ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΤΑΝΖΑΝΙΑΣ 

                                                                                                                                       ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Η ιστορία των Ελλήνων της Τανγκανίκας είναι μια συναρπαστική ιστορία περιπέτειας, κινδύνου, θριάμβου και καταξίωσης. Μέσα σε εξήντα χρόνια κατάφεραν από φτωχοί μετανάστες να κυριαρχήσουν στην οικονομία της χώρας και, ξεπερνώντας φυλετικές και πολιτιστικές επιφυλάξεις και προκαταλήψεις, να πάρουν τη θέση τους ανάμεσα στα υψηλότερα κλιμάκια της αποικιακής κοινωνίας. Στο τέλος, μέσα σε τρία χρόνια, έχασαν σχεδόν τα πάντα.

Στο τέλος του 19ου αιώνα υπήρxε μια μικρή ελληνική παρουσία στην Τανγκανίκα, η κατασκευή όμως των σιδηρόδρομων της γερμανικής Ανατολικής Αφρικής ήταν ο λόγος που τους επέτρεψε να εγκατασταθούν σε μεγαλύτερους αριθμούς και να θέσουν τη σφραγίδα τους στη χώρα. Υπήρχαν δύο κύριες ομάδες των Ελλήνων που ήρθαν για το έργο των σιδηροδρόμων. Όταν η Εταιρεία Σιδηροδρόμων αποφάσισε το 1896 να χτίσει την γραμμή από Tanga σε Moshi, στους πρόποδες του Kilimanjaro, έδωσαν τη σύμβαση κατασκευής σε μια εταιρεία που ονομαζόταν Phillip Holzmann. Αν και γερμανική, ήταν μια διεθνής εταιρεία, η οποία είχε εμπλακεί σε ένα έργο στη Μικρά Ασία, μια περιοχή που την εποχή εκείνη είχε ακόμα μια μεγάλη ελληνική παρουσία. Η εταιρεία ήρθε απευθείας από την Ανατολία, φέρνοντας μαζί τους ένα μεγάλο αριθμό του προσωπικού τους και των υπεργολάβων, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες. Δεδομένου ότι οι Έλληνες της Ανατολίας ήταν ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία, ήταν επόμενο να άρπάξουν την ευκαιρία που παρουσιάστηκε για να εγκατασταθούν σε μια νέα Αφρικανική χώρα.

Η άλλη ομάδα που διαμόρφωσε το «εμπροσθοφυλακή», ήταν Έλληνες από την Βόρεια Αφρική  και το Κέρας της Αφρικής. Στην Ερυθραία, οι Έλληνες είχαν συνεργαστεί με τους Ιταλούς οικοδόμηση των σιδηροδρόμων εκεί. Στη δεκαετία του 1890, μόλις ολοκληρώσαν τις εργασίες τους στο Κέρας της Αφρικής, πολλοί από αυτούς ήρθαν στην Τανγκανίκα να δοκιμάσουν την τύχη τους. Οι Γερμανοί πρέπει να ήταν ικανοποιημένοι με τη δουλειά τους, γιατί όταν ξεκίνησε η δεύτερη κεντρική γραμμή από το Dar-es-Salaam στην Kigoma στη λίμνη Τανγκανίκα, η κύρια σύμβαση τοπογράφησης δόθηκε σε ένα ελληνικό πολιτικό μηχανικό που ονομαζόταν Καπετσάκος.

 Οι Έλληνες συμμετείχαν σε όλο το φάσμα της κατασκευής σιδηροδρόμων, και στη συνέχεια για πολλά χρόνια διαχειρίστηκαν τα εστιατόρια στα τρένα. Επιπλέον, πολλοί Έλληνες  έφεραν συγγενείς και φίλους να μοιραστούν τις ευκαιρίες σε αυτό το τροπικό Eldorado. Οι Γερμανοί που ήθελαν να ενθαρρύνουν την εγκατάσταση λευκών στο έδαφός τους, και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης των υπηρεσιών που προσέφεραν, έδωσαν μικρές εκτάσεις δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή σε εργολάβους που είχαν εργαστεί μαζί τους. Επιπλέον, η εύφορη περιοχή γύρω από το Kilimanjaro είχε διανεμηθεί, και πολλοί Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια του καφέ.

Ο πρώτος Ελληνας που εγκαταστάθηκε ήταν ο Κωνσταντίνος Μειμαρίδης. Γεννήθηκε το 1867 στο νησί της Τενέδου, ​​και φοίτησε σε  ένα από τα κορυφαία ελληνικά σχολεία στην Κωνσταντινούπολη. Ταξιδεύει μεταξύ των ελληνικών κοινοτήτων στη Βηρυτό, τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο, την Ερυθραία, το Τζιμπουτί και την Αβησσυνία, όπου εργάζεται για έναν Έλληνα έμπορο που ονομάζεται Ζαννέτος, επίσης, από την Τένεδο. Στην Αβησσυνία, μαθαίνει για την καλλιέργεια και την παραγωγή του καφέ. Ακούει, κατά πάσα πιθανότητα από τους Έλληνες στην Αβησσυνία, ότι οι Γερμανοί έχουν δώσει γη σε Ευρωπαίους άποικους στην περιοχή Moshi κοντά στο Kilimanjaro. Το 1892, στην ηλικία των 25 ετών φτάνει στο Moshi με φυτά καφέ και εισάγει την καλλιέργεια στην περιοχή.

Το 1904, υπήρχαν τουλάχιστον 110 Έλληνες στην Γερμανική αποικία, σε σύνολο 1873 Ευρωπαίων. Μερικά από τα ονόματα των πρώτων μεταναστών: Μειμαρίδης, Ζαννέτος, Χόρν, Φλιάκος, Τσακίρης, Μονάς, Τσαμπουράκης, Αρναούτογλου, Γαλανός, Πλατανιώτης, Εμμάνουελ, Σκούταρης, Χριστιανάκης, Καζαμίας, Καπετσάκος και Μανθεάκης.

Μια ομάδα Ελλήνων είχε πάει στο Iringa στην περιοχή Southern Highlands στις αρχές του 1900, όπου πρωτοστάτησε στην φύτευση καπνού.

Από το 1896, οι Έλληνες ήταν επίσης παρόντες και στην Tanga ως ανάδοχοι και εργαζόμενοι στο σιδηρόδρομο. Πολλοί όμως Έλληνες ήλθαν στην περιοχή μαζί με τους Άραβες και ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Επίσης πολλά Ελληνικά φορτηγά πλοία σταματούσαν στην Tanga που ήταν ένα ζωντανό εμπορικό κέντρο, το οποίο προσέλκυσε σίγουρα Έλληνες εμπόρους. Αργότερα οι Έλληνες στην Tanga ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια του σιζάλ (sisal), ένα είδος κάκτου που υποβάλλεται σε επεξεργασία για την παραγωγή ινών που χρησιμοποιούνται για σκοινιά και συνδετικά νήματα .

Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν πολλοί δεσμοί μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών, οι περισσότεροι Έλληνες υποστήριξαν την Βρετανία και τους συμμάχους της, στο πλευρό των οποίων αγωνιζόταν και η Ελλάδα. Το 1918, όταν στην  Βρετανία δόθηκε η εντολή από την Κοινωνία των Εθνών να κυβερνήσει την Τανγκανίκα, οι Βρετανοί προσωρινά διόρισαν Έλληνες ως διαχειριστές μέχρι την άφιξη και αντικατάσταση των δικών τους ανθρώπων.

Οι Βρετανοί άρχισαν γρήγορα τις εργασίες των σιδηροδρόμων για την αποκατάσταση των ζημιών του πολέμου, επέκτεινοντας συγχρόνως το δίκτυο της χώρας. πριν. Όπως και την εποχή των Γερμανών, οι Έλληνες για άλλη μια φορά απέδειξαν τις ικανότητές τους σε αυτή τη δουλειά.

Στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες, κατά την διάρκεια της Αγγλικής κυριαρχίας, ο πληθυσμός των Ελλήνων αυξήθηκε σημαντικά, φτάνοντας στο τέλος της δεκαετίας το 50 περίπου τις 2500. Οι Έλληνες της Τανγκανίκας δημιούργησαν Ελληνικές κοινότητες στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας και ανέπτυξαν σημαντική δράση στο εμπόριο, στις καλλιέργειες και στις κατασκευές. Επίσης, τα περισσότερα ξενοδοχεία της χώρας ανήκαν σε Έλληνες.

Μέχρι το 1961, πάνω από το 50% της παραγωγής σιζάλ ήταν από τα ελληνικά κτήματα. Από το σύνολο των 172 κτήματων, 30 ανήκαν σε Βρετανούς. 58 σε Ινδούς και 71 σε Έλληνες. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘50, η μεγαλύτερη φυτεία σιζάλ στον κόσμο, το Κτήμα Τορόντο, ανήκε στην οικογένεια Πλατανιώτη .

Οι μεγαλύτερες Ελληνικές κοινότητες αναπτύχτηκαν στις πόλεις του Dar es Salaam, Tanga, Arusha, Moshi, Morogoro, Iringa, Kilosa και Kimamba. Σε κάθε πόλη κτίστηκαν εκκλησίες και βεβαίως η Ελληνική λέσχη, τόπος συγκέντρωσης όλων των Ελλήνων της περιοχής. Πολλές επίσης εκκλησίες κτίστηκαν μέσα στις φυτείες.

Η Τανγκανίκα έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1961, ενώ το 1964 ενώθηκε με την νήσο Ζανζιβάρη και ονομάστηκε Τανζανία. Όμως, μετά την αποχώρηση των Άγγλων, η πολιτική κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει.  

Το 1967 τα περισσότερα κτήματα και οι επιχειρήσεις κρατικοποιήθηκαν από τον σοσιαλιστή πρόεδρο Νυερέρε, χωρίς να δοθεί καμμία αποζημίωση. Οι περισσότεροι Έλληνες εγκατέλειψαν την χώρα, πολλοί πήγαν στην Νότια Αφρική, Αυστραλία, Αγγλία και Αμερική, οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Ελλάδα ενώ πολλοί λίγοι επέλεξαν να παραμείνουν στην χώρα.

Σήμερα η Ελληνική κοινότητα αποτελείται από 150 περίπου άτομα που ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο και τον τουρισμό.

ΙΔΡΥΣΗ ΣΧΟΛΕΙΩΝ

Για τις ανάγκες της εκπαίδευσης των Ελλήνων μαθητών δημιουργήθηκαν, πριν από τον 2o παγκόσμιο πόλεμο, δύο δημοτικά σχολεία στις πόλεις Moshi και Arusha. Το 1953 ιδρύθηκε το EAST AFRICAN HELLENIC COMMUNITIES SCHOOL, τα σχολεία ενώθηκαν και μεταφέρθηκαν στις νέες εξαιρετικές εγκαταστάσεις που περιελάμβαναν εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας, κοιτώνες οικοτροφείου (όλοι οι μαθητές ήταν οικότροφοι), τραπεζαρία, αίθουσα εκδηλώσεων, νοσοκομείο, κατοικίες εκπαιδευτικών και πολλά αθλητικά γήπεδα. 

Τα έξοδα της ανέγερσης του σχολείου διέθεσαν οι κοινότητες αλλά το μεγαλύτερο μέρος του κόστους καλύφθηκε από τον Χρήστο Γαλανό, ένα πάμπλουτο Έλληνα και μεγάλο ευεργέτη, από την Tanga. Ο πρώτος διευθυντής του νέου αυτού σχολείου ήταν ο Αλέκος Ορφανός.

Το σχολείο, που αργότερα μετονομάστηκε σε ST CONSTANTINE’S HELLENIC SCHOOL, λειτούργησε επί δύο περίπου δεκαετίες ως Ελληνικό σχολείο ακολουθώντας το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας. Συγχρόνως, πολλά απο τα μαθήματα γίνονταν και στην Αγγλική γλώσσα για την πληρέστερη εκπαίδευση των μαθητών. Το 1962 έγινε προσπάθεια ίδρυσης γυμνασίου το οποίο λειτούργησε για τρία χρόνια, αλλά η προσπάθεια απέτυχε επειδή οι περισσότεροι Έλληνες άρχισαν να εγκαταλείπουν την χώρα. Έτσι, πολλοί μαθητές συνέχισαν τις σπουδές τους στην Ελλάδα, άλλοι σε Αγγλικά σχολεία και παρά πολλοί στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Αντίς Αμπέμπας που ήταν το πλησιέστερο σε απόσταση Ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η διδασκαλία γινόταν μόνο στα Αγγλικά και από το 1998 το σχολείο υιοθέτησε το Cambridge International Curriculum, και μετονομάστηκε σε    ST. CONSTANTINE’S INTERNATIONAL SCHOOL. Από την ταπεινό ξεκίνημα του το 1953, όταν είχε λιγότερους από 30 μαθητές και 2 καθηγητές, σήμερα το σχολείο έχει εξελιχθεί σε ένα εξαιρετικό διεθνές σχολείο των 700 μαθητών, με 60 καθηγητές και πάνω από 80 άτομα προσωπικού υποστήριξης.

Το σχολείο ανήκει στην ΠΑΝΤΑΓΚΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΑΝΖΑΝΙΑΣ, η οποία εξασφαλίζει ότι το σχολείο μπορεί να συνεχίσει να συνεισφέρει στη χώρα που καλωσόρισε τους προγόνους της κοινότητας πριν από 110 χρόνια, προσφέροντας υψηλού επιπέδου εκπαίδευση στην ταχέως αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη της Τανζανίας.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ

Δύο εξέχοντες Έλληνες ήταν ο Χρήστος Γαλανός και ο Γιώργος Αρναούτογλου. Μεγάλοι ευεργέτες και φιλάνθρωποι τιμήθηκαν από την Βασίλισσα της Αγγλίας, ο μεν πρώτος με τον τίτλο OBE και ο δεύτερος με τον τίτλο του ιππότη (Sir).

Ο Χρήστος Γαλανός μεταξύ πολλών άλλων ίδρυσε γεωργική σχολή για Αφρικανούς στην πόλη Τάνκγα, έκτισε νοσοκομείο για στρατιώτες με ειδικές ανάγκες στην Αγγλία, ίδρυσε επίσης νοσοκομείο στην Δυτική Μακεδονία από όπου προερχόταν, πτέρυγα νοσοκομείου στο Nairobi της Κένυας και βεβαίως υπήρξε ο κύριος χρηματοδότης στην κατασκευή του Ελληνικού σχολείου στην Arusha.

O Γιώργος Αρναούτογλου διετέλεσε ως Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος και πρόεδρος της Πανταγκανικής Ένωσης, που αποτελούσε το κεντρικό συμβούλιο των κοινοτήτων. Με έξοδα του κτίστηκε η Ορθόδοξη εκκλησία στο Dar es Salaam και το Government House, που ήταν η έδρα του Άγγλου κυβερνήτη.

Βεβαίως οι περισσότεροι πλούσιοι Έλληνες ήταν πολύ γενναιόδωροι και συμμετείχαν σε πολλά φιλανθρωπικά έργα.

Κλείνοντας την σύντομη αυτή παρουσίαση, διαπιστώνει κανείς ότι οι Έλληνες της Ταγκανίκας κατόρθωσαν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά να προσαρμοσθούν, να αναπτύξουν σημαντικές δραστηριότητες και να μεγαλουργήσουν διατηρώντας πάντα όλα τα στοιχεία της Ελληνικής τους ταυτότητας.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μαθητές και μαθήτριες του Ελληνικού Σχολείου στην Αρούσα το 1967

                                                                                                                                                                                                   Βασίλης Δάλλαρης

________________________________________________ 

Ο Βασίλης Δάλλαρης από την Tanga της Τανζανίας, είναι αποφοίτος του Ελληνικού Γυμνασίου της Αντίς Αμπέμπας. Όταν ήρθε στην Ελλάδα δραστηριοποήθηκε στον χώρο των αεροπορικών μεταφορών, εργάστηκε στην British Airways, διορίστηκε ως ο πρώτος Έλληνας Γενικός Διευθυντής για την Ελλάδα και στην συνέχεια ανέλαβε την θέση του Γενικού Διευθυντού Ανατολικής Μεσογείου.