ΑΜΠΕΜΠΕ ΜΠΙΚΙΛΑ

Η παραμυθένια ζωή του ξυπόλυτου Ολυμπιονίκη

Μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Το όνομα του πρωταγωνιστή; Αμπέμπε Μπικίλα. Ο Αιθίοπας μαραθωνοδρόμος,  που την 10η Σεπτεμβρίου του 1960, έκανε την έκπληξη και κατακτούσε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς      Αγώνες της Ρώμης, τρέχοντας… ξυπόλυτος (έτσι έμεινε στην ιστορία). Τι άλλο γνωρίζουμε όμως για την ιστορία του μακαρίτη πια, Αμπέμπε; 

 Τα πρώτα χρόνια Το πρώτο φως της ζωής του, ο Αμπέμπε Μπικίλα, το είδε στην πόλη Ζάτο, της Αιθιοπίας, στις 7 Αυγούστου του 1932. Τυχαίο ή όχι, εκείνη την ημέρα, στο Λος Άντζελες, πραγματοποιούταν ο μαραθώνιος των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο πατέρας του Μπικίλα, ήταν βοσκός, με αποτέλεσμα ο νεαρός, να αναγκαστεί να μπει στην Βασιλική Φρουρά, προκειμένου να μπορέσει να βοηθήσει την οικογένειά του. Η γνωριμία που άλλαξε τη ζωή του    Μπικίλα, ήταν εκείνη με τον Όνι Νισκάνεν. ΟΦινλανδός προπονητής, είχε προσληφθεί από την Κυβέρνηση της     Αιθιοπίας, προκειμένου να γυμνάσει την φρουρά και να διαπιστώσει το αν μέσα σε αυτήν, υπήρχαν αξιόλογοι αθλητές.    

Παρά το ότι ο Μπικίλα έδειχνε χαρισματικός, η είσοδός του στην Ολυμπιακή ομάδα της πατρίδας του, το 1960,   ήταν καθαρά θέμα τύχης. Στην θέση του Αμπέμπε, είχε επιλεγεί ο Γουάμι Μπιράτου, ο οποίος λίγες ώρες πριν από   την αναχώρηση για τη Ρώμη, είχε σπάσει τον αστράγαλό του, κατά την διάρκεια αγώνα ποδοσφαίρου!!! Έτσι λοιπόν, την θέση του πήρε ο 28χρονος τότε Μπικίλα, που μαζί με τον Μάμο Γουόλντε, εκπροσώπησαν την χώρα. 

Η καταξίωση

Και φτάνουμε στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρώμης. Είμαστε λίγες ημέρες πριν από τον Μαραθώνιο και ο Αμπέμπε φτάνει, προκειμένου να πάρει παπούτσια από τον χορηγό της διοργάνωσης. Παπούτσια δεν υπήρχαν πολλά και έτσι, έπρεπε να «βολευτεί» με ό,τι υπήρχε. Έτσι λοιπόν ο Αιθίοπας, βρήκε ένα ζευγάρι παπούτσια     που δεν του ταίριαζε απόλυτα, τα φόρεσε και ξεκίνησε τις προπονήσεις. Και κάπου εκεί φτάνουμε και στην ημέρα του αγώνα. Λίγες ώρες πριν από την έναρξη της κούρσας, ο Μπικίλα, παίρνει την μεγάλη απόφαση. Από την   στιγμή  που τα παπούτσια του χορηγού, δεν του έκαναν, θα αγωνιζόταν ξυπόλυτος. Ο προπονητής του, Όνι Νισκάνεν, δεν είχε αντίρρηση και έτσι φρόντισε να τον προετοιμάσει. 

Ο Φινλανδός, γνώριζε καλά πως απόλυτο φαβορί για την κατάκτηση του χρυσού, ήταν ο Ραντί Μπεν  Αμπντεσελαμ, από το Μαρόκο, ο οποίος έτρεχε πάντα με το νούμερο 26. Έτσι λοιπόν, από την στιγμή που ο Μπικίλα,δεν υπολογιζόταν ως φαβορί για τον αγώνα, του ζήτησε να ψάξει το νούμερο 26 και να προσπαθήσει να μείνει κοντά του.

Το πρόβλημα σε αυτό, ήταν το ότι ο Μαροκινός, έκανε την έκπληξη και αντί για το 26, φόρεσε το νούμερο 185. Η κούρσα ξεκίνησε και ο ξυπόλυτος Μπικίλα, αφού είδε τους αντιπάλους του να τον χλευάζουν για το ότι έτρεχε έτσι, περνούσε τον ένα μετά τον άλλο, αναζητώντας το νούμερο 26. Έτσι λοιπόν, από τα μέσα του αγώνα και μετά, ο Μπικίλα ήταν μαζί με τονΑμπντεσελάμ στις πρώτες δύο θέσεις, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ότι εκείνος ήταν ο     μεγάλος του αντίπαλος, συνεχίζοντας να ψάχνει το νούμερο 26!! Το αποτέλεσμα ήταν το ότι οι δυο τους, συνέχισαν να προηγούνται μέχρι τα τελευταία 500 μέτρα του Μαραθωνίου. Εκεί, ο Μπικίλα με ένα σπριντ, πήρε τη νίκη, με   χρόνο 2:15:16, κάνοντας ρεκόρ, ενώ ταυτόχρονα γινόταν ο πρώτος έγχρωμος που κέρδιζε σε Μαραθώνιο. Όσο για  την απάντησή του, στο ερώτημα γιατί έτρεχε ξυπόλυτος; Ο Μπικίλα, έδειξε πως ξέρει να «χειρίζεται» τον Τύπο: «Ήθελα να δείξω στον κόσμο το ότι στην πατρίδα μου, την Αιθιοπία, πάντοτε κερδίζουμε με αποφασιστικότητα και ηρωϊσμό».

«Το χρυσό μετάλλιο του έσωσε τη ζωή» 

 Λίγους μήνες μετά τον θρίαμβό του στην Ρώμη, ο Αμπέμπε Μπικίλα, είχε επιστρέψει στην κανονική του ζωή. Όντας μέλος της προσωπικής φρουράς του Σελασιέ, ο Μπικίλα πήρε μέρος σε «σύσκεψη» που είχε καλέσει ο γιος του Αυτοκράτορα, Ασφά Γόσεν, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την απουσία του πατέρα του στην Βραζιλία, έπεισε τους περισσότερους να αποστατήσουν και να επιχειρήσουν να δολοφονήσουν τον Σελασιέ.

 Μετά από μάχη στο κέντρο της Αντίς Αμπέμπα, ο Σελασιέ, είδε τους πιστούς του φρουρούς να νικούν τους αντιπάλους του και έτσι να καταπνίγει την εξέγερση. Μετά από εκείνο το σημείο, οι περισσότεροι από τους    φρουρούς του Αυτοκράτορα, είχαν χάσει τη ζωή τους, ενώ οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους απολύθηκαν και διασκορπίστηκαν στην Αιθιοπία. Ο Μπικίλα, δεν έλαβε μέρος στην μάχη, ωστόσο δεν ήταν λίγοι εκείνοι που   θεώρησαν πως το χρυσό μετάλλιο του είχε σώσει τη ζωή. Αυτό άλλωστε ανέφερε και τοπική εφημερίδα με εκτενές δημοσίευμά της.

Επιστροφή στην δράση

 Από το 1961 και μετά, ο Μπικίλα έτρεξε σε πολλούς μαραθωνίους (ένας από αυτούς και στην Ελλάδα),   κατακτώντας τη νίκη. Σε όλους, εκτός από εκείνον της Βοστώνης, το 1963, στον οποίο τερμάτισε πέμπτος. Ήταν ο πρώτος αγώνας της καριέρας του Μπικίλα που δεν κατάφερε να πάρει τη νίκη. Μετά από τον ατυχή αγώνα για   εκείνον, ο Μπικίλα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου και συνέχισε να προετοιμάζεται για το 1964 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. 

 40 ημέρες πριν από την έναρξη των αγώνων του Τόκιο, κατά την διάρκεια προπόνησης, ο Μπικίλα αισθάνθηκε έντονους πόνους, ωστόσο συνέχισε την προπόνησή του, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει. Αιτία αυτού, ήταν μια   κρίση σκωληκοειδίτιδας, με τον 32χρονο να περνάει από το χειρουργείο και να ξεκινάει προπονήσεις πριν καν «δέσουν» τα ράμματα.

Μαραθώνιος ξανά

 Το 1964,  ο Μπικίλα έτρεξε κανονικά στον Μαραθώνιο. Αυτή τη φορά μάλιστα, δύο εταιρείες έδωσαν μάχη για να  τον προμηθεύσουν με παπούτσια, με τον Αφρικανό να βρίσκει –επιτέλους- αθλητικά στο νούμερό του. Έτσι λοιπόν, έτρεξε κανονικά την κούρσα του, κατακτώντας το Χρυσό Μετάλλιο, με χρόνο 2.12.11 ο οποίος αποτελούσε και νέο Παγκόσμιο Ρεκόρ. Κατά την είσοδό του στο στάδιο, 70.000 κόσμος τον αποθέωσε, ενώ λίγο αργότερα μάθαινε πως ήταν ο πρώτος Μαραθωνοδρόμος που κατακτούσε χρυσό μετάλλιο σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η επιστροφή του στην Αιθιοπία, ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Ο Μπικίλα επέστρεψε ως ήρωας στην χώρα του, με τον αυτοκράτορα Χάιλε Σελασιέ να τον προβιβάζει και να παίρνει και προσωπικό αυτοκίνητο ως δώρο, έναν λευκό σκαραβαίο. 

 Η ατυχία ήρθε να χτυπήσει την πόρτα του 36χρονου πλέον αθλητή, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968. Εκεί, ο Μπικίλα, αναγκάστηκε να αποχωρήσει μετά από τα 17 πρώτα χιλιόμετρα λόγω τραυματισμού. Οι κακές γλώσσες, θέλουν τον Αφρικανό να τραυματίζεται μία ημέρα νωρίτερα, σπάζοντας ένα μικρό κόκκαλο του ποδιού του, ενώ   έτρεχε ξυπόλυτος. Έτσι λοιπόν, αναγκάστηκε να παρακολουθήσει τον φίλο του, Μάμο Γουόλντε να κατακτά το    χρυσό μετάλλιο. Μετά το τέλος του αγώνα μάλιστα, ο συμπατριώτης του Μπικίλα, δήλωνε πως «Αν ο Αμπέμπε δεν αποχωρούσε, σίγουρα θα είχε κατακτήσει το χρυσό».

Όταν η μοίρα του γύρισε την πλάτη

Το 1969, ο Αμπέμπε Μπικίλα, είδε το παραμύθι του να χαλάει. Οδηγούσε τον σκαραβαίο του, στους δρόμους της Αντίς Αμπέμπα, όταν αναγκάστηκε να κάνει έναν επικίνδυνο ελιγμό, για να αποφύγει μια μαθητική διαμαρτυρία. Σε εκείνο το σημείο, ο Μπικίλα έπεσε σε μία τάφρο και παγιδεύτηκε στο αυτοκίνητό του. Όταν τον έβγαλαν από εκεί, άπαντες σοκαρίστηκαν στο άκουσμα της είδησης που τον ήθελε να έχει μείνει τετραπληγικός. Μετά από μια σειρά επεμβάσεων, ο Χρυσός Ολυμπιονίκης, κατάφερε να περιορίσει τη «ζημιά» και να είναι παραπληγικός εκεί, ήρθε και   πάλι ο καλός του φύλακας, Νισκάνεν, ο οποίος τον έπεισε να αγωνιστεί ως τοξοβόλος σε αγώνες για ανθρώπους σε καροτσάκι. Ο Μπικίλα, γελώντας τόνισε πως ακόμη κι έτσι θα έπαιρνε ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο.

Το τέλος του παραμυθιού

Το τέλος του παραμυθιού ήταν πικρό και σύντομο. Στις 25 Οκτωβρίου του 1973, ο Αμπέμπε Μπικίλα, σε ηλικία 41 ετών, άφηνε την τελευταία του πνοή, λόγω εγκεφαλικής αιμορραγίας. Το πρόβλημα αυτό δυστυχώς, δεν το είχε ξεπεράσει από την ημέρα του ατυχήματός του, με αποτέλεσμα τέσσερα χρόνια μετά να του στερήσει τη ζωή και να αφήσει πίσω τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του. Η κηδεία του, έγινε στην Αντίς Αμπέμπα, με 75.000 κόσμου να   του συνοδεύει στην τελευταία του κατοικία. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Αυτοκράτορας Χάιλε Σελασιέ, ο οποίος όρισε την ημέρα ως ημέρα Εθνικού Πένθους για τηνΑιθιοπία.

Στους μύθους πάντως σχετικά με τη ζωή του Αμπέμπε Μπικίλα, υπήρχαν και ορισμένες μαύρες σελίδες, οι  οποίες    πάντως είναι ανεπιβεβαίωτες. Σύμφωνα με αυτές, ο Μπικίλα, μετά τη νίκη του στουςΟλυμπιακούς του  1964, αναλώθηκε σε αλκοόλ και ύβρεις, με το αλκοόλ να είναι ο λόγος που δεν κατάφερε να τερματίσει το 1968. Όλα αυτά όμως ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας, καθώς πρόκειται για ανεπιβεβαίωτα δημοσιεύματα. Όπως και να ‘χει όμως, ένας πραγματικά μεγάλος άντρας δεν μπορεί να έχει μόνο φίλους, Θα έχει και εχθρούς. Και ο Αμπέμπε Μπικίλα ήταν μεγάλος, έστω και αν το παραμύθι του δεν είχε Happy End.

                                                                                                                                                                                       Κυριάκος Ζαράνης  


Η Κατάκτηση της Ρώμης

Ο αληθινός πόλεμος, είχε ξεκινήσει από το 1887, όταν οι Ιταλοί εκστράτευσαν εναντίον της Αιθιοπίας και νικήθηκαν από τον αυτοκράτορα Ιωάννη. Ξαναπροσπάθησαν το 1896 αλλά κατατροπώθηκαν από τον αυτοκράτορα Μενελίκ.

Στην Τρίτη τους προσπάθεια, επί Μουσολίνι, στα 1935 κατάφεραν να νικήσουν τον αυτοκράτορα    Χαϊλέ Σελασιέ, που έφυγε στην εξορία. Εκδιώχθηκαν το 1941 και παραιτήθηκαν επίσημα το 1947. Ο     αυτοκράτορας όμως Χαϊλέ Σελασιέ ποτέ δεν παραιτήθηκε. Στα 1960, ήρθε η ώρα της εκδίκησης: Έστειλε       τον λοχαγό της αυτοκρατορικής φρουράς Αμπέμπε Μπικίλα στην Ολυμπιάδα το 1960, να κατακτήσει την   Ρώμη. Η αποστολή εξετελέσθη.

 Όταν ο 28χρονος Αιθίοπας Αμπέμπε Μπικίλα έφθασε στην Ρώμη κανένας δεν γνώριζε την ύπαρξη του. Ως  τότε άλλωστε είχε τρέξει μόλις σε τρείς μαραθώνιους, όλους μέσα στην πατρίδα του. Ποτέ κανένας δεν τον  είχε δει να αγωνίζεται κι ούτε μπορούσε να φανταστεί ότι θα γινόταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Μόνο ο αυτοκράτορας και ο Σουηδός προπονητής του Όνι Νίσκανεν πίστευαν στις ικανότητες του.

 Η έκπληξη των ειδικών έγινε χλευασμός, όταν τον είδαν να παίρνει θέση στην αφετηρία ξυπόλυτος. Ο   αγώνας γινόταν σε πλακόστρωτους δρόμους και όλοι πίστευαν ότι τα πόδια του «θα έπαιρναν φωτιά». Ο   κακός φωτισμός της πόλης ενισχύθηκε από δάδες που κρατούσαν στρατιώτες αφού η κούρσα ξεκίνησε   βράδυ.

 Ο Μπελίκα και ο προπονητής του είχαν ετοιμάσει στρατηγικό σχέδιο. Αν όλα πήγαιναν καλά, ο Αιθίοπας   θα ξεκινούσε την επίθεση του για νίκη από συγκεκριμένο σημείο, δύο χιλιόμετρα πριν από το νήμα.

Έτσι κι έγινε. Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο, ο Μπικίλα αποσπάστηκε με φοβερή δύναμη. Ο Μαροκινός Αμπντελασέμ, φαβορί, ως εκείνη την ώρα, έμεινε πίσω. Ο Αιθίοπας πέταξε στη νίκη με ευκολία και χρόνο     2 ώρες 15. 16 που αποτελούσε νέο παγκόσμιο ρεκόρ.

 Αργότερα, αποκάλυψε ότι στο σημείο που ξεκίνησε την επίθεση του ήταν στημένος ένας οβελίσκος που     είχε κλαπεί από την πατρίδα του και είχε μεταφερθεί σαν λάφυρο από τα ιταλικά στρατεύματα μετά την  εισβολή    του Μουσολίνι στη χώρα του. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Τόκιο, ο Μπικίλα νίκησε πάλι στον μαραθώνιο     με χρόνο 2 ώρες 12.11. αυτ΄γ τη φορά φορούσε παπούτσια στα πόδια.

Το 1969 οδηγώντας το Φολκσβάγκεν που του χάρισε ο αυτοκράτορας, τράκαρε με φορτηγό, έσπασε τον     λαιμό του και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.

Έμεινε παράτυτος από τη μέση και κάτω. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 25 Οκτωβρίου 1973, ο Αμπέμπε Μκικίλα πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία σε ηλικία 41 χρονών.

                                                                                                                                                                         www.nextschool.gr/papadopoulos


                  

                                                                 ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ

«Η Αφρική θα γράψει τη δική της Ιστορία, μια ιστορία περηφάνειας κι αξιοπρέπειας»

 Από τα δύο κόμματα που ήταν έτοιμα να κατέβουν στις εκλογές που ξαφνικά κήρυξαν οι βέλγοι αποικιοκράτες το 1960, κέρδισε το κόμμα του Πατρίς Λουμούμπα, ο οποίος έκανε το λάθος, ως πρωθυπουργός, να τοποθετήσει στη θέση του προέδρου τον ηγέτη του αντιπάλου κόμματος,Κασαβούμπου.

 Εντός ολίγων ημερών, ο Λουμούμπα βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα και την απόφαση του κυβερνήτη της περιοχής Κατάγκα (σημερινή Σάμπα) Μωυσή Τσόμπε, να κηρύξει ανεξάρτητο κράτος (υποκινούμενος από τη βελγική εταιρία που εκμεταλλευόταν τα ορυχεία της πολιτείας).

 Αντιμέτωπος με την προοπτική του εμφυλίου, ο 36χρονος πρωθυπουργός του Κονγκό, στράφηκε προς τον ΟΗΕ, ζητώντας την ενίσχυσή του για να μπορέσει να ελέγξει την αχανή χώρα.Ας μη ξεχνάμε ότι ήταν εκλεγμένος  δημοκρατικά ηγέτης.

Ο ΟΗΕ δεν ανταποκρίθηκε μάλλον τον περιέπαιξε, με αποτέλεσμα ο Λουμούμπα να στραφεί προς την ΕΣΣΔ. Η πορεία προς την ανατροπή και τη δολοφονία του είχε ξεκινήσει, με τις ευλογίες της Δύσης, και κυρίως των ΗΠΑ.

Η ανατροπή του Πατρίς Λουμούμπα, όπως κι η σειρά εμφυλίων πολέμων που ταλαιπώρησαν τη χώρα, είχαν  οικονομικά αίτια. Το ουράνιο για τις βόμβες που έπεσαν το 1945 στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι είχε βγει από το ορυχείο Σινκολομπουέ του Βελγικού Κογκό.

Το 1960, όταν απελευθερώθηκε, το κάποτε Βελγικό Κονγκό παρήγαγε το 50% της παγκόσμιας παραγωγής   ουρανίου, που εξάγονταν αποκλειστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και αυτό το πλουτοπαραγωγικό κεφάλαιο ειδικά    δεν μπορούσε να αφεθεί σε ένα ρωσόφιλο.

 Εκτενή δημοσιεύματα με ντοκουμέντα, στο βρετανικό και βελγικό Τύπο, αποδείκνυαν ότι η δολοφονία του     Λουμούμπα έγινε με εντολή του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και την αγαστή βοήθεια των Βέλγων.  Τα σχετικά έγγραφα εντοπίστηκαν στο αρχείο του δολοφονημένου προέδρου των ΗΠΑ, Τζον Φ. Κένεντι, ο οποίος στάθηκε στο πλευρό του Μομπούτου.

 Η δολοφονία της 17ης Ιανουαρίου του 1961, έγινε υπό το βλέμμα βέλγωνστρατιωτικών, ώστε να είναι βέβαιο, για τη Δύση, ότι ο επικίνδυνος Πατρίς ήταν νεκρός. Ο «Άικ», σύμφωνα με δημοσίευμα του Independent, «είχε δώσει εντολή στη CIA να δολοφονήσει τον ριζοσπάστη απελευθερωτή πολιτικό διότι η Δύση δεν μπορούσε να ανεχθεί να   κυβερνάται μία σημαντική Αφρικανική χώρα από κάποιον που έγερνε προς τους Σοβιετικούς».

  Η εντολή για τη δολοφονία του Λουμούμπα δόθηκε από τον Αϊζενχάουερ σε μία συνάντηση με τους συμβούλους ασφαλείας του Λευκού Οίκου, τον Αύγουστο του 1960, δύο μήνες μετά την ανεξαρτητοποίηση της Λ.Δ. Κογκό. Λίγο καιρό αργότερ (5Οκτωβρίου 1960), σύμφωνα με τον βέλγο δημοσιογράφο και συγγραφέα De Witte, ο υπουργός Αφρικανικών Υποθέσεων του Βελγίου, Harold dAspremont Lynden, έδινε με γραπτό σημείωμα εντολή στις αρχές ασφαλείας για «την οριστική εξάλειψη του Λουμούμπα».

 Ο Λουμούμπα εκείνη την εποχή βρισκόταν σε κατ΄ οίκον περιορισμό, μετά από διαταγή του Μομπούτου.   Δραπέτευσε στις 27 Νοεμβρίου και συνελήφθη και πάλι στις 2 Δεκεμβρίου. Η δολοφονία του κι η καταστροφή της σορού του αποτέλεσαν μία επιτυχή αμερικανοβελγική σύμπραξη, και έγινε υπό το βλέμμα βέλγων αξιωματικών από στρατιώτες πιστούς στο Μομπούτου σε έδαφος που ήλεγχε ο Τσόμπε, ο οποίος μετά λίγο καιρό θα γίνει δεκτός     στην κυβέρνηση Μομπούτου.

 Η καταστροφή της σορού του παναφρικανιστή αγωνιστή ήταν πρόταση της CIA το σώμα του βυθίστηκε σε λουτρό οξέων (σουλφουρικό οξύ) ώστε να μην υπάρξει τάφος του, να μην υπάρξει προσκύνημα. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Guardian, ο επικεφαλής αξιωματικός των Βέλγων, που επέβλεψε την διάλυση στο οξύ, παραδέχθηκε, μιλώντας στη Βελγική τηλεόραση, ότι είχε φυλάξει δύο από τα δόντια του θύματός του (προφανώς, φυλλάττοντας τα νώτα του,        κιόχι ως ενθύμιο).

 Η Λ.Δ. Κογκό, υπό Καμπιλά, ζήτησε, αυτά τουλάχιστον, να επιστραφούν. Ο κος Soete δήλωσε ευθαρσώς ότι «αργότερα τα είχε πετάξει στη θάλασσα» ίσως με την παραγραφή του αδικήματος.

Στο «πολιτισμένο» Βέλγιο του 2000, έχει δημιουργηθεί κοινοβουλευτική επιτροπή που εξετάζει τις συνθήκες και     τους ενόχους της δολοφονίας που διέπραξε το «απολίτιστο» Βέλγιο του 1960. «Μια μέρα η Ιστορία θα έχει το λόγο, αλλά δε θα είναι η Ιστορία που διδάσκουν ο ΟΗΕ, οιΗΠΑ, το Παρίσι ή οι Βρυξέλλες, αλλά η Ιστορία που διδάσκουν χώρες ελεύθερες από την αποικιοκρατία και τις μαριονέτες της» είχε γράψει τις τελευταίες του μέρες στο κελί, ο  Πατρίς Λουμούμπα.

Μετά από 40 χρόνια, ακόμη η Ιστορία δεν έχει γραφεί.Ο Πατρίς Λουμούμπα γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1925, στο Κατάκο Κόμπε της επαρχίας Κασάι του Βελγικού Κογκό. Ανήκε στη φυλή Μπατατέλε. Σπούδασε σε     ιεραποστολικά σχολειά και από το 1943 εργάστηκε, διαδοχικά, ως βοηθός νοσοκόμος, υπάλληλος ταχυδρομείου,βιβλιοθηκονόμος.

 Αναμείχθηκε από μικρός στα κοινά. Υπηρέτησε ωςγραμματέας, και κατόπιν πρόεδρος,της Ένωσης Αφρικανών Κυβερνητικών Υπαλλήλων και ίδρυσε το σύλλογο των ταχυδρομικών υπαλλήλων.Το 1951 θα νυμφευθεί την Πολίν Οπαγκού.

Στις 5 Οκτωβρίου του 1 958 ιδρύει το Εθνικό Κογκολέζικο Κίνημα (Movement National Congolaise-MNC) στο οποίο προεδρεύει. Στις 11 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, υπό την ιδιότητα του προέδρου του MNC, θα μιλήσει στο παναφρικανικό συνέδριο της Άκκρας, πρωτεύουσας της Γ κάνα. Γίνεται μέλος της Παναφρικανικής Λαϊκής Συνδιάσκεψης που ιδρύθηκε τότε στην Άκκρα.

 Η επανάσταση κατά των Βέλγων, που ξεσπάει τον Γενάρη του 1959, θα τον βρει στην πρώτη γραμμή.Υποχρεώθηκε   να εγκαταλείψει τη χώρα αν και σύντομα θα επιστρέψει διότι οι Βέλγοι τον θεωρούν δημόσιο κίνδυνο Νο1. Στα τέλη   του 1959 θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί όταν όμως θα ξεκινήσουν οι συνομιλίες στις Βρυξέλλες για την ανεξαρτητοποίηση του Κογκό, θα απελευθερωθεί και θα αποτελέσει τον επικεφαλής της αποστολής των   εξεγερμένων. Θα ορκιστεί πρώτος πρωθυπουργός τηςΔημοκρατίας του Κογκό στις 23 Ιουνίου 1960.

Στις 14 Σεπτεμβρίου το πραξικόπημα του Στρατηγού (πρώην λοχία) Μομπούτου αναστέλλει την πορεία της χώρας προς τη δημοκρατία οι Βέλγοι στέλνουν στρατό δήθεν για την ασφάλεια των Βέλγων πολιτών και στις 10 Οκτωβρίου     ο Λουμούμπα τίθεται σε κατ οίκονπεριορισμό.

Ο πρόεδρος Κασαβούμπου που τα βρίσκει,με τις ευλογίες τωνΗΠΑ, με τον ως τότε άγνωστο στρατιωτικό που έχει αναλάβει το Γενικό Επιτελείο Στρατού τον καθαίρει από τη θέση του πρωθυπουργού, ο ίδιος αντιδρά καθαιρώντας    τον πρόεδρο. Η απόδρασή του και η σύλληψή του στις 2 Δεκεμβρίου αποτελούν την αρχή του τέλους. Στις 17 Ιανουαρίου θα δολοφονηθεί μαζί με τους συντρόφους του Μπόλο και Οκίτο.

Η δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα, πρώτου πρωθυπουργού του ελεύθερου Κογκό, συγκίνησε όλο τον κόσμο.Εκατομμύρια άνθρωποι θρήνησαν το θάνατό του, όσες χώρες είχαν ζήσει την αποικιοκρατία είδαν τους λαούς τους να βγαίνουν στους δρόμους προς τιμήν του.

 Τιμήθηκε με ποιήματα, βιβλία, ονομασίες οδών και συνοικιών κι ενός πανεπιστημίου στη Μόσχα, του θρυλικού «Πανεπιστημίου Πατρίς Λουμούμπα», νυν «Πανεπιστημίου της Φιλίας των λαών», που έδωσε στην μετά το 60 παγκόσμια κοινότητα μερικούς γερούς πονοκεφάλους, καθώς υπήρξε πόλος έλξης για τα πιο ανήσυχα πνεύματα    του τρίτου κόσμου.

 Το μέγεθος του θρύλου του, στη δεκαετία του 1960, θα ξεπεράσει την πραγματικότητα, και θα τον μετατρέψει σε σύμβολο όχι μόνο της Αφρικής και της Αφρικανικής Ενότητας, αλλά και του αγώνα κάθε εγχρώμου, ειδικά μετά την οργάνωση του κινήματος των μαύρων της Αμερικής.

                                                                                                                                                                                             Λαμπρινή Χ.Θωμά


                                                          Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ

Όταν στις 2 Απριλίου 1930 ο Ταφάρι Μακόνεν, κατά τη στέψη του ως Αυτού Μεγαλειότης Χαϊλέ Σελασιέ Α’, πρόσθεσε μπροστά από το όνομά του τον βασιλικό τίτλο «Ρας», δεν μπορούσε να ξέρει ότι σε μια μακρινή γωνιά του κόσμου θα γεννιόταν ο Μεσσίας!

Ως μέλος μιας αφρικανικής δυναστείας που ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονοι του βασιλιά Σολομώντα και της βασίλισσα του Σαβά, η άνοδός του στον θρόνο της Αιθιοπίας προκάλεσε κυριολεκτικά σεισμό στην Τζαμάικα, καθώς οι προφητείες του παναφρικανικού κινήματος του Μάρκους Γκάρβεϊ επιβεβαιώνονταν: ο μαύρος βασιλιάς που θα έφερνε όλους τους αφρικανούς σκλάβους στη Μαμά Αφρική είχε μόλις στεφθεί!

Ο Ρας Ταφάρι ήταν για το θρησκευτικο-οικονομικό κίνημα των Ρασταφάρι η μετενσάρκωση του Ιησού αλλά και άμεσος απόγονος της δωδέκατης φυλής του Ισραήλ, αυτός που θα οδηγούσε δηλαδή τους λαούς της Αφρικής και της αφρικανικής διασποράς στη Σιών και την ελευθερία τους!

Ο Χαϊλέ Σελασιέ δεν θα γνώριζε βέβαια για όλα αυτά παρά πολύ αργότερα και σίγουρα δεν εκπλήρωσε την προφητεία του κινήματος της Καραϊβικής που τον ήθελε Σωτήρα. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αιθιοπίας με την αναντίρρητη επιρροή και εκτός των συνόρων της χώρας του προσπάθησε αντιθέτως να απελευθερώσει το δικό του έθνος, αν και μπλέχτηκε στη δίνη της διαμάχης τόσο των αποικιοκρατικών δυνάμεων όσο και των αφρικανικών εθνών.

Το μεγάλο όνομα της αφρικανικής πολιτικής έφερε τη χώρα του στην Κοινωνία των Εθνών και τα Ηνωμένη Έθνη κατόπιν και έκανε την Αντίς Αμπέμπα οικονομικό και πολιτικό κέντρο της Μαύρης Ηπείρου, πριν τον προλάβει τουλάχιστον ο αιθιοπικός λιμός και η πραξικοπηματική ανατροπή του από τον θρόνο το 1974.

Ο Σελασιέ αντιστάθηκε στον ιταλικό ζυγό, γνώρισε την εξορία και μπλέχτηκε στη διχαλωτή εξωτερική πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων, προσπαθώντας στις τόσες δεκαετίες της ηγεμονίας του να μεταρρυθμίσει την Αιθιοπία μέσω ραγδαίων αλλαγών στην κοινωνική, οικονομική και εκπαιδευτική πολιτική.

Παραμένει μια από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες τόσο του Μεσοπολέμου όσο και στα μεταπολεμικά χρόνια, διαδραματίζοντας σημαίνοντα ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αν και η αυταρχική του πολιτική επικρίθηκε τελικά τόσο για την υπερεκμετάλλευση των πόρων της πατρίδας του προς ίδιον όφελος όσο και για κατάχρηση εξουσίας, κάτι που θα κατέληγε στην πραξικοπηματική ανατροπή του από το φιλοσοβιετικό κίνημα του 1974…

Πρώτα χρόνια

Ο Χαϊλέ Σελασιέ γεννιέται ως Λιτζ (τίτλος ευγενείας) Ταφάρι Μακόνεν στις 23 Ιουλίου 1892 μέσα σε οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής. Ήταν γιος του κυβερνήτη της σημαντικής επαρχίας Χαράρ αλλά και πρωτοξάδελφου του αυτοκράτορα Μενελίκ Β’, Ρας Μακόνεν, με την ευγενική του καταγωγή να μετρά γενιές και γενιές τοπικών υψηλόβαθμων αξιωματούχων. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους δελφίνους για τον θρόνο της Αιθιοπίας και πιθανότατα ο επικρατέστερος, καθώς η σύζυγός του ήταν θεία του Μενελίκ.

Ο μικρός Ταφάρι λαμβάνει ανώτερη μόρφωση από γάλλους δασκάλους και δείχνει από πολύ νωρίς δείγματα της ευφυΐας και των ικανοτήτων του. Από τις διασυνδέσεις του πατέρα του στα ανάκτορα, ο Ταφάρι ανελίχθηκε πολύ γρήγορα και, σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, πολύ προκλητικά: ήδη από παιδί, τοποθετήθηκε αξιωματούχος σε διάφορες περιοχές και το 1907 διορίστηκε κυβερνήτης της σημαντικής νότιας επαρχίας Σιντάμο.

Ο 15χρονος οραματιστής έφηβος εφαρμόζει αμέσως μια ριζοσπαστική και προοδευτική για την εποχή πολιτική με κύριο στόχο τον εκσυγχρονισμό των διοικητικών δομών, τον περιορισμό της εξουσίας των τοπικών φεουδαρχών και την ενίσχυση του ρόλου της κεντρικής κυβέρνησης. Η πολιτική αυτή θα τον φέρει σε άμεση σύγκρουση με τους ντόπιους αξιωματούχους, αλλά θα τον καταστήσει ιδιαιτέρως προσφιλή στην αυλή, την πραγματική εξουσίας της χώρας.

Παρά το γεγονός ότι το 1908 έχασε τον πατέρα του και τις υψηλές του διασυνδέσεις, ο Σελασιέ είχε ήδη τον δικό του κύκλο μέσα στο παλάτι, όπου δονούταν από συνωμοσίες, ίντριγκες και μηχανορραφίες. Εκλεκτός της αυτοκράτειρας, αναλαμβάνει νέες διοικητικές θέσεις και το 1910 γίνεται τελικά κυβερνήτης της σημαντικής επαρχίας Χαράρ, ενώ την επόμενη χρονιά ο νεαρός πρίγκιπας παντρεύεται τη δισέγγονη του αυτοκράτορα, εγκαθιδρύοντας τον εαυτό του ως έναν από τους πιθανότερους διεκδικητές του θρόνου.

 Με τον θάνατο του Μενελίκ Β’ το 1913, ήταν ο εγγονός του τελικά αυτός που ξεπήδησε νικητής από τις σκοτεινές δολοπλοκίες του παλατιού, αν και έκανε ένα μοιραίο λάθος: μεταστράφηκε στον μουσουλμανισμό, κάτι που τον αποξένωσε από το παραδοσιακό χριστιανικό στοιχείο της τότε Αβησσυνίας. Ο Ρας Ταφάρι ηγείται του χριστιανικού κινήματος για την ανατροπή του ισλαμιστή μονάρχη το 1916 και με τη βοήθεια εκκλησίας και ευγενών τα καταφέρνουν. Η κόρη του Μενελίκ αναλαμβάνει καθήκοντα αυτοκράτειρας και ο Ρας Ταφάρι ξεπηδά ως αντιβασιλέας αλλά και αδιαφιλονίκητος διάδοχος του θρόνου…

Η γέννηση του Χαϊλέ Σελασιέ

Η συντηρητική αυτοκράτειρα ενδιαφερόταν ωστόσο περισσότερο για την παράδοση και τη θρησκεία και κάποια στιγμή λειτούργησε ως αντιπολίτευση στο μεταρρυθμιστικό όραμα του αντιβασιλέα της, το πολιτικό άστρο του οποίου είχε ήδη ανατείλει. Ο Ρας Ταφάρι ήθελε διακαώς τον εκσυγχρονισμό του έθνους, αν και ήταν υποχρεωμένος να ακολουθήσει μια συμβιβαστική μεσαία γραμμή μεταξύ συντηρητικών και εκσυγχρονιστικών κύκλων, που θα σφράγιζε τη δεκαετία.

Το 1926 ο Ταφάρι τέθηκε επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της Αβησσυνίας, μια θέση που του εξασφάλισε τον τίτλο του βασιλιά, μιας και πια ήταν παντοδύναμος. Η θέση τού απονεμήθηκε εξαιτίας της διπλωματικής του επιτυχίας στο διεθνές στερέωμα, με την είσοδο της Αβησσυνίας στην Κοινωνία των Εθνών το 1923. Κι έτσι όταν πέθανε η αυτοκράτειρα το 1930, ο Ταφάρι ενθρονίστηκε τον Απρίλιο ως αυτοκράτορας της χώρας, «βασιλιάς των βασιλιάδων», όπως ήταν ο τίτλος του, παίρνοντας το όνομα Χαϊλέ Σελασιέ Α’ (κάτι που μεταφράζεται ως Ισχύς της Αγίας Τριάδας).

 Συνεχίζοντας το μεταρρυθμιστικό του όραμα, που είχε ήδη αφήσει γερή παρακαταθήκη στη χώρα, όπως την πλήρη κατάργηση της δουλείας το 1924, το 1931 ο νέος αυτοκράτορας έβαλε σκοπό να φτιάξει γραπτό Σύνταγμα, ως σύμβολο της νέας και σύγχρονης εποχής της χώρας. Πίστευε πως μόνο με μια δυνατή και συγκεντρωτική κεντρική διοίκηση μπορούσε το έθνος να πάει μπροστά και έκανε τα πάντα για να αυξήσει την εξουσία της, η οποία παράδερνε από τον θάνατο του Μενελίκ…

 Η ιταλική εισβολή

 Το μεταρρυθμιστικό όραμα του Σελασιέ θα ανακοπτόταν βιαίως και αιφνιδίως όμως το 1935, όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι διέταξε τις δυνάμεις του να εισβάλουν στην Αβησσυνία. Η ιταλική πολεμική μηχανή, με την ανώτερη τεχνολογία της, τα αεροπλάνα αλλά και τα τοξικά αέρια, έκαμψε τη μικρή αντίσταση των αυτοκρατορικών δυνάμεων, εγκαθιστώντας σύντομα μια φασιστική διακυβέρνηση. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά στην ιστορία της Αιθιοπίας που το έθνος έχανε την ανεξαρτησία του!

Ο Σελασιέ εξαναγκάζεται σε εξορία το 1936 και πλέον κατοικεί στη Βρετανία. Από κει θα αιτηθεί βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών για τη χώρα του, αν και μάτια. Και εκεί θα τον επισκεφθούν για πρώτη φορά αντιπρόσωποι των τζαμαϊκανών Ρασταφάρι ενημερώνοντάς τον για τη μεσσιανική αποστολή του (1936)! Ο Σελασιέ τους υποσχέθηκε επίσκεψη στο νησί της Καραϊβικής, μια υπόσχεση που δεν θα εκπληρωνόταν ωστόσο παρά έπειτα από 30 χρόνια (1966).

Επόμενος σταθμός στην πολιτική καριέρα του Σελασιέ το 1941, όταν οι βρετανικές δυνάμεις, επικουρούμενες από την ηρωική αιθιοπική αντίσταση, διώχνουν τους Ιταλούς από τη χώρα, επιτρέποντας έτσι στον Χαϊλέ Σελασιέ να μπει θριαμβευτής στην πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Η πεντάχρονη φασιστική διακυβέρνηση της Ιταλίας είχε αποσαρθρώσει την πραγματική δύναμη της κυβέρνησης, κάτι που σήμαινε ότι ο αυτοκράτορας ήταν πια σαφώς δυνατότερος από ό,τι πριν…

Η διοίκηση του αυτοκράτορα

Καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία, ο Σελασιέ δούλεψε πυρετωδώς για να ξαναχτίσει την κεντρική διοίκηση, να ανανεώσει τόσο τη δομή όσο και τον εξοπλισμό του στρατεύματος, να περάσει νόμους για τον περιορισμό της κρατικής διαφθοράς και να ελέγξει τις αυθαιρεσίες των αξιωματούχων, της εκκλησίας αλλά και του επιχειρηματικού κατεστημένου.

Ταυτοχρόνως, φτιάχνει εκτεταμένο οδικό δίκτυο (κάτι που είχαν ξεκινήσει οι ιταλοί φασίστες), ιδρύει υπουργεία, κεντρική τράπεζα και ταχυδρομεία, κόβει νόμισμα και προβαίνει στη δημιουργία μεγάλων κρατικών δομών.    

Το πρόσωπο της Αιθιοπίας αλλάζει δραστικά. Η υφαρπαγή της δύναμης από τους τοπικούς αξιωματούχους και η συγκέντρωσή τους στο πρόσωπο του αυτοκράτορα έφερε βέβαια αντιδράσεις, που κλιμακώθηκαν με εξεγέρσεις σε διάφορες επαρχίες, τις οποίες κατέπνιξε στο αίμα. Οι δολοπλοκίες στο παλάτι του συνεχίστηκαν και ο Σελασιέ γινόταν ολοένα και πιο καχύποπτος, συγκεντρώνοντας προοδευτικά περισσότερες εξουσίες στο πρόσωπό του, καθώς πια δεν εμπιστευόταν κανέναν.

Στη δεκαετία του 1950 θα ξεκινούσε ο πολυετής του αγώνας να προσαρτήσει στην Αιθιοπία την επαρχία της Ερυθραίας, σε μια αιματοβαμμένη σύγκρουση που θα ολοκληρωνόταν τελικά το 1962. Ταυτοχρόνως, ίδρυσε το Πανεπιστήμιο της Αντίς Αμπέμπα και υποδέχθηκε πίσω πάμπολλους αιθίοπες σπουδαστές που αναγκάζονταν να ξενιτευτούν για να σπουδάσουν.

Στην επέτειο των 25 ετών της ηγεμονίας του, το 1955, ο Σελασιέ βρήκε την ευνοϊκή συγκυρία να παρουσιάσει το αναθεωρημένο Σύνταγμά του, το οποίο επέτρεψε τις πρώτες δημοκρατικές εκλογές το 1957. Ο αυτοκράτορας πάλευε συνεχώς να κρατήσει συμβιβαστική γραμμή μεταξύ των τόσων και αντιτιθέμενων συμφερόντων, κάτι που θα κατέληγε σε πραξικόπημα εναντίον του τον Δεκέμβριο του 1960. Το πραξικόπημα απέτυχε μεν, έστειλε ωστόσο ένα βίαιο μήνυμα στην Αιθιοπία προοιωνίζοντας το μέλλον…

 Ο παναφρικανός ηγέτης και το τέλος

Στη δεκαετία του 1960, ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας ξεπήδησε ως μεγάλο όνομα αλλά και δύναμη αλλαγής στο παναφρικανικό κίνημα, την πολιτική κίνηση για την ένωση όλης της Αφρικής δηλαδή, καθώς είχε αποδείξει την ικανότητά του να προσαρμόζεται και να επικρατεί σε συνθήκες ραγδαίων αλλαγών. Κι έτσι θεωρήθηκε προσωπικός θρίαμβος όταν ο νεοϊδρυθέντας Οργανισμός για την Αφρικανική Ενότητα έφτιαξε το στρατηγείο του το 1963 στην Αντίς Αμπέμπα! Η κριτική που του ασκήθηκε πάντως είχε να κάνει με τον ισόβιο ρόλο του στο τιμόνι της χώρας, καθώς οι άλλοι αφρικανοί ηγέτες διαμαρτύρονταν ότι εκείνοι ήταν υποχρεωμένοι να ζητούν την ψήφο του λαού, ενώ ο Σελασιέ απαλλαγμένος από δημοκρατικές νομιμοποιήσεις, μπορούσε να επιδεικνύει τη δύναμή του.

 Μέχρι το 1970 πάντως, ο Σελασιέ είχε εκχωρήσει ολοένα και περισσότερες καθημερινές ασχολίες στην κεντρική κυβέρνηση και είχε αποσυρθεί λίγο-πολύ από τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό, ρίχνοντας τώρα το βάρος στην εξωτερική πολιτική της Αιθιοπίας.

Την εποχή αυτή περιόδευε συνεχώς στο εξωτερικό και έκανε πιθανότατα περισσότερες επίσημες επισκέψεις από κάθε άλλο ηγέτη. Στη χώρα του τον κατηγορούσαν τώρα για ταξίδια με προσωπικό όφελος, την ίδια ώρα που οι κραυγές για τον παράνομο πλουτισμό του και την απομύζηση των δημόσιων ταμείων πλήθαιναν.

Όλα αυτά τον έκαναν ακόμα πιο φιλύποπτο και πλέον ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικός στις εκσυγχρονιστικές του μεταρρυθμίσεις, που τον είχαν κάνει άλλοτε λαοφιλή στην Αιθιοπία αλλά και σε όλη τη Μαύρη Ήπειρο. Η δυτική πρόοδος που τόσο προσπάθησε να εισάγει στην Αιθιοπία ήταν τώρα πιο αργή από ποτέ και ο εδώ και 40 χρόνια αυτοκράτορας φάνταζε εχθρός της ανανέωσης!

Με τον δείκτη ανεργίας να καλπάζει και τον μεγάλο λιμό που ξέσπασε σε επαρχία της Αιθιοπίας το 1973, η φήμη του κηλιδώθηκε και πλέον ήταν μισητός από τον λαό. Κι έτσι στις 13 Σεπτεμβρίου 1974 έγινε νέο στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον του από «κόκκινο» ηγέτη με πρόδηλο φιλοσοβιετικό προσανατολισμό, ολοκληρώνοντας έτσι επιτυχώς τις προσπάθειες ανατροπής του που δονούσαν τη χώρα ήδη από τον Φεβρουάριο.

Ο 82χρονος πρώην αυτοκράτορας τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, όπου και πέρασε το τελευταίο διάστημα της ζωής του μέχρι τις 27 Αυγούστου 1975, όταν και πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Το επίσημο πιστοποιητικό του θανάτου του παραθέτει φυσικά αίτια για τον χαμό του, αν και είναι μάλλον κοινό μυστικό ότι δολοφονήθηκε από την αιθιοπική χούντα, όπως υποδεικνύουν τουλάχιστον σχετικές ενδείξεις. Ο άντρας που κυβέρνησε αγέρωχα την Αιθιοπία για τόσες δεκαετίες και την οδήγησε με πυγμή ακόμα και στις σκοτεινότερες περιόδους του έθνους δεν είχε καν μια κανονική κηδεία. Ακόμα και ο τόπος της ταφής του δεν έγινε ποτέ γνωστός.

Όσο για τη μεσσιανική περιπέτειά του με τους Ρασταφάρι, έληξε εξίσου άδοξα. Ο μαύρος αυτοκράτορας που οι Τζαμαϊκανοί ήθελαν απελευθερωτή της μαύρης φυλής επισκέφθηκε το νησί της Καραϊβικής στις 21 Απριλίου 1966, όπου δεκάδες χιλιάδες Ρασταφάρι τον υποδέχθηκαν ως θεό! Ο Σελασιέ τρομοκρατήθηκε αρχικά από τους πιστούς που κατέκλυσαν το αεροδρόμιο του Κίνγκστον και τον αναφωνούσαν Μεσσία, πείστηκε ωστόσο να συναντηθεί με την ηγεσία των Ρασταφάρι.

Φαίνεται πως ο Σελασιέ αναδιπλώθηκε στρατηγικά στο θέμα του παναφρικανισμού και την επιστροφή των μαύρων στη Μητέρα Αφρική, ξεμπλέκοντας ευφυώς από το θέμα του επαναπατρισμού των τζαμαϊκανών Ρασταφάρι στην Αιθιοπία. Ο αυτοκράτορας φέρεται να είπε στους πιστούς ότι δεν πρέπει να επαναπατριστούν στην Αιθιοπία πριν απελευθερώσουν τον λαό της Τζαμάικα.

Ο ολοφάνερος ελιγμός του Σελασιέ θεωρήθηκε ωστόσο ως η «αρχή της απελευθέρωσης πριν τον επαναπατρισμό» για το κίνημα των Ρασταφάρι και αποτέλεσε ένα νέο έναυσμα για τον αγώνα του.      

                                                                                                                                                               newsbeast.gr