Χθές, Σήμερα, Αύριο Και….

Post date: Oct 29, 2014 7:00:41 PM

  Του Χριστόφορου (Άκη) Παπαχαραλάμπους

                                                        Η ΚΑΠΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

ΜΑΤΟΥ – ΔΥΤΙΚΗ ΑΙΘΙΟΠΙΑ – 1956

 

     Ο Αύγουστος, ο τελευταίος μήνας των σχολικών διακοπών μας, πλησίαζε στο τέλος του. Σε λίγες μέρες, ένα από κείνα τα θρυλικά αεροσκάφη Dakota DC9, θα μετέφερε τον αδελφό μου, τις δυο μου ξαδέλφες κι εμένα, στην Αντίς Αμπέμπα.

      Εκεί, στο μικρό λασποχώρι του Μάτου όμως,  επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση, καθώς αναμενόταν η άφιξη του ηγέτη της χώρας, του Μεγαλειοτάτου Αυτοκράτορα Χάιλε Σελάσσιε Α’, που ο πλήρης τίτλος του ήταν:

«Αυτοκράτωρ Χάιλε Σελάσσιε ο Πρώτος, Εκλεκτός του Θεού, Κατακτών Λέων της φυλής του Ιούδα, Βασιλεύς των Βασιλέων της Αιθιοπίας.»

     Ο πατέρας μου μάλιστα είχε ειδοποιηθεί πως ο Μεγαλειότατος, κατά την περιοδεία του στην περιοχή, θα επισκεπτόταν στη 1 μ.μ και την μονάδα επεξεργασίας καρπών καφέ, της οποίας ήταν διευθυντής. Γινόταν χαμός, μέσα κι έξω από το εργοστάσιο.

     Θυμάμαι πως η μητέρα μου, μαζί με άλλες κυρίες, είχαν προμηθευτεί, ούτε κι εγώ ξέρω πόσα, μπουκάλια aranciata (πορτοκαλάδα) και λεμονάδες και τα είχαν βάλει μέσα σε βρεγμένα τσουβάλια του καφέ. Εγώ και ο αδελφός μου, κατά διαστήματα, έπρεπε να ρίχνουμε νερό πάνω στα τσουβάλια, για να κρατιούνται τα αναψυκτικά  κρύα ή τουλάχιστον δροσερά.

     Η αγωνία κορυφωνόταν, καθώς ο Χάιλε Σελάσσιε – ο Αυτοκράτορας δηλαδή – ενώ είχε περάσει η μία το μεσημέρι, δεν είχε φανεί ακόμη. Οι κουβάδες με νερό, πάντως πηγαινο-έρχονταν.

     Γύρω στις 4 μ.μ, αν θυμάμαι καλά, κάποιο τηλεφώνημα μας ενημέρωσε πως ο Janhoy (ο Μεγαλειότατος) θα ήταν εκεί, σε δεκαπέντε λεπτά.

     Η μητέρα μου, με άγχος, μας ζήτησε τότε να βγάλουμε τα μουσκεμένα τσουβάλια πάνω από τα αναψυκτικά. Έστειλε κάτι εργάτριες να φέρουν τα μπουκάλια σε ένα τραπέζι, που είχαν στήσει, ανάμεσα στις μεγάλες οδοντωτές τροχαλίες του εργαστηρίου. Το ντύσανε με ένα υπέροχο αιθιοπικό παραδοσιακό κεντητό τραπεζομάντηλο. Δίσκοι ασημένιοι, υποδέχτηκαν τα κρυστάλλινα ποτήρια, με τις δροσερές ακόμη πορτοκαλο – λεμονάδες.

     Σούσουρο έξω. Αυτοκίνητα. Φωνές. Διαταγές. Ο πατέρας μου έτρεξε έξω. Εμάς τα παιδιά, δεν θυμάμαι ποιος και γιατί, μας διέταξαν να μείνουμε μέσα. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και ένα αεράκι φυσούσε ανακατεύοντας την μυρουδιά του ψημένου κόκκου καφέ, με κείνη των σβησμένων βιαστικά τσιγάρων.

     Είδα την μητέρα μου να κρατάει έναν ασημένιο δίσκο, με ποτήρια πορτοκαλάδας και λεμονάδας, και να στέκεται σχεδόν προσοχή. Ταυτόχρονα, βλέπω τον Αυτοκράτορα να εισέρχεται με μεγαλοπρέπεια στον χώρο. Φορούσε  ένα μπλε κλασσικό σταυρωτό κουστούμι, με γραβάτα και μια μαύρη κάπα, που κάλυπτε τον σβέρκο, τους ώμους και κατέβαινε ως πίσω χαμηλά, στις γάμπες. Ήταν μικροκαμωμένος, αλλά είχε κάτι το μεγαλοπρεπές. Δίπλα του πήγαινε, καμαρωτό – καμαρωτό, το μικρό λευκόγκριζο σκυλάκι.  Δεν ξέρω τι ράτσα ήταν. Τσιουάουα ίσως; Μου έκαναν εντύπωση, τα ματάκια του. Φαινότανε πανέξυπνο.

     Μόλις προχώρησε λίγα μέτρα στον διάδρομο  χαμογελώντας και έχοντας δίπλα του τον πατέρα μου, η μητέρα μου έκανε να πάει με τον δίσκο, με τα αναψυκτικά προς εκείνον. Ένας στρατιωτικός όμως, που στεκόταν δίπλα της, άπλωσε το χέρι του και την εμπόδισε. Ο Χάιλε Σελάσσιε, που είδε την κίνηση του φρουρού, του έκανε σήμα να την αφήσει να πλησιάσει, λέγοντας της χαμογελαστά:

     «Ayzosh» (μη φοβάσαι)

     Εκείνη, φανερά ταραγμένη, έκανε τα πρώτα βήματα, την ίδια στιγμή που ο Αυτοκράτορας προχωρούσε προς εκείνη, ακούγοντας τον πατέρα μου, που του εξηγούσε την διαδικασία επεξεργασίας του καφέ.

     Ένα κάπως πιο δυνατό αεράκι φύσηξε και τότε ….  η κάπα του Βασιλέα των Βασιλέων κινήθηκε με χάρη και η άκρη της πήγε κι έμπλεξε στα γρανάζια μιας τροχαλίας που γύριζε. Ο Ηγεμόνας στάθηκε, μη μπορώντας  να προχωρήσει, καθώς τον τραβούσε η μαγκωμένη κάπα προς τα πίσω. Όλοι είχαν παγώσει, εκτός από το σκυλάκι, που βλέποντας την κάπα του αφεντικού του να φέρεται παράξενα,  του γεννήθηκε ο φόβος πως το αφεντικό του ‘’κινδυνεύει’’ να βρεθεί ανάμεσα στα γρανάζια, που γυρνούσαν εκεί δίπλα.  Και  δεν είχε άδικο!

     Με εντυπωσιακή ορμή, άρχισε να κατευθύνεται,  τρέχοντας, προς το σημείο που είχε παγιδευτεί η άκρη της κάπας του Αυτοκράτορα, εκεί, στα δόντια της τροχαλίας. Την στιγμή που ήταν έτοιμο να πηδήξει πάνω στην περιστρεφόμενη τροχαλία, βλέπω την μάνα μου να αφήνει τον δίσκο με τα ποτήρια να πέσει χάμω, να πατάει πάνω στα θρύψαλα και, ορμώντας, να αρπάζει το σκυλάκι και να το τυλίγει στην αγκαλιά της – παρά τα στριγκά γαυγίσματα και τις διαμαρτυρίες του. Την ίδια στιγμή, κάποιος διέκοψε την λειτουργία των μηχανών.

     Όλα ίσως αυτά δεν διήρκεσαν πάνω από ένα λεπτό, εμένα όμως ακόμη και τώρα, μου φαίνονται αιώνες. Ο Αυτοκράτορας, ήρεμος, ξεκούμπωσε την κάπα του και την άφησε να πέσει στο έδαφος. Οι επιτελείς του προσπάθησαν να την απελευθερώσουν από το μηχάνημα «Κόψτε την» διέταξε εκείνος ψύχραιμα. Ένα ψαλίδι βρέθηκε στη στιγμή και κάποιος έκοψε το μαγκωμένο ύφασμα από την υπόλοιπη κάπα, την οποία με ευλάβεια δίπλωσαν και έστειλαν έξω στην ακολουθία του Μεγαλειοτάτου, που περίμενε.

      Εκείνος προχώρησε, πήγε στην μητέρα μου, που ακόμη κρατούσε το σκυλάκι που τσίριζε, το πήρε, άπλωσε το χέρι του, χαμογέλασε και της χάρισε ένα πατρικό χαδάκι, στο μάγουλο. Προχώρησε προς το τραπέζι, με τα αναψυκτικά, πήρε μόνος του, ένα μπουκάλι και ήπιε μια πορτοκαλάδα μονορούφι.

      «Turu betam turu» (Ωραίο, πολύ ωραίο) είπε και χάρισε το χαμόγελο του σε όλους τους ταραγμένους γύρω του.  Πήγε στον πατέρα μου, που είχε χλωμιάσει, και του είπε: «Δεν θα μας πεις πώς φτάνουν στα τσουβάλια οι κόκκοι του καφέ τελικά;» Εκείνος συνήλθε αμέσως. Έκανε νόημα να ξεκινήσουν οι μηχανές και συνέχισε την ξενάγηση.

      Ένα κομμάτι μαύρο ύφασμα, όμως, τσουλούσε μαζί με τους κόκκους του καφέ, προς τα τσουβάλια, όπου θα συσκευάζονταν. Εκείνο το σκισμένο κομμάτι όμως, της Αυτοκρατορικής κάπας, σήμερα  θα ήθελα πολύ να υπήρχε κάπου φυλαγμένο, σαν σουβενίρ της ζωής μας, εκεί στην χώρα που μας γέννησε. Κανείς όμως τότε, δεν σκέφτηκε να το φυλάξει!

 

                                              

Ο Mengistu Newai με τον αδελφό του Girmame

 Ο … ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ

Αντίς Αμπέμπα: Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 1960

 

Μπουπππ! - Νταπππ!

 

     Τινάχτηκα πάνω ξαφνιασμένος με τα νερά να τρέχουν από το πρόσωπό μου στο πάτωμα του μπάνιου και κοίταξα πίσω μου. Εκεί στην πάνω γωνία του τοίχου που έβλεπε στο δρόμο, έχασκε μια τρύπα στο ντουβάρι. Ασβέστης, κομμάτια λάσπης και ξύλου έπεφταν μέσα στη μπανιέρα.Γύρισα άφωνος το κεφάλι και είδα ακριβώς απέναντι μια άλλη τρύπα στον τοίχο που χώριζε το μπάνιο απ’ το υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Κάτι μεταλλικό φαινόταν να έχει καρφωθεί εκεί. Μια σφαίρα!

     Σήμερα πενήντα πέντε χρόνια μετά, ειλικρινά δεν θυμάμαι ποια ακριβώς ώρα άρχισαν να ακούγονται  οι πυροβολισμοί. Κανονιές δονούσαν την ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας και πολεμικά αεροσκάφη έσχιζαν σφυρίζοντας τον αέρα. Τρομοκρατημένοι όλοι στο σπίτι, δεν ξέραμε τι συνέβαινε και είχαμε πέσει στο πάτωμα για να μην αρπάξουμε καμιά αδέσποτη. Ο πατέρας μου ήταν στην Τζίμα για τις δουλειές του. 

     Μα τι στο καλό γινόταν; Από το ραδιόφωνο ακούγαμε κάτι διακηρύξεις για ‘’επανάσταση υπέρ του καταπιεσμένου λαού της Αιθιοπίας,  από το τυραννικό καθεστώς του Αυτοκράτορα Χάϊλε Σελάσσιε’’ όπως τόνιζαν. Ο Αυτοκράτορας βρισκόταν στην Βραζιλία για επίσημη επίσκεψη.

     Από το ραδιόφωνο μάθαμε πως η Αυτοκρατορική Φρουρά (Κebur Zebegna) με επικεφαλής τον Στρατηγό Mengistu Neway και τον αδελφό του, ήταν το στρατιωτικό σώμα που οργάνωσε ένα “Coup d’ Etat”. Αργότερα έμαθα πως αυτό σήμαινε πραξικόπημα. Στο διάγγελμα που απηύθυναν στο λαό οι πραξικοπηματίες ανέφεραν συνεχώς πως «αν ο Αυτοκράτορας τολμήσει να επιστρέψει, θα καταρρίψουν το αεροσκάφος του, δίχως δισταγμό».

     Κάποια στιγμή ακούσαμε ένα αμάξι να σταματάει. Δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα. Ο Αμπέμπε ο μάγειράς μας, κοίταξε την μητέρα μου. Εκείνη αφού έριξε μια ματιά στο αδελφό μου και μένα, που ξαπλωμένοι στο πάτωμα μπρούμυτα, διαβάζαμε .…από ένα τεύχος ‘’Κλασσικά εικονογραφημένα’’ - αν είναι δυνατόν – του έκαμε νόημα ν’ ανοίξει.

     Σαν σίφουνας μπήκε μέσα ο κύριος Γιώργος Πυθαράς τραβώντας απ το χέρι τον γιό του τον Λάκη και ακολουθούσε η γυναίκα του η Φλώρα.

   -Άννα!  Φώναξε ο κύριος Γιώργος. Μάζεψε γρήγορα τα πιο απαραίτητα και πάμε να φύγουμε!

   -Μα που θα πάμε Γιώργο; ρώτησε η μητέρα μου.

   -Στο σπίτι μας στο Γκούλελε. Εκεί είναι πιο ήρεμα τα πράγματα.

Το Γκούλελε ήταν ένα προάστιο λίγο έξω από την Αντίς Αμπέμπα.

     Χωρίς δισταγμό η μητέρα μου μάζεψε – ούτε κι εγώ ξέρω τι – και αφήνοντας τον Αμπέμπε άρχοντα του σπιτιού, μπήκαμε στο αμάξι του κυρίου Πυθαρά. Για πότε φτάσαμε στο σπίτι τους ούτε καν που  θυμάμαι. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι με τεράστια αυλή. Απέναντι, πέρα από τον ασφαλτόδρομο, απλωνόταν έναν δασάκι. Πολύ όμορφη θέα. Καθίσαμε στο σαλόνι. Ήταν ήσυχα. Δεν ακούγονταν τουφεκιές.

     Εμείς τα παιδιά τρώγαμε σάντουιτς με τυρί και μορταδέλα και οι μεγάλοι πίνανε καφέ. Καθόμασταν όλοι γύρω από ένα στρογγυλό τραπεζάκι. Ξαφνικά ένα φοβερό ουρλιαχτό που έκανε τα τζάμια και τους τοίχους να τρίζουν ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια μας.

  -Κάτω! Όλοι κάτω! Βομβαρδιστικόοο!  Φώναξε ο κύριος Γιώργος.

      Μόλις πέρασε ο κίνδυνος και το πολεμικό αεροσκάφος απομακρύνθηκε όλοι σηκωθήκαν κάπως αλαφιασμένοι αλλά σώοι και …στεγνοί, εκτός από μένα …και αυτό γιατί άτσαλος όπως ήμουν τότε αντί απλώς να πέσω χάμω, προσπάθησα να χωθώ κάτω από το τραπεζάκι όπου βρίσκονταν  τα φλιτζάνια του καφέ, τα ποτήρια και η κανάτα με το νερό. Τα έκανα όλα μούσκεμα και θρύψαλα! Βέβαια κανείς δεν μου έκανε παρατήρηση απλώς η μάνα μου, μου έριξε μια ματιά από κείνες τις … ‘’θα τα πούμε αργότερα’’!  

      Βέβαια ο αδελφός μου και ο Λάκης Πυθαράς έσκασαν στα γέλια!

   Άρχισε να βραδιάζει. Από μακριά ακούγονταν τώρα σποραδικά πυρά που φαίνονταν να έρχονται από  το δασάκι απέναντι από το σπίτι. Όταν πήρε να σκοτεινιάζει ο κύριος Γιώργος μου έκανε νόημα  - με τρόπο  - να τον ακολουθήσω. Βγήκε από το σαλόνι και πήγε προς το υπνοδωμάτιό του. Τον ακολούθησα.

-Έλα μέσα», μου είπε.

   Μπήκα. Άνοιξε την μεγάλη ξύλινη ντουλάπα και παραμερίζοντας κρεμασμένα ρούχα έβγαλε ένα δίκαννο. Άπλωσε το χέρι του στο πάνω ράφι και κατέβασε ένα κουτί. Το άνοιξε. Ήταν γεμάτο σφαίρες. Ήξερα από δαύτες από την Ντίρε Ντάουα όπου ο παππούς Πιέρο μας πήγαινε για κυνήγι τις Κυριακές. Ο κύριος Γιώργος άφησε  το όπλο και το κουτί πάνω στο κρεβάτι και άνοιξε την άλλη πόρτα της ντουλάπας. Εκεί παρά το ύψος του χώθηκε σχεδόν ολόκληρος μέσα. Σε λίγο βγήκε κρατώντας μια καραμπίνα και μου είπε με πολύ σοβαρό ύφος.

-Άκου Άκη, εσύ θα πάρεις το δίκαννο  κι εγώ την καραμπίνα. Μόλις σκοτεινιάσει θα βγούμε έξω με τα όπλα και θα κάνουμε περιπολίες γύρω από το σπίτι. Εντάξει;

Μου έδωσε το δίκαννο.

-Ξέρεις να το οπλίζεις; ρώτησε

-Μάλιστα, είπα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.

-Λοιπόν πάμε τώρα να σου δείξω πώς θα συνεργαστούμε.

   Πήγαμε στο σαλόνι. Εγώ – απ’ ότι θυμάμαι – ένιωθα τόση περηφάνια, που κρατούσα το όπλο ακουμπισμένο στον ώμο, λες και πήγαινα σε παρέλαση. Η μητέρα μου, η κυρία Φλώρα, ο αδελφός μου ο Μίκης και ο Λάκης με κοίταζαν άφωνοι. Και ο κύριος Γιώργος τους είπε:

-Λοιπόν! ο Άκης κι εγώ θα βγούμε με τα όπλα έξω και θα κάνουμε περιπολίες γύρω από το σπίτι.

   Η μητέρα μου κάτι πήγε να πει αλλά ο κύριος Γιώργος  μ’ ένα νεύμα την καθησύχασε. Εγώ είχα μάτια μόνο για τον αδελφό μου και τον Λάκη, που τους κοίταζα ειρωνικά κι έλεγα από μέσα μου:

-Γελάγατε προηγουμένως που έριξα τα νερά και τους καφέδες ε; Κάτσετε τώρα με τις …γυναίκες!

Όταν βγήκαμε έξω έκανε ψύχρα. Αλλά δεν με ενδιέφερε.

-Λοιπόν!  Θα οπλίσουμε τα τουφέκια μας και θα αρχίσουμε να πηγαίνουμε γύρω – γύρω από το σπίτι αντίστροφα. Εγώ θα ξεκινήσω από την δεξιά πλευρά κι εσύ απο την αριστερή πλευρά. Θα συναντιόμαστε δυο φορές σε κάθε κύκλο και θα αναφέρουμε ο ένας στον άλλον αν είδαμε τίποτα ύποπτο, μα οτιδήποτε, μου είπε ο κύριος Γιώργος.

  Και ξαφνικά, ένας πανύψηλός στρατιώτης βρέθηκε να στέκεται μπροστά μου, με προτεταμένο το όπλο του. Τα μάτια του λάμπανε στο σεληνόφως. Ανάσαινε γρήγορα,  σαν να είχε τρέξει και με πλησίαζε αργά – αργά. Σε λίγο, η μούρη του κάλυπτε ολόκληρο το οπτικό μου πεδίο και η κάνη του όπλου του, πίεζε την κοιλιά μου. Η ανάσα του μύριζε άσχημα. Η δική μου είχε …κοπεί. 

    Άπλωσε το ένα του χέρι και μου άρπαξε το δίκαννο. Το πέταξε στο έδαφος. Δεν αντέδρασα. Είχα παγώσει στην κυριολεξία.

-Ουίσκι! Ουίσκι άλε ιζί; (Υπάρχει ουίσκι εδώ;) ρώτησε άγρια

Δεν απάντησα. Είχε στεγνώσει το στόμα μου.

Έσπρωξε με δύναμη την κάνη στην κοιλιά μου κοιτάζοντας με απειλητικά.

-Ουίσκι άμτα αχούν. Τόλο – Τόλο! (Φέρε ουίσκι τώρα. Γρήγορα.) Κραύγασε.

    Έκανα μεταβολή, τρέχοντας ανέβηκα τα σκαλοπάτια της βεράντας και μπήκα στο σαλόνι. Ήξερα πού είχαν τα μπουκάλια με τα ποτά. Aρπάζω ένα μπουκάλι Τζώνυ Ουώκερ και ξαναβγαίνω έξω, χωρίς να κάνω τον κόπο να απαντήσω στις φωνές της μάνας μου και της κυρία Φλώρας, που με ρωτούσαν τι έγινε.

 

     ‘Έφτασα εκεί που στεκόταν ο φαντάρος. Άρπαξε το μπουκάλι απ τα χέρια μου, έβγαλε το καπάκι και ετοιμάστηκε να τραβήξει μια ρουφηξιά…όταν είδε τον κύριο Γιώργο να έρχεται. Έβαλε το μπουκάλι στη μασχάλη του και φώναξε:

-Στοπ! Ποιος είσαι εσύ;

     Ο κύριος Γιώργος στάθηκε έκπληκτος βλέποντας με εκεί…παρέα μ’ έναν στρατιώτη.

- Αμπάτε νέου (ο πατέρας μου είναι)  είπα με φωνή που έτρεμε.

- Να ιζί (έλα εδώ ) φώναξε ο στρατιώτης στον κύριο Γιώργο.

     Όταν πλησίασε ο κύριος Γιώργος, ο φαντάρος του ζήτησε να ρίξει μακριά την καραμπίνα του. Εκείνος με κοίταξε με ένα βλέμμα επιτιμητικό και πέταξε πέρα το όπλο. Ο στρατιώτης έφερε και πάλι το μπουκάλι στο στόμα όμως ούτε τώρα  τα κατάφερε να πιεί, καθώς βαριά βήματα ακούστηκαν στο χαλίκι από δεξιά μας.

     Το μπουκάλι έπεσε από τα χέρια του. Έφερε το τουφέκι του στον ώμο και σημάδεψε κατά κει που  ακούγονταν τα βήματα. Δεν άργησε να φανεί ένας άλλος στρατιώτης. Η στολή του ήταν τελείως διαφορετική από του πρώτου. Στάθηκαν σημαδεύοντας ο ένας τον άλλον κάτω από το φως του φεγγαριού.

     Ο κύριος Γιώργος κι εγώ τους κοιτάζαμε ανήμποροι να κάνουμε το παραμικρό. Ήταν φανερό ότι ο ένας τους ανήκε στους πραξικοπηματίες του στρατηγού Μενγκίστου και ό άλλος στις δυνάμεις που ήταν πιστές στον Αυτοκράτορα.

     Η στιγμή ήταν γεμάτη ένταση. Περίμενα πως όπου να ναι τα ντουφέκια τους θα έπαιρναν φωτιά ταυτόχρονα, καθώς από το ύφος τους έβλεπα, πόσο αποφασισμένοι ήταν και οι δύο να υπερασπιστούν τις ιδέες τους.

     Όμως….κάποια στιγμή, είδα στο βλέμμα του πιο κοντινού μου, κάτι να αλλάζει. Τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν. Το χείλη του μισάνοιξαν και αργά – αργά το όπλο του άρχισε να χαμηλώνει. Γύρισα να δω τον απέναντι μας και είδα την ίδια σχεδόν αντίδραση.

-Τεσσόμε ανντέ νεχ; (Τεσσόμε εσύ είσαι;) ρώτησε ο - ας τον πούμε - δικός μου.

- Ζεούντε; Ουοντιμέ ανντέ; (Ζεούντε αδελφέ μου, εσύ;)

      Αφήσανε τα όπλα να πέσουν. Οι δυο αντίπαλοι τρέχοντας σχεδόν, έπεσαν κλαίγοντας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

     Ο κύριος Γιώργος, έσκυψε, σήκωσε το μπουκάλι με το ουίσκι, που ευτυχώς δεν είχε χυθεί και το έτεινε προς το μέρος τους. Τα δύο αδέλφια που βρέθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα, κάθισαν χάμω πήραν το μπουκάλι και κλαίγοντας ήπιαν όσο είχε απομείνει. Κάθε τόσο αγκαλιάζονταν χτυπώντας χαϊδευτικά την πλάτη ο ένας του άλλου επαναλαμβάνοντας την λέξη:

-Ουοντίμε,  ουόντιμέ! (αδελφέ μου, αδελφέ μου)

     Όταν τέλειωσε το ποτό στο μπουκάλι, σηκώθηκαν, στάθηκαν προσοχή ο ένας απέναντι στον άλλον και χαιρέτισαν στρατιωτικά. Ύστερα ο Τεσσόμε έκανε μεταβολή και έφυγε. Ο Ζεούντε στάθηκε μπροστά μας και είπε στον κύριο Γιώργο:

-Αυτός ο γιός σας εύχομαι να μην πιάσει ποτέ ξανά τουφέκι!.

     Με χτύπησε στον ώμο φιλικά και χάθηκε κι αυτός στο σκοτάδι. Η ευχή του εκπληρώθηκε. Δεν έπιασα ποτέ ξανά όπλο στα χέρια μου. Η ευχή που έκανα εγώ από μέσα μου, να ξαναβρεί ο Ζεούντε τον αδελφό του τον Τεσσόμε ζωντανό, έπιασε άραγε;

Δεν θα το μάθαινα ποτέ…

 

 

                                                            

                                             

                                                 ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ... ΠΙΝΕΛΙΕΣ

 

   Το Σάββατο της 29ης Μαρτίου του 1941, ο Βρετανικός στρατός προερχόμενος από το Χάραρ, εισήλθε στην Ντίρε Ντάουα.

   Λέγεται ότι οι Ιταλικές δυνάμεις, προτού εγκαταλείψουν την πόλη τρεις μέρες νωρίτερα -την Τετάρτη 26 Μαρτίου- παγίδεψαν με εκρηκτικές ύλες διάφορες αποθήκες καυσίμων που διέθεταν στην πόλη, για να τις ανατινάξουν. Όμως, όπως αναφέρουν οι πηγές αυτές, ένας Ιταλός στρατιώτης  που είχε εργαστεί για την τοποθέτηση των εκρηκτικών, τα αποσυνέδεσε την τελευταία στιγμή κατά την αποχώρηση του και έτσι ίσως αποφεύχθηκε μια ακόμη πολεμική τραγωδία. Ο ηττημένος Ιταλικός στρατός,  υποχωρώντας, διέφυγε με τραίνο προς την Αντίς Αμπέμπα.

   Τις τρεις μέρες που μεσολάβησαν μέχρι την άφιξη των Εγγλέζων, υπήρξαν κρούσματα ληστειών κυρίως σε εγκαταλειμμένα σπίτια Ιταλών, αλλά και άλλων κατοίκων της πόλης. Βέβαια λειτουργούσε ακόμη, σε κατάσταση διάλυσης όμως, η Polizia Coloniale, (αποικιακή αστυνομία) η οποία αδυνατούσε να ελέγξει την κατάσταση. Οι ευρωπαίοι ζούσαν υπό το κράτος φόβου καθώς οι επιθέσεις των shifta (ληστών) μπορεί να λάμβαναν μαζικότερη και αγριότερη μορφή. Εκτός αυτού, υπήρχε σοβαρή έλλειψη βασικών αγαθών και τροφίμων.

   Ο Ιταλός Δήμαρχος, που είχε παραμείνει στη θέση του για να παραδώσει την πόλη στις βρετανικές δυνάμεις, κατά την διάρκεια αυτού του τριήμερου κενού εξουσίας, πήγε μια – δυο φορές στην βάση των Βρετανών με το αμάξι του που έφερε λευκή σημαία, εκλιπαρώντας τους Άγγλους να βιαστούν να εισέλθουν στην πόλη, γιατί κινδύνευαν οι κάτοικοι.

   Οι Βρετανοί, όμως είχαν στρατοπεδεύσει λίγα χιλιόμετρα έξω από την Ντίρε Ντάουα και αφιέρωναν τον χρόνο τους στον.... καλλωπισμό τους: Κούρεμα, ξύρισμα, γυάλισμα των κουμπιών των στολών τους, σιδέρωμα των παντελονιών τους μέχρι σημείου η τσάκιση να κόβει και χαρτί – που λέει ο λόγος- πλύσιμο των αμαξιών και των άλλων τροχοφόρων, λουστράρισμα στις μπότες τους κ.α. Στόχος τους ήταν η είσοδός στην πόλη να εντυπωσιάσει τους πολίτες με την... Βρετανική στρατιωτική μεγαλοπρέπεια!

   Οι κάτοικοι  όμως  στο μεταξύ από τον φόβο των ληστών είχαν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους και δεν έβγαιναν παρά μόνο αν ήταν απόλυτη ανάγκη.

   Υπήρχαν όμως κάτι πλάσματα που τριγύριζαν σαν χαμένα στην σχεδόν έρημη πόλη, με βλέμμα απόγνωσης. Από τη ράχη τους κρέμονταν ξεχαρβαλωμένες οι σέλες των Ιταλών στρατιωτών που σέρνονταν στο χώμα. Κατά διαστήματα μαζεύονταν σε ομάδες λες και συσκέπτονταν για το τι να κάνουν κι ύστερα, το καθένα μοναχό του έφευγε, σέρνοντας πίσω του την κουρελιασμένη σέλα.

   Τα αξιολύπητα αυτά πλάσματα, ήταν τα μουλάρια των Ιταλών στρατιωτών που τα εγκατέλειψαν έτσι άκαρδα, τα αφεντικά τους.

   Την επομένη της άφιξης των Εγγλέζων, τα μουλάρια εξαφανίστηκαν. Δεν τα ξανάδε κανείς ποτέ από τότε. Για λίγο όμως σε μερικά σημεία της πόλης, μπορούσε ακόμη να δει κανείς, τα σημάδια που άφησαν, οι σέλες που σύρθηκαν στην άμμο της Ντίρε Ντάουα. Ήταν ίσως οι τελευταίες πινελιές μιας κατοχής, που άφησαν πίσω τους τα εγκαταλειμμένα εκείνα ζώα.

 

Υ.Γ. Πηγή για την δράση της Polizia Coloniale το άρθρο του Getahun Mesfin Haile (Michigan State University) με τίτλο:  “Ya Ingliz Gize” Τα υπόλοιπα από την συνήθη πηγή μου, την μητέρα μου Άννα Ρήγα.

 

 

 

 

 

                                

 

                                                              ΤΟ ΓΕΛΙΟ

 

Ντίρε Ντάουα Μαίου 1936

 

     Η όμορφη πόλη ξύπνησε ήρεμη. Δεν υπήρχε κανενός είδους ανησυχία. Τα μαγαζιά άνοιξαν κανονικά. Η μέρα ήταν λαμπρή και η θερμοκρασία εκεί γύρω στους 30 βαθμούς.

     Λίγο μετά το μεσημέρι, διαδόθηκε η είδηση ότι ο Ιταλικός στρατός με επικεφαλής τον στρατηγό Rodolfo Graziani βάδιζε από το Χάραρ προς την Ντιρε Ντάουα. Η είδηση αυτή δεν προκάλεσε καμιά αναταραχή στον πληθυσμό, λες και ήταν κάτι το συνηθισμένο. Βέβαια η Αντίς Αμπέμπα αλλά και η Ντιρε Ντάουα δεν είχαν υποστεί κανέναν βομβαρδισμό από τα Ιταλικά αεροσκάφη.

     Στην πόλη, εκείνη τη μέρα υπήρχε μόνο μια μικρή Γαλλική στρατιωτική δύναμη, που είχε έρθει από το Τζιμπουτί για να προστατέψει τα γαλλικά συμφέροντα και ιδίως τις εγκαταστάσεις της σιδηροδρομικής τους εταιρείας. Κατά έναν τρόπο μάλιστα, αυτή η μικρή Γαλλική στρατιωτική παρουσία όχι μόνο προστάτευσε τους Γάλλους πολίτες, αλλά συνέβαλε και στην ομαλή είσοδο των Ιταλικών δυνάμεων στην πόλη. Μόλις δε οι Γάλλοι στρατιωτικοί πήραν την διαβεβαίωση των Ιταλών ότι δεν θα διαταραχθεί η λειτουργία του σιδηροδρόμου, αποχώρησαν και επέστρεψαν στην έδρα τους στο Τζιμπουτί.        

      Κατά το μεσημέρι προς το απόγευμα, οι Ιταλοί κατακτητές πήγαν στο ‘’Ghebi’’ (τα ανάκτορα του Αυτοκράτορα Χάϊλε Σελάσιε, που διέφυγε προς το Τζιμπουτί με τραίνο) για να κατεβάσουν την Αιθιοπική σημαία και να αναρτήσουν την Ιταλική. Κόσμος πολύς-ντόπιοι και Ευρωπαίοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά- μαζεύτηκαν για να παρακολουθήσουν την τελετή, από περιέργεια οι περισσότεροι. Μεταξύ των παρισταμένων  βρισκόταν εκεί και μια μικρούλα, που αργότερα έμελλε να γίνει μητέρα μου.

      Την ώρα λοιπόν που κατέβαινε η Αιθιοπική σημαία, ένας Αιθίοπας (Αβησσυνός όπως τους έλεγαν τότε) άρχισε να σκάει στα γέλια. Ξεκαρδιζότανε. Ήταν τόσο δυνατό το γέλιο του που όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Το κοριτσάκι απορημένο ρώτησε μια Γαλλίδα κυρία που ήταν δίπλα της: ‘’Madame, pourquoi cet homme rit il comme ça?’’ (Κυρία γιατί γελάει έτσι εκείνος ο άνθρωπος;) και η κυρία της απάντησε, με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη: ‘’Ma petite, il rit pour ne pas pleurer !» ‘’Μικρή μου,  γελάει για να μην κλάψει’’. Η μητέρα μου, σήμερα ακόμη, τόσες δεκαετίες μετά, ποτέ δεν ξέχασε κείνο το γέλιο – θρήνο του Αβησσυνού που ήταν ίσως προφητικό…..

                                                  

Υ.Γ Πηγές μου: Wikipedia the free encyclopedia και η μητέρα  μου Άννα – Μαρία Μπρεμόν τότε, Άννα Μαρία Ρήγα σήμερα.