ΕΡΥΘΡΑΙΑ ... Η Ερτρα (Ερυθραία στα Τιγκρινία) είναι μια χώρα της βορειοανατολικής Αφρικής, έχει έκταση 121.320 τετρ.χλμ, βρίσκεται ανάμεσα στο Σουδάν, την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί, ενώ βρέχεται από την Ερυθρά θάλασσα. ...Ο πληθυσμός της, το 2005 ήταν 4.561.500 άτομα, έχει μέσο προσδόκιμο χρόνο ζωής τα 56 έτη, ενώ ο αναλφαβητισμός φτάνει το 47,6% για τις γυναίκες. ...ΟΙ επίσημες γλώσσες, είναι τα Τιγκρινία (ομιλούνται από 80% του πληθυσμού) και η Αραβική. Κυρίαρχες θρησκείες είναι ο Χριστιανισμός και ο Μουσουλμανισμός. ...Είναι χώρα γεωργική, με κατά κεφαλήν εισόδημα τα 1.000 δολλάρια/ετος. Τα κυριότερα προϊόντα της είναι το μπαμπάκι, το ζαχαροκάλαμο και οι μπανάνες. ...Το υπέδαφος της Ερυθραίας φαίνεται ότι είναι αρκετά πλούσιο σε ορυκτά. Σήμερα εξάγονται άλατα καλίου, χρυσάφι, και χαλαζίας, ενώ έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη πετρελαίου, λιγνιτών καισιδηρούχων ορυκτών. ...Ήταν Ιταλική αποικία από το 1890 μέχρι το 1941, οπότε τέθηκε κάτω από αγγλική διοίκηση, για ν' αποτελέσει το 1952, με την έγκριση του Ο.Η.Ε. ομοσπονδία με την Αιθιοπία, τέλος το 1962 προσαρτήθηκε απο την Αιθιοπία. Από 1993 είναι ανεξάρτητο κράτος, μετά από ένα δημοψήφισμα υπό την εποπτεία του ΟΗΕ. ...Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Ασμάρα που προήλθε από την ένωση τεσσάρων χωριών, τα οποία ιδρύθηκαν γύρω στον 12ο αιώνα και ήταν εμπορικοί σταθμοί. Στα τέλη του 1930 οι Ιταλοί άλλαξαν το πρόσωπο της πόλης χτίζοντας νέα και μοντέρνα κτίρια, γι' αυτό τον λόγο η Ασμάρα συχνά αναφερόταν και σαν Piccola Roma. Η Ελληνική Κοινότητα της Ασμάρας ιδρύθηκε το 1903, διέθετε Κοινοτικό Σχολείο και την Εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου; ...Το κυριότερο λιμάνι της χώρας είναι η Μασάουα, είναι κτισμένη πάνω σε δυο μικρά νησιά στα παράλια της Ερυθράς θάλασσας, έχει τυπικά στοιχεία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής (το 1557 κατακτήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία). Θεωρείται το σπουδαιότερο κέντρο εμπορίου μαργαριταριών της περιοχής. ...Το λιμάνι του Ασαμπ κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα ήταν το επίνειο της Αντίς Αμπέμπα. Στο κόλπο του Ασαμπ υπάρχουν 30 νησιά, ενώ σε μικρή απόσταση από το λιμάνι βρισκόταν η αρχαία πόλη της Αρσινόης. ...Το Κέρεν είναι δεύτερη μεγαλύτερη πόλη Ερυθραίας της, με πληθυσμό 78.000 άτομα, η οποία αναπτύχθηκε γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Η Ελληνική Κοινότητα του Κέρεν, που ιδρύθηκε το
1896, διέθετε Κοινοτικό Σχολείο και την Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. ...Στην
απογραφή του πληθυσμού που έκαναν οι Ιταλοί το 1894, στην Ερυθραία, τότε κατοικούσαν 178 Έλληνες. ...Η αρχαία πόλη των απελευθερωμένων δούλων της Αιγύπτου, Άδουλη, βρισκόταν στην σημερινή θέση της πόλης Ζούλα, ενώ στην σημερινή θέση της Μασάουα, υπήρχε το λιμάνι της Πτολεμαϊδος Επιθήρας. Από εκεί άρχιζε το κυνήγι του ελέφαντα. Σταύρος Ε. Βινιεράτος Η Ερυθραία που βρίσκεται στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας, κηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 1991, ύστερα από πολύχρονο και αιματηρό αγώνα εναντίον της Αιθιοπίας, ο οποίος κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της υποδομής της χώρας.
Λόγω της στρατηγικής θέσης της, της δυνατότητας ανάπτυξης εξορυκτικής βιομηχανίας και εξαγωγής πετρελαίου, όπως και ανάπτυξης του τουρισμού χάρη στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας, το μέλλον της χώρας εμφανίζεται περισσότερο ευοίωνο από εκείνο άλλων αφρικανικών χωρών.
Οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στην Ερυθραία στα μέσα του 19ου αι. περνώντας από το Σουδάν και την Αίγυπτο.
Στην πόλη Κερέν, ο Βλάσης Φραγκούλης ίδρυσε μια μικρή παροικία.Η μικρή εκκλησία και το δημοτικό σχολείο, που χτίστηκαν τότε, διατηρούνται ως σήμερα.
Κατά την ιταλική απογραφή του 1894, στην Ερυθραία κατοικούσαν 178 Έλληνες.Η ελληνική κοινότητα οργανώθηκεεπίσημα το 1903 και λίγο αργότερα απέκτησε και σχολείο.
Ο Πραξιτέλης Κυριακάκης από το χωριό Μελιτίνη της Σπάρτης ήταν από τους πιο φημισμένους Έλληνες,που έζησαν και εργάστηκαν στην Ερυθραία. Ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της χώρας, ασχολήθηκε με το εμπόριο,είχε εστιατόριο,εργοστάσιο αναψυκτικών ποτών και αγροκτήματα.
Η ελληνική παροικία της Ερυθραίας, με ιστορία ενός περίπου αιώνα, γνώρισε την ακμή της στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν έφτασε να αριθμεί 400 περίπου άτομα.
Η ελληνική παρουσία της Ερυθραίας άντεξε τόσο την εχθρότητα των Ιταλών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και του πολέμου, όσο και κατά την περίοδο που ακολούθησε,όταν η χώρα βρέθηκε αρχικά υπό βρετανική κατοχή (1941-1952), ύστερα υπό καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης σε ομοσπονδιακή σύνδεση με την Αιθιοπία και τελικά υπό αιθιοπική εξάρτηση.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, όταν ανατράπηκε ο Αιθίοπας αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ (1974) και ακολούθησαν μεγάλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές ταραχές, η ελληνική κοινότητα, αλλά και άλλες κοινότητες ξένων μεταναστών, δέχτηκε καίρια πλήγματα και σχεδόν διαλύθηκε.
Σήμερα, λόγω των γενικότερων δυσμενών συνθηκών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού(1996), η ελληνική κοινότητα δεν αριθμεί παρά 30 περίπου άτομα.
Στην πρωτεύουσα Ασμάρα βρίσκεται η Ελληνική Κοινότητα της Ασμάρας με 20 περίπου μέλη και πόλο συσπείρωσης τον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Στην Ασμάρα παλιότερα λειτουργούσε και η Παπαφιλίππειος Δημοτική Σχολή.
Στην πόλη Κάραν (Keren), όπου τώρα πια διαμένουν ελάχιστοιΈλληνες, βρίσκεται και λειτουργεί ο ιερός ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Η ελληνικη παροικία του Κάραν από τις αρχές του 20ού αι. διατηρούσε και δημοτικό σχολείο.
Οι ελληνορθόδοξοι ιεροί ναοί της Ερυθραίας εκκλησιαστικά ανήκουν στην Ιερά Μητρόπολη Αξώμης. Ισχυρή ελληνική παροικία υπήρχε μέχρι πρόσφατα και στην πόλη Μασάουα (Μασσάυα) στην Ερυθρά Θάλασσα, ανατολικά της Ασμάρας.Η ελληνικη παροικία της πόλης είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. και παρά τα δεινά που υπέστη κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής, άντεξε και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Διατηρούσε,μάλιστα, τον ιερό ναό του Ευαγγελισμού και ήδη από το 1925,ελληνικό δημοτικό σχολείο. Οι πάροικοι κατάγονταν κυρίως από τα Δωδεκάνησα και την Κεφαλλονιά. ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ |
|
Οι μεγάλες και πλούσιες κοινότητες που περιγράφει η ιστορία της νεοελληνικής Διασποράς, και που εντοπίζονται σε πολλές περιοχές της αφρικανικής ηπείρου,δεν φιλοξενούνται στην Ερυθραία. Ωστόσο, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα,μερικοί έλληνες μετανάστες άρχισαν να καταφθάνουν και στη χώρα αυτή, για να εργαστούν στα βιομηχανικά ή δημόσια έργα που άρχισαν να κατασκευάζουν οι ιταλοί αποικιοκράτες.
Πρωταρχική εστία του ελληνικού στοιχείου είναι τα υψίπεδα του Hamasien και ειδικότερα η Ασμάρα, πρωτεύουσα και κομβικό οικονομικό, διοικητικό και πολιτικόσημείο. Από τους 469 Έλληνες που καταγράφονται στην Ερυθραία το 1902, οι 323 ήταν εγκατεστημένοι στην πόλη αυτή. Το βιοτικό επίπεδο, η δράση και οι σχέσεις των παροίκων διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με τα εκπαιδευτικά τους εφόδια,τις μετεξελίξεις στη διάρθρωση της τοπικής αγοράς και διεθνείς μεταβολές. Ιδίως τα πρώτα χρόνια, πολλοί από αυτούς ζουν όπως οι γηγενείς: αμείβονται ελάχιστα, δεν έχουν ιατρική περίθαλψη, μένουν σε “καλύβες” χωρίς νερό και ηλεκτρικό ρεύμα.
Με την πάροδο του χρόνου οι εγγενείς, στους κόλπους των παροικιών, ανισότητες αμβλύνονται ή οριστικοποιούνται. Έτσι, αν και ορισμένοι Έλληνες παραμένουν μισθωτοί, άλλοι αυτονομούνται, επενδύοντας μικρά ποσά σε παντοπωλεία ή εστιατόρια, και κάποιοι δημιουργούν μεγάλες βιομηχανίες, ασφαλιστικές, μεταφορικές, ναυτιλιακές ή εμπορικές εταιρείες. Οι τελευταίοι απαρτίζουν την πλέον προνομιούχο τάξη επιχειρηματιών: διοχετεύοντας την προσοχή τους σε συμπληρωματικούς τομείς της οικονομίας, εξυφαίνουν εκτενή επαγγελματικά δίκτυα και γεφυρώνουν την ερυθραϊκή με άλλες αγορές στην Αφρική, την Ευρώπη, ακόμη και την Αμερική.
Ουσιαστικά οι Έλληνες εδραιώνουν, παρά αμφισβητούν, την κατανομή των σχέσεων εξουσίας και τους όρους συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι, επειδή ενεργούν ως διάμεσοι μεταξύ αποικιοκρατών και αποικιοκρατούμενων. Αυτό σημαίνει ότι αν και δεν έχουν πρόσβαση στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν προς όφελός τους τις οικονομικές υποδομές, υπερέχοντας, με τον τρόπο αυτό, έναντι των Ερυθραίων, οι οποίοι υπόκεινται σε πολύ αυστηρότερους περιορισμούς από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Έχοντας ως αφετηρία τις πολιτισμικές και φυλετικές διακρίσεις, που εμποτίζουν την τοπική διαστρωμάτωση, οι πάροικοι άλλοτε ιεραρχούν τη λευκή φυλή ως ανώτερη της μαύρης και άλλοτε προτάσσουν την “ανθρωπιά” ως μέσο διαχωρισμού από τους “στυγνούς” Ιταλούς.
Καθοριστικός, για την κοινωνική τους διαφοροποίηση, είναι ο μετασχηματισμός του κεφαλαίου που συσσωρεύουν σε καταναλωτικά και συμβολικά αγαθά: σε αρχοντικές κατοικίες στη “γειτονιά των Ευρωπαίων”, ηγετικούς ρόλους στην οργάνωση της παροικίας, πανεπιστημιακή εκπαίδευση των παιδιών τους, δωρεές για την κατασκευή κοινοτικών κτιρίων, συναναστροφές με άτομα παρόμοιας εθνικής και κοινωνικής προέλευσης κ.λπ.
Οι επιρροές τις οποίες δέχονται οι πάροικοι από τις εθνοτικές ομάδες που συγκροτούν την ερυθραϊκή κοινωνία δεν μπορούν εύκολα να διαπιστωθούν. Εθνικιστικές αξίες, εσωστρεφείς νοοτροπίες και αναπαραστάσεις αντιπαρατίθενται, αλλά και συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν, με τοπικά ήθη και συμπεριφορές, τροφοδοτώντας σύνθετες και ευπροσάρμοστες στα κοινωνικά συμφραζόμενα ταυτότητες. Για παράδειγμα, ενώ οι Έλληνες της Ερυθραίας εμφορούνται από την ιδέα της καθαρότητας του ελληνικού πολιτισμού, τελούν γάμους με ντόπιες νύφες και ενσωματώνουν πολλές ερυθραϊκές παραδόσεις στον καθημερινό βίο.
Ταυτόχρονα, όμως, επιδιώκουν να διασώσουν την εθνική κληρονομιά, μεταβιβάζοντας στους “έγχρωμους” απογόνους τους την πατρογονική ορθόδοξη θρησκεία, την ελληνική υπηκοότητα, τελετουργικές πρακτικές, ενδυματολογικές συνήθειες.
Η αμφισημία που χαρακτηρίζει τις στάσεις αυτές, αποτυπώνεται καθαρά στους δεσμούς που διατηρούν οι πάροικοι με την Ελλάδα. Αν και η χώρα καταγωγής αποτελεί σταθερό σημείο πολιτισμικών και ιστορικών αναφορών, η “επιστροφή” δεν συγκαταλεγόταν στα σχέδιά τους. Την προοπτική αυτή την απόδιωχνε η ευημερία που απολάμβαναν στην καινούργια πατρίδα, η ανάμνηση των στερήσεων του παρελθόντος και οι επιφυλάξεις που έτρεφαν για το ελληνικό κράτος. Για το λόγο αυτό από την Ερυθραία δεν έφευγαν ηθελημένα, αλλά αυτό τους το επέβαλλαν δραματικές καταστάσεις, όπως η εισβολή των αιθιοπικών στρατευμάτων το 1961 και ο επακόλουθος μακροχρόνιος και καταστρεπτικός πόλεμος που κράτησε ώς την τελική ανεξαρτητοποίηση της Ερυθραίας, το 1993. Μόνο τότε, όταν δηλαδή η προσωπική ασφάλεια και η βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους φαίνονταν προβληματικές, οι πάροικοι στρέφονταν στην Ελλάδα, όπου πάλι γίνονταν δεκτοί ως “λιγότερο”Έλληνες σε σύγκριση με εκείνους που δεν εγκατέλειψαν ποτέ τα εθνικά εδάφη ούτε ήρθαν σε επαφή με ανοίκειους πολιτισμούς. Μαρίνα Πετρονώτη
|