ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΧΑΡΑΡ (1905-1955)  


                                                                                                                                                                 ΤΟ ΧΑΡΑΡ ΣΗΜΕΡΑ

Το Χάραρ βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Χάραρ, κοντά στην Dire Dawa (52 χλμ.) και σε ύψος 1800 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εχει έκταση 311 τετ.χλμ και απέχει 500 χλμ. από την πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα. Είναι πρωτεύουσα της περιοχής Harari, έχει πληθυσμός 122.000  κατοίκων και το 60.3% αυτών είναι μουσουλμάνοι, οι οποίοι ανήκουν στις παρακάτω φυλές:

   -Oromo : 52.3%

   -Amhara : 32.6%

   -Harari : 7.1%

   -Gurage : 3.2%

   -Υπόλοιπες : 4.8%

Για πολλούς αιώνες ήταν το κέντρο του ισλαμισμού στην Ανατολική Αφρική. Θεωρείται από πολλούς μουσουλμάνους ως η 4η Ιερή πόλη, μετά τις Μέκκα, Μεδίνα και Ιερουσαλήμ. Κατά τον 9ο αι. ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οι Άραβες, τότε έγινε πρωτεύουσα του εμιράτου του Χάραρ. Κατά το 16ο αι. έγινε πρωτεύουσα της μουσουλμανικής αυτοκρατορίας που ίδρυσε ο Άχμετ Ιμπν Ιμπραχίμ. 

Η σημασία του Χαράρ αντανακλάται στον κατάλογο της Παλιάς Πόλης ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO που περιέχει μέσα στον τοίχο της, το τζούγκελ, περίπου 2000 σπίτια, 89 τζαμιά και πάνω από 100 τάφους και ιερά αγίων.Το Χαράρ είναι το πιο σημαντικό ζωντανό ισλαμικό κέντρο στη βορειοανατολική Αφρική, που μερικές φορές αναφέρεται ως «Timbuktu» της Αιθιοπίας. Το Χαράρ ήταν και είναι κέντρο εξισλαμισμού και επίκεντρο τόσο του εμπορίου όσο και των μουσουλμανικών προσκυνηματικών οδών, που το συνδέουν με την ευρύτερη περιοχή του. Παρά τη σπουδαιότητά της, η προέλευση της πόλης παραμένει ασαφής, με τις παραδόσεις να δίνουν χρονολογίες ίδρυσης ποικίλα στον 7ο, 10ο και στα μέσα του 16ου αιώνα μ.Χ. 

Είναι μία περιτοιχισμένη πόλη του 1520, ήταν απαγορευμένη πόλη για τους επισκέπτες έως το 1887, που ο βασιλιάς Μενελίκ προσάρτησε την πόλη και την περιοχή Χαράρ στην Αιθιοπία. Ο Αρθούρος Ρεμπώ, ένας από τους μεγάλους ποιητές της Γαλλίας έζησε εκεί, από το 1880 έως 1891. Από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ κυκλοφορεί το βιβλίο Γράμματα από το Χάραρ, αναφέρεται σε επιστολές που έστειλε ο ποιητής στην οικογένεια του.

Το 1902 που κατασκευαζόταν η σιδηροδρομική γραμμή Addis Abeba - Τζιμπουτί, δεν μπόρεσε να περάσει από το Χάραρ που ήταν η μεγάλη πόλη της περιοχής, λόγω του υψηλού κόστους που δημιουργούσε το μεγάλο υψόμετρο της πόλης. Στα τέλη του 19ου αιώνα απ’ τους 200 ξένους που ζούσαν εκεί, οι 60 ήταν Έλληνες, ενώ το μοναδικό ξενοδοχείο της πόλης ανήκε στο Στ. Πλακιώτη. Παγκοσμίως είναι γνωστό για την εξαιρετική ποιότητα καφέ που παράγει η περιοχή του Χάραρ. Στα Ελληνικά το χαράρ σημαίνει, μεγάλο τρίχινο σακί, ειδικά φτιαγμένο για την μεταφορά της τροφής (χόρτου) των ζώων.

Το Χάραρ σήμερα:

- Το National Geographic έδωσε στη δημοσιότητα κατάλογο με τους 21 προορισμούς, που πρέπει να επισκεφθεί ένας ταξιδιώτης, μέσα στο 2018. Ταξίδια με βασικό πρωταγωνιστή την περιπέτεια, ταξίδια που δημιουργούν μοναδικές εικόνες και εμπειρίες. Οι συντάκτες του περιοδικού έβαλαν στην πρώτη θέση την πόλη Χάραρ της Αιθιοπίας, χαρακτηρίζοντας την ως την πιο εκπληκτική περιοχή της Ανατολικής Αφρικής.

-Σύμφωνα με τον καθηγητή Timothy Insoll από το Ινστιτούτο Αραβικών και Ισλαμικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου του Exeter, ανακαλύφθηκε αρχαία ξεχασμένη πόλη, του 10ου μΧ αιώνα, στην περιοχή Χαρλάα της ανατολικής Αιθιοπίας. Βρέθηκαν αντικείμενα από την Αίγυπτο, την Ινδία και την Κίνα, τα οποία δείχνουν πως ήταν ένα «κοσμοπολίτικο» κέντρο. Επίσης, βρέθηκε ένα τζαμί του 12ου Αιώνα, το οποίο είναι παρόμοιο με αυτά που υπάρχουν στην Τανζανία και τη Σομαλιλάνδη. Αυτό αποδεικνύει την ύπαρξη ιστορικών δεσμών, ανάμεσα σε διαφορετικές ισλαμικές κοινότητες στην Αφρική. Όπως αναφέρει ο ανταποκριτής του BBC στην Αιθιοπία, υπήρχε ένας τοπικός μύθος ότι στην περιοχή, ζούσαν γίγαντες, επειδή τα κτίρια και τα τείχη αποτελούνταν από μεγάλους ογκόλιθους. 

- Ο Νίκος Τσεμάνης, στο βιβλίο του με τίτλο «Ακολουθώντας τον γαλάζιο Νείλο», περιγράφει με μοναδικό τρόπο τις εμπειρίες του και αναφέρεται στην ιστορία των χωρών που επισκέφθηκε την Αιθιοπία, το Σουδάν και την Αίγυπτο, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Η πόλη που τον συγκλόνισε ήταν το Χάραρ και γράφει: «Η λέξη αυθεντικό σε αυτή την πόλη είχε αποκτήσει το νόημά της. Νομίζαμε ότι ταξιδεύαμε σε μια άλλη εποχή, μια εποχή προ Χριστού και προ Μωάμεθ και περιμέναμε τους προφήτες, να έρθουν. Είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Νιώθαμε ότι ζούμε σε κάποιον άλλο αιώνα. Υπέροχο, μα την αλήθεια, συναίσθημα. Χρειάζεται τουλάχιστον μια βδομάδα για να αποκτήσεις καλές σχέσεις με τις ύαινες, να μη φοβάσαι τα φαντάσματα και τους σκύλους, όταν κυκλοφορείς τη νύχτα, να συνηθίσεις να πίνεις τσάι, αντί για καφέ και να τρως πίτες με μέλι για πρωινό και πάνω από όλα, να κάθεσαι ατέλειωτες ώρες στην ανατολική πύλη Erer. Η πλατεία, μπροστά από αυτήν την πύλη, ήταν γεμάτη από νεαρά κορίτσια, που πάνω σε μικρά γαϊδουράκια πουλούσαν ξύλα για τους φούρνους των σπιτιών. Οι κοπέλες ήταν καλοντυμένες σαν πριγκίπισσες, με φανταχτερά χρώματα και ωραία σκουλαρίκια. Οι πριγκίπισσες με τα γαϊδουράκια μάς είχαν σκλαβώσει»

                                                                                                                                                                                          Σταύρος Ε. Βινιεράτος

                          Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΡ

Τον 19ο αιώνα, η μετανάστευση στην Αιθιοπία κατευθύνθηκε στην πρωτεύουσα και στα νοτιοανατολικά της χώρας, στην ευρύτερη περιοχή του Harrar. 

Η 4η Ιερή πόλη του Ισλάμ:

Το Harrar θεωρούταν ιερή πόλη για τους μουσουλμάνους και ως εκ τούτου απαγορευόταν ρητά η είσοδος σε αλλόθρησκους. Ο πρώτος ξένος που κατάφερε να μπει ήταν ο Μανώλης Χλαμπουλάκης, ναύτης σε τουρκικό πλοίο που προσάραξε στο λιμάνι της Zeila. Ο Έλληνας ναύτης ήξερε άπταιστα τούρκικα κι έπεισε τον εμίρη της πόλης ότι ήταν μουσουλμάνος. Ο Χλαμπουλάκης εγκαταστάθηκε στην πόλη, παντρεύτηκε μια από τις κόρες του τοπικού εμίρη και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια του καφέ και των φρούτων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, συνεργάστηκε με την Abe Stein Company, μια αμερικανική εταιρεία που είχε έδρα το Aden, κατορθώνοντας να κυριαρχήσει στο εμπόριο της ευρύτερης περιοχής του Harrar. Αργότερα συνεταιρίστηκε με τον Μάρκο Δαλέντζα και ασχολήθηκε και με το εμπόριο δερμάτων.

Η Αιγυπτιακή κατοχή της πόλης (1875):

Ένας αριθμός Ελλήνων εκμεταλλεύτηκε την αλλαγή στη διοίκηση και την άρση της απαγόρευσης εναντίον των Χριστιανών και εγκαταστάθηκε στο Harrar. Οι περισσότεροι εκπροσωπούσαν μεγάλους εμπορικούς οίκους που είχαν ως έδρα το Aden, το Τζιμπουτί, τη Βομβάη και την Αίγυπτο. Οι πρώτοι έμποροι που καταγράφηκαν το 1875 ήταν ο Ιωάννης Παλαιολόγος και άλλος ένας με το όνομα Λαζάρος. Σύμφωνα με μαρτυρία της εποχής, ο Παλαιολόγος και η εταιρεία Abe Stein κυριαρχούσαν στο εμπόριο του Harrar στα τέλη της δεκαετίας του 1880. Άλλοι επιχειρηματίες που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή εκείνη την περίοδο ήταν οι αδερφοί Ρήγα, τα αδέρφια Χαράλαμπος, Μανώλης και Σωτήρης Μουσάγια από το Τζιμπουτί, ο Μάρκος Δαλέντζας, και άλλοι που αναφέρονταν μόνο με τα μικρά τους ονόματα. Το 1875, o Γενικός διοικητής του Σουδάν, Charles Gordon, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν το Harrar, βρέθηκε στην πόλη όπου μεταξύ των 25.000 κατοίκων συνάντησε και 11 Έλληνες εμπόρους. Αν και η πλειοψηφία διατηρούσε μικρά και μεγαλύτερα καταστήματα, υπήρχαν Έλληνες που είχαν ακίνητη περιουσία ή καθοδηγούσαν τα καραβάνια που διέσχιζαν την έρημο του Ogaden, όπως ο Σωτήρης Χρυσέος και ο Παναγιώτος, ο οποίος το 1883 σκοτώθηκε από επίθεση μιας ντόπιας φυλής κοντά στον ποταμό Webe Shebelli.

Το 1884, οι Αιγύπτιοι εκκένωσαν το Harrar εξαιτίας της εξάπλωσης του κινήματος των οπαδών του Mahdi στο Σουδάν. Ο νέος κυβερνήτης του Harrar ήταν εξαιρετικά καχύποπτος απέναντι στους Ευρωπαίους εμπόρους, τους οποίους θεωρούσε συνεργάτες των Αιθιόπων στην προσπάθειά τους να επεκταθούν προς τα ανατολικά. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Χρήστος Μουσάγια και ο Μάρκος Δαλέντζας. Ο Μουσάγια ήταν ο βασικός τροφοδότης του αιγυπτιακού στρατού και κύριος προμηθευτής της αγοράς του Harrar. Για αυτό το λόγο ο εμίρης τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την περιοχή. Ο Δαλέντζας συνεργαζόταν με τον Menelik και επειδή έδινε πληροφορίες για την άμυνα του Harrar, φυλακίστηκε από τον εμίρη .

Το 1886, κατοικούσαν στο Harrar 5 Έλληνες, 3 Γάλλοι και ένας Ιταλός 130. Οι Έλληνες είχαν αναλάβει την εξαγωγή του εξαιρετικής ποιότητας καφέ που παράγει η περιοχή του Harrar. Μια από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές επιχειρήσεις καφέ ήταν των αδελφών Λιβιεράτου, οι οποίοι ξεκίνησαν ως έμποροι σιτηρών στη Ρουμανία, μεταφέρθηκαν αργότερα στην Αίγυπτο, κατόπιν στην Υεμένη για να φτάσουν στην Αιθιοπία και να δημιουργήσουν στη συνέχεια υποκαταστήματα σε όλα τα μεγάλα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας, στη Μασσαλία και στη Νέα Υόρκη. Άλλοι σημαντικοί εμπορικοί οίκοι ήταν του Καλού, του Ευθυμιάτου, του Ασημακόπουλου, του Γεωργακά κ.α.

Η Αιθιοπική κατοχή της πόλης (1887):

Το 1887, ο στρατός του Menelik κατέλαβε την πόλη. Η κατάσταση άλλαξε ριζικά για τους Έλληνες με την κατάληψη της πόλης από τον αιθιοπικό στρατό καθώς υποστήριξαν σθεναρά το νέο καθεστώς και επωφελήθηκαν με αρκετά προνόμια. Το 1890, ο πληθυσμός της πόλης ήταν περίπου 40.000 άτομα, ενώ μεταξύ των 200 Ευρωπαίων, συγκαταλέγονταν και 60 Έλληνες. Το Harrar αποτελούσε το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της ευρύτερης νοτιοανατολικής Αιθιοπίας, από το οποίο διακινούνταν το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών της χώρας.

Η ελληνική μετανάστευση εντάθηκε στην περιοχή τις παραμονές της σύγκρουσης μεταξύ Ιταλίας και Αιθιοπίας, το 1896. Ο Ras Makonnen, ο γενικός κυβερνήτης του Harrar, αγόρασε τέσσερεις χιλιάδες τουφέκια από τους αδελφούς Μουσάγια που τα εισήγαγαν από το λιμάνι Zeila της Σομαλίας. Σε αντάλλαγμα για την υπηρεσία αυτή, τα αδέρφια Mουσάγια έλαβαν διαβεβαιώσεις από τις αρχές της Αιθιοπίας για την ελεύθερη εγκατάσταση των Ελλήνων στο Harrar. Εκτός από τους Μουσάγια, δύο ακόμη Έλληνες, ο Αθανάσιος Ρήγας και ο Μάρκος Δαλέντζας τροφοδοτούσαν τον αιθιοπικό στρατό με όπλα. Ένας άλλος Έλληνας έμπορος που βρισκόταν εκείνη τη χρονική περίοδο στο Harrar ήταν ο Χρήστος Παπαδόπουλος. Το 1885 εγκαταστάθηκε στη Masawa και δύο χρόνια αργότερα έφτασε στο Harrar, όπου ο Ras Makonnen τον όρισε διοικητή της αστυνομίας της ευρύτερης περιοχής. Επικεφαλής οκτακοσίων αστυνομικών, ο Παπαδόπουλος κατέλαβε για λογαριασμό της κυβέρνησης της Αιθιοπίας, τη σημαντική πόλη Djidjiga στο Ogaden, η οποία αποτελούσε σταθμό των καραβανιών. 

Ένας από τους σημαντικότερους εμπόρους του Harrar ήταν ο Ιωάννης Γερολυμάτος, ο οποίος ασχολήθηκε κυρίως με τον καφέ, τον οποίο έστελνε στο Aden. Μετά το 1896, δημιούργησε τη δική του επιχείρηση πουλώντας καφέ, δέρματα και όπλα. Λόγω του γοήτρου και της επιρροής του, το 1899, η αγγλική κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής του βρετανικού προξενικού πρακτορείου του Harrar.Το 1900, έγινε υποπρόξενος και το 1909, γενικός πρόξενος.

Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, το ελληνικό στοιχείο ήταν συγκεντρωμένο στην πόλη του Harrar. Το πέρασμα όμως στον 20ο αιώνα συνοδεύτηκε από σημαντικές αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή του Harrar με επιπτώσεις κυρίως στον νευραλγικό τομέα της οικονομίας. Η αδυναμία διέλευσης της σιδηροδρομικής γραμμής από το Harrar, λόγω τεχνικών δυσκολιών, οδήγησε το 1902, το σιδηρόδρομο στη Dire Dawa. Η σταδιακή συγκέντρωση Ευρωπαίων στην Dire Dawa οδήγησε σε σύντομο διάστημα την υποβάμιση του ρόλου του Harrar γεγονός που οδήγησε στη φυγή των Ελλήνων.

- Το 1905, ο δημοσιογράφος Σωκράτης Προκοπίου, επισκέφθηκε τo  Χαρρὰρ και αναφέρει σε άρθρο του:

«Οἱ κάτοικοι τοῦ Χαρράς, περὶ τοὺς 35 χιλιάδας, οἱ περισσότεροι μουσουλμάνοι, ὁμιλοῦν ἓν περίεργον ἀραβικὸν ἰδίωμα, συνοθύλευμα Αραβικών, Τουρκικών, Σομαλικῶν, Γκάλικων, Ταγκαλικῶν καί  ̓Αβησσυνιακῶν λέξεων. Τὴν πόλιν κατεῖχον οἱ Αἰγύπτιοι μέχρι τοῦ 1885. Λόγῳ ὅμως τῶν περισπασμών των μὲ τὸν ἐπαναστάτην τοῦ Σουδάν τὸν Μάγδη τὴν παρέδωκαν εἰς κάποιον ἐντόπιον Εμίρην τοῦ Χαρρὰρ ὀνομαζόμενον  ̓Αμπτουλά, ζῶντα ἀκόμη, φανατικώτατον μουσουλμᾶνον, ἄσπονδον διώκτην τῶν χριστιανῶν. Αὐτὸν ἐπολέμησεν ὁ Μενελὶκ τὸ 1887 ἐκστρατεύσας ἀπὸ τὴν πρωτεύουσόν του, τὸ  ̓Ανκομπέρ, ὅταν ἀκόμη ἦτο ὑποτελὴς εἰς τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννην καὶ ἀπὸ αὐτὸν πῆρε μὲ τὸ σπαθί του τὸ στρατηγικὸν καὶ ἐμπορικὸν Χαρράρ. Ἐδῶ σᾶς πληροφοροῦν οἱ παλαιότεροι ὅτι ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ μιναρέ τῆς πόλεως, ποὺ διατηρεῖται εἰς ἀνάμνησιν, ὁ νικητὴς Μενελίκ ἐκτελῶν κάποιον ὅρκον του, κατέβρεξε τὸ ἔδαφος εἰς ἐκδίκησιν τῶν αἰσχρῶν ὕβρεων τοῦ Εμίρη Αμπτουλὰ ἐναντίον τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Εἰς τὸ Χαρρὰρ θὰ εὕρητε ἐγκατεστημένους πρὸ ἀρκετῶν ἐτῶν ὀλιγαρίθμους ὁμογενεῖς ἐμπορευομένους. ̓Απὸ τοὺς πρώτους Έλληνας οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν τύχην εἰς τὴν πόλιν ταύτην εἶναι οἱ κ. κ. Ι. Παλαιολόγος, Ι. Γερολυμάτος, Μ. Δαλέντζας, Σ. Πλακιώτης, Ευάγγ. Θεοφίλου, Μ. Σαλαβράκος, Εὐ. Ρήγας, Ι. Τζελάτης και μερικοὶ ἄλλοι. Ολοι εἶναι προσωπικοί φίλοι τοῦ Γεννικοῦ Διοικητοῦ τοῦ Χαρράρ, Ρὰς Μακόννεν, τοῦ γνωστοῦ ἀβησσυνοῦ ἥρωας ἀπὸ τὸν Ἰταλο-αβησσυνίακὸν πόλεμον. Επισκέπτεσθε τὸν Ρὰς Μακόννεν εἰς τὸ Διοικητήριον καὶ γίνεσθε, ὡς Ελλην, δεκτὸς μὲ ἰδιαιτέρας περιποιήσεις. Τὸν ἀκούετε νὰ σᾶς ὁμιλῇ μὲ ἐνθουσιασμὸν διὰ τοὺς Ἕλληνας, τοὺς ὁποίους, λέγει, ἐκτιμῶ καὶ ἀγαπᾶ, διὰ τὴν πολύτιμον με εμβολην των εἰς τὴν πρόοδον τῆς ἐπαρχίας του καὶ τῆς  ̓Αβησσυνίας ἐν γένει. Εἰς τοὺς Ἕλληνας κυρίως ἐμπόρους τοῦ Χαρρὰρ ὀφείλεται ἡ βελτίωσις τῆς καλλιεργείας καὶ ἡ ἀνάπτυξις τοῦ πλουτοφόρου εξαγωγικοῦ ἐμπορίου τοῦ ἀρωματώδους καφφὲ τῆς περιοχῆς τοῦ Χαρρὰρ καὶ ὁ ὁποῖος καφφὲς ἀποστέλλεται εἰς τὸ  ̔́Αδδεν καὶ ἐκεῖθεν ἐξάγεται εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ  ̓Αμερικὴν ὡς καφφές «Μόκκας». Οἱ Ἕλληνες ἐπίσης ἔδωσαν μεγάλην οθησιν εἰς τὸ ἐξαγωγικὸν ἐμπόριον τῶν ἀκατεργάσεων δερμάτων. Το μόννον εὐρωπαϊκὸν ξενοδοχεῖον τοῦ Χαρρὰρ εἶναι ἑλληνικόν, ἀνῆκον εἰς τὸν ἐκ Σάμου κ. Σ. Πλακιώτην».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο Χρήστος Μουσάγια με τον Σωκράτη Προκοπίου, το 1909  

                                                                                                                                                                                               Αντώνης Χαλδαίος                                       

                                                                                      ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΡΡΑΡ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣ ΑΜΠΕΜΠΑ 

Το 1905, ο δημοσιογράφος Σωκράτης Προκοπίου, επισκέφθηκε τη περιοχή και σε άρθρο του αναφέρει :

Εἰς τὸ Χαρρὰρ θὰ σᾶς φιλοξενήσῃ πατριωτικώτατα πρῶτος ὁ ἐκ τῶν καλῶν ἐμπόρων Κεφαλλὴν κ. Ι. Γερολυμάτος. Φαινόμενον ἐμπορικῆς ἰδιοφυΐας, ἤρχισε τὸ στάδιόν του ὡς ὑπάλληλος τοῦ ἐδῶ οἴκου ἀδελφῶν Λιβιεράτου καὶ παραιτηθεὶς ἀνέπτυξε ἐπιτυχῶς διὰ λογαριασμόν του ἐμπορικὰς ἐργασίας εἰς εὐρὺ κύκλον, ὥστε ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν κατετάγη μεταξὺ τῶν μεγαλυτέρων ἐμπόρων τῆς  ̓Αβησσυνίας. Αἱ συμπάθειαι μὲ τὰς ὁποίας τὸν περιβάλλουν· οἱ ἰθαγενεῖς καὶ ἰδίως οἱ διάφοροι φύλαρχοι τῆς περιοχῆς εἶναι τόσαι καὶ τοιαῦται, ὥστε ἡ Μεγάλη Βρεττανία, δὲν εὑρῆκε καταλληλότερον ἀπὸ τὸν Γερολυμάτον ν' ἀντιπροσωπεύῃ τὰ συμφέροντά της εἰς τὸ Χαρρὰρ καὶ τὸν διώρισε Γενικόν Πρόξενόν της, τιμήσασα μάλιστα αὐτὸν διὰ τὰς πολυτίμους ὑπηρεσίας του μὲ τὰ παράσημα τοῦ  ̔Αγίου Γεωργίου καὶ 'Αγίου Μιχαήλ. Μιὰ ἀπὸ τὰς πολλὰς ὑπηρεσίας τοῦ Έλληνος Γενικού Προξένου τῆς  ̓Αγγλίας      εἰναι, ὅτι εἰργάσθη καὶ ἐργάζεται δραστηρίως ἀποτελεσματικῶς διὰ τὴν περιστολὴν καὶ ἐξόντωσιν τῆς δουλεμπορίας εἰς τὴν περιφέρειαν τῆς ἐπαρχίας Χαρρὰρ καὶ εἰς τὴν Σομαλίαν, δουλεμπορίας, τὴν ὁποίαν διεξάγουν κρυφίως "Αραβες δουλέμποροι μεταφέροντες καὶ πωλοῦντες τοὺς ἐξ  ̓Αβησσυνίας δούλους εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς Μέκκας. Ο εὐγενὴς ἀγὼν τοῦ κ. Γερολυμάτου εἶναι ἀπὸ τὰς πολλὰς ἀποδειξεις του εκπολιτιστικού ρόλου των Ελλήνων εις τα απολίτιστικα ταύτα μέρη. 

Μέ εὐχαρίστησιν ἐπίσης θὰ σημειώσετε, ὅτι καὶ ἡ ἑλληνικὴ ἐπιστήμη προσφέρει τὰς ὑπηρεσίας της εἰς τὸ Χαρρὰρ διὰ δύο Ελλήνων ἰατρῶν, τῶν κ. κ. Κοσμᾶ καὶ Ι. Ζερβοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐπίσης ἀπὸ τοὺς ζητήσαντας τύχην εἰς τὴν  ̓Αβησσυνίαν, βιοπαλαιστὰς Ἕλληνας. 

Εἰς τὸ Χαρρὰρ θὰ ἐπισκεφθῆτε μεταξὺ ἄλλων καὶ κάποιο λεπροκομεῖον, τὸ ὁποῖον ἵδρυσαν τὸ 1901 καθολικοί ιεραπόστολοι διὰ τοὺς οὐκ ̓ ὀλίγους λεπρούς τῆς πόλεως. Οἱ ἱεραπόστολοι οὗτοι μὲ ἀρχηγὸν τὸν Πέρ - Μπερνάρ, εὐφυέστατον καὶ ἱκανώτατον κληρικόν, φροντίζουν κάπως διὰ τοὺς δυστυχεῖς λεπρούς, ἀλλ' ἐνδιαφέρονται κυρίως διὰ τὴν καθολικὴν προπαγάνδαν των, χάριν τῆς ὁποίας ἐπέτυχον τὴν ἄδειαν τοῦ ἀγαθοῦ Αὐτοκράτορος Μενελὶκ καὶ ἵδρυσαν διὰ πρώτην φορὰν ἐπὶ ἀβησσυνιακοῦ ἐδάφους καθολικὸν ναΐσκον καὶ μικρὰν σχολήν, ὡς καὶ χειροκίνητον τυπογραφείον. Οἱ καθολικοὶ ἱεραπόστολοι θεωροῦν καὶ μὲ τὸ δίκαιόν των, ὡς σημαντικὴν ἐπιτυχίαν των τὴν εἰσαγωγὴν εἰς τὸ σχολεῖον των τοῦ υἱοῦ τοῦ Ρὰς Μακοννέν, (μικρού Τάφφαρι), ὁ ὁποῖος μάλιστα ἤρχισε να ψελλίζῃ μερικά γαλλικά -πράγμα ποὺ δὲν τὸ βλέπουν μὲ εὐχαρίστησιν οἱ φοβούμενοι τούς... Δαναούς καὶ δῶρα φέροντας συντηρητικοὶ ὀρθόδοξοι Αἰθίοπες. 

Καὶ τώρα ἂς συνεχίσωμεν τὸ ταξείδιόν μας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς  ̓Αβησσυνίας.  ̓Απὸ Χαρρὰρ ἢ Δίρε-Δάουας μέχρις 'Αδδὶς-Αμπέμπας τὸ ταξείδιον γίνεται δι' ἡμιόνων καὶ ὁ ταξειδιώτης διοργανώνων τὸ καραβάνιόν του μὲ τὰς ἀπαραιτήτους τροφάς, σκηνάς, ὑπηρέτας καὶ στρατιώτας ἐνόπλους, ἀνέρχεται συνεχῶς τὸ ἀβησσυνιακὸν ὑψίπεδον μὲ τὰ ὀνειρώδη δάση του καὶ τὰς γραφικὰς κοιλάδας του καὶ βαδίζει 20-23 ημέρας, μέχρις ότου φθάση εἰς  ̓Αδδὶς  ̓Αμπέμπα, ἀπέχουσαν τῆς Δίρε-Δάουας 500 περίπου χιλιόμετρα.

Βαδίζετε μίαν, δύο, τρεῖς, τέσσαρες ἡμέρας τὸ ἀνωφερικών ὀφιοειδές μονοπάτι, τὸ ὁποῖον φέρει εἰς τὰ διαρκῶς ὑψούμενα βουνά καὶ τὸ ὁποῖον ἀνέρχονται οἱ θαυμάσιοι ἀβησσυνιακοὶ ἡμίονοι ἐν μέσῳ περιέργων ἀφρικανικῶν δένδρων καὶ θάμνων καὶ δὲν συναντᾶτε εἰμὴ ἀγέλας αἰγῶν ἢ προβάτων, ἐνίοτε ἐλάφους καὶ λαγωούς, τρεπομένους ἐπὶ τῇ θέα σας εἰς φυγήν, καὶ κάποτε ἡμιάγριόν τινα Γκάλλα μὲ τὸ ὑπερήφανον βάδισμά του, κρατοῦντα τὴν ἀρχαιοπρεπῆ ἀσπίδα και λόγχην του καὶ ρίπτοντα ὕποπτα βλέμματα ἐπὶ τοῦ καραβανίου σας. 

Ἡ ἀνία ἀρχίζει να κυριεύῃ τὴν ψυχήν σας καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ὁμιλήσετε μὲ ἕνα χριστιανὸν εἰς τὴν γλῶσσάν σας καθίσταται ἐπιτακτική. Καὶ ἔχετε ἀκόμη 18 ἡμερῶν καὶ πλέον πορείαν διὰ μέσου δενδροφύτων καὶ ἀπορρώγων κορυφογραμμῶν βαθυτάτων χαραδρών καί ἐρημικῶν ἐκτάσεων, ὅπου θὰ συναντήσετε, δρώμενα συνήθως μακρόθεν, χωρία ιθαγενῶν  ̓Αβησσυνῶν ἢ Γκάλλα, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀδύνατον νὰ σᾶς ἱκανοποιήσουν, ἐφ' ὅσον δὲν ἐμάθατε ἀκόμη τὴν περίεργον γλώσσαν των. Εἰς τὰς στιγμὰς αὐτὰς μία ἐκ λευκοσιδήρου ὀροφὴ στρογγυλῆς καλύβης ἐπὶ τῆς κορυφῆς πευκοφύτου παραδεισίου λόφου, λάμπουσα εἰς τὸ ἡλιακὸν φῶς, ἐμφανίζεται μακρόθεν ὡς παρήγορος φάρος εἰς νυκτερινούς ναυτιλλομένους. Οἱ συνοδοί προλαμβάνουν νὰ σᾶς ἀναγγείλουν ὅτι ἐκεῖ ὑψηλὰ κατοικεῖ κάποιος «φράγκος», δηλαδὴ εὐρωπαῖος, καὶ τὸ ἐννοοῦν ἀπὸ τὴν μεταλλίνην ὀροφὴν τῆς καλύβης, διότι αἱ τῶν ἰθαγενῶν χορτοσκεπεῖς καλύβαι δὲν γνωρίζουν λούσο. Επιταχύνετε τὴν ἀνάβασιν σας καὶ μετ' ὀλίγον εὑρίσκεσθε πρὸ μιᾶς καλοκτισμένης καλύβης Ροβινσώνος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξέρχεται διὰ νὰ σᾶς ὑποδεχθῇ μὲ καλοκάγαθον τέτοιο μειδίαμα καὶ νὰ σᾶς χαιρετήσῃ μὲ ἕνα μωραΐτικον, εκαλῶς ὡρίσατε, ὁ ἄγνωστος έρημίτης, ὅστις δὲν εἶναι Αβησσυνὸς (ἂν καὶ σᾶς ἀπατᾶ τὸ ἡλιοκαὲς χρώμα του καὶ ἡ περιβολή του) ἀλλ' Ελλην, ὁ ἐκ Πελοποννήσου Νικόλαος Καλαϊτζής, μεταξὺ τῶν παλαιοτέρων Ἑλλήνων ἀποίκων τῆς  ̓Αβησσυνίας. Ἐκεῖ, εἰς τὴν θαυμασίαν ἐκείνην ἐρημικὴν τοποθεσίαν, ἣν ὑμνοῦν καλλικέλαδα πουλιά, ἔστησε τὴν καλύβην του, ὄχι διὰ νὰ ἀφιερωθῇ εἰς προσευχάς, άλλα ἀλλὰ διὰ νὰ προμηθεύεται ἀπὸ τοὺς πέριξ ιθαγενεῖς καὶ ἀντὶ σφαιρῶν ὅπλον ἢ τεμαχίων ἅλατος, (") καφφέδες, δέρματα, βούτυρο, καὶ ἄλλα προϊόντα καὶ τὰ ἐξαποστέλλῃ εἰς τοὺς ἐν Αζιμπουτί Ἕλληνας ἐμπόρους. Εἰσέρχεσθε εἰς τὸ φιλόξενον ἀνάκτορόν του, ὅπου θὰ τύχετε πάσης θερμῆς περιποιήσεως, καὶ σᾶς συγκινεί τὸ ἑλληνικὸν νοικοκυριό του, τὸ καθαροστρωμένο του κρεββατάκι, τὰ λάμποντα μαγειρικά του σκεύη καὶ ἡ λοιπὴ ἐπίπλωσις, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν λείπει τὸ βυζαντινὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας καὶ ἡ Σύνοψις καὶ κάποια χρωματιστή ἀπλαισίωτη λιθογραφία ἀπὸ τὴν ἱστορίαν τοῦ 1821, διὰ νὰ τοῦ θυμίζῃ τὴν προσφιλή πατρίδα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπουσιάζει πρὸ 30 ἐτῶν!

Ἐφωδιασμένοι μὲ τὰς ὡραιοτέρας εντυπώσεις, μὲ πολυτίμους ὁδηγίας διὰ τὴν ὁδοιπορίαν, καὶ μὲ τὰς πατρικὰς εὐχὰς τοῦ Ἕλληνος. . . βασιλέως τῆς γραφικῆς αὐτῆς περιοχῆς, εὑρίσκεσθε ἐκ νέου, μετὰ τίνων ἡμερῶν περιπετειώδη καὶ πλήρη περιέργων σκηνῶν πορείαν, εἰς ἐρημικὰ πάλιν μέρη, τὴν ἡσυχίαν τῶν ὁποίων ταράττουν, τὴν ἡμέραν μὲν τὰ ἐξαφνικὰ πτερυγίσματα, ἢ θρούσματα τῶν κατ' ἀγέλας διαιτωμένων ἀγριορνίθων, περδίκων καὶ τόσων ἄλλων διαφόρου μεγέθους καὶ ποικίλου πτερώματος πτηνών, μακρυνός μυκηθμός ἀγελάδος, μονότονο τραγούδι τοῦ τέττιγος ἢ ἡ σβυσμένη φωνὴ  ̓Αβησσυνού καλοῦντος ἐκ μακρᾶς ἀποστάσεως καὶ ἀπὸ τὸ ὕψος λόφου, ὡς διά τηλεβόα, καταζητούμενον ἄνθρωπον ἢ ἀποπλανηθέντα ἡμίονον, τὴν δὲ νύκτα αἱ ἄγριαι φωναὶ πειναλέων θηρίων καὶ ἰδίως τὰ τρομακτικὰ οὐρλιάσματα ὑαινῶν, πρὸς ἐκφοβισμὸν τῶν ὁποίων ἀνάπτονται πυρὰ ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν τοῦ καραβανίου. Αναπαύεσθε ἐντὸς τῆς σκηνῆς σας μέχρις ὅτου οἱ ἀγωγιάται ποτίσουν εἰς κάποιο ρεῦμα τὰ κτήνη ἢ προμηθευθοῦν ἀπὸ τὸ παρέκει χωρίον τροφάς (μέ μίαν σφαίραν ὅπλου 20-30 αυγά), ὅτε δέχεσθε ἀπροσδοκήτως τὴν ἐπίσκεψιν ἑνὸς... εὐρωπαίου νεαροῦ κυνηγοῦ, μὲ κομψὴν ἐκ χακί ἐνδυμασίαν σπόρτσμαν, μὲ ἀγγλικὴν κάσκαν, μὲ στρατιωτικὰς διόπτρας, φρεσκοξυρισμένου, καὶ μὲ μικρόν κυνηγετικών περίἔργον ὅπλον, ἀκολουθουμένου δὲ ἀπὸ ἔνοπλον ἀκολουθίαν 'Αβησσυνῶν. Εχει πληροφορηθῇ τύχαίως τὴν ἰδιότητά σας ἀπὸ τοὺς ἐξελθόντας δι'ἀγγαρείαν ἀγωγιάτας καὶ μὲ τὸ κατ' εὐθεῖαν κα τα πλέει εἰς τὴν σκηνήν σας, σας καλησπερίζει ὡς παλαιός φίλος. . . ἑλληνιστὶ καὶ σᾶς δίδει τὸ χέρι, ενῶ πρὸς στιγμήν νομίζετε ότι εύρίσκεσθε πρὸ Ελληνομαθοῦς"Αγγλου περιηγητοῦ, ἀκούετε μὲ ἀνέκφραστον χαρὰν τὸ ἑλληνικόν του όνομα κ. Ζαφειρίου Φώτης και σταυροκοπεῖσθε διὰ τὴν νέαν αὐτὴν ἔκπληξιν. Εἶναι Ἕλλην, εἰδικός κυνηγός σπανίων παραδεισίων καὶ ἄλλων πτηνῶν καὶ συλλέκτης ἐντόμων καὶ ἑρπετῶν τῆς  ̓Αβησσυνίας διὰ λογαριασμὸν τοῦ Μουσείου τοῦ Λονδίνου, ὅστις περιέρχεται πρὸ καιροῦ τὰ πλούσια εἰς ζῶα καὶ πτηνὰ καὶ ἑρπετὰ δάση, καὶ τὰς κοιλάδας τῆ ̓Αβησσυνίας μέχρι τῆς λίμνης τοῦ Ροδόλφου μὲ τόσην εὐκολίαν, ὅσην δὲν θὰ τὸ ἔπραττε εἰς τὴν γενέτειράν του τὴν Ἑλλάδα. Τὰ φονευόμενα μὲ εἰδικὰ ὅπλα ζώα ταριχεύει ὁ ἴδιος. Είναι γλωσσομαθέστατος εἰς εὐρωπαϊκὸς γλώσσας καὶ γνώστης τῶν διαφόρων διαλέκτων τῶν ἰθαγενῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀγαπᾶται καὶ ἐκτιμᾶται ἐξαιρετικά.

Έχετε ἀκόμη να διανύσετε ὀκτὼ ἡμερῶν δρόμον. Εἰς κάποιον σταθμὸν πλησίον γραφικοῦ συνοικισμοῦ ἐπὶ ἀποτόμως ὑψηλῆς τοποθεσίας, λαμβάνετε πρόσκλησιν ἀπὸ τὸν  ̓Αβησσυνὸν διοικητὴν, Σουμ νὰ τιμήσητε διὰ τῆς ἐπισκέψεώς σας τὸ χωρίον του. Φθάνετε εἰς τὸ μανιταροειδές σπιτάκι τοῦ φιλοξένου ἀνθρώπου καὶ πρὶν εἰσέλθετε διαρκῶς . . . προσφωνούμενος !, εἰς τὴν μανδρόθυράν του, ἀκούετε ἐντὸς μιᾶς ἐκεῖ μικροσκοπικῆς καλύβης ἀβησσυνὸν κραυγάζοντα ὡς πνιγόμενον καὶ ἐκ διαλειμμάτων ἐπαναλαμβάνοντα . . . στεντορείως: 'Αλλό, ἀλλό!! Εἷς τηλεγραφικός στύλος μὲ καταλήγον ἐκεῖ τηλεφωνικόν σύρμα, σᾶς πληροφορεῖ ὅτι πρόκειται περί τηλεφωνικῆς ... καμπίνας καὶ σπεύδετε νὰ ἐπωφεληθῆτε τῆς ἀνελπίστου εὐκαιρίας, ἵνα πληροφορήσητε τηλεφωνικῶς τοὺς ἐν 'Αδδὶς Αμπέμπα γνωστούς σας, τὰ καθ' ὑμᾶς. Ὁ κατὰ γῆς καθήμενος ἀβησσυνός τηλεφωνητής, δέχεται και προθύμως νὰ σᾶς παράσχῃ τὴν εὐχαρίστησιν, ἀφοῦ μάλιστα ἔχετε τὴν χάριν νὰ εἶσθε «ὀρθοδόξ ρούμ» καὶ κατόπιν συνεννοήσεως εἰς τὴν γλῶσσαν του μὲ τὸ ἐν  ̓Αδδὶς  ̓Αμπέμπα «κέντρον», εἰς τὸ ὁποῖον καλεῖ μὲ τρομερὰ «ἀλλό-αλλο» κάποιον «μουσιού Αρίστ» σᾶς προσφέρει τὸ ἀκουστικὸν κέρας διὰ τὰ περαιτέρω. Νέα, μεγαλυτέρα τῶν προηγουμένων ἔκπληξις, νέα συγκίνησις! Ἡ βραχνή φωνή, ἣν σας φέρει το τηλεφωνικὸν σύρμα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς  ̓Αβησσυνίας, σᾶς κάμνει νὰ φαντάζεσθε ὅτι ονειρεύεσθε. Σᾶς τηλεφωνοῦν ... ελληνιστί, σᾶς καλασορίζουν ἑλληνιστί. Ο τηλεφωνῶν εἶναι ὁ Διευθυντὴς τῶν ἐν  ̓Αδδίς  ̓Αμπέμπα Αιθιοπικών τηλεγράφων, τηλεφώνων καὶ ταχυδρομείων, Ελλην κ. 'Αριστείδης Βούλτσος, ὅστις ειδοποιήθη ὅτι πρόκειται περὶ Ελλήνων ταξειδιωτῶν ἐπιθυμούντων νὰ τοῦ ὁμιλήσουν εἰς τὸ τηλέφωνον. Ἡ ἀβησσυνιακή κυβέρνησις ἐπροτίμησε να διορίσῃ Ἕλληνα εἰς τὴν ἐμπιστευτικὴν αὐτὴν ὑπηρεσίαν καὶ νὰ διαβιβάζωνται εἰς τὰ πέρατα τῆς  ̓Αβησσυνίας διὰ τοῦ τηλεφωνικού δικτύου αἱ διαταγαί της, μέσῳ ἐμπίστου της Ελληνος.

Επὶ τέλους, φθάνετε  καὶ εἰς τὴν ποθητήν  ̓Αδδίς Αμπέμπα «Νέον "Ανθος» χάριν τῆς ὁποίας ανήλθαμε ὕψος 7800 ποδῶν ἀπὸ Αζιμπουτί. Η μεγάλη πόλις, ἡ ὁποία μακρόθεν ἐμφανίζεται γραφική ἐπὶ τῶν πολλῶν γηλόφων της, ὁ ὑψηλότερος τῶν ὁποίων κατέχεται ὑπὸ τῶν αὐτοκρατορικῶν ἀνακτόρων τοῦ Μενελίκ, δὲν σᾶς κάμνει πλέον, ὡς πόλις ιθαγενής, μεγάλην ἐντύπωσιν, διότι οἱ κάτοικοί της μὲ τὰς λευκάς των ἐνδυμασίας καὶ τὰ δίκην μανιταρίων χορτοσκεπή οἰκήματά της, δὲν διαφέρουν τῶν κατοίκων καὶ τῶν συνοικισμῶν, τοὺς ὁποίους συνηντήσατε κατὰ τὴν πολυήμερον ἕως ἐδῶ πορείαν. Μεγάλην ὅμως εὑρίσκετε διαφορὰν εἰς τὸ κλίμα, διότι, ἐνῶ εἰς τὸ Δζιμπουτί σᾶς ἔψηναν τὰ κυνικὰ καύματα ἑνὸς χρονίου θέρους, ἐδῶ σᾶς εὐφραίνει ἡ αὔρα μιᾶς διαρκοῦς ἀνοίξεως, ὀφειλομένης εἰς τὴν ἐλαφρὰν ἀτμοσφαιρικὴν πίεσιν τοῦ ὑψηλοῦ ὀροπεδίου».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο Ιωάννης Γερολυμάτος μὲ τὴν ἐπίσημη στολὴ τοῦ Γενικού Προξένου τῆς  ̓Αγγλίας. 

                                                                                                                                                                                      Σωκράτης Προκοπίου

                                                     Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΑΡ ΤΟ 1930

Ο περιηγητής Αχιλλέας Παχτικός, που επισκέφθηκε τη περιοχή το 1930, μας αναφέρει σε άρθρο του:

Οι Ρας διοικοῦν τὰς Επαρχίας ὡς τιμάρια, μὲ ἐλαφρὰν εξάρτησιν ἀπὸ τὸ κέντρον καὶ ἐπεὶ καταβολή ορισμένου φόρου. Διορίζουν τους υπαλλήλους, εισπράττουν τους φόρους, δικάζουν και συντηρούν στρατόν, μὲ τὸν ὁποῖον πρέπει να τρέξουν οσάκις τὸ ζητήσῃ ὁ Αὐτοκράτωρ.

Οι νόμοι των - Θετά Νεγκάστ- είναι το παραδοξότερον μίγμα Βυζαντινού Δικαίου και Μωσαϊκών Νόμων. Ο ανώτερος δικαστικός λειτουργός φέρει τον τίτλον «'Αφα Νεγκούς», ήταν Πνεύμα του βασιλέως. Τα εγκλήματα τα συνεπαγόμενα την ποινὴν τοῦ θανάτου ἐκδικάζονται ἀπὸ τὰ Αυτοκρατορικόν Δικαστήριον - τὸ Ζιλόττο - το οποίον εδρεύει ἐν τῇ πρωτεύσῃ. Ο ποινικός νόμος είναι αυστηρότατος και βασίζεται εἰς το Μωσαϊκόν «μάχαιραν έδοσας μάχαιραν λάβης». Η δε διαδικασία περιορίζεται είς τό νά αποδειχθεί εάν ο κατηγορούμενο είναι ένοχος ή όχι. Τα ελαφρυντικά δεν λαμβάνονται ὑπ' ὄψει. Η κλοπή ἄλλων ἐτιμωρείτο διά γενναίας μαστιγώσεις, αποθαρρυντικής για περαιτέρω έπιχειρήσεις.

Εἰς τὰς ἐπαρχίας αἱ ὑποθέσεις ἐκδικάζονται ὑπὸ τῶν Ρας ἢ καὶ τῶν ύπαλλήλων των, σύμφωνα μὲ τὰ ἔθιμα. Το δικαστήριον συνεδριάζει εἰς τὸ ύπαιθρον, έκαστος δε πολίτης έχει τὸ δικαίωμα νὰ λάβῃ ἐνεργὸν μέρος εἰς τὴν δίκην και να εκφέρη την γνώμην του. Δικασταί, διάδικοι και πρόχειροι δικηγόροι, φωνάζουν δυνατά και όλοι μαζή, περισσότερον δὲ ἐκείνοι οι οποίοι έχουν βάλει στοιχήματα ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς ἢ του τῶν διαδίκων.

Οι πόλεις του Εσωτερικού ὑστερούν πολὺ εἰς έμφάνισιν, ευρίσκονται όμως μέσα εἰς ἕνα μαγευτικόν περριβάλλον, τὸ ὁποῖον δικαιολογεί πληρέστατα τοὺς ἀπεκαλέσαντες τὴν  ̓Αβησσυνίαν «Ελβετίαν τῆς Αφρικής». Η συγκοινωνία μεταξὺ τῶν πόλεων αὐτῶν ἐκτελεῖται μὲ μουλάρια. Η κατασκευή σιδηροδρομικῶν ἢ ἀμαξιτῶν ὁδῶν εἶναι πολύ δύσκολος, διότι η χώρα διακόπτεται ἀπὸ υπερύψηλα όρη καὶ ποταμούς.

Πρῶτον ἐπισκεπτόμεθα την Aspa Tafari. Μερικά σπήτια ἀπὸ τσίγκον ἀνήκοντα εἰς ὁμογενεῖς καὶ μερικαὶ καλύβαι, μέσα εἰς μίαν εύφορωτάτην πεδιάδα. Το εμπόριον, ἀρκετὰ ζωηρόν, βρίσκεται εἰς χεῖρας τῶν ὁμογενών κ. κ. Σάββα Στεργίου, Στ. Χρήστου καὶ Νικ. Αγγελοπούλου. Ο ευγενικός κ. Στεργίου, εἰς τὸ σπίτι του οποίου φιλοξενούμεθα μας κάμνει τὴν γνωριμίαν τῶν κ. κ. Βελώνια, διευθυντού του Οίκου Βαρότση, Π. 'Αλεξάνδρου και Ζακυνθινού, ἐμπόρων. Είναι εγκατεστημένοι εἰς τὴν γειτονική κωμόπολιν Bodessa καὶ ἦλθον ἐδῶ δι' υποθέσεις των.

Αφίνομεν τὴν  Aspa Tafari με συνοδείαν ενόπλων καὶ κατευθυνόμεθα εἰς Hirna, ἡ ὁποία είναι μία ρωμαντικωτάτη κωμόπολις, μὲ ἀρκετὴν ἐμπορικήν κίνησιν. Φιλοξενούμεθα ὑπὸ τοῦ κ. Μαριάκη, ἀντιπροσώπου του Οίκου Βαρότση. Οι λευκοί ανέρχον καὶ εἰς δεκαπέντε. Οι περισσότεροι είναι Αρμένιοι. Εἰς τὴν κωμόπολιν αὐτὴν ὑπάρχουν τέσσερες Εμπορικοί Οίκοι, τῶν κ. κ. Βαρότση, Καρανικόλα, Θεοχάρη και Γεωργαλή. Καταγίνονται εἰς τὴν ἀγορὰν καφφέ, δερμάτων καὶ δημητριακών.

Από Hirna κατευθυνόμεθα εἰς Deder. Διασταυρωνόμεθα μέ καραβάνια Ιθαγενών οἱ ὁποῖοι κατέρχονται ἀπὸ τὰ ζῶα των καὶ μὲ βαθεῖαν ὑπόκλισιν μᾶς αφίνουν τὸν δρόμον ἐλεύθερον. Αἱ γυναῖκες τρέχουν να κρυφθούν πίσω από κανένα θάμνον, απὸ ἐντροπήν, διότι είναι έντελώς γυμνοί. Μερικά Αβησσυνόπουλα τρέχουν ἀπὸ πίσω μας και μας πολιορκούν διά να ἀποσπάσουν κανένα «μπακσίς».

Έξαφνα οι οδηγοί μας σταματούν και μὲ χειρονομίας μας δίδουν νὰ ἐννοήσωμεν ότι επίκειται βροχή και ότι πρέπει να ζητήσωμεν καταφύγιον μέσα εἰς κανένα σπήλαιον. Είχον δίκαιον, διότι ὕστερα ἀπὸ ὀλίγα λεπτὰ ὁ ὁρίζων ήρχισε να θολοῦται καὶ νὰ πίπτη ψιλή βροχή, η οποία μετετράπη εἰς νεροποντήν.  ̓Απὸ τὸ καταφύγιον ἀπολαμβάνομεν ὅλον τὸ μεγαλείον τῆς τροπικῆς βροχής. Αί βρονταί καὶ αἱ ἀστραπαί διαδέχονται η μία τὴν ἄλλην, τό δὲ βουνόν γίνεται στόχος τῶν κεραυνών. Οι χείμαρροι ογκούμενοι, κατέρχονται μὲ μεγάλον πάταγον από το βουνὸν καὶ πηγαίνουν να ἑνωθοῦν μὲ ἕνα ποταμὸν ἐκεῖ κοντά. Την βροχής διαδέχεται ἀφθονωτάτη χαλάζα καὶ αὐτὴν πάλιν μία λεπτή βροχή. Ελπὶς νὰ σταματήση τελείως ή βροχή δὲν ὑπάρχει δι' αύτό δὲ ἀφίνομεν τὸ σπήλαιον μας και προχωρούμεν πρός το Deder, ὅπου εὑρίσκομεν τὴν πλέον ένθερμον φιλοξενίαν εἰς τό αρχοντικόν του ομογενούς κ. Μιχαήλ Λυκούδη.

Το Deder είναι μικρά κωμόπολις αλλά σημαντικότατος κέντρον εμπορίου καφφέ και δερμάτων, το οποίον ευρίσκεται εἰς χεῖρες τῶν ὁμογενών κ. κ. Μ. Λυκούδη, Αδελφών Κομινάτου και Β. Βαρότση. Τας εργασίας του τελευταίου τούτου διευθύνει ο δραστήριος καὶ εὐγενέστατος κ. Παναγής Φιλιππάτος. Ο κ. Λυκούδης απολαμβάνει τῆς γενικής ἐκτιμήσεως, ἔχει δὲ νὰ ἐπιδείξῃ λαμπρόν σταδιοδρομίας, κατορθώσας χάρις εἰς τὴν εμπορικήν του ιδιοφυίαν να αναπτύξει σημαντικῶς τὰς ἐργασίας του.

'Από Deder επιστρέφομεν εἰς Dire Dawa, μέσω Tsalanko. Εἰς τὴν κωμόπολιν αυτήν παραμείναμεν μίας ολόκληρον ἡμέραν φιλοξενηθέντες ὑπὸ τοῦ εὐγενεστάτου κ. Βαλεντή.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Τα αδέλφια Βασίλης, Παναγής και Θεόδωρος Φιλιππάτου.

                                                                                                                                                                                                 Αχιλλέας Παχτικός

____________________________

Το παραπάνω άρθρο είναι αφιερωμένο στην μνήμη του θείου μου Παναγή Φιλιππάτου και του πατέρα μου Βαγγέλη Βινιεράτου, οι οποίοι εργάσθηκαν επί σειρά ετών στο Deder.

Σταύρος Ε. Βινιεράτος

                                                                   Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΡ

Το 1958 επισκέφτηκαν το Χάραρ οι εκπαιδευτικοί του Ελληνικού Σχολείου της Ντίρε Ντάουας Ιωάννης Θωμόπουλος και Μάρκος Λαζαρίδης. Σε άρθρο του, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» ο Ι. Α. Θωμόπουλος αναφέρει:

Διπλὰ τὸ χρωστῶ τὸ γραπτὸ τοῦτο στο λογοτέχνη Μάρκο Λαζαρίδη, τὸν ἀκριβό φίλο. Ο πόνος ἔχει ἔτσι ζυμώσει την ψυχή του ἀπὸ τὰ παιδικά του τα χρόνια, ἔτσι ποὺ ἔκανε ἡ σκέψη του τὴ γῆ κι ὅλο τὸ σύμπαν σπίτι του. Ἔτσι ἔχει ἀγαπήσει τὸν ἄνθρωπο καὶ τ ̓ ἀνθρώπινα, τόσο πολύ, τόσο βαθειά, ποὺ θὰ εὐχόσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀνθρωπιά του νὰ εἶχαν καὶ τὴν εὐγένειά του καὶ τὴν ψυχή του. Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔγραψε γιὰ τὸ Χάραρ καὶ γιὰ τὸν παράδοξον ἀσκητή του. Πολλὲς φορὲς μοῦ εἶπε: Μὰ πρέπει νὰ πᾶμε νὰ τὸ ἰδῆτε τὸ Χάραρ, νὰ γνωρίσετε καὶ τὸν ἐρημίτη φιλόσοφο ἐκεῖ.

Οἱ ἀποστάσεις όμως μακρινές καὶ ἡ καιθημερνότητα μὲ τὴν πειθανάγκη της εμπόδιζε πολὺν καιρὸ τὴν ἐκδρομὴ στὸ Χάραρ. Έμενα μόνο μὲ τὶς λίγες περιγραφὲς τὶς ἐπιστολικές τοῦ φίλου μου καὶ μὲ τὴ δίψα, που γινόταν Ίμερος. Απρόσμενη ὕστερα ήρθε ἡ εὐκαιρία. Ἡ ζωὴ τὴν ἔφερε. Ἡ ζωὴ μοῦ τὴν ἔφερε. Η ζωή μ' έφερε κοντὰ στὸ Χάραρ. Κινήσαμε μιὰν αὐγή, ὁ Μάρκος Λαζαρίδης κι ἐγώ, μὲ τὸ λεωφορεῖα γιὰ τὸ Χάραρ.

Μόλις ἀφήσαμε τὴν Ντιρεντάουα, οἱ κορίδέλλες ὅλο ἀνεβαίνουν στὶς ἀπόκρημνες καὶ σχεδόν γυμνές πλαγιές. Ἔπειτα, στὸ ὑψίπεδο ἐπάνω, τὸ τοπίο αλλάζει: ἡ χλωρασιά, ἡ πράσινη χαρὰ αὐξαίνει κι ἁπλώνεται ἄφθονη. Πλάϊ μας ἀριστερὰ ἡ λίμνη Adele. Στον πρωϊνὸ ἥλιο σμήνη οἱ πολύχρωμες ἀγριόπαπιες παίζουν καὶ βόσκουν «στὶς ὄχθες τὶς σμαράγδινες» καὶ κοπάδια γελάδες χαίρονται τὴ γαληνή τους νωχέλεια στα παχειά παρόχθια πράσινα ταπέτα. Λίγο ὕστερα φτάνουνε στη μεγαλύτερη λίμνα, την Αραμάγια. Ὁ ἀπέραντος καθρέφτης της μᾶς καλωσορίζει μὲ τὸ λαμπερό ἀσήμι τοῦ πρωϊνοῦ ἥλιου. Η πλούσια σκιερή δροσιά τῶν εὐκαλύπτων που κορνιζάρουν τὴ λίμνη σου προσφέρουν σειρὰ εἰδυλλιακούς πίνακες τοῦ Watteau καὶ βουκολικές σκηνὲς τοῦ Θεοκρίτου καὶ τοῦ André Chenier. 

Τὸ λεωφορείο στέκεται τόσο λίγο στην πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, ποὺ μόνο προφθαίνουμε να δοῦμε τὴν ὑπαίθρια φρουταγορὰ τῆς εὔφορης Αραμάγιας, πλάι μας. Μᾶς περιζώνουν χωριατόπουλα μὲ καλάθια ὡραῖα πορτοκάλια καὶ μανταρίνια, παπάγιες, ωραίους ἀβοκά, μεγάλα ζεϊτούνια, νόστιμα καϊμάκια, μάγκο, μελοντσίνια... 

Μόλις προφθαίνω νὰ γνωρίσω τὴν εὐγενικὴ κοπέλλα, ποὺ ἔχει τὸ ξενοδοχεῖο τῆς  ̓Αραμάγια, Ελληνίδα, ποὺ βιάζεται νὰ μᾶς προσφέρει καφέ. Βιάζεται το λεωφορείο μας. Σὲ λίγο περνοῦμε τὴν πολύδενδρη Αμαρέσσα καὶ δὲν ἀργοῦμε νὰ μποῦμε στο Χάραρ. Απλόχωρη, καταπράσινη, γαληνή, γελαστή, μυρωμένη, δροσερή κηπούπολις τὸ Χάραρ εἶναι, ὅπως τὸ λένε, ἡ Ελβετία τῆς Αἰ θιοπίας. Ἀπὸ τὸ μεγάλο ξενοδοχείο μας και τάζουμε καὶ ρουφοῦμε τὴ ζωγραφιά γύρω τῆς ἀραιᾶς πολιτείας.

Φρεσκαριστήκαμε στο ξενοδοχείο μας καὶ πήραμε μὲ τὸ Μάρκο Λαζαρίδη, ενα αὐτοκίνητο νὰ κάνουμε μια βόλτα στην πόλη. Κάτω εἶναι τὸ παλιό Χάραρ. Σομαλική, Ισλαμική, πυκνόσπιτη, στενόδρομη, ζωσμένη μὲ ἀρχαῖα τείχη σὰν τὴν Ἱεριχώ ἡ παλιά πολιτεία. Οἱ Χαραρίνες μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ ζωηρόχρωμη φορεσιά τους μὲ τὰ στενοβράκια, ποὺ τοὺς τυλίγουν ὡς κάτω κάτω τα πόδια, θυμίζουν τις «περδικόστηθες τσιγγάνες» τις δικές μας. 

Καμήλια καὶ γαϊδούρια φορτωμένα περνοῦν στους δρόμους ήμερα κι ἀργοβάδιστα. Οι στενόδρομοι μὲ τὰ συχνά μικρομάγαζα θυμίζουν αραβική  ̓Ανατολή.

Αφήσαμε την παλιά πόλη καὶ τὸ αὐτοκίνητο. Τώρα θὰ κάνουμε ἕνα θαυμάσιο περίπατο στη μυρωμένη σκιὰ τῶν καμπύλων πλατειῶν δρόμων τοῦ νέου Χάραρ. 

Λεπτότατος ο φίλος μου, σὰν νὰ μὲ φιλοξενεῖ στὴν ἔπαυλή του, μὲ ὁδηγεῖ σὲ ὅλες τὶς τοποθεσίες ποὺ ἔχει ἀθανατίσει στα διηγήματά του, σε ὅλα τὰ ὡραῖα τοπία. Στὸ βάθος χρυσολαμπίζει ὁ τρούλλος ἑνὸς περίεργου κτιρίου. Είναι τὸ μαυσωλεῖο τοῦ Ρὰς Μακονέν, πατέρα τοῦ σημερινοῦ Αὐτοκράτορος. Χαραριανὸς εἶναι ὁ Αὐτοκράτωρ. Ἐκεῖ εἶναι τὸ πατρικό του σπίτι. Βαδίζοντας ἀργὰ φθάνομε σιγά σιγά στο κύριο κίνητρο τῆς ἐκδρομῆς μας. Ενα δρομάκι ἀνώμαλο, καμπύλο, χωριάτικο, άνηφορίζει πυκνόδεντρο, σκιερό, γαληνό, ἔρημο. Κάποιο δέος, κάποιο παράξενο συναίσθημα μὲ συνέχει.

– Γιατὶ πᾶμε ἀπὸ δῶ; ρωτῶ.

Φθάσαμε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Βραχάτη. Νὰ τὸ σπίτι του. Αὐτὸ ἐκεῖ ἀριστερὰ μὲ τὰ ὡραῖα λουλούδια, σ' αὐτὴ τὴ φαρδειά σιδερόπορτα. Ἐδῶ ἀσκητεύει ὁ φιλόσοφος Σταῦρος Βραχάτης. Ελπίζω νὰ σᾶς δεχθῆ. Σταθῆτε απέξω ἐσεῖς. Θα περάσω μέσα ἐγὼ νὰ τοῦ μιλήσω. Κοσμικότητες ἐκεῖνος δὲν θέλει.

«Μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου, μὲς στὶς πολλὲς κινήσεις κι ὁμιλίες» δὲν τὴν πηγαίνει τὴ ζωή του. Τὸν ἑαυτό του τὸν θέλει γιὰ τὸν ἑαυτό του μόνο.

Συλλογίζομαι: σε μοναστήρι εἶναι νὰ μποῦμε. Δεκτὲς λοιπὸν οἱ ἀγιορίτικες, έστω, ἀπαγορεύσεις.

Ανοίγει τὴν τετράφαρδη σιδερόπορτα ὁ Μάρκος Λαζαρίδης καὶ προχωρεῖ πρὸς τὸ ἄδυτο τοῦ ἐρημίτη. Κάμποσα λεπτά προσμονῆς πέρασαν. Στο μυαλό μου ἀθροίζονται ὅλα ὅσα ἔτυχε ν ̓ ἀκούσω γι ̓ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀναχωρητή. Στοχάζομαι, πώς, ἂν ὑπάρχουν κοσμοκαλόγεροι, ὑπάρχουν καὶ λαϊκομόναχοι. Λένε πὼς δὲν δέχεται ὅποιον νά 'ναι. Τὶ θὰ γίνη τώρα; Νά, ἀκούω τοῦ Λαζαρίδη τὸ κάλεσμα :

- Κύριε Θωμόπουλε! Περάστε !

Περνάω σ' ἕνα ισόγειο χωλ μισόφωτο, φτωχικό, σχεδὸν ἄδειο, στεγνό, ἀσκητικό. Ένα γραφεῖο, λίγα φτωχικά καθίσματα καί, στὸ βάθος, μιὰ παλιά βιβλιοθηκούλα, ράφια μονάχα, γεμάτα ἀρχαίους Έλληνες καὶ Λατίνους συγγραφεῖς τῆς Collection Budé τοῦ Παριστοῦ.  ̓Αμίλητο, αὐστηρὰ ἀσκητικὸ τὸ  περιβάλλον. 

Τὶ κι ἂν γιορτάζουν ἔξω ὁλοχρονῆς τα πολύχρωμα τροπικά λουλούδια στὸν κῆπο; Τί κι ἂν ὑπόσχεται «καταστηματικὴν ἡδονὴν» ἡ παρουσία τόσων πλατωνικών διαλόγων στη βιβλιοθήκη; Αμίλητο, αὐστηρά ἀσκητικὸ τὸ περιβάλλον. Μιὰ ὑγρὴ ψύχρα νιώθω. Ψυχικὰ σὰν νὰ ἔχω ἑτοιμασθῆ να ὑποδεχθῶ τὸν ἀσκητὴ φιλόσοφο. Αργεῖ. Ντύνεται ἴσως, νὰ παρουσιασθῆ, μὲ τὸν τρόπο τὸ δικό του, εὐπρεπισμένος στοὺς ἀπρόσμενους ἐπισκέπτες του.   

Τοῦ Ὀρέστη Λάσκου ἔρχονται ξαφνικὰ οἱ στίχοι στη μνήμη μου: «Κι ἀκόμα ἐκεῖ καὶ τὸ σοφὸ ἐρημίτη τοῦ Χαρὰρ νὰ κράζη ἀπελπισμένα τὸ Θεὸ σὲ παρουσία...»

Ο Μάρκος Λαζαρίδης, εὐχαριστημένος ποὺ ὁ φίλος του ἔγινε δεκτὸς μὲ χαρὰ ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ ὁμογενῆ, πότε πότε μὲ κοιτάζει, ἴσως νὰ ἰδεῖ ἂν εἶμαι κι ἐγὼ εὐχαριστημένος. Συγχωρῆστε με! Παρουσιάζομαι σχεδὸν ὅπως ἤμουν ἀπ ̓ τὸ πρωΐ. Δὲν μποροῦσα νὰ σᾶς ἔχω νὰ μὲ περιμένετε. Μὰ καὶ βιαζόμουν νὰ σᾶς δῶ. Καλῶς ὁρίσατε. Καθῆστε όμως. Χάρηκα πολύ ποὺ ἤρθατε, Κύριε Θωμόπουλε. Κύριε Λαζαρίδη μου, σᾶς εὐχαριστῶ γι' αὐτό. Τοῦτο τὸ καλωσόρισμα τὸ εἶπε πρόσχαρος, καὶ μὲ ἁπλωμένα τα χέρια μᾶς παρακινοῦσε νὰ καθίσουμε καὶ κάθησε κι ἐκεῖνος στο γραφείο του.

Ο Σταῦρος Βραχάτης γεννήθηκε στὴν Πάτρα, ὅπου ἔζησε καὶ τὰ παιδικά του χρόνια. Στην Ντιρεντάουα ἦταν κάποτε Διευθυντής τῆς Κρατικῆς Τραπέζης. Ήταν καὶ Πρόξενος τῆς Ἑλλάδος. Ισως ἀσχολήθηκε κάποτε καὶ μὲ τὸ ἐμπόριο. Εὔπορος, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴ βιοτική μέριμνα ἀποτραβήχτηκε ἀπὸ

«τῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν τὴν καθημερινὴν ἀνοησία». Κλειδώθηκε στὴ σκήτη του να καλλιεργήση τὸ στοχασμό του, ν' ἀκούση τὰ ξεσηκωμένα έρωτηματικὰ τῆς ψυχῆς του, να ζήση «μὲ λογισμό καὶ μ ̓ ὄνειρο» τοῦ πνεύματός του τὶς ἀνησυχίες.

Μὲ πίστη φωτογραφικοῦ φακοῦ κοιτάζω νὰ τὸν ξεσηκώσω, να κρατήσω στη μνήμη μου τὴν εἰκόνα του. Τ ̓ ἀνάκατα μαλλιά του, ὁλόμαυρα, πέφτουν καὶ τοῦ σκεπάζουν τὸ μισὸ πρόσωπο. Ανάμεσά τους σπιθίζουν εὐκίνητα τὰ γαλανά, τὰ ὁλογάλανα μάτια του, παιδικά, γελαστά, ἔξυπνα, πρὸ πάντων        ἔξυπνα. Τὸ φωτεινό του πρόσωπο γελάει παιδικά. Η λεπτή, οξεία μύτη του τονώνει τὴν ἐντύπωση ἔξυπνου, ἀνήσυχου ἀνθρώπου. Στοὺς ὤμους του ἔχει ρίξει μια περίεργη μπέρτα, κάτι σὰν ἀρχαιοελληνικὸ ἱμάτιον. Βγαίνει κάθε μέρα σε μακρινούς περιπάτους ολομόναχος στὴν ἐλεύθερη τροπική αἰθιοπική φύση. Ἔτσι τοὺς στοχασμούς του τοὺς πλαισιώνει τὸ γαληνὸ αἰθιοπικό τοπίο σαν μιὰ παράξενη γιρλάντα τροπικῆς χλωρίδας. 

Σὰν τὸν Ἡράκλειτο ἐνδοσκοπεί: «Ἐδιζησάμην ἐμαὐτὸν» (τὴν ψυχή μου, τὸν μέσα μου κόσμο ἀνερευνῶ). Ο Σταύρος Βραχάτης εἶναι ἕνας homme revolte, νὰ πῶ τὸν ὅρο τοῦ Albert Camus. Δὲν θὰ ζητήσης στὸν Βραχάτη το συστηματικό φιλόσοφο οὔτε τὸν κήρυκα νέας θεωρίας οὔτε τὸν ἱδρυτὴ νέου φιλοσοφικοῦ συστήματος. Ο φακός τοῦ φιλοσοφικοῦ του στοχασμοῦ κατευθύνεται πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Φυσικὰ ἔχει δικό του, «ἄλλον τρόπον τοῦ ὁρᾶν».  ̓Αναδεύει τοὺς στοχασμούς του στη φιλοσοφία τῆς Ιστορίας καὶ στὴν ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, στὴν Ἠθικὴ καὶ στὴ Μεταφυσική, στη Φιλολογία καὶ στὴ Δογματική. Ευχαριστιέται νὰ σοῦ παρουσιάζη ὅ,τι δὲν βρίσκει καλοβαλμένο ἐδῶ. Σὲ σταματτάει σὲ ἰσχνὰ σημεῖα φιλοσοφικῶν κηρυγμάτων, ἀνατέμνει ἀνελέητα κάθε δογματισμό. Κι ὅπως σπιθίζουν τὰ μάτια του πίσω ἀπὸ τὰ μαῦρα του μαλλιά, ἔτσι σπιθίζουν κι οἱ σκέψεις του καὶ φτερουγίζουν εὐκίνητες, σὰν τὸ ἀηδόνι ποὺ θὰ πηδολογήση ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδὶ νὰ μελωδήση τὸ παράπονό του.

Ανάμεσα στοὺς τρεῖς μας, στο γραφεῖο ἀπάνω βλέπω λίγες «Νέες Εστίες», παρουσία τῆς πνευματικῆς Ἑλλάδος στὸ τρισαπόμακρο Χαράρ.

In Medias Res ὁ Σταῦρος Βραχάτης: 

- Μὲ προσοχή ἐδιάβασα όσα γράφει ἡ «Νέα Εστία» γιὰ τὴν Αἰθιοπία. Βρίσκεται λοιπὸν τόσο μεγάλη επίδραση ἑλληνική, ὥστε νὰ φθάνη νὰ ἔχουμε τόσο πολλὲς ἑλληνικὲς λέξεις στὰ αἰθιοπικά; 

Ετσι προχωρεῖ ἡ συζήτηση, γιὰ νὰ φθάσση στὴ διαπίστωση ὅτι ἡ Αἰθιοπία - καὶ ὄχι ἡ Αἴγυπτος - εἶναι τὸ νότιο όριο τῆς ἀλεξανδρινῆς καὶ βυζαντινῆς hellenisation. Η άλεξανδρινή «κοινή» ἦταν καὶ στὰ αἰθιοπικά ἀνάκτορα καὶ στὸν ἐμπορικό κόσμο τῆς Αξουμιτικῆς Αἰθιοπίας ἡ ἐπίσημη καὶ ἐπικραττοῦσα γλῶσσα.

                                                                                                                                                                                   Ιωάννης Θωμόπουλος ______________________________________

Ιωάννης Θωμόπουλος ήταν σπουδαίος Γλωσσολόγος. Με την ιδιότητα αυτή, μελέτησε την Αμαρική γλώσσα και διεπίστωσε την υπάρξη πλήθους ελληνικών λέξεων σε αυτή.