ΑΡΘΡΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ
ΚΛΕΙΤΟΡΙΔΕΚΤΟΜΗ
Η κλειτοριδεκτομή είναι ο ακρωτηριασμός των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Είναι μια μορφή «σεξουαλικού ευνουχισμού» για να υποδηλώσει την απόλυτη υποταγή στον μελλοντικό της σύζυγο. Η πρακτική παρομοιάζεται συχνά με την ανδρική περιτομή, στην πραγματικότητα, όμως, το ακριβές αντίστοιχο στους άνδρες είναι ο ευνουχισμός. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), σχεδόν 150 εκατομμύρια κορίτσια και γυναίκες παγκοσμίως έχουν υποστεί αυτόν το σεξουαλικό ακρωτηριασμό, ενώ άλλα τρία εκατομμύρια ζουν κάθε χρόνο υπό αυτήν την απειλή. Για να το πούμε με πιο απλά λόγια, έξι κορίτσια σε όλον τον κόσμο υποβάλλονται σε κλειτοριδεκτομή κάθε λεπτό.
Το «εισιτήριο» για την ενηλικίωση.
Πρόκειται για ένα αρχαίο έθιμο μύησης, που επιβιώνει μέχρι σήμερα, κατά κόρον στην Αφρική, αν και απαντάται και σε ορισμένες χώρες της Ασίας, σε ελάχιστες της Μ. Ανατολής και ακόμη λιγότερες στην Ευρώπη, όπως είναι η Αγγλία.
Η αφετηρία του χάνεται στα βάθη των αιώνων της αφρικανικής παράδοσης. Σύμφωνα με έναν αρχέγονο μύθο του Μαλί, σε κάθε ανθρώπινο ον τη στιγμή της γέννησής του υπάρχει και το αρσενικό και το θηλυκό φύλο. Στον άνδρα το θηλυκό βρίσκεται στην ακροβυστία και στη γυναίκα το αρσενικό βρίσκεται στην κλειτορίδα. Έτσι, με την περιτομή και την κλειτοριδεκτομή αντίστοιχα, συντελείται σωματικά και κοινωνικά το πέρασμα των παιδιών στην ενηλικίωση, και ο άνδρας και η γυναίκα θεωρούνται πια έτοιμοι να παντρευτούν.
Αναφορές για την κλειτοριδεκτομή υπάρχουν στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τον 5ον αιώνα π.Χ. οι Φοίνικες, οι Χετταίοι και οι Αιθίοπες πραγματοποιούσαν κλειτοριδεκτομή στα κορίτσια τους, ενώ ο Στράβων στους ελληνιστικούς χρόνους (αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γεωγράφος και φιλόσοφος) την αποκαλεί «γυναικεία περιτομή».
Οι άνθρωποι επιμένουν στην τέλεσή της κυρίως βάσει διαδεδομένων δεισιδαιμονιών και αντιλήψεων. Η κλειτορίδα θεωρείται πηγή και φορέας κακών. Οι άνδρες νομίζουν ότι θα μεγαλώσει όπως το πέος και φοβούνται να την αγγίξουν για να μη μείνουν ανίκανοι. Οι γυναίκες νομίζουν ότι αν στη γέννα το κεφάλι του μωρού αγγίξει την κλειτορίδα, το παιδί θα πεθάνει.
Ή φαντάζονται ότι τα φυσιολογικά εξωτερικά γυναικεία γεννητικά όργανα είναι υπερβολικά ευμεγέθη. Η κυρίαρχη αντίληψη, όμως, που συντηρεί την πρακτική είναι ότι η γυναίκα είναι υπερσεξουαλική και είναι αδύνατο για έναν μόνο άντρα να την ικανοποιήσει. Έτσι η κλειτοριδεκτομή παρουσιάζεται ως ο τρόπος, προκειμένου η γυναίκα να μένει «ήσυχη», παρθένα μέχρι να παντρευτεί, και πιστή στον άνδρα της μετά το γάμο.
Τρία τα βασικά είδη
Υπάρχουν κυρίως τρεις τύποι κλειτοριδεκτομής. Ο πρώτος, ο «ηπιότερος» όπως πιστεύεται, είναι το κόψιμο της άκρης ή και όλης της κλειτορίδας με ένα ξυράφι. Οι ισλαμικές Αρχές την ονομάζουν «περιτομή Σούνα» και γενικά θεωρείται προτιμητέα, γιατί προκαλεί λιγότερα τραύματα σε σχέση με τους άλλους τύπους. Ο δεύτερος τύπος κλειτοριδεκτομής είναι η ολική αφαίρεση της κλειτορίδας και μαζί με αυτή, των εσωτερικών (μικρών) χειλιών του αιδοίου. Πρόκειται για τον πιο διαδεδομένο τρόπο «γυναικείας περιτομής», σε ένα ποσοστό 80% σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Ο τρίτος και πιο «ριζικός» τύπος ακρωτηριασμού είναι ο λεγόμενος «αγκτηριασμός», που οι μεν Σουδανοί ονομάζουν «φαραωνική περιτομή», οι δε Αιγύπτιοι «σουδανική περιτομή».
Πρόκειται για την αποκοπή ολόκληρης της κλειτορίδας, των εσωτερικών και εξωτερικών (μεγάλων) χειλιών, και στη συνέχεια, τη συρραφή της εισόδου του κόλπου, αφού προηγουμένως «ξυστεί» εσωτερικά, ώστε να κολλήσει με την επούλωση του τραύματος. Έτσι, το μόνο που απομένει, είναι μια μικροσκοπική τρύπα, από την οποία περνούν τα ούρα και το αίμα κατά την έμμηνο ρύση. Την πρώτη νύχτα του γάμου, ο άνδρας αναγκάζεται πολλές φορές να ανοίξει με μαχαίρι την είσοδο του γυναικείου κόλπου. Ευτυχώς, ο αγκτηριασμός προτιμάται μόνο στο 5% περίπου του συνόλου των περιπτώσεων.
Σαν αρνιά στη σφαγή
Η κλειτοριδεκτομή είναι ένα θέμα «ταμπού» και τα υποψήφια θύματα αγνοούν τι θα υποστούν κατά τη διάρκεια της τελετής. Νομίζουν ότι θα είναι κάτι σαν μεγάλη γιορτή με πολλά δώρα. Τα «εργαλεία» της επέμβασης, σχεδόν ποτέ αποστειρωμένα, είναι απλά σπασμένα γυαλιά, λεπίδες, ξυράφια, σκουριασμένα μαχαίρια, σουγιάδες, νύχια δακτύλων, αιχμηρές πέτρες, αγκάθια ακακίας και ό,τι άλλο βρεθεί πρόχειρο. Οι πρωτόγονες αυτές εγχειρήσεις μπορούν να οδηγήσουν στο θάνατο τα κορίτσια, είτε από το σοκ είτε από τις μολύνσεις είτε από συνεχόμενη αιμορραγία. Την επέμβαση διενεργούν άτομα με ειδικές «μαγικές» δυνάμεις, εξέχοντα πρόσωπα της κοινότητας, συνήθως ηλικιωμένες γυναίκες που εκτελούν χρέη μαίας, θεραπεύτριας και μάγισσας. Συνήθως, λαμβάνει χώραν τη νύχτα ή τα χαράματα, μακριά από το χωριό, για να μην ακουστούν οι κραυγές των κοριτσιών και φοβηθούν τα άλλα που έπονται. Το προηγούμενο βράδυ έχει προηγηθεί και μια μικρή οικογενειακή γιορτή για το γεγονός και έχει σφαχτεί και το απαραίτητο κοτόπουλο για την περίσταση. Κατόπιν η κοπέλα παραμένει απομονωμένη σε μια καλύβα, μακριά από το χωριό μέχρι να κλείσουν οι πληγές της. Τότε πλέον επιστρέφει «καθαρή» η έφηβη στο χωριό. Η ηλικία των κοριτσιών που ακρωτηριάζονται αρχίζει από τεσσάρων μέχρι δώδεκα περίπου ετών, αλλά έχει αναφερθεί και μέχρι τα τριάντα.
Σε ποιες χώρες εφαρμόζεται
ΑΝ και πολλοί επιστήμονες χαρακτηρίζουν την κλειτοριδεκτομή ως ένα «πολιτιστικό αδίκημα παγκοσμίων διαστάσεων», διεθνείς οργανισμοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου θανατηφόρων μολύνσεων λόγω των μηδαμινών εγγυήσεων υγιεινής προφύλαξης, οι φεμινιστικές και οι κοινωνικές-ακτιβιστικές οργανώσεις καταγγέλλουν ένα έγκλημα κατά των γυναικών και τα δυτικά κράτη έχουν αρχίσει να τη συμπεριλαμβάνουν στην ποινική τους νομοθεσία, πολλά ακόμη κράτη διατηρούν το «έθιμο» αυτό. Ανάμεσά τους είναι η Αίγυπτος, η Αιθιοπία, η Γάμπια, η Γουινέα, η Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής, η Ερυθραία, η Κένια, η Ακτή Ελεφαντοστού, το Μάλι, το Μπενίν, η Μπουρκίνα Φάσο, η Νιγηρία, το Τζιμπουτί, η Σιέρα Λεόνε, η Σομαλία, το Σουδάν, το Τσαντ, η Λιβερία, η Υεμένη, η Ινδονησία, το Ομάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ακόμη εφαρμόζεται σε διάφορες κοινότητες μουσουλμάνων μεταναστών στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Ευρώπη.
Της Ελένης Μαυρουδή
Η ΧΡΥΣΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΙΘΙΟΠΙΑΣ
Μια φορά κι έναν καιρό λένε πως δυο άνθρωποι ξένοι πάτησαν τα χώματα της Αιθιοπίας. Ήτανε από αυτούς που ξεκινούν απ’ τα μέρη της Δύσης, που γράφουν στα κιτάπια τους για όσα συναντήσουν στο διάβα τους, για όσα αντικρίσουνε που ψάχνουνε μες στο άθωρο και για όλα κάνουν συλλογισμούς. Ταξίδεψαν σ’ ολάκερη τη χώρα από το Βορρά ως το Νότο κι από τη Δύση στην Ανατολή.
Δεν άφησαν γωνιά για γωνιά που να μην περπατήσουν και τόπο που να μη σταθούν. Ανέβηκαν σε λόφους και ψηλά βουνά, πέρασαν ποτάμια. Μπήκαν σε δάση και διάβηκαν τη σαβάνα, γνώρισαν λογιών λογιών χωριά, τα παπούτσια τους σκονίστηκαν σ’ όλους τους δρόμους και τα μονοπάτια. Κι όλο γράφανε και κουβέντιαζαν για όλα και φυλάκιζαν τον τόπο σε χαρτιά και σε χάρτες.
Τα μαντάτα έφτασαν στα αυτιά του μεγάλου βασιλιά, κι αφού οι άνθρωποί του τού μίλησαν για τους δυο ξένους που έφτιαχναν χάρτες, ο βασιλιάς αποφάσισε να στείλει έναν άνθρωπο του παλατιού να τους βοηθήσει. Τούτος δω που ήξερε τα χώματα του τόπου του καλύτερα, θα οδηγούσε τα πατήματα των ξένων. Λένε τώρα, οι ιστορίες των παλιών πως κύλησαν κάμποσα χρόνια.
Οι άνθρωποι από τα μέρη της Δύσης, μάζεψαν κιτάπια πολλά και γράψανε βιβλία, αβγάτισαν οι χάρτες του τόπου κείνου, κι η δουλειά τους τελείωσε. Πήραν το δρόμο του γυρισμού για τους δικούς τους τόπους, κι ο οδηγός που τους συνόδευε τόσον καιρό, επέστρεψε στο παλάτι για να φανερώσει και να πει αυτά που είχε δει. Εκεί στάθηκε μπροστά στο θρόνο του βασιλιά, τον προσκύνησε και του λέει: «Βασιλιά μου! Οι δυο ξένοι που με έστειλες να συντροφέψω και να τους δείχνω τους δρόμους του τόπου μας, είδανε κάθε γωνιά του βασιλείου σου.
Κι όσα είδανε τα μάτια τους, τόσα κι άλλα τόσα γράψανε τα καλαμάρια τους σε κιτάπια. Είδαν από κει που ξεχύνεται ο Νείλος, τις πηγές του ποταμού και ακολούθησαν το διάβα του από τα ψηλά βουνά μέχρι τον κάμπο τον ξερό. Έψαξαν όλους τους βράχους για χρυσό και για ασήμι και ζωγράφισαν στο χαρτί τους δρόμους που περπατούνε οι πολλοί και τα περάσματα που λίγοι διαβαίνουν».
Ο βασιλιάς στοχάστηκε πολύ και συλλογίστηκε για όλα τούτα που κάμανε οι δυο ξένοι απ’ τα μέρη της Δύσης στον τόπο του λαού του. Στο τέλος λένε, πήρε την απόφαση και λέει: «Θέλω να φέρετε μπροστά μου, τούτους τους δυο ξένους. Πριν φύγουν από τα χώματά μας θέλω να τους μιλήσω!» Οι άνθρωποι του βασιλιά έκαμαν το θέλημά του και πήγαν να φέρουν τους δυο ξένους, Όταν στάθηκαν αντίκρυ του, ο βασιλιάς τους χαιρέτισε, τους έκαμε το τραπέζι και τους γέμισε με δώρα ξεχωριστά.
Σαν ήρθε η ώρα να χωριστούν και να πάνε απ’ την πόλη του βασιλιά μέχρι στο λιμάνι, για να ταξιδέψουν, ο βασιλιάς έστειλε μαζί τους ανθρώπους του παλατιού για να τους συνοδέψουν στο δρόμο. Φτάνουν καμιά φορά στο λιμάνι κι εκεί, λένε, οι υπηρέτες του βασιλιά σταμάτησαν τους ταξιδευτές και τους ζήτησαν να βγάλουν τα παπούτσια που φορούσαν. Οι υπηρέτες πήραν βούρτσες κι άρχισαν «φραστ! φρουστ!» να τρίβουν τα παπούτσια των ξένων με φροντίδα και γνοιάξιμο μεγάλο. Σαν τέλειωσαν το τρίψιμο τα έδωσαν πάλι στους ταξιδευτές.
Οι άνθρωποι από τα μέρη της Δύσης σάστισαν με όλα τούτα μα είπαν: «Θα είναι, φαίνεται, καμιά παλιά συνήθεια και παράδοση σ’ αυτόν εδώ τον τόπο…» Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ρωτούν τους ντόπιους: «Γιατί μας πήρατε τα παπούτσια και ξεσκονίσατε τα χώματα από πάνω τους;» Οι άνθρωποι του βασιλιά αποκρίνονται: «Ο βασιλιάς μας ζήτησε να σας ευχηθούμε να έχετε καλό ταξίδι, σαν κινήσετε να πάτε στους τόπους τους δικούς σας, και ακόμα, να σας πούμε: Ήρθατε από τόπο μακρινό και από μια χώρα που έχει δύναμη μεγάλη.
Με τα ίδια σας τα μάτια είδατε, πως τα μέρη μας είναι τα πιο όμορφα από όλους τους γειτονικούς τόπους. Αγαπάμε πολύ τη γη μας και το χώμα που γεννηθήκαμε. Στο χώμα αυτό φυτεύουμε τους σπόρους μας και θάβουμε τους νεκρούς μας. Ξαπλώνουμε πάνω στο ίδιο χώμα, σαν κουραστούμε από τη δουλειά και εκεί βόσκουμε τα κοπάδια μας.
Τα μονοπάτια που αντικρίσατε τόσον καιρό από τις κοιλάδες ως τα βουνά και περπατήσατε από τους κάμπους ως μέσα στα δάση, έχουν φτιαχτεί, έχουν ανοιχτεί και περπατηθεί από τα πόδια των προγόνων μας, από τα πόδια τα δικά μας και των παιδιών μας τα πόδια. Η γη τούτου του τόπου είναι ο πατέρας μας, είναι η μάνα μας και ο αδερφός μας. Σας δώσαμε τη φιλοξενία μας και δώρα ξεχωριστά. Αλλά το χώμα τούτου του τόπου, είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που μας ανήκει και, γι’ αυτό δε μας περισσεύει μήτε ένας κόκκος του…»
Δημήτρης Β. Προύσαλης
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΚΟΥ
Ένα παραμύθι από την Αιθιοπία
Πριν από πολλά πολλά χρόνια γεννήθηκε ένας όμορφος λευκός ποντικός. Όσο μεγάλωνε τόσο πιο όμορφος γινόταν. Όλοι τον θαύμαζαν και τον καμάρωναν. Οι γονείς του και οι φίλοι του αναρωτιούνταν:
– Είναι τόσο χαριτωμένος κι ευγενικός! Πού θα βρούμε νύφη αντάξια του;
Το σκέφτηκαν από δω, το σκέφτηκαν από κει και αποφάσισαν ότι μόνο στην οικογένεια του Βασιλιά θα έβρισκαν γυναίκα κατάλληλη για τον ωραίο Λευκοπόντικα. Έτσι, τρεις γέροντες προξενητές, θείοι του ποντικού, ξεκίνησαν για το παλάτι του Βασιλιά να του ζητήσουν νύφη για το παλικάρι τους. Έφτασαν στην πύλη του παλατιού καταφοβισμένοι. Τρέμοντας πέρασαν στην αίθουσα του θρόνου και γονάτισαν με σεβασμό μπροστά στον Βασιλιά και του είπαν.
– Μεγαλειότατε, μας έστειλε να μεσιτέψουμε στη μεγαλοσύνη σου η οικογένεια του όμορφου ποντικού, που σίγουρα τον έχεις ακουστά. Είναι λευκός σαν χιόνι, το πιο ωραίο πλάσμα της φύσης. Ψάχνουμε για γυναίκα αντάξια του, αλλά μονάχα στη δική σου τη γενιά θα βρούμε κατάλληλη νύφη αφού εσύ είσαι ο πιο δυνατός και ο πιο σπουδαίος άνθρωπος στον κόσμο.
Ο Βασιλιάς τούς κοίταξε καλά καλά, χαμογέλασε και απάντησε:
– Στον γιο σας πράγματι αξίζει γυναίκα απ’ την καλύτερη γενιά. Δεν θα τη βρείτε όμως εδώ. Υπάρχει μια γενιά πιο δυνατή απ’ τη δική μου. Είναι η γενιά του Ανέμου. Πηγαίνετε να τον βρείτε.
Οι γέροντες συμφώνησαν και ξεκίνησαν για το σπίτι του Ανέμου. Μπήκαν στην αυλή και περίμεναν.
– Ελάτε μέσα! Τι ζητάτε;
…τους φώναξε απ’ το μπαλκόνι του ο Άνεμος.
– Ψάχνουμε μια γυναίκα άξια να παντρευτεί τον πιο ωραίο ποντικό του κόσμου. Πήγαμε πρώτα στον Βασιλιά, αλλά αυτός μας είπε ότι ο Άνεμος είναι δυνατότερός του κι έτσι ήρθαμε σε σένα, να σου ζητήσουμε νύφη από τη γενιά σου.
…του είπαν. Ο Άνεμος τους άκουσε, σκέφτηκε και είπε:
– Πολύ καλή η ιδέα σας και σας ευχαριστώ. Όμως δεν είμαι εγώ ο δυνατότερος. Όταν φυσάω με όλη μου τη δύναμη σηκώνω σκόνη και ξεριζώνω δέντρα, αλλά μπροστά στο Βουνό είμαι ανίσχυρος. Φυσάω και φυσάω, μα το Βουνό μένει ακίνητο. Βλέπετε, είναι δυνατότερο από μένα. Πηγαίνετε να το βρείτε.
Τι να κάνουν οι προξενητές, ξεκίνησαν για το σπίτι του Βουνού. Περπάτησαν μερόνυχτα, και έφτασαν κουρασμένοι. Το Βουνό τους καλοδέχτηκε.
– Τι σας έφερε στα μέρη μου;
…τους ρώτησε.
– Ψάχνουμε νύφη από καλή γενιά για τον πιο όμορφο ποντικό του κόσμου και ο Άνεμος μας είπε πως εσύ, απ’ όλα τα πλάσματα, είσαι το πιο σπουδαίο και το πιο δυνατό.
…του απάντησαν.
– Δυνατός είμαι, αλλά όχι ο δυνατότερος. Υπάρχει κάποιος καλύτερος από μένα. Σκάβει τα θεμέλια μου μέρα-νύχτα. Φτιάχνει λαγούμια στα πλευρά μου, και με κάνει να τρέμω. Η γενιά του είναι η πιο δυνατή.
…τους είπε το Βουνό.
– Α, μα στ’ αλήθεια είναι δυνατό ένα τέτοιο πλάσμα! Πού μένει;
…φώναξαν οι προξενητές και το Βουνό τους έδειξε μια τρύπα στη ρίζα του και οι γέροντες πήγαν προς τα εκεί. Ήταν το σπίτι του Γκριζοπόντικα. Χτύπησαν, μπήκαν μέσα και είπαν τι ζητάνε.
– Βρήκατε την κατάλληλη γυναίκα για τον γιο σας! Τι χαρά να ενωθούν οι δύο μεγάλες οικογένειες μας, του Γκριζοπόντικα με τον Λευκοπόντικα και να γίνει η γενιά μας, πιο δυνατή από τον Βασιλιά, τον Άνεμο και το Βουνό !!!
…φώναξε κατενθουσιασμένος ο γέρος Γκριζοπόντικας, ο οποίος τους είχε υποδεχτεί περιμένοντας πως και πως αυτήν την στιγμή. Κι έτσι ο όμορφος Λευκοπόντικας βρήκε γυναίκα αντάξια του.
Χρήστος Τσίρκας