οκτάωρο και στη σιγουριά. Το χρήµα δεν είναι το παν, διότι πολλοί ξεκίνησαν µε µεγάλα ποσά και βρέθηκαν στο δρόµο. Εκείνο που παίζει κυρίως ρόλο είναι οι ιδέες, η καινοτοµία, το ρίσκο και, προπάντων,  η  σκληρή   δουλειά.  Το   µεγαλύτερο  κεφάλαιο   στον άνθρωπο είναι το µυαλό του.     

  «Αξίζει να ρισκάρεις για να κάνεις τη δική σου δουλειά»,  του είπε. «Αλλιώς, θα καταλήξεις γέρος και συνταξιούχος,  καθισµένος σε µια πολυθρόνα, µπρος στην τηλεόραση, µε µια γάτα στα πόδια σου, ίσως µε δυο- τρία εγγόνια δίπλα σου και θα αναρωτιέσαι τι πέτυχες στη ζωή σου...»    

  »Εσάς τους Ιταλούς το µυαλό σας κόβει, αν και σας αρέσει το γλέντι και οι γυναίκες. Όµως, δουλειά, γκόµενες και γλέντι µαζί δεν πάνε. Πρέπει να δοθείς ψυχή τε και σώµατι σ’ αυτό που κάνεις. Αν δεν προσέξεις την δουλειά σου, σύντοµα αυτή θα σου γυρίσει την πλάτη. Είναι σαν την γκόµενα που, αν δεν την έχεις από κοντά, κάποια στιγµή εκείνη θα πηδηχτεί µε κάποιον άλλον. Έτσι κι εδώ: αν δεν είσαι προσεκτικός, θα σ’ αφήσει η ρέντα. Και χωρίς ρέντα, γάµα τα...      

  »Κάποια στιγµή η τύχη  κτυπάει σ’ όλους την πόρτα. Εσύ τότε πρέπει να την αρπάξεις απ’ τα µαλλιά! Εξάλλου, ο ορισµός της τύχης στη γλώσσα του εµπορίου είναι «η ορθή εκµετάλλευση των περιστάσεων». Εάν τη χρησιµοποιήσεις σωστά, η τύχη δε θα σ’ εγκαταλείψει ποτέ, θα σε ακολουθεί παντού σαν ξελογιασµένη γκόµενα».    

  »Πάντως, αν αποφασίσεις ποτέ να κάνεις τη δική σου δουλειά κι έχεις καµιά καλή ιδέα, πέρνα απ’ το γραφείο µου να συζητήσουµε για δάνειο. Πρέπει, όµως, να µε πείσεις ότι αξίζει να σου το χορηγήσουµε και πως δε θα χάσουµε τα λεφτά µας. Εµείς εδώ δεν είµαστε φιλανθρωπικό ίδρυµα, φαντάζοµαι το ξέρεις. Προσπάθησε, νεαρέ. Αξίζει το ρίσκο. Το µόνο σωστό που είπε εκείνος ο παλιοκοµµουνιστής, ο Μάο, ήταν πως «αν δεν πέσεις στο νερό, δε µαθαίνεις κολύµπι». Αν δε ρισκάρεις, θα παραµείνεις µια µετριότητα».    

  Μετά απ’ αυτά, µπήκε για λίγο στο γραφείο του, επέστρεψε κρατώντας τρεις φακέλους και του είπε: 

- Παρεµπιπτόντως,  τώρα που θα  πας στο κέντρο, ταχυδρόµησέ µου  αυτά τα τρία γράµµατα, σε παρακαλώ. Πάρε και την κάρτα µου, αν ποτέ τη χρειαστείς. Σπάνια το κάνω αυτό. Μπορεί σήµερα να είναι η τυχερή σου µέρα!     

  Ο Στέφανο, φεύγοντας από το σπίτι του τραπεζίτη, τα είχε λίγο χαµένα. Φτάνοντας στο κέντρο της πόλης βρήκε ένα  ταχυδροµικό κιβώτιο και πήγε να ταχυδροµήσει τα γράµµατα. Τότε διαπίστωσε ότι δεν είχαν γραµµατόσηµα! 

- Βρε, τον κωλο-Εβραίο, δε φτάνει που δε µου ‘δωσε φιλοδώρηµα, µε βάζει να του αγοράσω και τα γραµµατόσηµα... Γι’ αυτό, οι πούστηδες, έχουν τόσα χρήµατα. Κάνουν το σκατό τους παξιµάδι, 


ψιθύρισε...     

  Παρ’ όλα αυτά, δεν έπαψε στιγµή να σκέπτεται όσα του ‘πε ο τραπεζίτης. Στεκόταν ιδιαίτερα στις λέξεις «ρίσκο» και «καινοτοµία». Έπρεπε να σκεφτεί κάτι το πρωτοποριακό, που να µην υπάρχει στην περιοχή ή που να καλύπτει τις ανάγκες των κατοίκων.    

  Για το λόγο αυτό ξεκίνησε να ψάχνει πολύ µες στην πόλη, διανύοντας χιλιόµετρα ολόκληρα, ώσπου εντόπισε µια σχετικά φτηνή συνοικία, όπου ζούσαν πολλοί Ιταλοί και  ονοµαζόταν «µικρή Ιταλία». Σ’ εκείνη την περιοχή διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν καταστήµατα ηλεκτρονικών. Συζητώντας µε λαζανάδες ανακάλυψε ότι πολλοί απ’ αυτούς τραβιόνταν σε άλλες περιοχές της πόλης, για ν’ αγοράσουν τα είδη που χρειάζονταν, τα οποία πολλές φορές ήσαν αµφίβολης ποιότητας. Σκέφτηκε πως αν άνοιγε ένα µικρό κατάστηµα ηλεκτρονικών ειδών, που να πουλά εγγυηµένες συσκευές και πρόσφερε, ειδικά στην αρχή, δωρεάν την εγκατάσταση, θα µπορούσε ίσως να τα καταφέρει.     

  ∆ιέθετε ένα µικρό κεφάλαιο µιας και βρισκόταν ήδη πέντε χρόνια στο Φρέσνο και είχε βάλει κάποια χρήµατα στην µπάντα. Το ερώτηµα ήταν γιατί να προτιµήσουν αυτόν, παρά την εξυπηρέτηση που θα προσέφερε, εφόσον οι τιµές του δε θα  διέφεραν από των υπολοίπων καταστηµάτων και επιπλέον, τουλάχιστον στην αρχή, δε θα ήταν σε θέση να πουλά µε δόσεις, σ’ αντίθεση µε τους ανταγωνιστές του. ∆εν έπρεπε να ξεχνά πως «το µεγάλο ψάρι τρώει το µικρό». Έπρεπε να σκεφτεί κάποιον άλλο τρόπο να κάνει επιτυχία...     

  Μια µέρα, ελέγχοντας τιµές, εντόπισε ένα κατάστηµα που πουλούσε κλιµατιστικά είδη γνωστών εταιρειών σχεδόν 40% φτηνότερα απ’ ό,τι η αντιπροσωπεία. Απορηµένος ρώτησε έναν γνωστό του Έλληνα, που εργαζόταν στη Mitchoubishi,  πώς κατάφερναν κι έκαναν τέτοια έκπτωση, κι εκείνος τον πληροφόρησε πως εισήγαγαν από Ταιβάν γνήσια  εµπορεύµατα και µισοτιµής, αλλά χωρίς την εγγύηση της εταιρείας.     

  Η ιδέα τού φάνηκε λαµπρή! Άδεια ο ίδιος για να κάνει εισαγωγές δεν είχε, αλλά, σκέφτηκε ότι, αν το κέρδος είναι µεγάλο, θα µπορούσε να παραγγείλει µέσω του τύπου που έκανε αυτή τη δουλειά. Έτσι, ήρθε σ’ επαφή µε τον  κύριο Κρικοριάν, έναν Αρµένη, και τον έπεισε να συνεργαστούν. Εκείνος δέχτηκε, µε την προϋπόθεση να πληρώνεται προκαταβολικά και τα  υπόλοιπα φίφτι- φίφτι. Αρχικά ο Στέφανο είχε ενδοιασµούς, αλλά ο διαµεσολαβητής Έλληνας φίλος του, ο Γκρεγκ, τον διαβεβαίωσε ότι ο Αρµένης ήταν ντόµπρος τύπος και δεν επρόκειτο να τον ρίξει.     

  Το µόνο πρόβληµα πια ήταν ότι οι αντιπροσωπείες έδιναν εγγύηση για ένα χρόνο. Εκ πείρας γνώριζε πως τουλάχιστον για δυο χρόνια κανένα κοµπιούτερ δε χάλαγε, εκτός και αν ήταν ελαττωµατικό. Το σκέφτηκε και αποφάσισε να δίνει δική του δεκαοχτάµηνη εγγύηση, δήθεν ως αντιπρόσωπος των εταιρειών, παίρνοντας το ρίσκο, αν χάλαγε κάποιο µηχάνηµα, να το επιδιόρθωνε µε δικά του έξοδα.     

  Μ’ αυτά και µ’ αυτά τελικά το αποφάσισε και άνοιξε ένα καταστηµατάκι. Τα κουτσοκατάφερνε στην αρχή, ώσπου σιγά-σιγά απέκτησε την εµπιστοσύνη των πελατών του, αφενός λόγω της καταγωγής του και αφετέρου λόγω των χαµηλών τιµών και της µεγάλης εγγύησης που έδινε, κι άρχισαν να τον υποστηρίζουν οι paesani και οι δουλειές πήγαιναν περίφηµα.    

  Εκ των πραγµάτων, ύστερα από ένα χρόνο,  χρειαζόταν µεγαλύτερο χώρο, πιο εξειδικευµένα προϊόντα, αλλά και µεγαλύτερο κεφάλαιο. Τότε του ‘ρθε στη µνήµη ο τσιγκούνης τραπεζίτης. Το σκέφτηκε πολύ, µέχρι που το πήρε απόφαση και πήγε στην τράπεζα να τον επισκεφθεί.    

  Στην αίθουσα υποδοχής η ρεσεψιονίστ τον ρώτησε τι θα ήθελε. Της είπε ότι ζητά να δει τον κύριο Σάµουελ Λεβύ, τον τραπεζίτη. 

Τον ρώτησε αν είχε κλείσει κάποιο ραντεβού µαζί του. Της απάντησε πως θέλει να συζητήσει µαζί του για  ένα δάνειο. Η απάντηση ήταν κοφτή: 

- Λυπάµαι, αλλά δεν µπορείτε να δείτε τον τραπεζίτη. Για τέτοια ζητήµατα  υπάρχουν άλλα τµήµατα να σας εξυπηρετήσουν. 

- Μα, ο ίδιος µου δήλωσε ότι µπορώ να τον δω, της είπε δείχνοντας την κάρτα που του είχε δώσει ο τραπεζίτης.  

- Μια στιγµή, κύριε. Πώς ονοµάζεστε, παρακαλώ;  

- Μάριο Ρασέττι. 


   Η γραµµατέας κάλεσε το εσωτερικό νούµερο και µίλησε µε τη γραµµατέα του τραπεζίτη. Η απάντηση ήρθε σύντοµα.  

- Σας περιµένει, κύριε. Στον τρίτο όροφο.     

  Ο τραπεζίτης χωµένος στα χαρτιά του τού ‘ριξε µια γρήγορη µατιά και του ‘πε: 

- Κάθισε και σε λίγο θα ‘µαι µαζί σου.     

 Ύστερα από λίγα λεπτά, αφού ζήτησε απ’ τη γραµµατέα του να τους φέρει δυο καφέδες, µπήκε αµέσως στο θέµα.  

- Βλέπω, νεαρέ µου, πως ήρθες να µε δεις συντοµότερα απ’  ό, τι περίµενα. 

- Κύριε τραπεζίτη, µου είχατε πει πως αν ποτέ χρειαζόµουν δάνειο, να έρθω να σας βρω. Αν, βέβαια, πληρώ τις προϋποθέσεις, συµπλήρωσε αµήχανα.  

-Λοιπόν, τις πληροίς;    

  Ο Στέφανο άρχισε να εξιστορεί όσα είχαν σχέση µε τη δουλειά του και την πορεία της. Ο Εβραίος τον άκουγε προσεκτικά, χωρίς να  τον  διακόπτει. 

- Εντυπωσιάστηκα µ’ αυτά που πέτυχες, νεαρέ µου, του είπε. ∆εν κρύβω πως για τους τρόπους σου, σε συµπάθησα από την πρώτη στιγµή και θέλησα να σε βάλω σε δοκιµασία. Όταν ήρθες σπίτι µου και τελείωσες τη δουλειά σου, επίτηδες δε  σου ‘δωσα φιλοδώρηµα, για να δω πώς θ’ αντιδράσεις. Θα µπορούσες να µου πεις «Κύριε, κάτι ξεχάσατε» ή «Θέλετε να περιµένω λίγο;» ή τέλος πάντων κάτι τέτοια πούστικα, που εµένα δε µ’ αρέσουν. Εσύ, όµως, προτίµησες τον άλλο τρόπο,  τον αξιοπρεπή: δεν είπες τίποτα. Επίσης, σου ‘δωσα τρία γράµµατα χωρίς γραµµατόσηµα. Κι αυτή τη φορά, από ευγένεια, απέφυγες να µου το επισηµάνεις. Εκτός κι αν δεν το πρόσεξες! Σ’ αυτή την περίπτωση θα µε κάνεις ν’ αλλάξω γνώµη, διότι πάντα πρέπει να ελέγχεις ό, τι παίρνεις στα χέρια σου. Αυτός είναι βασικός κανόνας.  

- Το πρόσεξα, κύριε.  

- Τέλος, δεν πέταξες απ’ την αγανάκτησή σου τους τρεις φακέλους που σου ‘δωσα, διότι τους έλαβα πίσω. Είχα βάλει  τη δική µου διεύθυνση ως παραλήπτη. Ηθικό δίδαγµα; Μερικές φορές στη ζωή πρέπει ν’ αντιδράς  θετικά ακόµη κι όταν σε αδικούν. Μπορεί έτσι να χάσεις µια συναλλαγή, αλλά µε τη συµπεριφορά σου να κερδίσεις µια µεγαλύτερη. Κι αυτό εσύ το πέτυχες µε το να σου χορηγήσω το δάνειο.  

- Ευχαριστώ για όλα, κύριε. Προπάντων για όσα µου µάθατε. Χωρίς εσάς, ίσως δεν τα κατάφερνα. Σας χρωστώ τόσο  πολλά.  

- ∆ε µου χρωστάς τίποτα. Κανείς δε χρωστάει κανενός. Μόνο στο Θεό χρωστάµε τη ζωή που µας έδωσε και κάποια µέρα θα του την παραδώσουµε πίσω. Είναι το µόνο γραµµάτιο το οποίο πάντοτε εξοφλείται...    

  Στη συνέχεια συζητήσανε για διάφορα τεχνικά θέµατα και,  τελικά, του ενέκρινε ποσό διπλάσιο απ’ ό, τι του είχε ζητήσει.   

 Όταν σηκώθηκε να φύγει ο Στέφανο, ο τραπεζίτης τον κάλεσε πίσω και του ‘δωσε ένα φάκελο. - Αυτό στο χρωστάω απ’ τη βίζιτα σου σπίτι µου.     

  Μόλις βγήκε έξω το άνοιξε. Είχε µέσα είκοσι δολάρια! 

«Παράξενος γέρος, αλλά τόσο σοφός», αναλογίστηκε. «Μόνο που όλα στη ζωή τα µετράει σε δολάρια...».     

  Με αυτόν τον τρόπο µπόρεσε ο Στέφανο να κάνει ένα εντυπωσιακό ξεκίνηµα, ανοίγοντας ένα µεγάλο κατάστηµα στην Annadal Avenue, στο Φρέσνο. Η µια δουλειά έφερε την άλλη, µέχρι που επέκτεινε τις δραστηριότητές του και άρχισε σύντοµα να κάνει κι ο ίδιος µεγάλες εισαγωγές. Κατάλαβε ότι το µέλλον βρισκόταν στα προϊόντα πληροφορικής κι εκεί έριξε όλο του το βάρος. Αρχικά µετέφερε τις επιχειρήσεις του στο Λος Άντζελες και πρόσφατα εγκαινίασε ένα εργοστάσιο στην Κίνα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. 

 

   Ξαφνικά χτύπησε το προσωπικό κινητό του, που το γνώριζαν πολύ λίγοι. Κοίταξε τον αριθµό. Ήταν η κόρη του. Τα µάτια του έλαµψαν. 

- Καλώς το µωρό µου! Τι µού κάνεις; Πώς πήγαν οι εξετάσεις σου στο πανεπιστήµιο;  

- Περίφηµα, µπαµπά µου! Πήρα το διδακτορικό µου! Είµαι Juris Doctor και µε τη βούλα.  

- Είµαι τόσο χαρούµενος που τ’ ακούω. Ποτέ δεν αµφέβαλα πως θα τα καταφέρεις. Πότε θα έρθεις από ‘δω να το γιορτάσουµε; Αν ζούσε η µάνα σου, θα ήταν τόσο περήφανη για ‘σένα. Αλλά µη φοβάσαι, σίγουρα θα σε καµαρώνει από ψηλά.  

- Τη σκέφτηκα πολλές φορές κατά τη διάρκεια των εξετάσεων.  

- ∆εν µου ‘πες, πότε θα έρθεις;  

- Μόλις τακτοποιήσω ορισµένα πράγµατα και µόνο αν µου υποσχεθείς ότι θα µ’ αφήσεις να ταξιδέψω στην Αντίς Αµπέµπα. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και νοµίζω πως δεν κινδυνεύω πια. Επιπλέον, είµαι άξια να υπερασπιστώ τον εαυτό µου, γιατί µην ξεχνάς ότι είµαι νοµικός. Θέλω να επισκεφτώ τον τάφο της µάνας µου και τον τόπο που γεννήθηκα. Στο ζητάω ως δώρο. 

- Έλα  πρώτα  από ‘δω  και θα  το  συζητήσουµε.  Ανυποµονώ να  σε σφίξω στην αγκαλιά µου.     

   Όταν έκλεισε το κινητό, η συγκίνηση και τα τελευταία της  λόγια τον έκαναν να τρέµει ολόκληρος. Η κορούλα του, µετά το πτυχίο της στη νοµική επιστήµη, που πήρε cum laude( µε έπαινο) απ’ το πανεπιστήµιο του Yale, τώρα έγινε και διδάκτωρ! Πόσο µεγάλωσε... Αλλά πώς θα µπορούσε να την αφήσει να πάει στην Αντίς Αµπέµπα, τη στιγµή που βρισκόταν εκεί ο Αµεντέο; Ποιος του εγγυόταν πως δε θα επιχειρούσε να της κάνει κακό, µιας και προφανώς είχε βάλει στόχο ολόκληρη την οικογένειά του;     

  Η Ουολέτου, µε την οποία επικοινωνούσε τακτικά, τον είχε πληροφορήσει ότι το κέντρο πήγαινε για κλείσιµο, τα οικονοµικά του ήταν χάλια κι ο ίδιος είχε γίνει πιο αδίστακτος από ποτέ. Έτσι επικίνδυνος που ήταν και γνωρίζοντας πως η Έλενα ήξερε ποιος είχε δολοφονήσει τη µάνα της, ο Στέφανο έπρεπε µε κάθε τρόπο να αποτρέψει αυτή τη συνάντηση. Φοβόταν για την κόρη του, γιατί ήξερε πως ήταν πεισµατάρα, όπως αυτός και είχε ήδη πάρει την απόφαση της να ταξιδέψει στην Αιθιοπία.     

  Αφού κάθισε σκεφτικός για λίγες στιγµές, τράβηξε απ’ το συρτάρι του γραφείου του ένα απόκοµµα µιας παλιάς, φτηνής φυλλάδας, στο οποίο αναγραφόταν η διεύθυνση ενός Κινέζου γραφολόγου, που είχε την ικανότητα να πλαστογραφεί τέλεια το γραφικό χαρακτήρα οποιουδήποτε ανθρώπου, σε οποιαδήποτε γλώσσα. Από καιρό είχε καταστρώσει ένα σχέδιο και ήρθε η ώρα να το θέσει σε εφαρµογή. Σχηµάτισε τον αριθµό τηλεφώνου που έβλεπε στο απόκοµµα. Ύστερα από λίγο, κάποιος το σήκωσε.   

- Εµπρός; Ο κύριος Γιο Γιο Μα;  

- Ο ίδιος, παρακαλώ. 

- Πότε µπορώ να σας συναντήσω; Ονοµάζοµαι  Τεντ Μπράουν και µένω στο Σαν Φρανσίσκο. ∆ιάβασα για τις υπηρεσίες που προσφέρετε στην τοπική εφηµερίδα που εκδίδει η κινέζικη παροικία.    

- Ω, µα τότε πρέπει να είναι παλιά εφηµερίδα. Έχω διακόψει τη δηµοσίευση  αγγελιών  εδώ  και καιρό.  Μισό  λεπτό να  κοιτάξω το πρόγραµµά µου... Σας βολεύει την επόµενη εβδοµάδα, την Πέµπτη;  

- Θα προτιµούσα αυτήν την Πέµπτη, µεθαύριο.  

- ∆υστυχώς, δεν µπορώ, εκτός κι αν είσαστε διατεθειµένος να πληρώσετε 50% παραπάνω. 

- Οκ, σύµφωνοι. Ποια ώρα µπορείτε;   

- Όποια ώρα θέλετε, µετά τις 9 το πρωί.  

- Θα ‘µαι εκεί στις 10. Πείτε µου, παρακαλώ, πόσο χρεώνετε τη ζηµιά; 

- Εξαρτάται απ’ το κείµενο και το περιεχόµενο του. 

- Εντάξει, τότε, θα τα πούµε από κοντά.     

  Βυθίστηκε στην πολυθρόνα του κι άναψε ένα τσιγάρο. «Τι να σου κάνουν τα λεφτά όλου του κόσµου, αν δεν έχεις ψυχική ηρεµία;», αναρωτήθηκε. Ευτυχώς µετά από λίγο τον απορρόφησε η δουλειά και ξαναβρήκε το ρυθµό του και την ηρεµία του.    

  Την Πέµπτη το πρωί ξεκίνησε µε το αµάξι του κατά της εννέα και µισή απ’ το σπίτι του, στο Μπέβερλυ Χιλς, και κατευθύνθηκε προς China Τown. Η απόσταση ήταν σχεδόν εβδοµήντα χιλιόµετρα και υπολόγιζε να φτάσει εκεί σε σαράντα πέντε λεπτά. Πήρε τη λεωφόρο 101, πέρασε την Cesar Chavez και κατευθύνθηκε προς την China Τown. Με τη βοήθεια του GPS, έστριψε σ’ ένα στενό στη Νorth Βroadway, όπου και βρισκόταν το γραφείο του Κινέζου. ∆υσκολεύτηκε να εντοπίσει την είσοδο του σπιτιού, διότι ήταν ακριβώς πάνω από ένα κινέζικο εστιατόριο και δε φαινόταν απ’ το δρόµο.    

  Χτύπησε το κουδούνι και του άνοιξε µία χλωµή Κινέζα, που  έµοιαζε να πάσχει από εντερικά προβλήµατα. Ζήτησε να µάθει τ’ όνοµά του και κοίταξε τη λίστα µε τα ραντεβού. Κατόπιν, τον οδήγησε σ’ ένα µικρό δωµάτιο, του είπε να περιµένει και έκλεισε πίσω της την πόρτα, προφανώς για να µη δει τον πελάτη που εξυπηρετούσε πριν απ’ αυτόν ο Κινέζος.    

  Όταν έµεινε µόνος, πλησίασε το µικρό παράθυρο του δωµατίου, που έβλεπε στην πίσω µεριά του κτηρίου, κι έριξε  µια  µατιά.  Είδε ένα κατάστηµα µε παιχνίδια και µερικούς τουρίστες να τραβάνε φωτογραφίες. Μετά από πέντε λεπτά η πόρτα άνοιξε και εµφανίστηκε ξανά η Κινέζα, η οποία του ζήτησε να την ακολουθήσει. Πέρασαν από ένα σκοτεινό διάδροµο µε βιβλία στοιβαγµένα σε ράφια, που θύµιζε αποθήκη, και στο τέλος του βρισκόταν το γραφείο του Κινέζου.     

  Μέσα απ’ αυτό το γραφείο βγήκε ένας τύπος γύρω στα εξήντα, που σίγουρα δεν έµοιαζε µε Γάλλο, µ’ ένα µυτερό µούσι. Έκλεισε πίσω του την πόρτα και του πρόσφερε ένα τσάι από µια κινέζικη πορσελάνινη τσαγιέρα. 

- Είναι κινέζικο τσάι, κάνει καλό στην υγεία, του είπε. Σας το συνιστώ. Ο κύριος Μπράουν, λοιπόν; τον ρώτησε. 

- Ο ίδιος, απάντησε ο Στέφανο. 

- Είχατε καλό ταξίδι;  Ήρθατε µε αµάξι;     

 «Ξύπνιος ο τύπος», αναλογίστηκε ο Στέφανο. «Θέλει να µάθει αν όντως ήρθα απ’ το Σαν Φρανσίσκο». 

- Ε, όχι βέβαια, του απάντησε. Αν έπαιρνα το αµάξι µου, θα έπρεπε να ξεκινήσω απ’ τα βαθιά χαράµατα. Μην ξεχνάτε ότι η  απόσταση απ’ το Φρίσκο είναι πεντακόσια ογδόντα µίλια και θα χρειαζόµουν τουλάχιστον επτά ώρες οδήγηση. Ήρθα µε το αεροπλάνο.  

- Βέβαια, βέβαια, απάντησε ο κινέζος. Γερνάω, βλέπετε, και αρχίζω να ξεχνάω τις αποστάσεις. Πείτε µου, πώς µπορώ να σας βοηθήσω; 

- Θα ήθελα πρώτον να αντιγράψετε αυτά τα δύο κείµενα, που ανήκουν σε δυο διαφορετικούς ανθρώπους. Θέλω να ξεκινήσετε από το αγγλικό. Ύστερα, απ’ το άλλο κείµενο, θα πάρετε δείγµα γραφής του συντάκτη του και θα γράψετε ένα καινούργιο κείµενο, µιµούµενος το γραφικό του χαρακτήρα, σε αυτήν εδώ τη λευκή κόλα. Μπορείτε να το κάνετε; Και πείτε µου πόσο θα κοστίσουν.      

  Ο Κινέζος διάβασε το ένα κείµενο, που ήταν στα αγγλικά και έριξε µια µατιά στο άλλο, που ήταν γραµµένο στα  ιταλικά.  

- Είναι γραµµένο στα ισπανικά; τον ρώτησε.   

- Ναι, του απάντησε ο Στέφανο.   

  Ο Κινέζος έβαλε και τα δυο κείµενα κάτω από ένα µεγεθυντικό φακό και τα εξέτασε σχολαστικά. Μετά από λίγο κατέληξε. 

- Για το κείµενο στ’ αγγλικά θα πληρώσετε 1.000 δολάρια. Για το άλλο, που είναι γραµµένο στα ισπανικά, θα πληρώσετε 2.000 δολάρια, διότι χρεώνω το διπλάσιο ποσό, όταν δεν καταλαβαίνω τι γράφει και, δυστυχώς για σας, δε γνωρίζω ισπανικά. Έχουµε και λέµε... 3.000 δολάρια, συν 50%, όπως συµφωνήσαµε, για το επείγον του ραντεβού, σύνολον 4.500 δολάρια. Ελπίζω να έχετε τόσα λεφτά µαζί σας, διότι δέχοµαι µόνο τις µετρητοίς. Αν δεν έχετε, παρακάτω στη γωνία υπάρχει µια τράπεζα, όπου µπορείτε να κάνετε ανάληψη µε την πιστωτική σας κάρτα.     

  Του Στέφανο του ανέβηκε το αίµα στο κεφάλι! Ευχαρίστως θα του ‘ριχνε µια µπουνιά αυτή τη στιγµή ανάµεσα στα σχιστά του µάτια. «Παλιοκλέφτη», είπε στα  ιταλικά. 

- Είπατε τίποτα; τον ρώτησε ο Κινέζος.  

- Όχι, τίποτα, µουρµούρισε. Ένα επιφώνηµα έβγαλα, διότι σας βρίσκω λίγο ακριβό. Ας το κάνουµε 4.000 δολάρια.  

- Λυπάµαι πολύ, αλλά δεν κάνω παζάρια.  

- Εντάξει, τότε. Έχω τα χρήµατα µαζί. Προχωρήστε. 

- Θα πάρει τουλάχιστον τρία τέταρτα, διότι πρέπει να διαλέγω έναένα τα γράµµατα απ’ το ισπανικό κείµενο και να τα µεταγράφω στο καινούργιο, σε µια γλώσσα που δε γνωρίζω. Θέλετε να πάτε µια βόλτα και να γυρίσετε πίσω σε σαράντα πέντε λεπτά περίπου;  

- Όχι, ευχαριστώ. Προτιµώ να περιµένω εδώ. Βλέπω ότι στη βιβλιοθήκη σας έχετε ωραία βιβλία στ’ αγγλικά. Να, σαν αυτό του Τένεσσυ Ουίλιαµς. Θα διαβάζω, όσο θα δουλεύετε.  

- Όπως θέλετε. Εµένα µου επιτρέπετε τώρα...    

  Το βλέµµα του Στέφανο έπεσε σε µια επιγραφή πίσω απ’ το γραφείο του Κινέζου, που έγραφε ένα ρητό του Κοµφούκιου: «Ο σοφός άνθρωπος δεν αµφιβάλλει, ο τέλειος δεν ανησυχεί, ο γενναίος δε φοβάται».                                                    

  Ο Στέφανο διάλεξε ένα βιβλίο του Τένεσσυ Ουίλιαµς το  «Καµίνο  Ρεάλ». Γύρισε την πλάτη του στον Κινέζο και προσποιήθηκε ότι διάβαζε. Στην πραγµατικότητα  είχε βάλει στη µέση του βιβλίου το κινητό του και έβλεπε τα µηνύµατα που είχε λάβει το πρωί, τσεκάροντας τα οικονοµικά νέα. Εν τω µεταξύ νεκρική σιγή επικρατούσε στο δωµάτιο, που τη διέκοπτε ο ήχος των δεικτών του µεγάλου ρολογιού, που ήταν κρεµασµένο στον  τοίχο, πάνω απ’ το γραφείο του Κινέζου. Μετά από 40 λεπτά, τον άκουσε να λέει:   

- Συγγνώµη που διακόπτω την ανάγνωση του βιβλίου, αλλά είµαι έτοιµος. Ξέρω ότι, όταν διαβάζεις Τένεσσυ Ουίλαµς, δε θέλεις να σταµατήσεις. Μπορείτε, όµως, να πάρετε το βιβλίο µαζί σας φεύγοντας και να το απολαύσετε µε την ησυχία σας. Είναι δώρο από µένα.  

- Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Γιο Γιο Μα. Μπορώ να έχω τα κείµενα;  

- Μου δίνετε τα χρήµατα πρώτα;    «Βρε, το σχιστοµάτη, τα παίζει όλα µε τους δικούς του όρους. Παριστάνει και τον γενναιόδωρο µε το βιβλίο!», σκέφτηκε ο Στέφανο.    

  Έβγαλε από την τσέπη του ένα µάτσο χαρτονοµίσµατα, του µέτρησε 4.500 δολάρια και ο Κινέζος τα ξαναµέτρησε ένα-ένα, αφού πρώτα τα πέρασε απ’ το µηχανάκι, για να βεβαιωθεί ότι είναι γνήσια.   

- Ορίστε τα δύο καινούργια κείµενα, και τα τρία τα δικά σας. Ελπίζω να µείνατε ικανοποιηµένος.      

  Ο Μάριο έλεγξε αρχικά το πρώτο κείµενο που είχε γράψει ο παραχαράκτης και που το πρότυπό του το είχε συντάξει ο ίδιος και δεν πίστευε στα µάτια του! Ήταν ολόιδιο! Η µόνη διαφορά βρισκόταν στο χρώµα του χαρτιού. Ο Στέφανο επίτηδες του ‘δωσε ν’ αντιγράψει κάτι που είχε συντάξει ο ίδιος, για να σιγουρευτεί σχετικά µε την οµοιότητα των κειµένων. Ακολούθως, πήρε το άλλο κείµενο, το γραµµένο  στα ιταλικά, και το σύγκρινε µε τη γραφή του Αµεντέο. Η οµοιότητα  κι εδώ  ήταν  συγκλονιστική.  Ακόµη  κι  ο  καλύτερος  γραφολόγος δε θα ανακάλυπτε την πλαστογράφηση. Του το είπε. 

- Ευχαριστώ! Κάνατε εξαιρετική δουλειά οµολογουµένως. Μπορείτε να µου καλέσετε ένα ταξί; Αλλά, καλύτερα όχι. Μιας και βρίσκοµαι στην China Town ευκαιρία είναι να περπατήσω λίγο και να γνωρίσω τη συνοικία σας.  

- Παρακαλώ, κύριε Αµεντέο... Ε, µε συγχωρείτε... Εννοώ, κύριε Μπράουν. Μπέρδεψα τ’ όνοµά σας µε το όνοµα του κειµένου. Κακό πράγµα να γερνάει κανείς.    Ο Στέφανο ταράχτηκε λίγο, αλλά δεν το έδειξε. Τουναντίον,  χαµογέλασε και του ‘πε:  

- Αυτό φανερώνει την αφοσίωση στη δουλειά σας. Είµαι ψυχολόγος και το γνωρίζω. Ο ακριβής όρος είναι Dissociative Identity Disorder, αλλά µην ανησυχείτε, στην περίπτωσή σας είναι παροδικό. Σας εύχοµαι να έχετε µια καλή µέρα. 

- Επίσης, καλή σας µέρα, ντόκτορ Μπράουν. Μόνο να έχετε το νου σας στο δρόµο, διότι στην περιοχή κυκλοφορούν πολλοί πορτοφολάδες.    

  «Τι να µου κλέψουν; Σάµπως µ’ άφησες και τίποτα;», αναλογίστηκε ο Στέφανο.    

  Βγαίνοντας από το γραφείο του Κινέζου, τα πάντα του φαίνονταν... κινέζικα. Η αµφιβολία τον βασάνιζε. «Λες να γνώριζε ιταλικά ο γέρος και να µου το ‘κρυψε; Μπα, δεν το  πιστεύω, διότι σ’ αυτή την περίπτωση θα µε αποκαλούσε Στέφανο και όχι Αµεντέο. Τέλος πάντων...».    

  Περπάτησε  για καµιά πενηνταριά µέτρα  κι ύστερα έστριψε αριστερά, στο παράλληλο δροµάκι, όπου είχε παρκάρει το αµάξι του. Έβαλε µπρος τη µηχανή και ξεκίνησε για να µπει στην κεντρική λεωφόρο. Για κακή του τύχη, ο δρόµος ήταν κλειστός «λόγω έργων». «Shit!», αναφώνησε. Έκανε επί τόπου στροφή και γύρισε πίσω. Φτάνοντας στο σηµείο απ’  όπου µπήκε, είδε µια ταµπέλα που έλεγε «στροφή µόνο δεξιά». Αναγκαστικά, βρέθηκε ξανά  στο δρόµο µπροστά απ’ το γραφείο του Κινέζου. Προσπάθησε να φύγει όσο πιο γρήγορα, αλλά  ένα προπορευόµενο φορτηγάκι ξεφόρτωνε και είχε κλείσει κάθε έξοδο. Κρύος ιδρώτας τον  έπιασε. «Έχει γούστο...», σκέφτηκε. Απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου του έριξε µια µατιά προς το γραφείο του Κινέζου και τον είδε να στέκεται δίπλα στην τραβηγµένη κουρτίνα και να του χαµογέλα... 


 

 Κεφάλαιο δέκατο έκτο 

 

 

    Φτάνοντας στο γραφείο του ο Στέφανο, κάλεσε ο ίδιος  προσωπικά το γραφείο της Ethiopian Airlines και ζήτησε  πληροφορίες για τις πτήσεις προς Αντίς Αµπέµπα. Τον ενηµέρωσαν ότι υπήρχε µία πτήση, που αναχωρούσε από Λος Άντζελες στις έξι και µισή το πρωί του Σαββάτου και µία ακόµη την Τετάρτη, ίδια ώρα. 

- Κλείστε µου µια διακεκριµένη θέση µε την πτήση του  Σαββάτου, παρακαλώ. Πότε είναι η πρώτη διαθέσιµη πτήση επιστροφής µετά το Σάββατο; 

- Την Τρίτη, στις επτά και µισή το πρωί. 

- Ωραία. Κάντε µου µια κράτηση σ’ αυτήν την πτήση.     

  Είχε σχεδόν δυο µέρες στη διάθεσή του για να τακτοποιήσει ορισµένες υποθέσεις, πριν το µεγάλο ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα. Το σχέδιο, που µελετούσε εδώ και τόσο καιρό, επιτέλους θα έµπαινε σε εφαρµογή.      

  Το απόγευµα της Παρασκευής ο Στέφανο καθισµένος στην  τσέστερφιλντ δερµάτινη πολυθρόνα στο γραφείο του σπιτιού  του, µπρος στην τηλεόραση, προσπαθούσε µάταια να σκοτώσει την ώρα του. Αδύνατον. Ο νους του έτρεχε στο ταξίδι που θα ‘κανε. Το µεγαλύτερο ίσως σε σηµασία ταξίδι της ζωής του.    

  Έκλεισε την τηλεόραση, έριξε µια µατιά στη µεγάλη δισκοθήκη του και διάλεξε έναν δίσκο. Η κλασική µουσική ήταν εκείνη που τον ηρεµούσε. Σε λίγο η µελωδία του αντατζέτο από την Πέµπτη Συµφωνία του Μάλερ πληµµύρισε το δωµάτιο. Έριξε µια µατιά στο ρολόι του. Ήταν ακόµη εφτά. Άκουσε τον µπάτλερ να κτυπάει την πόρτα του γραφείου.  

- Πέρασε, Τζώρτζ.  

- Φεύγω, κύριε Μάριο. Χρειάζεστε τίποτε άλλο; 

- Όχι, σ’ ευχαριστώ. Ξέχασα να σου πω ότι θα λείψω για τρεις µέρες.  Έχω κάτι δουλειές, καταλαβαίνεις, και δεν πιστεύω να επιστρέψω πριν απ’ την Πέµπτη. Ευκαιρία να ξεκουραστείς και εσύ λίγο, ε;    

  Φεύγοντας ο µπάτλερ ο Στέφανο έβαλε στο πικάπ το δίσκο µε την 

αγαπηµένη του άρια «O soave fancciula» απ’ την  όπερα «Μποέµ», µε τον αγαπηµένο του τενόρο Κάρλο Μπεργκόντζι και τη σοπράνο Ρενάτα Τεµπάλντι κι άρχισε να τραγουδάει µαζί τους. Είχε φωνή τενόρου, κληρονοµιά απ’  τον πατέρα του. Θυµήθηκε πως µ’ έναν Έλληνα φίλο του στην Αντίς Αµπέµπα, Τζίµη τον έλεγαν, προσπαθούσαν, έτσι για πλάκα, νεαροί τότε, να κρατήσουν την τελευταία κορώνα  της άριας, χωρίς επιτυχία. Ο Μπεργκόντζι, όµως, τραγουδούσε σα Θεός. Ήταν ο καλύτερος Ροντόλφο. Τενόρος σπίντο, µε τέλεια, κρουστή φωνή. Τι λεγκάτο και, προπάντων, τι τέλεια κορώνα!    

  Κατά τις εννιά το βράδυ έφτιαξε ένα σάντουιτς να φάει, αλλά το παράτησε σχεδόν άθικτο. ∆εν είχε όρεξη για φαγητό. Απ’ το πρωί είχε καπνίσει πάνω από ένα πακέτο τσιγάρα. Πήγε στο µπάνιο και µπήκε στη µπανιέρα µε το καυτό νερό για να ηρεµήσει. Έµεινε µέσα στο νερό σχεδόν µισή ώρα. Μετά ξυρίστηκε και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη.     

  Είχε αφήσει µουστάκι, ειδικά για το ταξίδι κι έδειχνε  διαφορετικός. Φορώντας και τα γυαλιά ηλίου δε θα τον αναγνώριζε κανένας. Άσε που πια κόντευε τα 53 και τα µαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Καλογυµνασµένος, ψηλός, µε αδρά χαρακτηριστικά, ήταν ο άνδρας που γοήτευε τις γυναίκες. Το καταλάβαινε απ’ τον τρόπο που τον κοιτούσαν. Φόρεσε το αγαπηµένο του άρωµα, Gucci Pour Home, και φρεσκαρίστηκε. Έβγαλε απ’ το συρτάρι του γραφείου του το αµερικάνικο διαβατήριό του και του ‘ριξε µια µατιά.     

  Μάριο Ρασεττι. Ολόκληρο το όνοµά του ήταν Στέφανο Μάριο ντι Ρασέττι. Έτσι αναγραφόταν στο ιταλικό του διαβατήριο. Στην Αντίς Αµπέµπα, βέβαια, τον γνώριζαν ως Στέφανο. Πολλοί λίγοι και ως ντι Ρασέττι.                                                    

  Η ώρα έφτασε εννέα και µισή. Κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού, πέρασε µπροστά απ’ την πισίνα και προχώρησε για το γκαράζ. Απ’ τα τρία αµάξια του διάλεξε την  άσπρη Κάντιλακ, όπου είχε ήδη αφήσει το σακβουαγιάζ του για το ταξίδι, µαζί µε τ’ αεροπορικά  εισιτήρια και το νεσεσέρ µε τα ξυριστικά είδη.  Έβαλε µπρος τη µηχανή, πάτησε γκάζι  και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο 

Μπέβερλυ Χιλς. 


Κεφάλαιο  ∆έκατο Έβδοµο  

 

   Το πρωί αισθάνθηκε ένα κούνηµα στον ώµο. Ήταν η ιπταµένη, που του χαµογελούσε.  

- Φαίνεται ήσασταν κουρασµένος. Ελπίζω να κοιµηθήκατε καλά. Σε λίγο θα σερβίρουµε brunch. Ελπίζω αυτή τη φορά να φάτε.  

- Γεια σου, Αλµάζ. Μου επιτρέπεις να σε φωνάζω µε το όνοµα σου;  - Βεβαίως, κύριε.  

- Αυτή τη φορά δε θ’ αφήσω τίποτε. Πεινάω σα λύκος.    

 Λόγω της διαφοράς ώρας, σερβίρανε ανάµεικτο πρωινό  µε µεσηµεριανό: αυγά ποσέ µε λουκάνικα, µπέικον και µανιτάρια και τοστ µε βούτυρο και µαρµελάδα. Εν συνεχεία, χοιρινές κοτολέτες µε σος bourbon peach, ροδέλες από κοµπόστα ροδάκινο και πράσινα σπαράγγια γαρνιτούρα. Το µενού ολοκληρώθηκε µε peach melba κι όλα αυτά  συνοδευόµενα από ένα µπουκαλάκι µπεζολέ νουβώ.  

- Τι θα θέλατε µετά το φαγητό σας; Καφέ ή τσάι;     

  Ήπιε δυο φλιτζάνια καφέ και ένα ποτήρι κονιάκ Remi Martin και αναζωογονήθηκε. Φόρεσε τ’ ακουστικά του  καθίσµατος και διάλεξε ένα σταθµό µε τζαζ µουσική. Το πιάνο του Count Bessie στο τραγούδι «April in Paris» ήταν το πλέον κατάλληλο για να τον ηρεµήσει.     

  Έριξε µια µατιά στο ρολόι του και κοίταξε το µόνιτορ πάνω απ’ τα καθίσµατα.  Έδειχνε ώρα Λος Άντζελες. ∆ιόρθωσε το ρολόι του και το ‘βαλε να δείχνει 10 ώρες µπροστά, ώρα Αιθιοπίας.     

  Μπήκε στην τουαλέτα και φρεσκαρίστηκε. Το αεροπλάνο πετούσε ήδη πάνω απ’ την Αγγλία. Έβλεπε την πορεία του αεροσκάφους στο µόνιτορ. «Ακόµη οκτώ µαρτυρικές ώρες,  αναλογίστηκε, και φθάνουµε στην Αντίς Αµπέµπα».     

  Στις εννέα το πρωί της Κυριακής, ύστερα από ένα κοπιαστικό ταξίδι, το Μπόινγκ 767-300 της Ethiopian Airlines προσγειωνόταν στο Μπόλε, το διεθνές αεροδρόµιο της Αντίς Αµπέµπα.                                               

   «Αυτό ήταν. Τέρµα τα δίφραγκα», είπε µέσα του ο Στέφανο.     Αποχαιρέτησε την Αλµάζ δίνοντάς της ένα φιλοδώρηµα εκατό δολαρίων. 

- Στο επανιδείν. Ευχαριστώ για όλα. ∆εν ξέρεις  καµιά φορά, µπορεί και να ξανασυναντηθούµε, της είπε.    

  Κατέβηκε τη σκάλα του αεροπλάνου και µαζί µε τους υπόλοιπους επιβάτες πέρασε απ’ τον έλεγχο των διαβατηρίων. Ήταν λιγότερο νευρικός απ’ ό,τι περίµενε. Όλα κυλούσαν οµαλά. Ταράχτηκε λίγο µόνο, όταν ο υπάλληλος στον έλεγχο  κοιτάζοντας την κάρτα εισόδου, τον ρώτησε: - Βλέπω έχετε γεννηθεί στην Αντίς Αµπέµπα. Μιλάτε αιθιοπικά; 

- Όχι! ∆υστυχώς, έφυγα µε τους γονείς µου, όταν ήµουν πολύ µικρός, του απάντησε.     Ο υπάλληλος χαµογέλασε.  

- Χαρά µας που σας έχουµε ξανά στη χώρα µας, έστω και για  λίγο.     Κοιτάζοντας  τριγύρω του ο Στέφανο παραδόξως δεν αισθάνθηκε καµιά ιδιαίτερη συγκίνηση που πατούσε το πόδι του µετά από τόσα  χρόνια στον τόπο που γεννήθηκε. Οι αναµνήσεις απ’ τις µαρτυρικές µέρες της φυλακής και την απόδρασή του τον έκαναν να νιώσει ένα διαπεραστικό ρίγος σ’ ολόκληρο το κορµί του. Αντί για νοσταλγία ένιωσε µίσος και αποστροφή.    

  Έριξε γύρω του ένα βλέµµα. Σαν να είχε σταµατήσει ο χρόνος. Έβλεπε τα ίδια ράθυµα βήµατα των αχθοφόρων, την  ίδια καχυποψία των τελωνιακών υπαλλήλων, το ίδιο βλοσυρό ύφος των αστυνοµικών, το γεµάτο αυταρχισµό λες και βαστούσαν τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια. Τους είχε γνωρίσει καλά, όσο καιρό ήταν στη φυλακή. Σκέτα καθάρµατα, βουτηγµένα στην ασυδοσία και στην κλεψιά.    

  Πέρασε απ’ τον έλεγχο των αποσκευών κρατώντας το σακβουαγιάζ του. Από ‘κει πήγε στο τραπεζικό κατάστηµα του αεροδροµίου και έκανε χίλια δολάρια συνάλλαγµα. Του ‘δωσαν δέκα  χιλιάδες  µπίρρ. «Τόσα  χρήµατα  φτάνουν  να  θρέψουν  πέντε                                         οικογένειες για δυο µήνες», σκέφτηκε. Ακριβώς απέναντι είδε δύο εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων, τη Hertz και την Avis. Νοίκιασε απ’ την Avis ένα µικρό αυτοκίνητο, για να κινείται πιο ελεύθερα, χωρίς να τραβά την προσοχή και πλήρωσε µε µετρητά.  

- Πόσο καιρό θα κρατήσετε το αυτοκίνητο, κύριε Ρασέττι;  τον ρώτησε ο υπάλληλος.  

- Θα το επιστρέψω αύριο το πρωί, στις πέντε και µισή.  

- Μόνο για µία µέρα, λοιπόν; τον ρώτησε ο υπάλληλος.   

- Ναι, ήρθα για µια διάσκεψη και φεύγω αύριο. Θα ‘σαστε εδώ εκείνη την ώρα, το πρωί;  

- ∆υστυχώς, ανοίγουµε στις επτά. Μπορείτε, όµως, να αφήσετε το αµάξι στο δικό µας πάρκινγκ. Βγαίνοντας από ‘δω, θα το βρείτε. Είναι πολύ εύκολο. Αφού το παρκάρετε εκεί, αφήνετε το κλειδί του αµαξιού σ’ ετούτη εδώ τη θυρίδα, στον πάγκο. Μήπως θέλετε ασφάλεια;  

- Ναι. Ολική, παρακαλώ.     

  Ο υπάλληλος τον οδήγησε µέχρι έξω από τον αερολιµένα κι εκεί του παρέδωσε ένα Fiat Panda. Το αµάξι θα ‘ταν τουλάχιστον δέκα ετών. Μπήκε µέσα, έβαλε µπρος τη µηχανή και διαπίστωσε ότι ήταν σε χειρότερη κατάσταση από ό, τι έδειχνε. Η κονσόλα µισοκαµµένη, τα καθίσµατα βαθουλωµένα από τη χρήση και η µηχανή να γαυγίζει. «Φαντάσου σε τι κατάσταση θα βρίσκονται τ’ αυτοκίνητα των άλλων εταιρειών, αν η Avis έχει τέτοια σαράβαλα»,  αναρωτήθηκε.    

  Πάντως, ως τώρα, όλα του πήγαιναν καλά, τίποτα το απρόοπτο δεν είχε συµβεί. «Αυτό είναι που µετράει. Όλα  τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα», σκέφτηκε.    

  Απ’ το κινητό του κάλεσε έναν αριθµό. 

- Όλα  εντάξει. Σε λίγο θα ‘µαι στο ξενοδοχείο Sheraton. Προχώρα στο επόµενο βήµα.    

  Λίγο-λίγο η διάθεσή του άρχισε να ανεβαίνει. Σ’ αυτό συνέβαλε και η ηλιόλουστη µέρα. Έριξε µια µατιά στον καταγάλανο ουρανό και  γλυκές  αναµνήσεις  ήρθαν  στο  νου του. Σπάνια σ’ άλλη χώρα κατά τους καλοκαιρινούς µήνες ο ουρανός έχει ένα τόσο βαθύ µπλε χρώµα. Άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου του και µπήκε φρέσκο αεράκι. «Το αιώνιο, λόγω υψοµέτρου, κι απαράµιλλο ανοιξιάτικο κλίµα της Αντίς Αµπέµπα», αναλογίστηκε. Μετά από λίγο συνάντησε και τις πρώτες λακκούβες. «∆εν υπάρχει αµφιβολία, βρίσκοµαι στην Αντίς», αναφώνησε µε χιουµοριστική διάθεση.  

   Κοίταξε τριγύρω του. Η περιοχή στο Μπόλε είχε αλλάξει τελείως. Εντύπωση του έκανε η  µεγάλη κίνηση στους δρόµους. Καινούργιες πολυκατοικίες είχαν κτιστεί παντού. ∆ίπλα σε πρόχειρα στηµένα υπαίθρια µανάβικα, φτωχικά περίπτερα και µικροµάγαζα ορθώνονταν πολυτελείς βίλες. Βενζινάδικα, τράπεζες, φαρµακεία, σούπερ µάρκετ, ξενοδοχεία και πολλά παραδοσιακά εστιατόρια συµπλήρωναν την εικόνα. Η περιοχή είχε πάρει µια τελείως διαφορετική όψη.    

  Απ’ το ντύσιµο των περαστικών φαινόταν καθαρά ότι υπήρχε µεγάλη φτώχεια. Πολλοί φορούσαν ακόµη τα παραδοσιακά ρούχα, ειδικά οι γυναίκες, οι οποίες ήταν, όπως παλιά, τυλιγµένες στις κούτες τους.     

  Από ό, τι είχε µάθει, ένα µεγάλο κύµα µεταναστών από άλλα µέρη της Αιθιοπίας είχε έρθει στην πρωτεύουσα, κουβαλώντας τη φτώχεια  και τις συνήθειές του. Ως αποτέλεσµα έβλεπε κανείς πολλούς σκουρόχρωµους, που είχαν µετοικήσει απ’ τα νότια, ενώ παλιότερα η πόλη κατοικείτο κυρίως από τους Αµάρα, οι οποίοι έχουν περίπου το χρώµα των Αράβων.     

  Μια ακόµη αντίθεση σ’ αυτή την εικόνα φτώχειας ήταν οι πεντάµορφες κοπέλες, ντυµένες µε την τελευταία λέξη της µόδας, που κυκλοφορούσαν. Μία, µάλιστα, του ‘σκασε και ένα χαµόγελο! Στην Αντίς Αµπέµπα είναι τόσο εύκολο να «ψωνίσεις» µια κοπέλα απ’ το δρόµο,  θυµήθηκε. «Λυπάµαι, µωρό µου, δεν έχω καιρό τώρα, ίσως µια άλλη φορά», είπε στον εαυτό του χαµογελώντας.    

  Η κίνηση όσο προχωρούσε αυξανόταν και συχνά οι πεζοί, απαθέστατοι  και  χωρίς  να  κοιτάξουν αν  έρχεται  κανένα   αµάξι,  διέσχιζαν το δρόµο, λες και βρίσκονταν στο χωράφι του παππού τους. Τα δε αυτοκίνητα σταµατούσαν απότοµα κι απροειδοποίητα, ειδικά τα ταξί, για να πάρουν κανένα επιβάτη. ∆ύο φορές πήγε να τρακάρει, το ένστικτό του, όµως,  τον βοήθησε να γλυτώσει έστω και την τελευταία στιγµή. 

«Πού θα πάει, θα ξαναθυµηθώ το παλιό τρόπο, που οδηγούσα  κι εγώ», σκέφτηκε. «Τότε που έκανα τα ίδια τσαλιµάκια!».     

  Χωρίς να το πάρει χαµπάρι, έφτασε στο Mesqel Square. Η πλατεία είχε ξαναπάρει την ονοµασία που είχε επί αυτοκράτορα. Ο σηµερινός ηγέτης, µετά τη φυγή του Μενγκίστου στη Ζιµπάµπουε, όπου το ‘σκασε για να κάνει παρέα στο φίλο του Μουγκάµπε, άλλαξε την ονοµασία της  πλατείας και από Επαναστάσεως, έγινε ξανά  Mesqel Square.    

  Ο Στέφανο πάρκαρε στην άκρη και κοίταξε τις σηµειώσεις του. «Κάπου εδώ πρέπει να στρίψω αριστερά». Απέναντί του είδε το βενζινάδικο της Shell και θυµήθηκε πως βρισκόταν από παλιά εκεί. Έριξε µια µατιά στο ταµπλό του αυτοκινήτου και διαπίστωσε πως ξέµενε από βενζίνη. «Φαίνεται ότι εδώ, στα ενοικιαζόµενα αυτοκίνητα, σου βάζουν τόση βενζίνη, όση  χρειάζεται για να φτάσεις στο κοντινότερο βενζινάδικο ή στην επόµενη γωνία για κατούρηµα», σχολίασε φωναχτά. Αποφάσισε να φουλάρει το ντεπόζιτο. 

- Πώς µπορώ να πάω στο ξενοδοχείο Sheraton; ρώτησε στ’ αγγλικά τον υπάλληλο του βενζινάδικου. Θυµήθηκε ότι στην Αντίς Αµπέµπα οι περισσότεροι νεαροί µιλάνε αγγλικά και καταλαβαίνουν ιταλικά. 

- Θα προχωρήσετε ευθεία, µετά θα στρίψετε δεξιά και ξανά πάλι ευθεία, περίπου σε τριακόσια µέτρα, στο δεξί σας χέρι θα το δείτε, κύριε.     

  Πράγµατι, σε πολύ λίγο έµπαινε στο ξενοδοχείο, το οποίο στ’ αλήθεια ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακό, µε τον ωραίο του κήπο, τον γεµάτο εξωτικά δένδρα και ποικιλίες λουλουδιών. Το εσωτερικό του δε,  φάνταζε  ακόµη  επιβλητικότερο.  Το δάπεδο  ήταν στρωµένο µε ακριβό µάρµαρο και τα πάντα φώναζαν πολυτέλεια. Κατευθύνθηκε προς τη ρεσεψιόν.  

- Θα ήθελα ένα δωµάτιο, παρακαλώ, για µια νύχτα. Θα φύγω το πρωί για  Λαλιµπέλα.  

- ∆υστυχώς, κύριε, δεν έχουµε διαθέσιµο µονόκλινο. Θα θέλατε ένα δίκλινο; Θα σας το χρεώσουµε στην τιµή του µονόκλινου.  

- Έχει καλώς. Η πισίνα λειτουργεί; 

- Βεβαίως, όπως και το σνακ µπαρ της πισίνας, σε περίπτωση που θελήσετε να παραγγείλετε κάτι. ∆ε χρειάζεται να πάρετε πετσέτες απ’ το δωµάτιο σας, θα σας δώσουν εκεί. Υπάρχει και δωµάτιο µε τζακούζι, καθώς και θυρίδες για να αφήσετε το κοστούµι σας. Είµαι σίγουρος ότι θα περάσετε θαυµάσια.  

- Το νερό της πισίνας προέρχεται από την ιαµατική πηγή της Φελόχας;  

- Εν µέρει, κύριε. Ορίστε η κάρτα σας, για να µπείτε στο δωµάτιο σας. Οι αποσκευές σας;  

- ∆εν έχω. Τις άφησα στο τράνζιτ ρουµ, στο αεροδρόµιο. 

- Θα πληρώσετε τοις µετρητοίς, κύριε; 

- Μάλιστα.  

- Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε, και σας εύχοµαι καλή διαµονή.    

  Ανέβηκε στο δωµάτιο. Ήταν πολύ εντυπωσιακό, ευρύχωρο και διακοσµηµένο µε καλό γούστο. Κάθισε στη βεράντα, απ’  όπου είχε υπέροχη θέα στον κήπο µε τα πάµπολλα τροπικά δενδρύλλια και λουλούδια. Άναψε ένα τσιγάρο.     

  Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο του δωµατίου του. Ήταν από την ρεσεψιόν.  

- Εµπρός, πείτε µου.  

- Συγγνώµη, κύριε, ένας µεταφορέας σας έφερε ένα δέµα. 

- Ω, ευχαριστώ πολύ. Το περίµενα. Στείλτε το στο δωµάτιό  µου, παρακαλώ.     

  Σε λίγο ο θυρωρός του έφερε το δέµα, που ήταν κλεισµένο µε ταινία.  Άνοιξε προσεκτικά το πακέτο κι αφαίρεσε τα προστατευτικά  χαρτιά. Υπήρχε µια κάρτα που έγραφε «Καλωσόρισες». Μέσα στο κουτί βρισκόταν ένα 38άρι περίστροφο Ruger , προσεκτικά τυλιγµένο. Ακόµη, µες στο δέµα, υπήρχαν και  µπισκοτάκια απ’ το πρώην ζαχαροπλαστείο του Κυριαζή. Τ’ αναγνώρισε αµέσως, τρελαινόταν για τα µικρά µε τη γέµιση µαρµελάδας, που τα έτρωγε από µικρό παιδί. «Τα φτιάχνουν ακόµα...», ψιθύρισε συγκινηµένος.     

  Περιεργάστηκε προσεκτικά το περίστροφο. Ήθελε να έχει ένα ολόιδιο µε εκείνο που κουβαλούσε µαζί του ο Αµεντέο. Γύρισε το µύλο. Μέσα βρήκε πέντε σφαίρες. Έβαλε το πιστόλι, το διαβατήριο, τα  εισιτήρια και το πορτοφόλι του στο χρηµατοκιβώτιο του δωµατίου και τα κλείδωσε.       

  Φρεσκαρίστηκε, ξυρίστηκε, φόρεσε το σπορ πουκάµισο που αγόρασε στο αεροδρόµιο, έβαλε τα µεγάλα γυαλιά ηλίου και τράβηξε για την πισίνα. Κολύµπησε περίπου µισή ώρα και αισθάνθηκε ν’ ανακτά τις δυνάµεις του. 

   Μετά την κολύµβηση πήγε στο µπαράκι της πισίνας, παρήγγειλε ένα µαρτίνι κι αστειεύτηκε µε τους δυο νεαρούς που δούλευαν στο µπαρ. Πάντοτε έλεγε, όπου κι αν βρισκόταν στο εξωτερικό, ότι οι Αιθίοπες είναι από τους πιο  ευγενικούς ανθρώπους στον κόσµο. Η ευγένεια, η καλοσύνη και, προπάντων, οι τρόποι και η διακριτικότητα είναι χαρακτηριστικά της φυλής. Αυτό το διαπίστωσε και µε τους δύο νεαρούς.    

  «Πολλοί αναρωτιούνται, σκέφθηκε, πώς µια χώρα της Αφρικής, όπως η Αιθιοπία, µπορεί να έχει τέτοια παράδοση και κουλτούρα, που θα τη ζηλεύανε πολλά από τα δήθεν αναπτυγµένα κράτη.   Κι όµως, πρόκειται για γεγονός».     

  Έκανε έναν περίπατο στον περίγυρο του ξενοδοχείου και  κοίταξε το ρολόι του. Ήταν δώδεκα και µισή. «Ώρα για  βόλτα», σκέφτηκε. Ανυποµονούσε να ξαναδεί το παλιό κέντρο της πόλης, την πιάτσα. Ξανάνοιξε το χρηµατοκιβώτιο, πήρε το διαβατήριο και τα λεφτά του και κατέβηκε στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου. Μπήκε στο αµάξι, ξαναπέρασε  απ’ τη  Mesqel  Square  και  µπροστά από  το  «Ghion Hotel», όπου νεαρός κολυµπούσε µε τους φίλους του. Είδε το «China Bar Restaurant», που το ‘χε ένας φίλος του Ιταλός, ο Τιρέλας. Προχωρώντας  βρήκε το ταξιδιωτικό πρακτορείο «Αντούλις», που ιδιοκτήτης του ήταν ένας Έλληνας παιδικός του φίλος, ονόµατι Τζίµης, τακτικός πελάτης στο µπαρ της Αλµάζ.     

  Σε λίγο έστριψε για να µπει στην περίφηµη λεωφόρο Τσώρτσιλ, η οποία αποτελούσε την κύρια αρτηρία που συνέδεε την κάτω πόλη µε το κέντρο. Την απότοµη ανηφόρα της την είχε διασχίσει χιλιάδες φορές µε το αυτοκίνητο του, αλλά και  παλιότερα, όταν µικρός πήγαινε µε τα πόδια στο γαλλικό σχολείο, στο Lycee Gebremariam. Θυµήθηκε ότι του έβγαινε η πίστη ανάποδα, κάθε µεσηµέρι που ανέβαινε την ανηφόρα, µετά το σχόλασµα από το σχολείο.     

  Η λεωφόρος είχε µείνει σχεδόν απαράλλαχτη, εκτός από µερικά µικροµάγαζα που είχαν προστεθεί. Κατά µήκος της τώρα υπήρχαν αρκετά ανθοπωλεία και ορισµένα απ’ αυτά πουλούσαν µεγάλα στεφάνια για κηδείες. «Ωραίο θέαµα για όσους οδηγούν...», σκέφτηκε µε σαρκασµό. Κάθε φορά που συναντούσε ένα τέτοιο µαγαζί, έκανε µηχανικά το σταυρό του. Ήταν µια συνήθεια που είχε από µικρός, όπως εξάλλου όλοι οι Ιταλοί, όταν περνούσε από εκκλησία και γραφεία κηδειών, να σταυροκοπιέται.    

  Σταµάτησε σ’ ένα ανθοπωλείο, µπήκε µέσα και διάλεξε µία ανθοδέσµη από κόκκινα τριαντάφυλλα. Η πωλήτρια, όταν της είπε ότι πάει ταξίδι κι εποµένως θα τα ‘χει για ώρες στο αµάξι του, τα ράντισε µε το ειδικό σπρέι για να µη µαραθούν. 

- Ραντίστε τα κι εσείς κάθε τρεις ώρες και δε θα ‘χετε πρόβληµα, του είπε.    

  Μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο και τράβηξε βόρεια. Καθ’ οδόν όπως πήγαινε διέκρινε από µακριά το εστιατόριο «Casteli». Προς στιγµή σκέφτηκε να σταµατήσει εκεί για φαγητό. Τόσες και τόσες φορές είχαν πάει µε την Αλµάζ... Πεινούσε δε, σα λύκος, το κολύµπι του είχε ανοίξει την όρεξη. Την τελευταία, όµως, στιγµή συγκρατήθηκε. «Κι αν, µία στις  χιλίοις, µε αναγνωρίσει ο ιδιοκτήτης, ο Καρλέτο;»,  αναλογίστηκε. «∆εν είναι ώρα για ρίσκο. Καλύτερα να φάω κάπου αλλού. ∆όξα τω Θεώ, η Αντίς Αµπέµπα είναι γεµάτη φαγάδικα».    

  Ανέβηκε από το δρόµο της Οµέντλας κι έστριψε δεξιά. Πέρασε από το πρώην κατάστηµα µε ποτά του Τσίσου Σφακιανού. Ο Τσίσος τροφοδοτούσε το µπαρ της Αλµάζ µε ουίσκυ Haig. Συχνά ερχόταν στο µαγαζί µε την παρέα του, όλοι Έλληνες, και γλεντάγανε µέχρι τις πρωινές ώρες. Πού να τους θυµηθεί όλους πια; Χαµογέλασε και πέρασαν από το µυαλό του ο Αδάµ, ο Κλεάνθης, ο Γιώργος, ο Τζίµης...     

  Πηγαίνοντας προς την πιάτσα συνάντησε το ζαχαροπλαστείο του Θόδωρου, απ’ όπου αγόραζε τους περίφηµους µπακλαβάδες, που αρέσανε πολύ στην Αλµάζ. Σίγουρα τα µπισκοτάκια µε τη γέµιση ήταν απ’ αυτό το µαγαζί. «Πού να βρίσκεται τώρα ο Θοδωρής;», αναρωτήθηκε.  

  Η πιάτσα είχε µείνει κυριολεκτικά η ίδια. Τα καταστήµατα στη λεωφόρο Χαϊλέ  Σελασσιέ, που παλιά ανήκαν τα  περισσότερα σε Έλληνες κι Αρµένιους, είχαν µεν καινούργιους ιδιοκτήτες, αλλά τα οικήµατα παρέµεναν απαράλλακτα κι αναλλοίωτα στο χρόνο.     

  Σταµάτησε µπρος στο χρυσοχοείο του Τέκλου Ντέστα.  Μπήκε µέσα και αγόρασε έναν ωραίο χρυσό σταυρό λαλιµπέλα, δουλεµένο µε απαράµιλλη τέχνη στο χέρι. Ήθελε να τον κάνει δώρο  

στην κόρη του, αν βέβαια όλα πήγαιναν κατ’ ευχή και κατάφερνε επιστρέψει σώος και αβλαβής. Κατόπιν τράβηξε για το Εντότο, όπου είχε ακούσει ότι λειτουργούσε ένα ωραίο ιταλικό εστιατόριο, µε θέα την πόλη.     

  Φτάνοντας βγήκε απ’ το αµάξι του κι έκανε µια βόλτα τριγύρω από το ρεστοράν. Ανέβηκε το λοφάκι, µπήκε στο εκκλησάκι της Μαριάµ και άναψε ένα κεράκι. Μπροστά του, στους πρόποδες του βουνού Εντότο, µε θέα από υψόµετρο 2.900 µέτρων, απλωνόταν η πόλη της Αντίς Αµπέµπα. «Κρίµα που δεν έφερα την κάµερα µαζί µου...», σκέφτηκε. Μέχρι εκεί που έφτανε το µάτι του έβλεπε από χαµόσπιτα µε  τενεκεδένιες  στέγες  και πολυκατοικίες,  µέχρι  βίλες διάσπαρτες µες στην πυκνή βλάστηση. Τα τελευταία χρόνια στην Αντίς Αµπέµπα χτυπούσε η καρδιά τεσσάρων εκατοµµυρίων  ανθρώπων! Αντίκρυ υψωνόταν το όρος Μεναγκεσιά.    

  Μετά τη βόλτα του µπήκε στο εστιατόριο, κάθισε σ’ ένα τραπέζι και παρήγγειλε ταλιατέλες µε σούγκο ποµοντόρο και σούγκο µπολονέζ (ντοµάτα και κιµά) σερβιρισµένα σε δύο  διαφορετικά µπολ, όπως τα σερβίρουν στην Αντίς. Ανακάτεψε τις ταλιατέλες µε τις δυο σάλτσες, πασπάλισε από πάνω τριµµένο τυρί πεκορίνο και απόλαυσε το πιάτο του. Ακολούθησε το «πόλο αλά ντιάβολα», νοστιµότατη ντόπια αλανιάρα κότα  ψηµένη στη σχάρα και σαλάτα ρόκολα. Παρήγγειλε και µια µπύρα St. George για να κλείσει το µενού κατά το καλύτερο τρόπο, µε φαγητά απ’ την ιταλική κουζίνα αλά Αντίς Αµπέµπα, όπως τον παλιό, καλό καιρό.     

  Στην επιστροφή πέρασε απ’ τη «Γιουβέντους», όπου χόρευε όταν ήταν νέος, σχεδόν κάθε Σαββάτο. Μάλιστα, µερικές φορές, σε διαγωνισµούς ροκ εν ρολ και τσα-τσα, είχε κερδίσει το δεινό χορευτή και φίλο του, Πάολο. Έριξε κατόπιν µια  µατιά στον Ολυµπιακό, εκεί που, πιτσιρικάς, έπαιζε µαζί µε έναν άλλο Έλληνα φίλο του, απ’ τους πολλούς που είχε, τον Άγγελο, ποδόσφαιρο. Αυτός είχε τότε θέση χαφ κι ο Άντζελο εξτρέµ και του ‘ριχνε µπροστά την µπάλα και εκείνος, µε την ταχύτητά του, τους περνούσε όλους. «Πώς φεύγουν τα χρόνια;», αναλογίστηκε µε χαµόγελο. «∆εν είχαµε φράγκο τότε, αλλά ήταν χρόνια ξέγνοιαστα».    

  Ό, τι στερήθηκε ο Στέφανο τα σκοτεινά χρόνια της φυλακής, τώρα στην Αµερική τ’ αναπλήρωνε µε τον καλύτερο τρόπο. ∆εν στερούσε τίποτα από τον εαυτό του. Έµενε σε µια πολυτελή έπαυλη, σε µια από τις αριστοκρατικότερες συνοικίες του Λος Άντζελες, διέθετε τρία πανάκριβα αυτοκίνητα και, οπότε ταξίδευε, διέµενε στα καλύτερα ξενοδοχεία. Η κόρη του, επίσης, σπούδασε στα διασηµότερα σχολεία και κάθε της επιθυµία ήταν διαταγή. Είχε βάλει, πλέον, ταφόπετρα στην µιζέρια, που τόσο έζησε στο πετσί του, προτού το σκάσει απ’ την Αιθιοπία.                                                       

  «Θέλουµε, δε θέλουµε, εκείνο που καθορίζει τη ζωή µας και κυβερνάει τον κόσµο είναι το χρήµα», συνειδητοποίησε. «Όπως λένε και οι Αµερικανοί, money talks, δηλαδή το χρήµα κάνει κουµάντο».     

  Άφησε στην µπάντα τις αναµνήσεις του και προσγειώθηκε στην πραγµατικότητα. Σταµάτησε µπροστά από ένα κατάστηµα  στο Μπόλε καί αγόρασε µιά καµπαρτίνα. Μετά, έστριψε  το τιµόνι και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο.  



Kεφάλαιο  ∆έκατο Όγδοο  

 

   Ο Στέφανο είχε µόλις  µιλήσει στο τηλέφωνο µε την Ουολέτου. Τι κι αν είχαν περάσει  δεκατρία χρόνια από το θάνατο της Αλµάζ, το µίσος που αισθανόταν µέσα του δεν καταλαγιάζε. «Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο», σκέφτηκε η Ουολέτου. Γνώριζε, όσο κανείς άλλος, πόσο αγαπούσε ο Στέφανο την Αλµάζ και πως δεν µπορούσε να συγχωρέσει το δολοφόνο της.     

  Παρά το γεγονός ότι δεν παραδέχτηκε ξεκαθαρά για ποιο λόγο ερχόταν στην Αντίς Αµπέµπα, βαθιά µέσα της διαισθανόταν το σκοπό της επίσκεψής του: να ξεπληρώσει το αίµα µε αίµα. Στην όποια του απόφαση, αυτή είχε χρέος να του σταθεί και να τον βοηθήσει. Η Αλµάζ ήταν η καλύτερη της φίλη. Θα ‘δινε και τη ζωή της ακόµα γι’ αυτούς τους δυο ανθρώπους, που αγαπούσε, µαζί µε την οικογένειά της, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.     

  Όταν τηλεφώνησε στον Στέφανο για να του αναγγείλει το θάνατο της Αλµάζ, του ‘χε δηλώσει ότι θα παραµόνευε τον Αµεντέο και µε την πρώτη ευκαιρία θα του φύτευε µια σφαίρα στο κεφάλι. Τότε ο Στέφανο της είπε: «Μην το κάνεις Ουολέτου. Αυτή είναι δουλειά για άντρες. Είναι προσωπικό το θέµα. Θα ξεπληρώσω εγώ το θάνατο της, ακόµη κι αν περάσουν εκατό χρόνια».    

  «Τώρα, όµως, έφτασε η ώρα να κάνω κι εγώ κάτι για τη µνήµη της», αποφάσισε η Ουολέτου. Έπρεπε να εκτελέσει κατά γράµµα τις οδηγίες του Στέφανο. ∆υσκολευόταν να τον φωνάζει µε το καινούργιο του όνοµα, Μάριο. Γι’ αυτήν ήταν, είναι και θα είναι για πάντα ο Στέφανο. Η Ουολέτου διατηρούσε τακτικές επαφές µαζί του. Μάλιστα επικοινωνούσε  και µε την κόρη του, την Ελένη. Μετά την αλλαγή του καθεστώτος τα λέγανε συχνά από το τηλέφωνο.     

  Η Ουολέτου µετά το επεισόδιο που είχε µε τον Αµεντέο στο νυχτερινό κέντρο, δεν έµεινε µε σταυρωµένα χέρια. Έπεισε το  σινιόρ Αλµπέρτο να την ακολουθήσει στο δικό της εστιατόριο. Στο καινούργιο ρεστοράν ο σινιόρ Αλµπέρτο συνέχιζε να µαγειρεύει τις σπεσιαλιτέ  του,  ενώ  η Ουολέτου  έβαλε σε  δράση  την  παλιά  της τέχνη, µαγειρεύοντας αιθιοπικές λιχουδιές. Οι παλιοί πελάτες της, από το «Ghion Hotel» έτρεξαν να την ενισχύσουν. Σε λίγο καιρό το εστιατόριό της είχε απορροφήσει την παλιά πελατεία του «Chez Almaz». Αλλά και στην προσωπική της ζωή η Ουολέτου είχε επιτύχει. Παντρεύτηκε το λογιστή του «Ghion Hotel», που τώρα ήταν υποδιευθυντής µιας καινούργιας, ιδιωτικής τράπεζας και µαζί απέκτησαν δυο παιδιά. Ο Αµεντέο χάνοντας τον µάγειρά του κι αδυνατώντας να βρει κάποιον εφάµιλλό του, παράπαιε σε λανθασµένες επιλογές. Για µια περίοδο σκέφτηκε να σερβίρει κίτφο, χωρίς επιτυχία, όµως, µέχρι που τελικά αναγκάστηκε να κλείσει το εστιατόριο.     

  Το ίδιο συνέβη και µε το νυχτερινό κέντρο. Οι περισσότερες κοπέλες που δούλευαν εκεί έφυγαν και η πελατεία του µειώθηκε κατά πολύ. Ο ίδιος απ’ την άλλη µεριά, δε σταµάτησε ποτέ τις κακές του συνήθειες, συνέχιζε να χαρτοπαίζει και να χάνει χρήµατα και µετά βίας κρατούσε το νυχτερινό κέντρο. Μέσα σ’ όλα αυτά, ο προστάτης του, ο ταγµατάρχης, συνελήφθη από το νέο καθεστώς και εκτελέσθηκε. Ο Αµεντέο είχε µείνει µόνος και άφραγκος.     

  Και να που ήρθε η στιγµή για την Ουολέτου να ξεπληρώσει το χρέος προς τη φίλη της. Μπήκε στο αµάξι της και κατευθύνθηκε στην περιοχή του Μερκάτο, στη µεγαλύτερη ανοιχτή αγορά της Αφρικής, µε τα χιλιάδες καταστήµατα,  όπου έβρισκες τα πάντα, από καρφίτσα, µέχρι διαµάντια. Αυτή, όµως, δεν είχε έρθει για ν’ αγοράσει διαµάντια, αλλά ένα 38άρι πιστόλι Ruger, ίδιο µε του Αµεντέο. Τον είχε δει πολλές φορές, σαν ήταν πιωµένος, να το µοστράρει στον πάγκο του µπαρ πουλώντας αντριλίκι στους άλλους µπαρόβιους.    

  Η Ουολέτου είχε πληροφορηθεί πως ένα κατάστηµα µε σιτηρά έκρυβε στην αποθήκη του ολόκληρο παράνοµο οπλοστάσιο. ∆εν  πήγε ως γυναίκα, όµως, ν’ αγοράσει το όπλο, αλλά φόρεσε ένα παντελόνι του συζύγου της κι έριξε πάνω της µια κούτα, όπως τη φοράνε  οι άντρες,  όταν  δε  θέλουν  να τραβήξουν  την  προσοχή  ή επισκέπτονται κάποιον ινκόγκνιτο. Κάλυψε τα µαλλιά της µε την κούτα, φόρεσε γυαλιά  ηλίου,  έβαλε τις µπότες του συζύγου της και  κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μεγαλόσωµη, όπως ήταν, έµοιαζε µε άντρα.  

   Φτάνοντας στο Μερκάτο µπήκε στο κατάστηµα κι άναψε τσιγάρο. Μες στο µαγαζί  βρήκε έναν µουσουλµάνο καθισµένο πάνω σ’ ένα σακί µε αλεύρι, να µασουλάει τσατ. Του εξήγησε µε βραχνή φωνή τι ήθελε κι εκείνος την οδήγησε στην αποθήκη, όπου είχε µια µεγάλη συλλογή από πιστόλια και ρεβόλβερ. Η Ουολέτου άρχισε να ψάχνει το πιστόλι που γύρευε, αλλά, δυστυχώς, δεν το βρήκε. Έφτυσε  θυµωµένη στο δάπεδο.     

   Βγήκε απ’ το κατάστηµα απογοητευµένη και πετάχτηκε στο απέναντι κιόσκι ν’ αγοράσει τσιγάρα. Μπροστά της, στην ουρά, µια γυναίκα λογοµαχούσε µε τον περιπτερά. Μετά από λίγο, χάνοντας την υποµονή της, έκανε να φύγει, όταν είδε έναν πιτσιρικά να τρέχει προς το µέρος της φωνάζοντας:   

- Κύριε! Σας  θέλει  ο χατζή-Μωχάµεντ. Βρήκε αυτό που ψάχνατε!    

 Λίγη ώρα µετά η Ουολέτου έµπαινε χαρούµενη στο αµάξι της. 

Μέσα σ’ ένα παλιό κουτί παπουτσιών βρισκόταν το 38άρι που αγόρασε απ’ τον Άραβα. Γύρισε το µύλο του ρεβόλβερ και µέτρησε πέντε σφαίρες. «Περίφηµα», ψιθύρισε. Αισθανόταν ανακούφιση. Η πρώτη εντολή του Στέφανο είχε εκτελεστεί. Έβαλε µπρος και εξαφανίστηκε.  

 

 

 Κεφάλαιο   ∆έκατο Ένατο 

 

   Απ’ τις επτά το βραδάκι την είχε στήσει ο Στέφανο στο πίσω µέρος του κέντρου «Αλµάζ» και παρακολουθούσε κάθε αµάξι που έµπαινε στο νάιτ κλαµπ. Είχε φτάσει από νωρίς, για κάθε ενδεχόµενο, µήπως και τον προλάβαινε ο Αµεντέο. Ήδη είχαν περάσει σχεδόν δύο ώρες και εκείνος δεν είχε εµφανιστεί ακόµα. Σ’ όλο αυτό το διάστηµα ο Στέφανο κάπνιζε  το ένα τσιγάρο µετά το άλλο.     

  Σιγά σιγά άρχισε να γίνεται πολύ ανυπόµονος. Η Ουολέτου του είχε πει ότι ο Αµεντέο έφτανε στο κέντρο γύρω στις οκτώ. «Ψυχραιµία, είπε µέσα του, έχουµε περάσει και χειρότερα. When the going gets tough, the tough gets going, που λένε και οι Αµερικάνοι...». ∆ηλαδή, ο µάγκας στα δύσκολα φαίνεται. Κι ο Στέφανο έδειχνε να το πιστεύει αυτό, µιας κι ίδιος ήταν σκληρό καρύδι.    

  Ξαφνικά είδε ένα Opel µε έντονο πράσινο χρώµα, να πλησιάζει την είσοδο του κέντρου. Σύµφωνα µε τα λεγόµενα της Ουολέτου, θα  αναγνώριζε αµέσως το αµάξι, διότι δεν είναι και πολλά που κυκλοφορούν στην Αντίς µε τέτοιο χρώµα.    

  Έβαλε µπρος την µηχανή. Ξάφνου τα γόνατά του λύγισαν. Στο αµάξι υπήρχε κι ένα ακόµη άτοµο. Απ’ όσο γνώριζε πάντα ερχόταν µόνος του τα βράδια στο κέντρο. Αυτό το ενδεχόµενο, δυστυχώς, δεν το είχε υπολογίσει. ∆εν του ‘µενε άλλη επιλογή, παρά να περιµένει ως τα χαράµατα, µέχρι να ξαναβγεί απ’ το κέντρο για να πάει σπίτι του. «Ελπίζω να προλάβω την πτήση µου...», σκέφτηκε. Θα προτιµούσε να τελειώσει τη δουλειά στο σκοτάδι.     

  Προχώρησε µε τ’ αµάξι και µπήκε στο πάρκινγκ. Είδε τη σιλουέτα του Αµεντέο παρέα µε µια γυναίκα να κατευθύνεται στην αίθουσα του κέντρου. Έσβησε τα φώτα και πάρκαρε το αυτοκίνητο σε µια γωνιά. Κοίταξε τριγύρω. Υπήρχαν γύρω στα πέντε αµάξια. Παλιά, τέτοια  ώρα, το κέντρο ήταν φίσκα, θυµήθηκε.  Άναψε  ένα  τσιγάρο και το ‘σβησε αµέσως, όταν λίγο µετά είδε τη σιλουέτα του Αµεντέο να βγαίνει από το κέντρο και να κατευθύνεται στο αµάξι του.     

  ∆εν πίστευε στα µάτια του! Κρατούσε στα χέρια του ένα µικρό δέµα. Φαίνεται πως γι’ αυτό επέστρεψε στο αµάξι του. Ο Στέφανο βγήκε γρήγορα από το αυτοκίνητο, τον πλησίασε, προτού προλάβει ν’ ανοίξει την πόρτα και µπει στο δικό του, και του κάρφωσε το πιστόλι του στα πλευρά. - Έµπα µέσα, σκουλήκι, του ‘πε. Αν κάνεις την παραµικρή  κίνηση θα σου τινάξω τα µυαλά στον αέρα.  

- Ποιος είσαι; αποκρίθηκε τρεµάµενος ο Αµεντέο. ∆εν έχω λεφτά πάνω µου. Άσε µε να πάω στο κέντρο και να σου φέρω. Αν δε µε πιστεύεις, έλα µαζί µου. 

- ∆ε θέλω τα λεφτά σου, µπάσταρδε! Ακόµα να µε καταλάβεις;    

  Ο Αµεντέο έστρεψε σιγά-σιγά το κεφάλι του προσπαθώντας να τον αναγνωρίσει.  

- Είσαι λευκός, µιλάς τέλεια ιταλικά... Μα, ποιος είσαι,  επιτέλους; Τι θέλεις από ‘µένα; Η φωνή σου... Αλλά δεν είναι δυνατόν... Θεέ µου! Στέφανο!  - Το βρήκες! Έµπα µέσα τώρα, κάθαρµα και οδήγα. Μην κάνεις καµιά µαλακία, γιατί σου τίναξα τα µυαλά.     

  Ψαχούλεψε το σακάκι του Αµεντέο κι έβγαλε το πιστόλι που είχε µέσα. Έριξε µια γρήγορη µατιά. Ήταν ολόιδιο µε αυτό που βαστούσε ο ίδιος. Το ‘βαλε στην καµπαρτίνα του. Μετά τον άρπαξε απ’ το µπράτσο και τον έσπρωξε µες στο αµάξι.    

  Ο Αµεντέο γνωρίζοντας πόσο δυνατός και αποφασιστικός ήταν ο Στέφανο, άρχισε να τρέµει.  

- Βάλε µπρος τη µηχανή και ξεκίνα. Βγες στον κεντρικό δρόµο και θα σου πω πού θα πάµε.     

  Ο Αµεντέο άρχισε τις ικεσίες.  

- Μη µε σκοτώσεις, Στέφανο! Μετάνιωσα γι’ αυτά που έκανα. Λυπήσου µε, σε παρακαλώ... Έχω µια κόρη να µεγαλώσω.  

- Και η Αλµάζ είχε µια κόρη, αλλά  εσύ την άφησες ορφανή. ∆εν θα σε σκοτώσω, όµως. ∆εν αξίζεις ούτε µια σφαίρα. Θέλω µονάχα να µου υπογράψεις µια οµολογία ότι έστησες ολόκληρη σκευωρία, για να µε βάλουν φυλακή. Θέλω ν’ αποκαταστήσω τ’ όνοµά µου.     

  Τον κοίταξε µε περιφρόνηση.  

- Ιούδα, για τριάντα αργύρια φέρθηκες σκάρτα σ’ αυτόν που σε βοηθούσε  σ’ όλη σου τη ζωή. Σ’ αυτόν που σε θεωρούσε αδελφό του. Έµπα  τώρα κι εσύ στη φυλακή, να δεις τη γλύκα. Εξάλλου, γνωρίζεις πώς να τη βγάζεις καθαρή δωροδοκώντας τους πάντες. Ποιος ξέρει; Μπορεί και τώρα να τα καταφέρεις. Μόνο που αυτή τη φορά θα το κάνεις µε τα δικά σου λεφτά. Τράβα για το Ντουκάµ. - Θα κάνω ό,τι µου πεις, Στέφανο. Πάντα σ’ αγαπούσα, αλλά µε τύφλωνε η ζήλεια. Πάντοτε ζούσα στη σκιά σου. ∆εν άντεχα να είµαι διαρκώς το τσιράκι σου. Η ζήλεια είναι η χειρότερη αρρώστια... 

- Βούλωστο, υποκριτή, γιατί µ’ εξαγριώνεις περισσότερο! Τράβα γρηγορότερα. ∆εν βρίσκεσαι στον ψυχαναλυτή σου, να πουλάς τέτοιες µπούρδες. Τελείωσαν τα ψέµατα. Τώρα έµαθα πολύ καλά ποιος είσαι: ένας αµείλικτος δολοφόνος.       

  Κόντευαν να φτάσουν στο Ντουκάµ. Ο Στέφανο τον πρόσταξε να πιάσει άκρη και να σταµατήσει το αµάξι. Τριγύρω επικρατούσε νέκρα και ερηµιά.       

  Ο Στέφανο άναψε µε µια γρήγορη κίνηση τα εσωτερικά φώτα του αµαξιού και έβγαλε από την τσέπη της καµπαρτίνας του την αντιγραµµένη επιστολή κι ένα στυλό µπικ, όµοιο µε εκείνο που χρησιµοποίησε ο Κινέζος. Του υπέδειξε το σηµείο που έπρεπε να υπογράψει.  - Βάλε την υπογραφή σου εδώ.  

  Ο Αµεντέο έπιασε το στυλό και υπέγραψε.  

- Σ’ ευχαριστώ, Στέφανο, που µου χάρισες τη ζωή, είπε µε αναφιλητά.     

  Ο Στέφανο τότε τον άρπαξε βίαια απ’ τα µαλλιά και έβαλε το περίστροφο στο δεξί κρόταφο του Αµεντέο.  

- Θέλω να µου πεις ένα ακόµη πράγµα. Πρόσεξε! Θέλω την αλήθεια, γιατί αυτή τη φορά δε θα στη χαρίσω. Τι σχέση είχες εσύ µε το θάνατο των γονιών µου;  

- Καµία... Ήταν αυτοκινητικό δυστύχηµα... Έσπασαν τα φρένα.  

- Και ‘συ πώς το ξέρεις ότι έσπασαν τα φρένα; Μήπως γιατί το έκανες εσύ; Το ξέρασες µεθυσµένος σε µια παρέα κι έφτασε στ’ αυτιά µου, του είπε µπλοφάροντας ο Στέφανο, αλλά θέλω να το ακούσω κι από ‘σένα. Λέγε! του είπε πιέζοντας το πιστόλι στον κρόταφο.  

- Ο πατέρας σου, τη νύχτα που µ’ έδιωξε από το σπίτι, µ’ έβρισε και µε αποκάλεσε figlio di putana. Τότε σάλεψε το µυαλό µου. Ήµουν µεθυσµένος, συγχώρεσε µε, δεν ήξερα τι έκανα.  

- Και η µάνα µου, τι σου έφταιγε; Τώρα καταλαβαίνω. Μπήκες τη νύχτα στον κήπο του σπιτιού και έκανες τη δουλειά. Φαίνεται ότι µόνο ο σκύλος µας, ο Αντόλφο, ήταν παρών. Τώρα  εξηγείται, γιατί αγρίευε όποτε σ’ έβλεπε, αφ’ ότου επέστρεψα από την Αγγλία. ∆ιαισθανόταν το άµοιρο ζωντανό πως εσύ ήσουν η αιτία του χαµού των αφεντικών του. Βλέπεις, ο µοναδικός µάρτυρας  δεν µπορούσε να µιλήσει...  

- Συγχώρεσε µε, Στέφανο... Είσαι ο µόνος άνθρωπος που αγάπησα.  - Στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι θα σου χαριστώ; Αυτή τη στιγµή την περίµενα από τότε που σκότωσες την Αλµάζ. Είχε δίκιο ο πατέρας µου που σε είπε  πουτάνας γιο, µόνο που δεν εννοούσε τη µάνα σου. Έτσι αποκαλούν οι Ιταλοί τους άτιµους, τους ανάξιους και τους αχάριστους, όπως εσύ! Τούτη εδώ είναι η τελευταία πράξη του δράµατος για ‘σένα. Η αυλαία πέφτει. Είναι η atto finale! Καλό ταξίδι στην Κόλαση. Τράβα εκεί που θα ‘πρεπε να βρίσκεσαι από καιρό.     

  Ένας πυροβολισµός έσχισε στα δύο τη νύχτα. Ο Αµεντέο τραντάχτηκε δυο τρεις φορές και, γεµάτος αίµατα, σωριάστηκε νεκρός. Τότε ο Στέφανο έβγαλε απ’ τη τσέπη του την πλαστογραφηµένη επιστολή και την έβαλε στην τσέπη του σακακιού  του άψυχου Αµεντέο, δίπλα στην ταυτότητά του. Φορώντας ακόµη τα γάντια του, τοποθέτησε το πιστόλι στο χέρι του Αµεντέο, ώστε να µοιάζει µε αυτοκτονία. Μετά κάλεσε απ’ το κινητό του έναν αριθµό. 

- Έλα να µε πάρεις. Βρίσκοµαι στο εικοστό χιλιόµετρο πριν απ’ το Ντουκάµ. Σε περιµένω στο αµάξι του φίλου µας.    

  Λίγη ώρα µετά ο Στέφανο και η Ουολέτου έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο Στέφανο έβγαλε τη λερωµένη µε αίµα καµπαρτίνα του και της είπε: 

- Παρ’ την, πλύνε τη και πέταξέ τη στα σκουπίδια. Μέσα βρίσκεται και το πιστόλι του. Εξαφάνισέ το.    

  Φτάνοντας στο κέντρο της Αλµάζ, άνοιξε το καπό του αυτοκινήτου κι έβγαλε από µέσα το µπουκέτο µε τα λουλούδια, που είχε αγοράσει το πρωί. Είπε στην Ουολέτου: 

- Πέρνα από το νεκροταφείο αύριο το πρωί και στόλισε τον τάφο της Αλµάζ. Σ’ ευχαριστώ για όλα.      

 Μπήκε στο  αυτοκίνητό του και τράβηξε για το ξενοδοχείο.  Ανέβηκε στο δωµάτιό του. Εκεί διαπίστωσε πως έτρεµε ολόκληρος! «Έγινα φονιάς, χωρίς να το θέλω...», ψιθύρισε. «Αλλά έπρεπε να το κάνω. ∆εν είχα άλλη επιλογή».     

  Μπήκε στο µπάνιο κι έκανε ένα καυτό ντους. Άνοιξε το µπαράκι και πήρε µια µινιατούρα κονιάκ Hennesy. Το κατέβασε µονορούφι. Κάλεσε τα γραφεία της Ethiopian Airlines και ρώτησε σε πόση ώρα αναχωρούσε η πτήση για Λος Άντζελες. Του είπαν στις οκτώ παρά τέταρτο, µε δεκαπέντε λεπτά καθυστέρηση. Ανάπνευσε µε ανακούφιση. Είχε πράξει το χρέος του. Επιτέλους είχε επέλθει η λύτρωση που περίµενε τόσο καιρό...  

 

 

 Πράξη Τελευταία 

 

   Καθισµένος στο αεροσκάφος της Ethiopian κοίταζε απ’ το παράθυρο τα χιονισµένα βουνά της Ελβετίας. Σε λίγη ώρα θα πετούσαν πάνω απ’ τον Ατλαντικό και το πολύ σε καµιά δεκαριά ώρες θα ‘φταναν στο Λος Άντζελες. Το πρώτο πράγµα που θα ‘κανε, όταν προσγειωνόταν, ήταν ν’ ανάψει ένα κερί στην εκκλησία.    

  Ένιωθε χαλάρωση σε όλο του το σώµα. Τώρα πια θα µπορούσε η κορούλα του να ταξιδέψει ελεύθερα στην Αντίς Αµπέµπα, να προσκυνήσει τον τάφο της µητέρας της και να επισκεφθεί τον τόπο που γεννήθηκε, τη γειτονιά που µεγάλωσε και τα σοκάκια, που έτρεχε παίζοντας µε τις φίλες της µικρή.     

  Πρώτα, όµως, έπρεπε να βεβαιωθεί ότι η αιθιοπική αστυνοµία θα εκλάβανε ως αυτοκτονία το θάνατο του Αµεντέο. Ο ίδιος δεν είχε καµία αµφιβολία ότι στο τέλος κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, διότι γνώριζε τον τρόπο που δούλευαν οι αστυνοµικοί στην Αντίς Αµπέµπα και την ανικανότητα που τους χαρακτήριζε. Θα κατέληγαν σε πρόχειρα συµπεράσµατα, χωρίς να κάνουν σχολαστική έρευνα και το µόνο που θα πετύχαιναν θα ήταν ν’ αφήσουν παντού, σ’ όλο το αµάξι του Αµεντέο, τα δικά τους δακτυλικά αποτυπώµατα. Πάντως εξακολουθούσε να αγωνιά, κυρίως για το πώς θα αξιολογούσαν την επιστολή που άφησε ο Αµεντέο δήθεν πριν αυτοκτονήσει.     

  Μπαίνοντας στον εναέριο χώρο της Αµερικής έστειλε απ’ το κινητό του ένα µήνυµα στην κόρη του, να ρωτήσει τι κάνει και να δείξει ότι όλα είναι όπως πάντα, ήρεµα και τακτοποιηµένα.     

  Σε λίγο η ιπταµένη της Ethiopian ήρθε να τον ενηµερώσει για το µενού, αλλά δεν πρόφτασε να ξεκινήσει και ο Στέφανο τη διέκοψε. 

- Θα ήθελα να µου φέρετε ένα ντόρο ουότ µε ιντζέρα, της  µήνυσε σε άπταιστα αιθιοπικά.     Η αεροσυνοδός έµεινε µε το στόµα ανοιχτό.  

- Ίντε! Πού µάθατε τόσο καλά αµαρίνια; Εσείς µιλάτε καλύτερα κι από ‘µενα!  - Αυτό είναι ένα µυστήριο, της είπε χαµογελώντας. Ελπίζω το µπέρµπερε στο ουότ να καίει.  

- Μείνετε ήσυχος, είναι αρκετά καυτερό. Θα σας αρέσει, του είπε.  

 

   Φτάνοντας στο Λος Άντζελες κι αφού προσκύνησε και άναψε κερί στο ναό Cathedral Of Our Lady Of Angels, πήγε κατευθείαν στο σπίτι του.    

  Έριξε µια µατιά  στο ρολόι του. Κόντευε πέντε το απόγευµα. Ήθελε να τηλεφωνήσει στην Ουολέτου, να µάθει νέα. Στην Αντίς Αµπέµπα θα ‘ταν πέντε το πρωί. «Ας περιµένω καµιά δυο ώρες ακόµα, µην την ξυπνήσω απ’ τα άγρια χαράµατα», είπε µέσα του. Ξάπλωσε στην πολυθρόνα και περιµένοντας έβαλε µουσική. ∆ιάλεξε το αγαπηµένο κοµµάτι του πατέρα του µε τον τενόρο Franco Corelli, «A te, O cara» (Για σένα, ω αγαπηµένη µου), απ’ την όπερα  «I Puritani» του Vincenzo Bellini. Πήρε τη φωτογραφία της Αλµάζ στα χέρια του κι ένιωθε σα να της µιλούσε. Η δυνατή,  εξαίσια φωνή του τενόρου γέµισε το δωµάτιο.  

«Α te o cara, amore talora ti guido furtivo e in piantο» 

«Για ‘σενα, ω αγαπηµένη µου, η αγάπη κάποτε  

  Μ’ οδήγησε κρυφά σε δάκρυα».    

  Απ’ την ονειροπόλησή του τον έβγαλε το κουδούνισµα του τηλεφώνου. Ήταν η Ουολέτου. ∆εν κοιµόταν. Είχε την ίδια αγωνία µ’ αυτόν. Άκουσε να του λέει. 

- Όλα πήγαν περίφηµα. Τσέκαρέ το www. ethionews.et. Φιλιά στην Έλενα.     

  Μετά η γραµµή έκλεισε. «Στην Αντίς Αµπέµπα όλοι φοβούνται και τη σκιά τους, όταν µιλούν στο τηλέφωνο», σκέφτηκε ο Στέφανο. «Είτε απαντούν µε τηλεγραφικό τρόπο είτε µε υπονοούµενα, και ίσως  να  κάνουν  σωστά,  εδώ που τα λέµε. Ειδικά  σε  περιπτώσεις  όπως αυτή...».     

  Πληκτρολόγησε στον υπολογιστή του τη διεύθυνση που του έδωσε η Ουολέτο και άνοιξε τη σελίδα µε τα άρθρα της εφηµερίδας. Στην τρίτη στήλη εντόπισε τον τίτλο «Αυτοκτονία Ιταλού στο Ντουκάµ». Έκανε κλικ και διάβασε ολόκληρο το άρθρο.  Από τον Ταντέσε Υίλµα, ρεπόρτερ του Ethio News 

   «Χτες τα ξηµερώµατα, λίγα χιλιόµετρα έξω απ’ το Ντουκάµ, σε κεντρικό δρόµο, χωρικοί βρήκαν το πτώµα ενός άνδρα µέσα σε σταθµευµένο αµάξι και ειδοποίησαν την αστυνοµία. Από την έρευνα που διεξήχθη διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για αυτοκτονία. Σύµφωνα µε την ταυτότητα, που βρέθηκε στην  τσέπη του εκλιπόντος, πρόκειται για τον Ιταλό Αµεντέο Μπάρζι. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ήταν ιδιοκτήτης του κέντρου «Αλµάζ» στο Νεφάς Σιλκ. Υπάλληλοι του νυχτερινού κέντρου αναγνώρισαν το πτώµα, όπως και το πιστόλι µε το οποίο έθεσε τέρµα στη ζωή του.     

  »Ο αυτόχειρας, σύµφωνα µε αξιόπιστες πηγές, χρωστούσε µεγάλα ποσά και βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας. Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι  στην τσέπη του βρέθηκε ένα σηµείωµα, στο οποίο εξοµολογείται ότι κατά το παρελθόν και σε συνεργασία µε έναν αξιωµατικό της χούντας, είχε καταγγείλει ψευδώς για υπεξαίρεση έναν άλλο Ιταλό, ονόµατι Στέφανο, µε σκοπό να τον καταστρέψει οικονοµικά και να εξαγοράσει το νυχτερινό του κέντρο, ενόσω εκείνος βρισκόταν φυλακισµένος. Το κέντρο ανήκε στη σύζυγο του τελευταίου, Αλµάζ Ουόρκου. Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή.    

  «∆εν µπορώ πλέον να ζήσω. Οι τύψεις µε βασανίζουν. Πρόδωσα τον καλύτερό µου φίλο, Στέφανο, και του φόρτωσα µια απάτη που δεν είχε κάνει. Φυλακίστηκε άδικα και καταστράφηκε οικονοµικά. Κατόπιν τραυµάτισα θανάσιµα τη σύζυγό του, πέφτοντας πάνω στ’ αµάξι της µ’ ένα στρατιωτικό όχηµα και κατάφερα, δωροδοκώντας τις αρχές, να αγοράσω για ένα κοµµάτι ψωµί το νυχτερινό κέντρο που της ανήκε.    

  Είµαι  ένας  αποτυχηµένος.  Χρωστάω σ’ όλο  τον  κόσµο. Μόνο  συµφορές σκόρπισα. Βαρέθηκα να κρύβοµαι. ∆εν αντέχω πια αυτό το µαρτύριο! Βάζω τέρµα στη ζωή µου κι ο Θεός ας µε συγχωρέσει.  Αµεντέο»  

 

   

   Ο Στέφανο ανάσανε βαθιά και κάλεσε αµέσως την κόρη  του στο κινητό της. 

- Ελένη, µικρό µου, σ’ επιθύµησα. Τι κάνεις; Ο λόγος που σε παίρνω είναι ότι προέκυψαν συγκλονιστικά νέα, που µας αφορούν. Η Ουολέτου µου µήνυσε να διαβάσω τι γράφει µια εφηµερίδα της  

Αντίς Αµπέµπα.  Ρίξε µια µατιά στο  www.ethionews.et και θα καταλάβεις. Είµαι συγκλονισµένος... Θα µιλήσουµε ξανά αργότερα.     

   Η Ελένη διαβάζοντας το άρθρο της εφηµερίδας δεν πίστευε στα µάτια της. Το προηγούµενο βράδυ είχε ονειρευτεί τη µάνα της χαµογελαστή, να της λέει «Θα σε δω σύντοµα µε τον µπαµπά σου στην Αντίς Αµπέµπα». Παρόλο που δεν πίστευε στα όνειρα, αναρωτήθηκε αν ήταν ένα µήνυµα απ’ τη µάνα της. «Λες; Γιατί όχι; 

Τώρα που αποκαταστήθηκε η υπόληψη του πατέρα µου, ο δρόµος της επιστροφής είναι ανοιχτός».    

   Μπήκε στο διαδίκτυο και διάβασε κι άλλες αιθιοπικές  εφηµερίδες. «Έγκληµα και τιµωρία», «Θεία δίκη» και «Όλα εδώ πληρώνονται» ήσαν µερικοί τίτλοι. Κάλεσε στο τηλέφωνο τον πατέρα της.  

- Μέχρι τώρα, µπαµπά, έκανα πάντα ό,τι µου ζητούσες, αλλά ήρθε η σειρά σου να µε ακούσεις κι εσύ. Είναι καιρός πια να ξεκουραστείς απ’ τη δουλειά σου. Μας δίνεται η ευκαιρία, τώρα που όλα ξεκαθάρισαν, να πάµε µαζί στην Αντίς Αµπέµπα, να προσκυνήσουµε τον τάφο της µαµάς και να δούµε την πατρίδα µας. Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια...     

   Ο Στέφανο χαµογέλασε συνωµοτικά µέσα του. Ήθελε να της πει «Ποια δέκα χρόνια; Προχτές εκεί ήµουν». 

- Λες, κορούλα µου; της απάντησε. Άσε µε να το σκεφτώ. 

- Είσαι ο πιο γλυκός µπαµπάς του κόσµου. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο  βρήκα δυο ξενοδοχεία πέντε αστέρων στην Αντίς Αµπέµπα, το «Sheraton» και το «Hilton». Τι λες να µείνουµε στο  «Sheraton»;     

 O Στέφανο δαγκώθηκε! Στο Sheraton; Αποκλείεται! Κι αν τον θυµηθούν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου και του πουν «Καλώς µας ξανάρθατε, κύριε Ρασέττι», τι θα της  έλεγε; Ότι είναι σωσίας του Αµεντέο Νάτσαρι, όπως του ‘χε πει ο Lou, ο µπάρµαν στο Μπέβερλυ Χιλς; Χαµογέλασε ήρεµα και της είπε γλυκά.  

- Προτιµώ το «Hilton», αγάπη µου, έτσι για να θυµηθώ τα παλιά τα χρόνια, τότε που φτωχός περνούσα απ’ έξω και το ζήλευα. Εξάλλου έχει και πισίνα µε νερό απ’ την πηγή της Φελόχας. Θα µου κάνει καλό να κάνω µερικά µπάνια εκεί. 

-Ωραία όλα αυτά, αλλά µέχρι τότε τι θα ‘λεγες να περνούσαµε µαζί το Σαββατοκύριακο; Έµαθα ότι στην όπερα του Λος Άντζελες θα εµφανιστεί µια διάσηµη, νέα σοπράνο στο ρόλο της Τόσκα. Νοµίζω πως είναι Ελληνίδα. Το όνοµα της είναι Eva Takis και οι κριτικοί την περιγράφουν ως την καινούργια Μαρία Κάλλας. Τι λες; Πάµε να τη δούµε;  

- Θαυµάσια ιδέα, κορούλα µου. Πες µου µόνο µε ποια πτήση φτάνεις, για να ‘ρθω να σε πάρω απ’ το αεροδρόµιο. Σε φιλώ! - Φιλάκια, daddy. Θα κανονίσω εγώ για τα εισιτήρια.     

  Ξαφνικά η Έλενα θυµήθηκε την κάρτα που της έστειλε ο πατέρας της προτού φύγει για το τριήµερο ταξίδι του. 

- Μπαµπά, στην κάρτα που µου έστειλες, υποσχέθηκες πως θα µου δώσεις λεπτοµερή αναφορά για το τριήµερο ταξίδι σου. Είµαι όλο αυτιά.  

- ∆ε βαριέσαι, Ελένη µου. Τελικά δεν άξιζε τον κόπο, της απάντησε. Ήταν µια απλή περιπετειούλα. Ciao, bella!      

  Η Ελένη, µόλις έκλεισε το κινητό, πήρε την Jane Capriati, πρώην καθηγήτριά της στο Ενοχικό ∆ίκαιο, στο πανεπιστήµιο του Yale. Είχε γνωριστεί και παλιότερα µε τον πατέρα της, κατά τη διάρκεια µιας επίσκεψής του, και ένα βράδυ, µάλιστα, βγήκαν οι τρεις τους για φαγητό. Από τον τρόπο που κοιτάζονταν, η  Έλενα κατάλαβε ότι υπήρξε αµοιβαία  έλξη. Εκείνη µεν ήταν µια όµορφη, καλλιεργηµένη και νεότατη γυναίκα, µόλις 38 χρόνων, για τον δε πατέρα της είχε πια φτάσει πια καιρός να φροντίσει για το µέλλον του.     

  Τηλεφώνησε, λοιπόν, στην πρώην καθηγήτριά της και της εξήγησε το σκοπό του τηλεφωνήµατος. Θα έκανε έκπληξη στον πατέρα της και θα πήγαιναν και οι τρεις µαζί σε παράσταση όπερας. Εκείνη ενθουσιάστηκε! Η  Ελένη έκλεισε το τηλέφωνο χαρούµενη και σκέφτηκε τον πατέρα της. Τον αγαπούσε τόσο πολύ. 

  Το µόνο που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί είχε κλειστό το κινητό του όλο το τριήµερο. «Μυστήρια πράγµατα...», είπε µέσα της. Ξαφνικά, την έζωσαν φίδια. «Έχει γούστο, σκέφτηκε, να µη συνέπεσε τυχαία το διάστηµα που έλειπε ο πατέρας µου µε την ηµεροµηνία της αυτοκτονίας του Αµέντεο... Λες να σχετίζεται µε κάποιον τρόπο;», αναρωτήθηκε αναστατωµένη. «Μα, τι κάθοµαι και 

σκέφτοµαι;», συνέφερε τον εαυτό της. «Τι σχέση  µπορεί να έχει το ταξίδι του πατέρα µου µε κάποιον που αυτοκτονεί δέκα χιλιάδες µίλια µακριά; Εκτός κι αν... Εκτός κι αν τον σκότωσε ο ίδιος!... Έλα Χριστέ και Παναγιά! Τι λέω; Τρελάθηκα; Α, µα έχουν δίκιο, λοιπόν, οι άντρες που ισχυρίζονται ότι εµείς οι γυναίκες διαθέτουµε σατανικό µυαλό. Κοίτα τι πήγα και σκέφτηκα! Αν είναι δυνατόν!...».      

  Αγκάλιασε το γάτο της, το Γκούλιτ, που ‘ταν κουλουριασµένος στα πόδια της, τον χάιδεψε τρυφερά και του ‘πε. 

- Πρέπει να βρω κάποιον να σε φροντίζει, όσο θα λείπω  στο ταξίδι µε τον µπαµπά µου.     

  Ξαφνικά, χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ήταν ο Πάνος, ο φίλος της. 

Τα µάτια της έλαµψαν. «Πολύ καψούρηδες αυτοί οι Έλληνες. Είναι χειρότεροι κι απ’ τους Ιταλούς!». Κοίταξε το γάτο της και του είπε τρυφερά. 

- Γκούλιτ, µόλις βρήκα τον άνθρωπο που θα σε προσέχει, όσο θα λείπω!                                            

 

A te, o cara, amor talora  

Για σένα, ω αγαπηµένη, η αγάπη µου 

mi guido furtivo e in pianto  

κάποιες φορές µε οδήγησε κρυφά σε δάκρυα 

or mi guida a te d’accanto  

τώρα µε οδηγεί πλάι σου  

fra la gioia e l’esultar.   

µες στη χαρά και στην αγαλλίαση. 

Al brillar di si bell’ ora,  

Στη λάµψη µιας τέτοιας όµορφης ώρας, 

se rammento il mio tormento,  

όταν θυµάµαι το µαρτύριο µου,  

si raddopia il mio contento  

η χαρά µου µεγαλώνει και γίνεται  

m’ e piu caro il palpitar. 

γλυκύτερος  ο χτύπος της καρδιάς µου.              

  

 Στο χωρίο που γεννήθηκε η Αλµάζ εγκαινιάστηκε από το σύζυγό της, Στέφανο, µια παιδιατρική κλινική στη µνήµη της. Εκεί κάθε χρόνο θεραπεύονται εκατοντάδες παιδιά. 

 

 

 

 

 

                                                                 *****ΟΟΟΟ*****