ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΚΙΕΣ
Όταν ο Σκωτσέζος εξερευνητής James Bruce, επισκέφτηκε το Γκόνταρ (1770), συνάντησε εκεί μια μικρή Ελληνική παροικία. Ήταν 12 Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν έρθει από την Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Ασχολούντο με την αργυροχοΐα και κατασκεύαζαν αντικείμενα για την βασιλική αυλή και για τις εκκλησίες της περιοχής.
Τέτοιες, μικρές Ελληνικές παροικίες υπήρχαν αρκετές στο ‘’εσωτερικό’’ της Αιθιοπίας. Αποτελούντο από ένα μικρό αριθμό οικογενειών, που ζούσαν αρμονικά με οικογένειες από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και με τον ντόπιο πληθυσμό. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της οικογενείας του Γεράσιμου Τρομπέτα, που ζούσε στο Μπαχερντάρ, ήταν η μοναδική Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Οι Ελληνικές οικογένειες που έστειλαν τα παιδιά τους στο πλησιέστερο Ελληνικό Σχολείο, ζούσαν τις παρακάτω πολης:
- ΝΤΙΛΑ, οι οικογένειες του Κωνσταντίνου Πυλιάτη, του Δημήτρη Πούλια και του Χαρίλαου Παρρή.
- ΣΙΝΤΑΜΟ, οι οικογένειες του Παναγιώτη Οικονόμου, του Δημήτρη Μισαηλίδη και του Κώστα Καπογιαννόπουλου.
- ΦΙΤΣΕ, οι οικογένειες του Βασίλη Γιανούρη, του Λουκά Κούρου και του Στυλιανού Ιωαννίδη.
- ΝΑΖΑΡΕΤ, οι οικογένειες του Λευτέρη Χρίστου, του Γιάννη Χριστοφή, του Μάριου Βενέτσια και του Νάσου Λάμπρου.
- ΜΑΛΚΑΣΑ, οι οικογένειες του Λυκούργου Κανέλη και του Βασίλη Καλλιμάνη.
- ΟΥΟΝΤΖΙ, η οικογένεια του Χρίστου Πολυταρίδη.
- ΜΕΤΑΧΑΡΑ, η οικογένεια του Λευτέρη Μετάκου.
- ΑΟΥΑΣ, η οικογένεια του Γιάννη Ασημακόπουλου.
- ΜΠΑΧΕΡΝΤΑΡ, η οικογένεια του Γεράσιμου Τρομπέτα.
- ΜΠΙΣΟΦΤΟΥ, η οικογένεια του Ελευθέριου Αγγελέτου.
- ΓΚΑΜΠΕΛΑ, η οικογένεια του Νικολάου Μανώλη.
- ΑΚΑΚΙ, η οικογένεια του Νίκου Κρεμασιώτη.
- ΓΚΟΝΤΑΡ, η οικογενεια του Παναγιώτη Μητσόπουλου.
Οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι των παραπάνω πόλεων, ασχολήθηκαν με την παραγωγή και το εμπόριο του καφέ. Άλλοι, με μονάδες παράγωγης οικοδομικών υλικών, ξενοδοχεία, φούρνους, μύλους, καταστήματα και κτήματα, όπου καλλιεργούσαν διάφορα αγροτικά προϊόντα. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα αδέλφια Νικόλας και Βασίλης Γιανούρης διατηρούσαν μονάδα παράγωγης ηλεκτρικού ρεύματος στο Φίτσε, η οποία κάλυπτε τις ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια της πόλης.
- Ο Ιστορικός Αντώνης Χαλδαίος, ο οποίος έγραψε το βιβλίο Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ, σε άρθρο του για τις Έλληνικές Παροικίες, αναφέρει:«Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Έλληνες είχαν εγκατασταθεί στα περισσότερα σημεία της Αιθιοπίας, κυρίως στις πόλεις που ευνοούσαν την εμπορική δραστηριότητα όπως το Gore, το Bure, το Lekemti, η Beder, η Bieber, η Bonga, η Jimma, η Dila και το Yirgalem.
Το Gore βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Αιθιοπίας και από την εποχή του Menelik εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο της περιοχής από όπου διακινούνταν αγελάδες, δέρματα, ελεφαντόδοντο, κερί, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και καουτσούκ. Η πόλη συνέχισε να αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια, ενώ πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν αντιπρόσωποι των εμπορικών οίκων Γερολυμάτου και Κακουράτου. Το 1935, στην πόλη δραστηριοποιούνταν δώδεκα εμπορικές επιχειρήσεις, έξι εκ των οποίων άνηκαν σε Έλληνες. Πρόκειται για τους Κωνσταντίνου, Μωραίτη, Κουμίδη, Γ. Αρματζά, Γ. Ζερβό και τους αδερφούς Ζήση.
Το Bure ήταν στον εμπορικό δρόμο που συνέδεε τη Jimma με τον Γαλάζιο Νείλο, από τον οποίο διακινούνταν ελεφαντόδοντο, κέρι, μέλι, καφές και ακατέργαστο βαμβάκι. Η σημασία της πόλης στον οικονομικό τομέα αυξήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν στην πόλη υπήρχαν τέσσερις Έλληνες εισαγωγείς-εξαγωγείς, καθώς και τέσσερις εκπρόσωποι των μεγάλων οίκων της Addis Ababa, τρεις από τους οποίους ήταν Έλληνες.
Από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, υπάρχουν αναφορές στην ελληνική παρουσία στη Jimma. Μεταξύ των πρωτοπόρων Ελλήνων συγκαταλλέγεται ο Νίκος Σιμάτος, ο οποίος εγκαταστάθηκε το 1912, προκειμένου να εργαστεί ως εκπρόσωπος της εμπορικής επιχείρησης του Πετράτου. Αργότερα συνεταιρίστηκε με τον Σπύρο Πετράτο και δημιούργησε ένα εργοστάσιο αναψυκτικών. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, υπήρχαν 26 Έλληνες έμποροι οι οποίοι διακινούσαν καφέ, κερί, μέλι, βοοειδή, δέρματα και ελεφαντόδοντο.
Στη Dila κατοικούσαν μερικές δεκάδες Ελλήνων, όπως ο Κώστας Πηλιάτης, ο οποίος δημιούργησε ένα εργοστάσιο ποτών. Αργότερα, ασχολήθηκε με την καλλιέργεια και το εμπόριο του καφέ. Τέλος, στο Yirgalem δραστηριοποιήθηκε ο έμπορος Δ. Μισαϊλίδης».
- Ο Ανδρέας Γκόψης, κάτοικος της Τζίμα, από 1923, στο ημερολόγιο του μεταξύ των άλλων αναφέρει:
Το 1922, ζούσαν στη Τζίμα οι εξής 8 Έλληνες: Θουκυδίδης Ζερβός, Πίνδαρος Ζερβός, Γεώργιος Σγολόμπης, Αλκιβιάδης Πύρσος, Γαβριήλ Πετράτος, Ιωάννης Ληξουργιωτάτος, ο Μπάρμπα Κώστας, από τον Πόντο και ο Βαχάν Κεβορκιάν, από την Αρμένια.
Οι παραπάνω ίδρυσαν το 1929, τον Ελληνικό Σύλλογο της Τζίμα: "Η ΠΡΟΟΔΟΣ". Από τις συνδρομές και δωρεές των μελών του, αγόρασαν ένα οικόπεδο, το οποίο κατασχέθηκε από την Ιταλική Διοίκηση, κατά την διάρκεια της Ιταλικής Κατοχής (1935-41).
Οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης είχαν την ευκαιρία το 1930, να διαβάζουν Ελληνικό περιοδικό. Ήταν το περιοδικό "ΑΠ ΟΛΑ", το οποίο εξέδιδε ο Ανδρέας Γκόψης. Τότε η Ελληνική εφημερίδα ''Αιθιοπικός Κόσμος'', που εκδίδετο στην Αντίς Αμπέμπα, αναφέρθηκε με θετικά σχόλια για τους κατοίκους της Τζίμα.
Η Ελληνική Παροικία της Τζίμα, έχει και επίσημη εκπροσώπηση του Ελληνικού κράτους. Ήταν το 1931, που ιδρύθηκε το Ελληνικό Προξενικό Πρακτορείο της Τζίμα. Πρώτος Πράκτορας, ορίσθηκε ο Πίνδαρος Ζερβός. Οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης, χαιρέτησαν με μεγάλο ενθουσιασμό την ίδρυση του και η χαρά τους κορυφώθηκε με την ανύψωση της Ελληνικής Σημαίας.
Το 1934, αφιχθεί στην πόλη ο Άγγλος Πρόξενος Αδριανός Τρέπμαν, από την Αντίς Αμπέμπα. Ο Έλληνας Προξενικός Πράκτορας Πίνδαρος Ζερβός, παρέθεσε προς τιμή του δείπνο και σε αυτό παρακάθισαν και οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της πόλης.
Οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της πόλης, ήταν μέλη Ιεραποστολών. Το 1922, λειτούργουσε η Ιταλική Ιεραποστολή, με 5-6 άτομα, ενώ μέχρι το 1935 είχε λειτουργήσει και η Αμερικάνικη Ιεραποστολή, η οποία αποτελείτο από 4-5 άτομα.
Ολοκληρώνοντας, από το 1922 και μέχρι το 1935, είχαν έρθει να εργασθούν στη Τζίμα, 40 Έλληνες, αλλά δεν παρέμειναν εκεί και μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές της χώρας. Μεταξύ αυτών ήταν οι εξής: Νέστωρ Βαπορίδης, Νικόλας Σιμάτος, Δημήτρης Σγολόμπης, Χρήστος Γερασιμίδης, Πασχάλης Γιώτης, Απόστολος Γιώτης, Νικόλαος Καζακάκος, Νικόλαος Ευθυμιάτος, Διονύσιος Καραντινός και Κωνσταντίνος Κάρζας.
Σημ. Το ημερολόγιο του Ανδρέα Γκόψη, μας το παραχώρησε η Αριστέα Γκόψη - Κερμελή.
Σταύρος Ε. Βινιεράτος
Η ΚΑΠΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Μάτου- Δυτική Αιθιοπία΄-1956
Ο Αύγουστος, ο τελευταίος μήνας των σχολικών διακοπών μας, πλησίαζε στο τέλος του. Σε λίγες μέρες, ένα από κείνα τα θρυλικά αεροσκάφη Dakota DC9, θα μετέφερε τον αδελφό μου, τις δυο μου ξαδέλφες κι εμένα, στην Αντίς Αμπέμπα.
Εκεί, στο μικρό λασποχώρι του Μάτου όμως, επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση, καθώς αναμενόταν η άφιξη του ηγέτη της χώρας, του Μεγαλειοτάτου Αυτοκράτορα Χάιλε Σελάσσιε Α’, που ο πλήρης τίτλος του ήταν:
«Αυτοκράτωρ Χάιλε Σελάσσιε ο Πρώτος, Εκλεκτός του Θεού, Κατακτών Λέων της φυλής του Ιούδα, Βασιλεύς των Βασιλέων της Αιθιοπίας.»
Ο πατέρας μου μάλιστα είχε ειδοποιηθεί πως ο Μεγαλειότατος, κατά την περιοδεία του στην περιοχή, θα επισκεπτόταν στη 1 μ.μ και την μονάδα επεξεργασίας καρπών καφέ, της οποίας ήταν διευθυντής. Γινόταν χαμός, μέσα κι έξω από το εργοστάσιο.
Θυμάμαι πως η μητέρα μου, μαζί με άλλες κυρίες, είχαν προμηθευτεί, ούτε κι εγώ ξέρω πόσα, μπουκάλια aranciata (πορτοκαλάδα) και λεμονάδες και τα είχαν βάλει μέσα σε βρεγμένα τσουβάλια του καφέ. Εγώ και ο αδελφός μου, κατά διαστήματα, έπρεπε να ρίχνουμε νερό πάνω στα τσουβάλια, για να κρατιούνται τα αναψυκτικά κρύα ή τουλάχιστον δροσερά.
Η αγωνία κορυφωνόταν, καθώς ο Χάιλε Σελάσσιε – ο Αυτοκράτορας δηλαδή – ενώ είχε περάσει η μία το μεσημέρι, δεν είχε φανεί ακόμη. Οι κουβάδες με νερό, πάντως πηγαινο-έρχονταν.
Γύρω στις 4 μ.μ, αν θυμάμαι καλά, κάποιο τηλεφώνημα μας ενημέρωσε πως ο Janhoy (ο Μεγαλειότατος) θα ήταν εκεί, σε δεκαπέντε λεπτά.
Η μητέρα μου, με άγχος, μας ζήτησε τότε να βγάλουμε τα μουσκεμένα τσουβάλια πάνω από τα αναψυκτικά. Έστειλε κάτι εργάτριες να φέρουν τα μπουκάλια σε ένα τραπέζι, που είχαν στήσει, ανάμεσα στις μεγάλες οδοντωτές τροχαλίες του εργαστηρίου. Το ντύσανε με ένα υπέροχο αιθιοπικό παραδοσιακό κεντητό τραπεζομάντηλο. Δίσκοι ασημένιοι, υποδέχτηκαν τα κρυστάλλινα ποτήρια, με τις δροσερές ακόμη πορτοκαλο – λεμονάδες.
Σούσουρο έξω. Αυτοκίνητα. Φωνές. Διαταγές. Ο πατέρας μου έτρεξε έξω. Εμάς τα παιδιά, δεν θυμάμαι ποιος και γιατί, μας διέταξαν να μείνουμε μέσα. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και ένα αεράκι φυσούσε ανακατεύοντας την μυρουδιά του ψημένου κόκκου καφέ, με κείνη των σβησμένων βιαστικά τσιγάρων.
Είδα την μητέρα μου να κρατάει έναν ασημένιο δίσκο, με ποτήρια πορτοκαλάδας και λεμονάδας, και να στέκεται σχεδόν προσοχή. Ταυτόχρονα, βλέπω τον Αυτοκράτορα να εισέρχεται με μεγαλοπρέπεια στον χώρο. Φορούσε ένα μπλε κλασσικό σταυρωτό κουστούμι, με γραβάτα και μια μαύρη κάπα, που κάλυπτε τον σβέρκο, τους ώμους και κατέβαινε ως πίσω χαμηλά, στις γάμπες. Ήταν μικροκαμωμένος, αλλά είχε κάτι το μεγαλοπρεπές. Δίπλα του πήγαινε, καμαρωτό – καμαρωτό, το μικρό λευκόγκριζο σκυλάκι. Δεν ξέρω τι ράτσα ήταν. Τσιουάουα ίσως; Μου έκαναν εντύπωση, τα ματάκια του. Φαινότανε πανέξυπνο.
Μόλις προχώρησε λίγα μέτρα στον διάδρομο χαμογελώντας και έχοντας δίπλα του τον πατέρα μου, η μητέρα μου έκανε να πάει με τον δίσκο, με τα αναψυκτικά προς εκείνον. Ένας στρατιωτικός όμως, που στεκόταν δίπλα της, άπλωσε το χέρι του και την εμπόδισε. Ο Χάιλε Σελάσσιε, που είδε την κίνηση του φρουρού, του έκανε σήμα να την αφήσει να πλησιάσει, λέγοντας της χαμογελαστά:
«Ayzosh» (μη φοβάσαι)
Εκείνη, φανερά ταραγμένη, έκανε τα πρώτα βήματα, την ίδια στιγμή που ο Αυτοκράτορας προχωρούσε προς εκείνη, ακούγοντας τον πατέρα μου, που του εξηγούσε την διαδικασία επεξεργασίας του καφέ.
Ένα κάπως πιο δυνατό αεράκι φύσηξε και τότε …. η κάπα του Βασιλέα των Βασιλέων κινήθηκε με χάρη και η άκρη της πήγε κι έμπλεξε στα γρανάζια μιας τροχαλίας που γύριζε. Ο Ηγεμόνας στάθηκε, μη μπορώντας να προχωρήσει, καθώς τον τραβούσε η μαγκωμένη κάπα προς τα πίσω. Όλοι είχαν παγώσει, εκτός από το σκυλάκι, που βλέποντας την κάπα του αφεντικού του να φέρεται παράξενα, του γεννήθηκε ο φόβος πως το αφεντικό του ‘’κινδυνεύει’’ να βρεθεί ανάμεσα στα γρανάζια, που γυρνούσαν εκεί δίπλα. Και δεν είχε άδικο!
Με εντυπωσιακή ορμή, άρχισε να κατευθύνεται, τρέχοντας, προς το σημείο που είχε παγιδευτεί η άκρη της κάπας του Αυτοκράτορα, εκεί, στα δόντια της τροχαλίας. Την στιγμή που ήταν έτοιμο να πηδήξει πάνω στην περιστρεφόμενη τροχαλία, βλέπω την μάνα μου να αφήνει τον δίσκο με τα ποτήρια να πέσει χάμω, να πατάει πάνω στα θρύψαλα και, ορμώντας, να αρπάζει το σκυλάκι και να το τυλίγει στην αγκαλιά της – παρά τα στριγκά γαυγίσματα και τις διαμαρτυρίες του. Την ίδια στιγμή, κάποιος διέκοψε την λειτουργία των μηχανών.
Όλα ίσως αυτά δεν διήρκεσαν πάνω από ένα λεπτό, εμένα όμως ακόμη και τώρα, μου φαίνονται αιώνες. Ο Αυτοκράτορας, ήρεμος, ξεκούμπωσε την κάπα του και την άφησε να πέσει στο έδαφος. Οι επιτελείς του προσπάθησαν να την απελευθερώσουν από το μηχάνημα «Κόψτε την» διέταξε εκείνος ψύχραιμα. Ένα ψαλίδι βρέθηκε στη στιγμή και κάποιος έκοψε το μαγκωμένο ύφασμα από την υπόλοιπη κάπα, την οποία με ευλάβεια δίπλωσαν και έστειλαν έξω στην ακολουθία του Μεγαλειοτάτου, που περίμενε.
Εκείνος προχώρησε, πήγε στην μητέρα μου, που ακόμη κρατούσε το σκυλάκι που τσίριζε, το πήρε, άπλωσε το χέρι του, χαμογέλασε και της χάρισε ένα πατρικό χαδάκι, στο μάγουλο. Προχώρησε προς το τραπέζι, με τα αναψυκτικά, πήρε μόνος του, ένα μπουκάλι και ήπιε μια πορτοκαλάδα μονορούφι.
«Turu betam turu» (Ωραίο, πολύ ωραίο) είπε και χάρισε το χαμόγελο του σε όλους τους ταραγμένους γύρω του. Πήγε στον πατέρα μου, που είχε χλωμιάσει, και του είπε: «Δεν θα μας πεις πώς φτάνουν στα τσουβάλια οι κόκκοι του καφέ τελικά;» Εκείνος συνήλθε αμέσως. Έκανε νόημα να ξεκινήσουν οι μηχανές και συνέχισε την ξενάγηση.
Ένα κομμάτι μαύρο ύφασμα, όμως, τσουλούσε μαζί με τους κόκκους του καφέ, προς τα τσουβάλια, όπου θα συσκευάζονταν. Εκείνο το σκισμένο κομμάτι όμως, της Αυτοκρατορικής κάπας, σήμερα θα ήθελα πολύ να υπήρχε κάπου φυλαγμένο, σαν σουβενίρ της ζωής μας, εκεί στην χώρα που μας γέννησε. Κανείς όμως τότε, δεν σκέφτηκε να το φυλάξει!
Χριστόφορος (Άκη) Παπαχαραλάμπους