Ο ΤΟΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ 21 Δεκεμβρίου 2024
ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟΥ …
Μόλις γύρισα (1951) από έναν ονειρεμένο τόπο, τόπο του ονείρου θα ‘λεγα για ν’ ακριβολογήσω. Έναν τόπο που, πιστεύω, κάθε άνθρωπος θα ‘θελε να επισκεφτεί. Οι εικόνες είναι, ακόμα, μπερδεμένες μέσα μου κι όπως παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια μου μοιάζουν σαν κινούμενα σχέδια διαφημιστικής ταινίας. Μόνο που οι δίκες μου εικόνες δεν έχουν αρχή και τέλος. Αρχίζουν, τελειώνουν και ξαναρχίζουν μ’ έναν γρήγορο εναλλασσόμενο ρυθμό, τέτοιο που δε αφήνει να τις βάλω σε μια σειρά. Έτσι, λοιπόν, ανάκατες, θα προσπαθήσω να τις καταθέσω εδώ διεκδικώντας μια ξενάγηση σ’ έναν ξένο τόπο με το ρομαντικό όνομα ‘’Καινούργιο Λουλούδι”, γιατί αυτό σημαίνει το όνομα της πρωτεύουσας της Αιθιοπίας που λέγεται Αντίς Αμπάμπα.
Μέσα στην πόλη, που είναι κι αυτή σαν όλες τις πόλεις του κόσμου αρκετά πυκνοκατοικημένη, δε βρίσκεις τίποτα το ιδιαίτερο και το γραφικό. Δρόμοι ασφαλτοστρωμένοι, κτίρια συνηθισμένα, καταστήματα απλά και πολυτελή Γραφεία. Τίποτα δε σ’ εντυπωσιάζει. Εσύ έχεις ακούσει να γίνεται λόγος για φανταστικές ομορφιές και δε σε ικανοποιεί αυτό που βλέπεις, γιατί τούτη η πόλη δε θα είχε αυτό το ξεχωριστό όνομα ‘’Καινούργιο Λουλούδι” αν στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη πόλη. Κι όμως το έχει και σου κεντρίζει τη φαντασία να δεις: το αξίζει ή δεν το αξίζει; Τα μέρη είναι, βεβαία, άγνωστα κι εσύ θέλεις να τα γνωρίσεις. Ήρθες για γευτείς το ‘’μυστήριο’’ μιας εξωτικής γης που το έχεις πολλές φορές λατρέψει με τη φαντασία σου.
Ντόπιοι οδηγοί προσφέρονται. Τρέχουν πίσω σου και παρακαλάνε να τους δώσεις ένα, διό δολάρια για να σε μυήσουν στα μυστικά του τόπους τους.
Διαλέγεις κάποιον στην τύχη το όνομα του είναι κι αυτό μέρος της γοητείας της χώρας. Τον Μπεζάμπε. Είναι ένα λεπτοκαμωμένο αγόρι, μελαψό με δυο μεγάλα εκφραστικά μάτια. Τον παίρνεις, νοικιάζεις κι ένα αυτοκίνητο με οδηγό κι απομακρύνεσαι λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο
Δέντρα, τεράστια δέντρα, κάκτοι με περίεργα σχήματα, θάμνοι γίγαντες και νάνοι, σε περιτριγυρίζουν. Ξαφνικά, συνειδητοποιείς πόσο γρήγορα βρίσκεται μέσα στη ζούγκλα Φυτά τροπικά, λουλούδια πανέμορφα αλλά σαρκοβόρα, ζουζούνια κι έντομα που βουίζουν γύρω σου ή σέρνονται κατάχαμα. Κοντά σου ο Αιθίοπας, ξυπόλυτος, χαμογελάει που σε βλέπει να θαυμάζεις τον τόπο του. Βυθίζεσαι στον πράσινο κόσμο και προχωράς χιλιόμετρα δέκα, είκοσι.. Το τοπίο λίγο, λίγο αλλάζει. Ξεγυμνώνεται ο Μπεζάμπε, που σε βλέπει ν' απορείς, σκύβει και σου ψιθυρίζει:
Τότε ο Μπεζάμπε μου φέρνει ένα μπουκάλι νερό κι ένα ποτήρι.
- Άμπο μου λέει.
- Άμπο θα πει νερό; ρωτάω.
- Όχι, Άμπο είναι εδώ, λέει. Βγάζει νερό.
Καταλαβαίνω πως το ''Άμπο" είναι η ...Σάριζα της περιοχής. Και, φαίνεται πως έχει τρομερές ιδιότητες γιατί, μόλις ήπια ένα ποτήρι, αμέσως συνήρθα. Αγοράζω, γρήγορα, δυο μπουκάλια μπουκάλια θαυματουργό νερό κι ο Μπεζάμπε μου βάζει έναν ανανά και τις μπανάνες στο αυτοκίνητο.
- Ωραία χώρα η Αφρική κι η Αντίς Αμπάμπα, του λέω για να τον ευχαριστήσω που με περιποιήθηκε.
Κουνάει πικραμένος το κεφάλι του.
- Όχι πάντα,
- Γιατί ;
Δεν παίρνω απάντηση μόνο λέει κάτι στον οδηγό και το αυτοκίνητο μπαίνει σε πλάγιους δρόμους.
Αρχίζω ν' ανησυχώ. Στο κάτω, κάτω είμαι μόνη μέσα σ' ένα ταξί με δυο Αιθίοπες. Ο Μπεζάμπε έχει χάσει το χαμόγελό του και τη γλυκειά του έκφραση. Είναι στρυφνός, αμίλητος και μοιάζει αγριεμένος. Δεν μ' αρέσει καθόλου. Σκύβω στον οδηγό.
- Πήγαινέ με, σε παρακαλώ στο ξενοδοχείο. Είναι ώρα να γυρίσω πίσω.
- Καλά, κυρία. Σε λίγο. Τώρα πάμε αλλού.
- Αλλού ; Πού;
Στην άλλη στροφή κι ενώ ο φόβος μου μετατρέπονταν σε πανικό, βλέπω ίσια μπροστά, πάρα πολύ κόσμο. Ηρέμησα. Το αυτοκίνητο πάει και σταματάει μέσα στη μέση.
- Πάμε ακούω τον Μπεζάμπε.
- Πού πάμε;
- Στο Μερκάτο. Πάμε να δεις τι θα πει Αφρική.
Τον ακολούθησα. Ήταν δύσκολο να περπατήσεις μέσα σε τέτοιο πλήθος.
Γυναίκες ντυμένες με άσπρα, σουρωτά, μακριά φουστάνια που μύριζαν έντονα μια περίεργη μυρωδιά και άσπρα τουλμπάνια στα κεφάλια τους, φορτωμένες με μωρά κι άλλα πιτσιρίκια να σέρνονται κοντά τους, άντρες μισόγυμνοι με πανταλόνια που θύμιζαν στολές ιππασίας, γαϊδουράκια μισοφορτωμένα, φωνές που διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους στη γλώσσα τους, ήταν οι πρώτες μου εντυπώσεις από το λεγόμενο ''Μερκάτο'', τη λαϊκή αγορά τους που γίνονταν, πάντα, στην ίδια θέση, όπως έμαθα.
Ο Μπεζάμπε πήγαινε μπρος και μου άνοιγε δρόμο. Κάπου στάθηκε. Το μέρος μέσα στη μέση φαινόταν άδειο, σαν μικρή πλατεία και γύρω στέκονταν άνθρωποι και κοίταζαν. Πλησίαζα κι εγώ. Πήγα πλάι στον Μπεζάμπε και είδα..., θεέ μου. Τι είδα. Δέκα άντρες ήταν κρεμασμένοι, ανάποδα από τα πόδια με το κεφάλι προς τα κάτω κι ένα χοντρό κρεμμύδι στο ανοιχτό τους στόμα. Τρελάθηκα.
- Μπεζάμπε, τι είναι αυτοί, φώναξα.
- Με κοίταξε και τότε κατάλαβα γιατί σ' όλη την διαδρομή ήταν στρυφνός κι αμίλητος.
- Τρώνε ανθρώπους. Δεν είναι δικοί μας αυτοί, είπε. Φάγανε τη μέρα πριν από χτες, έναν άσπρο και το παιδί του.
- Πού; ξεφώνιζα έντρομη, μέσα στην πόλη;
Ναι , στον πλαϊνό δρόμο, στις 6 το απόγευμα.
Όταν γύρισα στο ξενοδοχείο έμαθα λεπτομέρειες. Αυτοί οι δέκα ήταν από μια φυλή ανθρωποφάγων που πολλές φορές κάνουν επιθέσεις, τρώνε λευκούς και σκοτώνουν ή κατακλέβουν τους μαύρους. Ευτυχώς η Αστυνομία κάνει καλά την δουλειά της και τους έχει πιάσει. Το “καινούργιο λουλούδι” είχε λοιπόν δυο όψεις: από τη μια ήταν ελκυστικό, ευωδιαστό κι από την άλλη ήταν σαρκοβόρο :....
Πάντα με την ατέλειωτη διάθεση του διψασμένου για περιπέτειες τουρίστα, αποφάσισα να βγω κι έξω από το χώρο της πρωτεύουσας και να επισκεφτώ ένα μέρος που μου το παινέψαμε πολύ, όχι μόνο για την ιδιαίτερη ομορφιά του αλλά και για το νερό της λίμνης του που οι κάτοικοι - άνθρωποι οι περισσότεροι απλοϊκοί κι αγράμματοι - το ονομάζανε ''μαγικό''. Θεράπευε, λέει κάθε εξωτερική και εσωτερική πληγή. Έκανες μπάνιο στην λίμνη η έπινες το νεράκι. Και τα δυο ''μαγικά'':
Με τέτοια εισήγηση είναι να μην επισκεφτεί κάνεις το “Μπισόφτο’’. Εξ άλλου είχα λόγο να... δοκιμάσω τις φήμες γιατί είχα στο πόδι μου, λίγο πιο το γόνατο, μια πληγή από πέσιμο που δεν γιατρεύονταν με τίποτα. Ο γιατρός επέμενε να κάνει επέμβαση. Εγώ, όμως προσπαθούσα να τ’ αποφύγω. Τι έχανα να δοκιμάσω κι εγώ το νερό της λίμνης;
Πήρα το αυτοκίνητο με τον οδηγό και τον Μπεζάμπε και πρωί, πρωί την άλλη μέρα ξεκινήσαμε. Τα χιλιόμετρα ήταν πολλά και γιαυτό θα περνούσαμε την νύχτα μας σ’ ένα ξενοδοχείο, πάνω στη λίμνη με το ‘’μαγικό’’ νερό και θα γυρίζαμε την άλλη μέρα.
Ο καιρός ήταν βαθιά ανοιξιάτικος ως καλοκαιρινός και η διαδρομή μας θαυμάσια. Γύρω μας πυκνή, τροπική βαλαστιση. Πράσινο, πράσινο παντού. Πινελιές ανοιχτόχρωμες, βαθύχρωμες, απαλές σαν μεταξένιες. Ξαφνικά κι αυτό μ’ εντυπωσίασε πολύ, το τοπίο άλλαξε. Η πρασινάδα εξαφανίστηκε κι ένα σταχτόγκριζο, αμμουδερό χρώμα την αντικατέστησε.
Που και που υψώνονταν η λυγερή κορμοστασιά κάποιου κάκτου που έσμιγε ψηλά με το χαρούμενο γαλάζιο τ’ ουρανού.
Προχωρούσαμε αμίλητοι όταν το αυτοκίνητο άρχισε να βγάζει κάτι περίεργους ήχους. Γκρ...γκρ...Παίρνουμε έναν μικρό κατήφορο και μπροστά μας βλέπω ένα ξεροπόταμο γεμάτο άμμο. Κάνουμε να τον περάσουμε άλλα οι ρόδες γυρίζουν τρελά χωρίς να προχωράμε.
- Τι γίνεται, Μπεζάμπε;
- Κολλήσαμε, κυρία και πρέπει να σπρώξουμε και γρήγορα γιατί μπορεί να μας επιτεθούν εδώ.
- Ποιοι;
Απάντηση καμιά. Κατεβαίνω κι αρχίζουμε να σπρώχνουμε και οι τρεις. Το αυτοκίνητο σχεδόν δεν κουνήθηκε. Ξαφνικά ακούω πίσω, κοντά μου μια αγριοφωνάρα. Γυρίζω απότομα και τι να δω; Δυο μισόγυμνους άντρες με τα κεφάλαια κουρεμένα γουλί κι ένα περιδέραιο από αντρικά, γεννητικά, λευκά όργανα στο λαιμό τους. Κοκάλωσα. Το ίδιο κι οι άλλοι δυο δικοί μου.
- Παναγίτσα μου, προσεύχομαι, εδώ θ’ αφήσω τα κοκαλάκια μου.
Οι άγριοι μιλάνε δυνατά με τον Μπεζάμπε, που μου ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου και με βάζει μέσα.
- Μου δίνετε, μου λέει, δυο δολάρια.
Τα παίρνει και τα μοιράζει στους κουρεμένους. Αμέσως μπαίνει μέσα μαζί κι ο οδηγός και μας σπρώχνουν οι άγριοι ώσπου βγαίνουμε από το ποτάμι.
Αφού κάναμε καμιά τριαντάρια ακόμη χιλιόμετρα, ο Μπεζάμπε σταματάει το αυτοκίνητο και μου λέει να κατεβούμε και να περπατήσουμε. Κατέβηκα με χαρά, που έγινε ακόμα μεγαλύτερη, όταν μπήκαμε μέσα στο δάσος από ροζ και κόκκινες αγριογιασεμιές που σκόρπισαν ΄σ’ όλο τον πυκνοριζομένο χώρο τέτοια ευωδία που σου έρχονταν ζάλη. Ήταν όλες μικρά, χαμηλά δεντράκια με απαλά ροζ άλικα κόκκινα λουλουδάκια. Όσα χρόνια κι αν περάσουν ποτέ δε θα ξεχάσω την ομορφιά αυτού του δάσους.
Ήσυχα, γαλήνια τα νερά, μικρή παραλία γύρω με άμμο και βότσαλα. Άλλαζα στο ξενοδοχείο κι έτρεξα να δοκιμάσω τις ‘’μαγικές’’ ιδιότητες του νερού της, προτού προφτάσει κανένας να μου κόψει τη διάθεση.
Το νερό δροσούλικο, μ’ άρεσε πολύ. Κολύμπησα χαρούμενη, πάντα φροντίζοντας να μην απομακρυνθώ από τη ακτή. Θα ‘μεινα και μισή ώρα μέσα όταν θυμήθηκα πως είχα κι άλλα πράγματα να δω κι έπρεπε να προλάβω. Βγήκα κι όπως δεν είχα πετσέτα μαζί μου, κάθισα σε μια μεγάλη πέτρα να στεγνώσω. Γύρω είχε κι άλλες τέτοιες πέτρες μισοκρυμμένες στην άμμο, όπως η δίκη μου.
Επηρεασμένη, ακόμα, από τη μαγεία του δάσους των γιασεμιών, δεν κατάλαβα εγκαίρως ότι η ‘’πετσέτα’’ μου κουνιότανε. Μόνο όταν βγήκα από την άμμο κατάλαβα που καθόμουνα. Ήμουνα τόση ώρα θρονιασμένη στη ράχη ενός κροκόδειλου. Είναι δυνατόν να πιστέψει κανένας; Με το που σηκώθηκα η μεγάλη ‘’πέτρα’’, σηκωθήκαμε μαζί κι άλλες μικρότητες που δεν ήταν παρά μικρότερα... κροκοδειλάκια !!!
Περιττεύει να πω ότι έφυγα με τα πόδια στο κεφάλι.
Αχ Αφρική, τι μου κάνεις; Μια μου παρουσιάζεσαι γλυκεία, αρωματισμένη, όμορφη και τρυφερή και μια μου δείχνεις τους χαυλιόδοντες σου. Όμως εγώ σε δέχομαι όπως είσαι και σ’ αγαπώ. Είναι γιατί μου έκανες το ‘’μαγικό’’ νεράκι σου καλά το πόδι μου, είναι γιατί μ’ αρέσουν πολύ οι ανανάδες ή είναι γιατί μένει, ακόμα, ζωντανή η εικόνα των ροζ και των κόκκινων γιασεμιών κι ευωδία με ξαναφέρνει πάντα κοντά στην τροπική, μυστηριώδη αγκαλιά σου.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Διαφήμιση του μεταλλικού νερού που συσκευάζεται στο .Άμπο.
ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΑΤΕΡΑΚΗ
________________
Η Γιολάντα Πατεράκη, ήταν μαθήτρια του Ελληνικού Σχολείου της Αντίς Αμπέμπα. Ερχόμενη στην Ελλάδα σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και ασχολήθηκε με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων.