ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΤΕΜΠΙ ΝΤΟΛΟ (1905-1955)
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟ ΝΤΕΜΠΙ ΝΤΟΛΟ
Η πόλη του Ντέμπι Ντόλο βρίσκεται στη Δυτική Αιθιοπία, κοντά στα σύνορα με το Σουδάν και σε υψόμετρο 1827 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Έχει 30.000 κατοίκους, με διαφορετικό όμως, σε σύνθεση θρησκεύματος, πληθυσμό από άλλες πόλεις της Αιθιοπίας. Το 58% είναι Προτεστάντες, το 31% είναι Ορθόδοξοι, το 2% είναι Καθολικοί και το υπόλοιπο 9 % είναι Μουσουλμάνοι. Ανήκει στην Διοικητική Περιοχή της Ορομίας.
Οι πρώτοι Έλληνες κάτοικοι της πόλης ήρθαν μέσω του Σουδάν. Οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με το εμπόριο του καφέ, μια και η περιοχή είναι ένας από τους σημαντικότερους παραγωγούς καφέ στη χώρα. Στην πόλη ζούσαν 30 Ελληνικές οικογένειες.
Το 1948 ιδρύθηκε η Ελληνική Κοινότητα του Ντέμπι Ντόλο, με βασικό σκοπό τη λειτουργία Ελληνικού Δημοτικού Σχολείου. Ηθελαν τα παιδιά τους, να αποκτήσουν την Ελληνική παιδεία. Προχώρησαν αμέσως, στην ενοικίαση διώροφου οικήματος, όπου στο ισόγειο λειτουργούσε το μονοτάξιο Δημοτικό σχολείο και στον όροφο διέμενε, ο εκάστοτε δάσκαλος.
Λόγω έλλειψης Ιερού Ναού, οι θρησκευτικές τελετές, όπως γάμοι και βαπτίσεις, γίνονταν στην αίθουσα του σχολείου. Για την τέλεση ενός γάμου, ερχόταν Ιερέας από την Αντίς Αμπέμπα. Με την ευκαιρία αυτή, οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης βάφτιζαν τα παιδιά τους. Πολλά παιδιά, βαπτίστηκαν σε μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ηλικία.
Μέχρι την αναγνώριση του σχολείου από το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας (1949) και την αποστολή δασκάλου, την Ελληνική γλώσσα μάθαινε στα παιδιά ο Έλληνας κάτοικος της πόλης, Παναγιώτης Σκούργιαλης. Αργότερα διατέλεσε ψάλτης του Ιερού Ναού του Αγίου Φρουμεντίου, στην Αντίς Αμπέμπα. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, με τη λειτουργία του σχολείου, ήρθαν ως μαθητές και παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας από αυτήν που έχουν οι μαθητές ενός Δημοτικού Σχολείου.
Ο πρώτος δάσκαλος που δίδαξε εκεί ήταν ο Μάρκος Ζυγάκης, αργότερα ήρθε και η σύζυγος του Κατερίνα, που ασχολήθηκε με τα νήπια. Οι επόμενοι δάσκαλοι, ήταν ο Αθανάσιος Αποστολόπουλος, ο Γιάννης Ηλιόπουλος, ο Μπουσκουτάς, ο Χαρίλαος Φίτσιος και ο Μπογέας. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Μάρκος Ζυγάκης, διοργάνωνε θεατρικές παραστάσεις κατά τη διάρκεια των εθνικών εορτών, που τις παρακολουθούσαν και οι Αιθίοπες κάτοικοι της πόλης.
Πολλές οικογένειες, μετά την αποφοίτηση των παιδιών τους από το Δημοτικό Σχολείο, τα έστειλαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Ελληνικό Γυμνάσιο του Χαρτούμ και στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Αντίς Αμπέμπας. Μέχρι τη λειτουργία του Κοινοτικού Οικοτροφείου, οι μαθητές φιλοξενούντο, ως οικότροφοι, από Ελληνικές οικογένειες που ζούσαν στην Αντίς Αμπέμπα Στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Αντίς Αμπέμπας, ήρθαν τα παιδιά του Βασίλη Βλαχόπουλου, του Μανώλη Κατσαρού, του Δημήτρη Βαλεντή, του Ανδρέα Χαρμανή, του Νικόλα Ράπτη, του Θεόδωρου Πληθίδη, του Γεράσιμου Καλογεράτου, του Ξενοφώντα Παπακωνσταντίνου, του Πέτρου Δημητρίου και του Γιάννη Τυροπώλη.
- Ο Ιστορικός Αντώνης Χαλδαίος, ο οποίος έγραψε το βιβλίο Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ, σε άρθρο του για τους Έλληνες του Ντέμπι Ντόλο, αναφέρει:«Αν και η Addis Ababa, το Harrar και η Dire Dawa αποτέλεσαν τα κυριότερα σημεία εγκατάστασης των Ελλήνων, σύντομα αυτοί κινήθηκαν προς κάθε κατεύθυνση της Αιθιοπίας. Εκμεταλλεύθηκαν τις δυνατότητες και τις προοπτικές του εμπορίου και βρέθηκαν ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, εκεί όπου ελάχιστοι Ευρωπαίοι είχαν φθάσει πρωτύτερα. Ελληνική παροικία ιδρύθηκε και στο Debi Dolo (Sayo), μια πόλη στα σύνορα με το Σουδάν, η οποία αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1910 από μια ομάδα 80 περίπου Ελλήνων και Κυπρίων που έφθασαν εκεί από το Σουδάν και λίγο μετά την εγκατάστασή τους παντρεύτηκαν με γυναίκες από τον τοπικό πληθυσμό.
Μεταξύ των πρωτοπόρων συγκαταλλέγονταν οι Ηρακλής Πιθαράς, Π. Νίτης, Αλ. Χαρμάνης, Μακρίδης, Πληθίδης, Χέλμης, Δελαπόρτας, Κυριακού και Δαυίδ. Ο Πιθαράς εγκαταστάθηκε στο Debi Dolo το 1920 και ασχολήθηκε με το εμπόριο του καφέ, ύστερα από πρόσκληση του Διονύση Βαλέντη. Εκτός από το εμπόριο, κάποιοι Έλληνες εργάζονταν ως επικεφαλής των υποκαταστημάτων της τράπεζας της Αιθιοπίας, η οποία ιδρύθηκε το 1912.
Ο Γ. Αμουργής ήταν διευθυντής του πρώτου καταστήματος που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1912. Μια δεκαετία αργότερα ιδρύθηκαν άλλα δύο. Στο ένα τέθηκε επικεφαλής ο Μ. Δασκαλάκης. Πάροικοι όμως στελέχωσαν και την Ethiopian Motor Transport Co η οποία ιδρύθηκε το 1927 και εκτελούσε μεταφορές μεταξύ των δυτικών πόλεων της Αιθιοπίας. Με αφετηρία τη Gambella και με ένα δίκτυο ανεφοδιασμού που περιελάμβανε τις πόλεις Bonga, Baro, Kala και Sarriti, αποτελούσαν το κυριότερο φορέα μεταφορών σε ολόκληρη τη δυτική Αιθιοπία.
Η παροχή ελληνόγλωσσης παιδείας ήταν πρωταρχικό μέλημα των Ελλήνων του Debi Dolo. Μάλιστα σύμφωνα με τα αρχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, το 1922 υπήρχε ένας δάσκαλος για τα παιδιά. Βέβαια, το ελληνικό σχολείο δημιουργήθηκε το 1948, ταυτόχρονα με την ίδρυση της ελληνικής κοινότητας. Μετά από πρωτοβουλία του προέδρου Ι. Ίσαρη και του γραμματέα Δελλαπόρτα, πραγματοποιήθηκε έρανος, ο οποίος απέφερε 4.000 δολλάρια».
Ολοκληρώνοντας, το 1967 η Ελληνική Κοινότητα του Ντέμπι Ντόλο ενημέρωσε με έγγραφο της την Πρεσβεία μας, ότι δεν έχει πλέον την οικονομική δυνατότητα να καλύψει, την μισθοδοσία του δασκάλου του Δημοτικού Σχολείου, που είχε στην ευθύνη της. Τελικά, την μισθοδοσία ανέλαβε ο μεγάλος ευεργέτης, Μιχαήλ Ζέκος, ο οποίος κάλυψε το κόστος επί σειρά ετών και έδωσε την δυνατότητα στο Σχολείο να συνεχίσει την λειτουργία του.
Σταύρος Ε. Βινιεράτος
Ο Γεράσιμος Φουρλάνος, εμπνευσμένος από την ιστορία του Αντώνη Καβαλιεράτου, που έζησε στην επαρχία Ουολέγκα, στην Δυτική Αιθιοπία, έγραψε το παρακάτω άρθρο:
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΑΙΘΙΟΠΕΣ
Ποιός είναι, τελικά, ο Έλληνας εμφανισιακά; Είναι ο ξανθός γαλανομάτης της αρχαιότητας, με τη φημισμένη ελληνική μύτη; Είναι ο σημερινός γαμψομύτης, με τα μαύρα μαλιά και το καχύποπτο ανατολίτικο βλέμα; Είναι ψηλός, κοντός, μελαμψός, χλωμός, ή τί; Σε ποιά φυλή ανήκει;
Μιά ακριβής απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα θα ήταν δυνατή μόνον αν η ιστορία και η πραγματικότητα ήταν στατική. Όμως, όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μιά ατέλειωτη ιστορία μετακινήσεων λαών και τεραστίων δημογραφικών αλλαγών, “τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν”, που έλεγε και ο Ηράκλειτος. Έτσι, οι αρχικοί Τούρκοι, που υπάρχουν και σήμερα στην Κεντρική Ασία, ελάχιστα διαφέρουν από τους Κινέζους και τους Μογγόλους, δηλαδή, ανήκουν σαφώς στην κίτρινη φυλή, ενώ οι Τούρκοι της Τουρκίας είναι “una faccia una razza” με εμάς, ύστερα από χίλια περίπου χρόνια επιμειξίας με τους ινδοευρωπαϊκούς λαούς της περιοχής, ιδίως Έλληνες και Πέρσες.
Σαν λαός, οι Έλληνες ποτέ δεν έζησαν μόνοι τους σε κάποιο γεωγραφικό χώρο. Ήδη στην αρχαιότητα συνυπήρξαν με Πελασγούς, μέτοικους, δούλους και άλλους, είναι δε γενικά αποδεκτό πως στην Αρχαία Αθήνα οι καθαρόαιμοι Έλληνες ήταν μειοψηφία. Κάτι τέτοιο υπαινίσσεται και ο μύθος της Ωγυγίας, το νησί, όπου είχαν μαζευτεί όλοι οι Έλληνες, και το οποίο τελικά καταποντίστηκε.
Στη συνέχεια, οι Έλληνες έζησαν επί δύο και πλέον χιλιετηρίδες μέσα σε αυτοκρατορίες χωρίς εσωτερικά σύνορα. Επιπλέον, υπήρξαν κοσμογονικές μετακινήσεις λαών, όπως των Σλάβων και των Αρβανιτών, σήμερα δε, με την παγκοσμιοποίηση, το φαινόμενο της ανάμειξης των λαών όχι μόνον δεν σταματά αλλά και επιτείνεται. Ίσως να το έχει προβλέψει η φύση το φαινόμενο αυτό, διότι αν το αίμα δεν κυκλοφορεί και δεν ανακατεύεται, το μόνο που μας περιμένει είναι ο εκφυλισμός – ιδίως όταν ένα έθνος είναι αριθμητικά μικρό. Αυτό φαίνεται πως το έχουν καταλάβει και οι βασιλικές οικογένειες στις μέρες μας, γιαυτό και παντρεύονται πλέον αθρόα με “κοινούς θνητούς”.
Πολύ πριν ξεκινήσει η μετανάστευση προς τη σημερινή Ελλάδα, υπήρξε η μετανάστευση από την Ελλάδα προς τον έξω κόσμο – και δεν πήγαν όλοι στην Αμερική ή στην Αυστραλία, ούτε στις φάμπρικες της Γερμανίας, που λέει και ο Καζαντζίδης. Πήγαν και στην Αφρική, σχεδόν σε όλες τις χώρες της Μαύρης Ηπείρου – δυστυχώς, δεν έβγαλε γιαυτούς τραγούδι ο Καζαντζίδης, αλλά ίσως βγάλει ο Καρβέλας στις μέρες μας, με ερμηνευτή τον Ρουβά.
Στη Νότιο Αφρική υπήρχαν περί τις 100.000 Έλληνες, μέχρι την πτώση του καθεστώτος Απαρτχέϊντ, οπότε έφυγαν αρκετοί. Στην Αιθιοπία υπήρχαν 15.000 Έλληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους έφυγαν όταν επικράτησε το Ντέργκ το 1974 και τους δήμευσε τις περιουσίες. Αρκετοί, πάντως, έμειναν και στην Αιθιοπία και στη Νότιο Αφρική, καθώς και στο Σουδάν, στο Κονγκό και σε πολλές άλλες αφρικανικές χώρες.
Επειδή η μετανάστευση προς τις χώρες εκείνες ήταν πιό περιπετειώδης από μιά μετανάστευση στη Σουηδία, για παράδειγμα, συνήθως πήγαιναν μόνον νέοι άνδρες, οι οποίοι έκαναν οικογένειες με ντόπιες γυναίκες. Τα παιδιά τους, που τώρα πλέον είναι τρίτης και τετάρτης γενεάς, είναι μιγάδες, συχνά μάλιστα με περισσότερο από 50% αφρικανικό αίμα, αφού ήδη ο δεύτερης γενεάς απόγονος του πρώτου μετανάστη παντρεύτηκε ντόπια γυναίκα.
Στη Βόρεια Ευρώπη, Αμερική ή Αυστραλία, ο τρίτης και τετάρτης γενεάς Ελληνας είναι πλέον απλά, άτομο ελληνικής καταγωγής. Μπορεί να διατηρεί το ελληνικό του όνομα, ίσως να είναι και ορθόδοξος, αλλά σίγουρα έχει χάσει τη γλώσσα ή τη μιλάει ελάχιστα και σπαστά. Στην Αφρική, όμως, η ελληνική γλώσσα διατηρείται ζωντανή και στις γενεές αυτές, ιδίως σε μέρη, όπου υπήρξε ελληνικό σχολείο και ελληνική εκκλησία.
Μιά τέτοια περίπτωση είναι και η Αιθιοπία. Παρά την αποχώρηση χιλιάδων Ελλήνων, κυρίως μιγάδων, όταν επικράτησε το εθνοσωτήριο καθεστώς του Μενγκίστου, πολλοί έμειναν, μερικοί δε επέστρεψαν και μετά την πτώση του, ή εξακολουθούν να επιστρέφουν και σήμερα, με την κρίση που υπάρχει στην Ελλάδα. Ιδίως όσοι είχαν κάποιο πατρογονικό σπίτι, χωράφι ή επιχείρηση στην Αιθιοπία, που τους είχε κατασχεθεί, αλλά τώρα μπορούν να το διεκδικήσουν, ξαναγυρίζουν τώρα στη χώρα, όπου γεννήθηκαν, η δε κατηγορία αυτή μπορεί να είναι και κατά 80% Αιθίοπες, αλλά γλωσσικά και πολιτιστικά είναι εντελώς ελλαδικοί, αφού έζησαν δύο και τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα.
Έτσι, στην Αιθιοπία δεν έπαψε ποτέ να λειτουργεί το ελληνικό σχολείο, η ελληνική κοινότητα, το ελληνικό κλαμπ “Ολυμπιακός”, το οποίο είναι ένα από τα φημισμένα και δημοφιλή κλαμπ της πόλης για καθημερινό φαγητό (ελληνική κουζίνα), δεξιώσεις και διάφορες άλλες εκδηλώσεις, ανταγωνιζόμενο το αντίστοιχο Ιταλικό, που λέγεται “Γιουβέντους”.
Ο Αντώνης έφτασε στην Αντίς Αμπέμπα αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνος και άφραγκος, έχοντας ακούσει, βέβαια, πως στην Αφρική μαζεύεις το χρυσό με το φτυάρι στους δρόμους. Πήγε λοιπόν στην ελληνική κοινότητα, εξήγησε την κατάστασή του, και εκεί του έδωσαν δέκα δολάρια και τον συμβούλευσαν να πάει σε μιά πόλη εφτακόσια τόσα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Αντίς Αμπέμπας, ονόματι Ντεμπιντόλο. Όπερ και εγένετο, αλλά τί κάνουμε τώρα στο Ντεμπιντόλο, και πόσο θα μας φτάσουν τα δέκα δολάρια; Τα μισά έφυγαν ήδη στο ταξίδι, που πήρε είκοσι ημέρες γεμάτες κάθε λογής στραπάτσο.
Ύστερα από πολλή σκέψη και επακριβείς μαθηματικούς υπολογισμούς, ο Αντώνης αποφάσισε να ανοίξει δική του δουλειά στη λαϊκή αγορά της πόλης, και να πουλάει βελόνια. Δεν έφτανε και για παραπάνω το κεφάλαιό του...
Στις λαϊκές αγορές αυτού του είδους, τα πράγματα είναι απλά. Ο καθένας που έχει κάτι να πουλήσει βρίσκει μιά γωνιά, κάθεται χάμω, και απλώνει τα εμπορεύματά του στο χώμα, όπως περίπου κάνουν σήμερα και οι Νιγηριανοί, που πουλάνε τσαντάκια στους δρόμους της Αθήνας. Ο Αντώνης, όμως, βρήκε κάτι κουτσοτάβλια, επένδυσε και σε μερικές πρόκες και ένα σφυράκι, και έφτιαξε ένα υποτυπώδες τραπεζάκι, όπου εξέθετε τα βελόνια του, απλωμένα με μεγάλη τάξη και μερακλοσύνη. Έτσι, εκτός από το κάτασπρο χρώμα του, ήταν διακριτός από τους άλλους εμπόρους και λόγω του ότι ήταν ο μόνος, που διέθετε την πολυτέλεια ενός πάγκου.
Όταν, τώρα, σε αυτές τις αγορές, ο πελάτης πάει σε έναν μικροπωλητή για ν’ αγοράσει π.χ. κρεμμύδια, η απλή αυτή συναλλαγή μπορεί να κρατήσει και μισή ώρα, με τον τρόπο που γίνεται: “μπα, κρεμμύδια θέλεις; Τί θα τα κάνεις;” “Λέω να μαγειρέψω ένα γιαχνιστό”. “Και πώς θα το κάνεις; Βάζεις και σκόρδα μέσα; Και πού μένεις; Και πόσα παιδιά έχεις; Πόσες κατσίκες, προβατίνες, γαϊδούρια και κότες έχεις;” Και πάει λέγοντας, αφού δε τελειώσουν αυτά, μετά αρχίζουν τα “ξέρεις τον τάδε και τον δείνα;” και καταλήγουν στα ατέλειωτα παζάρια. Να πως περνάει το μισάωρο γεμάτο.
Ο Αντώνης δεν είχε βέβαια κανένα λόγο ν’ ακολουθήσει τέτοιες αναποτελεσματικές μεθόδους εμπορίου, ούτε είχε το παραμικρό ενδιαφέρον να μάθει αν ο πελάτης του ήθελε το βελόνι για να μαντάρει κάλτσα ή για να μπαλώσει βρακί, αν ο γάϊδαρός του πελάτη γκαρίζει ή αν οι κότες του κακαρίζουν. Έτσι, ερχόταν ο πελάτης, ζητούσε ένα βελόνι, το έπαιρνε αμέσως, πλήρωνε μιά σταθερή τιμή χωρίς παζάρια, έπαιρνε τα ρέστα χωρίς καθυστέρηση, και αυτή η αποτελεσματικότητα έκανε τον Αντώνη διάσημο σε όλο το Ντεμπιντόλο. Σάστισαν όλοι που η συναλλαγή διεκπεραιωνόταν σε λιγότερο από ένα λεπτό! Έτσι είναι οι “Φερέντζι” (δηλαδή, οι “Φράγκοι”, όπως ονομάζονται οι λευκοί στην Αιθιοπία), σου λέει, εργατικοί και αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, όχι όπως εμείς, που περνάμε το 90% του χρόνου μας κουβεντιάζοντας και τραγουδώντας, όταν δεν το ρίχνουμε στον ύπνο δηλαδή.
Έτσι, ο Αντώνης απέκτησε μεγάλη πελατεία και η επιχείρησή του όλο και μεγάλωνε. Στα βελόνια πρόσθεσε και κουβαρίστρες, και ψαλίδια, και κλωστές, και μπογιές για να βάφεις τις κλωστές. Κατέληξε βαθύπλουτος, τοπικός μεγιστάνας στην επαρχία Ουολέγκα, όπου είναι το Ντεμπιντόλο, με μαγαζιά, φυτείες καφέ, φορτηγά και πολλά άλλα. Παντρεύτηκε και μιά μισή-μισή ντεμπιντολιώτισσα και έκανε δέκα παιδιά παρακαλώ, τα περισσότερα από τα οποία κατέληξαν στην Ελλάδα τα μαύρα χρόνια του Ντέργκ, όμως, τώρα έχουν αρχίσει και ξαναγυρίζουν στην Αιθιοπία.
Το πρώτο που διεκδίκησαν ήταν το σπίτι τους. Η οικία του Αντώνη ήταν σίγουρα το μεγαλύτερο και καλύτερο σπίτι σε ολόκληρο το Ντεμπιντόλο, μιά πόλη 50 χιλιάδων κατοίκων. Με την επιβολή του Ντέργκ, όμως, το σπίτι κατασχέθηκε και έγινε η κατοικία του Γραμματέα του Κόμματος της επαρχίας Ουολέγκα. Η πολύτεκνη οικογένεια του Αντώνη αναγκάστηκε να μετακομίσει σε μιά καλύβα, που θύμιζε καταπληκτικά την καλύβα του Καραγκιόζη, ακριβώς απέναντι από το πρώην σπίτι τους. Τα μικρά παιδιά, παίζοντας, προσπαθούσαν να μπούν στο σπίτι, όπου είχαν γεννηθεί, αλλά οι φύλακες του Γραμματέα του Κόμματος της Εργατιάς τα έδιωχναν με κλωτσιές και με βρισιές. Ίσως αυτό ειδικά να τους δημιούργησε το απωθημένο να ξαναπάρουν το σπίτι τους κάποτε, αφού μεγάλωσαν με την ελπίδα “πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι...”.
Εκτός από τέτοια απωθημένα, όμως, πολλοί επιστρέφουν στην Αφρική, ή φεύγουν για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, διότι, δυστυχώς, δεν βρήκαν και μεγάλη φιλοξενία στην Ελλάδα. Η ίδια κοινωνία, που κάποτε είχε δεχθεί τους μικρασιάτες πρόσφυγες κλέβοντας τις βαλίτσες τους στα λιμάνια και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, σήμερα βγάζει κραυγές αλλαλαγμού πως οι Έλληνες ανήκουν στη λευκή φυλή και πως αυτοί είναι σαφώς ανεπιθύμητοι. Στην καλύτερη περίπτωση, γίνονται δεκτοί με βλέμματα βλοσυρότητας και ειρωνίας, στη χειρότερη με προπηλακισμούς και προσβολές. Έτσι, οι μελαμψοί Έλληνες της Αφρικής καταλαβαίνουν πως ο Ξένιος Δίας δεν ζει πιά στον χώρο, που γεννήθηκε, όπως τους είχαν πει στα ελληνικά σχολεία, όπου φοίτησαν, γιαυτό και καλύτερα να του δίνουμε από εδώ, όπου και να πάμε χειρότερα δεν μπορεί να είναι...
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Έλληνες κάτοικοι του Ντέμπι Ντόλο.
Γεράσιμος Φουρλάνος
__________________________________
Ο Γεράσιμος Φουρλάνος, είναι Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστήμιου της Ουψάλας. Εργάστηκε στην Αιθιοπία, ως Νομικός Σύμβουλος του ΟΗΕ (1985-1987) και ως Επικεφαλής Προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2011-2013).