ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΝΤΙΡΕ ΝΤΑΟΥΑ (1905-1955)  

                                                           Η ΝΤΙΡΕ ΝΤΑΟΥΑ ΣΗΜΕΡΑ

Όταν οι Έλληνες μετανάστες έφθαναν στο Τζιμπουτί και συνεχίζαν το ταξίδι τους στην Αιθιοπία, χρησιμοποιούσαν, μετά το 1902, τη νέα σιδηροδρομική γραμμή, η οποία έφθανε τότε, μέχρι τη Ντίρε Ντάουα. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική Αιθιοπία, σε υψόμετρο 1200 μέτρων και απέχει από την Αντίς  Αμπέμπα 515χιλιόμετρα. Ιδρύθηκε όταν η σιδηροδρομική γραμμή Αντίς Αμπέπα - Τσιμπουτί πέρασε από την περιοχή. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αιθιοπίας, με πληθυσμό 493.000 κατοίκους, οι οποίοι ανήκουν στις παρακάτω φυλές:

  - Oromo: 48.0%

  - Amhara: 27.7%

  - Somali: 13.9%

  - Gurage: 4.5%

  - Υπόλοιποι: 5.9%

Η πόλη χωρίζεται από τον ξεροπόταμο Dechatu (έχει προκαλέσει μεγάλες καταστροφές) σε δύο βασικά μέρη, την Kezira και την Megale, η τελευταία είναι φτωχότερη χωρίς κανένα σύστημα αποχέτευσης. Στην διοικητική περιοχή της Ντίρε Ντάουας, το 63.2% του πληθυσμού είναι Μουσουλμάνοι και το 36.8% είναι Χριστιανοί, ενώ το 74,4% ζει στην πόλη και το 25,6% στην ύπαιθρο.

Είναι βιομηχανικό κέντρο, κατασκευάζονται φυτικά έλαια, επεξεργασμένα κρέατα, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, τσιμέντο και επεξεργάζονται αγροτικά προϊόντα (καφές, καλαμπόκι, φασόλια), τα οποία εξάγονται από το λιμάνι του Τζιμπουτί. Η Ταχυδρομική υπηρεσία της, λειτούργησε το 1906, το πρώτο  υποκατάστημα της, η Τράπεζα της Αιθιοπίας το άνοιξε στην Ντίρε Ντάουα το 1931, και η Τηλεφωνία εγκαταστάθηκε το 1954 (το 1967 υπήρχαν 500 τηλεφωνικές συνδέσεις). Ο κυβερνήτης του Χάραρ Ρας Μακόνεν (πατέρας του Χάιλε Σελάσιε) κατασκεύασε το 1928, οδικό δίκτυο και σύνδεσε τη νέα πόλη με το Χάραρ.

Σύμφωνα με τις ανασκαφές που έγιναν το 1920, στα σπηλαία της περιοχής, υπάρχουν μια σειρά από προϊστορικά και ιστορικά στοιχεία, που δείχνουν ότι ο τόπος όπου βρίσκεται σήμερα η πόλη έχει κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή.

Η Ελληνική παροικία είχε έντονη συμμετοχή στην ιστορία πόλης. Πολλοί  Έλληνες εργάσθηκαν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, ενώ άλλοι με τις πρωτοβουλίες τους συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της. Στην Ελλάδα είναι γνωστή από την ηθοποιό Καίτη Ντιρίνταουα (της δόθηκε το ψευδώνυμο επειδή η πόλη βρισκόταν στην επικαιρότητα την εποχή του πολέμου), ήταν σύζυγος του Κώστα Χατζηχρήστου και έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.

Η Ντίρε Ντάουα σήμερα:

- Πρόσφατα ένα αεροσκάφος της Ethiopian Airlines, το οποίο πραγματοποιούσε πτήση από το Τζιμπουτί στην Ντίρε Ντάουα έπεσε πάνω σε μεγάλο σμήνος από ακρίδες, οι οποίες γέμισαν την μύτη του, το μπροστινό μέρος και τις μηχανές του, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η ορατότητα και να μην μπορεί να προσγειωθεί. Επιχείρησε να προσγειωθεί ακόμη δύο φορές, χωρίς αποτέλεσμα και τότε επέστρεψε στο Τζιμπουτί, όπου προσγειώθηκε με ασφάλεια. Η κατάσταση κρίνεται ιδιαίτερα ανησυχητική στην Αιθιοπία, ωστόσο, τα σμήνη των ακρίδων εξαπλώνονται στο Τζιμπουτί και την Ερυθραία. Τεράστια σμήνη ακρίδων της ερήμου εισβάλουν κάθε χρόνο στην Ανατολική Αφρική και κατασπαράζουν τις καλλιέργειες στην Αιθιοπία, Σομαλία και Κένυα. Ο Διεθνής Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) εκτιμά ότι οι ακρίδες δημιουργούν μια «επικίνδυνη κατάσταση». Η ραγδαία εξάπλωση των ακρίδων τροφοδοτήθηκε από την κλιματική αλλαγή και συνδέεται με την αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας. Οι ακρίδες της ερήμου είναι το πιο καταστρεπτικό μεταναστευτικό έντομο στον κόσμο, ταξιδεύουν 150 χιλιόμετρα την ημέρα και τρώνε πρασινάδα ίση με την τροφή που χρειάζονται 35.000 άνθρωποι ημερησίως. Ζουν τρεις μήνες και, μετά την ενηλικίωση μιας γενιάς, παράγουν αυγά, τα οποία όταν εκκολαφθούν σχηματίζουν μια νέα γενιά, μέχρι 20 φορές μεγαλύτερη από την προηγούμενη.

- Η νέα ηλεκτρική σιδηροδρομική γραμμή, η οποία συνδέει την Αντίς Αμπέμπα με το Τζιμπουτί, κατασκευάστηκε με κινεζική χρηματοδότηση. Το παρθενικό ταξίδι της έγινε στις 10 Ιανουαρίου 2018 και κάλυψε την απόσταση των 756 χλμ. σε 12 ώρες. Διαθέτει 21 σταθμούς και για την κατασκευή της εργάσθηκαν 25.000 άτομα. Είναι διπλής κατεύθυνσης και η διαδρομή της είναι παράλληλη με την παλιά, η οποία κατασκευάστηκε πριν από 100 χρόνια. Η ικανότητα μεταφοράς είναι 1,5 εκατομμύρια τόνους τον χρόνο, από τους 240.000 τόνους που ήταν μέχρι πρότινος. Χρειάσθηκαν έξι χρόνια για να ολοκληρωθεί το έργο.

- Το 2016, οι Αιθιοπικές Αρχές κατεδάφισαν, τη ΜΠΟΛΛΟΛΑΚΕΙΟ ΣΧΟΛΗ. Το σχέδιο, για τη διαπλάτυνση της Λεωφόρου Χάραρ, κατά 17 μέτρα, προέβλεπε την κατεδάφιση της Ιστορικής Ελληνικής Σχολής της Ντίρε Ντάουας. Στην απόφαση της Αιθιοπικής Κυβέρνησης αντέδρασε και η Δημοκρατία του Τζιμπουτί. Γκρεμίσθηκαν και ανίκητα που ανήκουν στην εταιρία ‘’Σιδηροδρομική Γραμμή Αιθιοπίας-Τζιμπουτί’’. Στο Τζιμπουτί ανήκει το 50% της εταιρίας, (η Γαλλία παραχώρησε το μερίδιο της, μετά την ανεξαρτησία του, το 1977).

                                                                                                                                                                                         Σταύρος Ε. Βινιεράτος

                                                       ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΝΤΙΡΕ ΝΤΑΟΥΑ

Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, οι Έλληνες που κατοικούσαν στην νοτιοανατολική Αιθιοπία, ήταν συγκεντρωμένοι στο Χάρραρ, το οποίο αποτελούσε το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της περιοχής και από το οποίο διακινούνταν το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών της χώρας. Η αδυναμία διέλευσης της σιδηροδρομικής γραμμής από το Χάρραρ, λόγω τεχνικών δυσκολιών, οδήγησε το 1902 το σιδηρόδρομο στη Ντίρε Ντάουα. 

Η σιδηροδρομική σύνδεσή της πόλης με το λιμάνι του Τζιμπουτί, αποτέλεσε ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Αιθιοπίας, που καθόρισε και την πορεία της Ελληνικής παρουσίας. Η δημιουργία του σιδηροδρομικού σταθμού και οι ανάγκες που δημιούργησε αυτή η απόφαση, συνέβαλλε στη ριζική αναμόρφωση της άσημης, μέχρι τότε, Ντίρε Ντάουας.

Την δεκαετία του 1920, η Ντίρε Ντάουα άρχισε να μεταμορφώνεται σε σύγχρονη πόλη. Σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη οι πρώτοι Ευρωπαίοι, οι οποίοι εργάζονταν ως επί το πλείστον στη σιδηροδρομική εταιρεία. Μεταξύ των οποίων και αρκετοί Έλληνες. Λίγο αργότερα, εγκαταστάθηκαν και μερικοί Έλληνες έμποροι από το γειτονικό Χάρραρ. 

Τότε, οι 150 Έλληνες που κατοικούσαν στη Ντίρε Ντάουα, αλλά και στις γειτονικές πόλεις της ευρύτερης επαρχίας του Χάρραρ, προχώρησαν στη συγκρότηση Κοινότητας. Η Ελληνική Κοινότητα της Ντίρε Ντάουας ιδρύθηκε το 1920 και σύμφωνα με το καταστατικό της, δικαίωμα εγγραφής είχαν όσοι διέμεναν στην ευρύτερη περιφέρεια Χάρραρ. 

Από τις πρώτες ενέργειες της Κοινότητας, ήταν να αγοράσει οικόπεδο και να κατασκευάσει σχολείο. Υπό την καθοδήγηση του Στυλιανού Μπολλολάκου συστάθηκε επιτροπή για την αγορά οικοπέδου. Το οικόπεδο αγοράσθηκε από την Ευρωπαϊκή Λέσχη με έξοδα της Ελληνικής Παροικίας.

Στο παραπάνω οικόπεδο ο Στυλιανός Μπολλολάκος το 1926 κατασκεύασε την Μπολλολάκειο Σχολή. Ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος, κατασκευάσθηκε το 1930, με έξοδα του Στυλιανού Μπολλολάκου και της Ελληνικής Παροικίας. Μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω έργων, στο οικόπεδο της Ελληνικής Κοινότητας υπήρχαν και τα κτίσματα: Κοινοτικό Γραφείο, η οικία του Διευθυντού της Σχολής και η οικία του Ιερέα και Ναού.

Το 1936, πέθανε ο Μεγάλος Ευεργέτης της Ελληνικής Κοινότητας Στυλιανός Μπολλολάκος, ο οποίος γεννήθηκε το 1854 στο Γύθειο της Λακωνίας. Τότε ανοίχθηκε η διαθήκη του, που μεταξύ άλλων έγραψε: <<όλη η κινητή και ακίνητη περιούσια μου, μεταβιβάζεται στην Κοινότητα>>.

Η διαθήκη περιελάμβανε, ένα μεγάλο ποσό για την εποχή εκείνη, το ξενοδοχείο Continental και τρεις μεγάλες κατοικίες. Εις ένδειξη ευγνωμοσύνης η Κοινότητα κατασκεύασε την προτομή του, η οποία βρίσκεται στην είσοδο του Κοινοτικού Συγκροτήματος.

Τα μηναία έσοδα από την ακίνητη περιουσία ήταν τόσο μεγάλα, ώστε κάλυπταν τα έξοδα λειτουργίας της Σχολής και του Ναού. Σε έγγραφο του Υπουργείου των Εξωτερικών της Ελλάδος, το οποίο συντάχθηκε την δεκαετία του 1950, μεταξύ άλλων γράφει: <<Είναι η μόνη Ελληνική Παροικία του Εξωτερικού, όπου οι μαθητές δεν είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν δίδακτρα>>.

- Τη δεκαετία του 1910, ο δημοσιογράφος Σωκράτης Προκοπίου, επισκέφθηκε τη περιοχή και αναφέρει σε άρθρο του:

Φεύγοντας από το Τζιμπουτί, διασχίζετε σιδηροδρομικῶς τὰς ἀπεράντους ἀδένδρους καὶ πυριφλεγεῖς ἐκτάσεις τῆς Σομαλίας καὶ εισέρχεσθε πλέον εἰς τὸ καθ' αὐτὸ  ̓Αβησσυνιακὸν ἔδαφος, εἰς τὴν πόλιν Δίρε-Δάουα τοῦ Αζιμπουτί (ο τελευταίος σιδηροδρομικός σταθμὸς τῆς ὑπὸ κατασκευὴν γραμμῆς) και εὑρίσκεσθε ἐκ νέου ἐντὸς ἑλληνικοῦ περιβάλλοντος, μὲ καφενεία, ξενοδοχεία, παντοπωλεία, γραφεία, κουρεία, ραφεία ἑλληνικὰ καὶ μόνον ἑλληνικὰ καὶ μανθάνετε ὅτι διὰ τὴν συνέχισιν τοῦ ταξειδίου σας δέον νὰ ἐπιθεωρήσητε τὸ διαβατήριόν σας εἰς τὸ ἐδῶ Αγγλικόν προξενεῖον, πρόξενος τὸ προστατεύον τοὺς Ἕλληνας ὑπηκόους, τοῦ ὁποίου ὁ εἶναι . . . Ἕλλην !  ̓Απὸ τοὺς πρώτους σοβαρούς "Ελληνας ἐμπόρους τῆς Δίρε-Δάουας εἶναι οἱ κ.κ. Βοζίκης, Παπακωνσταντίνου, Μηχαηλίδης, Καρέλλας καὶ  ̓Αδελφοί Κερμελή.

Αν δεν βιάζεσθε ν' αναχωρήσητε αμέσως εἰς  ̓Αδδίς καὶ θέλετε νὰ κάμετε μίαν δεκάωρον ἐπὶ ἡμιόνου ἐκδρομὴν ἕως τὴν  ̓Αβησσυνιακὴν πόλιν Χαρράρ, κειμένην εἰς ὕψος 1000 μ. ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, δὲν θὰ πάῃ ὁ κόπος σας χαμένος. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γραφικήν καὶ ἰδιόρρυθμον φύσιν, τὰ δασώδη ὑψώματα, με τὰ διάφορα εὔσκια δένδρα, θα συναντήσητε και την ρωμαντικήν λίμνην «Αραμάϊαν». Τὰ ἥσυχα νερὰ τῆς ὁποίας ταράττουν σμῆνοι ὑδροβίων πτηνῶν καὶ ἰδίως θορυβοῦσαι πάπιαι, ἐκτὸς ἀκόμη ἀπὸ τοὺς ποικίλους ἀφρικανικούς ἀρχαιοπρεπεῖς μαύρους τύπους, που θα συναντήσητε εἰς τὸν δρόμον σας, θὰ εὑρεθῆτε εἰς μίαν πόλιν (Χαρράρ) πρωτότυπον καὶ ἀρκετὰ ἐνδιαφέρουσαν. Περιτριγυρίζεται ἀπὸ ρημαγμένο τεῖχος με ξύλινην πύλην, ποὺ ἀνοίγει τὴν πρωΐαν καὶ κλείει τὴν ἑσπέραν.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο Μεγάλος Ευεργέτης της Ελληνικής Κοινότητας Στυλιανός Μπολλολάκος   

                                                                                                                                                                                            Αντώνης Χαλδαίος

                                                  ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΘΙΟΠΙΑ ΤΟΥ 1930

Ο περιηγητής Αχιλλέας Παχτικός, επισκέφθηκε την Αιθιοπία στη δεκαετία του 1930. Σήμερα μας περιγράφει το ταξίδι που έκανε από το Τζιμπουτί μέχρι την Αντίς Αμπέμπα, καθώς και την παραμονή του στή Ντίρε-Ντάουα:             

Αναχωρούμεν ἐκ Djibouti τὴν 6ην πρωϊνήν. Το τραῖνον εἶναι κατάμεστον ἀπὸ ἐπιβάτες, μεταξὺ τῶν οποίων οἱ Ἕλληνες, ἀφίσαντες την Ελλάδα να ζητήσουν τύχην είς την Αβησσυνίαν. Μάς αναφέρουν ότι εχουν επηρεασθεί από τήν έπιπολαίαν άρθρογραφίαν τοῦ  ̓Αθηναϊκοῦ τύπου, οἱ ἀνταποκριταί τοῦ ὁποίου, ἐπιφανειακώς εξετάζοντες τὰ τῆς  ̓Αβησσυνίας, περιγράφουν αὐτὴν ὡς τόπον ἐπαγγελίας. Πόσοι ἀπ' αὐττοὺς θὰ ἔχουν πωλήσει τα σπιτάκια των διὰ νὰ ἔλθουν νὰ εὕρουν τὴν διάψευσιν τῶν ὀνείρων των εἰς ξένην χώραν, εὐφορωτάτην μέν, ἀλλ ̓ εἰς τὴν ὁποίαν δεν θα ἐμπορέσουν να δράσουν, οὔτε ὡς ἔμποροι, έλλείψει έφονδίων, οὔτε ὡς γεωργοί, λόγῳ τῶν κυβερνητικών περιορισμών. Οι σωφρονέστεροι, κατόπιν τῶν συμβουλῶν τῶν όμογενών τοῦ Djibouti, παρητήθησαν του σκοπού των και τα ολίγα χρήματα ποὺ τοὺς ἀπέμειναν, επέστρεψαν εἰς τὰ ἴδια. Οι άλλοι,τολμηρότεροι απεφάσισαν νὰ προχωρήσουν μέχρις Αβησσυνίας, από όπου, ορισμένως, θα επιστρέψουν πολύ σύντομα, ἐντελῶς ἀπένταροι.

Θὰ εἴχωμεν διανύσει περὶ τὰ 60 χιλιότμερα, οπότε το τραῖνον ἐσταμάτησαν ἀποτόμως. Συγκίνησις εἰς τὸ πλῆθος τῶν ἐπιβατών μεταξὺ τῶν ὁποίων διεδόθη, με ταχύτητα, άστραπής ἡ εἴδησις ὅτι ἐνεπέσαμεν εἰς χείρας ληστῶν Σομαλών. Άγνωστον τί θα επηκολούθη ἂν οἱ υπάλληλοι του σιδηροδρόμου δὲν ἔσπευδον νά μᾶς καθησυχάσουν, βεβαιούντες μας, ὅτι δὲν πρόκειται περί ληστών, αλλά περί βλάβης, τής γραμμής, συνεπεία πλημμύρας. Καθησυχάζομεν, ἡ θέσις μας ὅμως δὲν εἶναι ὀλιγώτερον δυσάρεστος. Σκεπτόμεθα τί θα απογίνωμεν, θὰ ἐπιστρέψωμεν άράγε πίσω ή θα περιμένωμεν μέχρις ὅτου επιδιορθωθῇ ἡ γραμμή.

Εὐτυχῶς, ἡ διαχείρισις τῶν σιδηροδρόμων είδοποιηθεῖσα ἐγκαίρως περί τής γραμμής, έστειλαν άλλο τραῖνον, ἀπὸ τὴν ἀντίθετον διεύθυνσιν, διὰ νὰ μᾶς παραλάβη. Περιττόν νὰ εἴπωμεν ὅτι δέν ἐσκέφθησαν νὰ μᾶς στείλουν καὶ ἀχθοφόρους καὶ ἔτσι αναγκαζόμεθα να μεταφέρωμεν ἡμεῖς οἱ ἴδιοι τας άποσκευάς.

Εἰς τὸ 120ὸν χιλιόμετρον ἀκριβῶς, ἀφίνομεν τὴν Γαλλικήν τὴν Σομαλίαν καὶ εἰσερχόμεθα εἰς τό  ̓Αβησσυνιακὸν ἔδαφος. Εἰς τὸν πρῶτον σταθμόν δύο αξιωματικοί, με στενὸν ἄσπρον πανταλόνι, πολύπτυχον μανδύαν καὶ ἁπλοσμένοι μέχρις οδόντων ἀνέρχονται εἰς τὸ τραίνον καὶ κυττάζουν εὰν τὰ διαβατήρια μας εἶναι ἐν τάξει, δηλαδή ἐὰν φέρουν τὴν σφραγίδα του προξενείου τοῦ Djibouti. Η σφραγίς αυτή, θαυμάσιον μωσαϊκών καταλαμβάνον ὁλόκληρον σελίδα του διαβατηρίου, είναι η μόνη κλεὶς διὰ τῆς ὁποίας ανοίγεται ο Αβησσυνιακός παράδεισος.

Τέλος μετά δεκάωρον ταξείδι, ἀρκετὸν νὰ πολιτογραφηθώμεν ̓Αβησσυνοὶ ἀπὸ τὴν σκόνην, φθάνομεν εἰς την Dire-Daoua, ὅπου θὰ διανυκτερεύσωμεν υποχρεωτικῶς, διότι εἰς ὅλην τὴν  ̓Αβησσυνίαν ή σιδηροδρομική συγκοινωνία σταματά την νύκτα, διὰ λόγους ασφαλείας.

Πολὺ εὐσυνείδητοι αὐτοὶ οἱ ὑπάλληλοι τῶν τελωννείων. Εννοοῦν νὰ δασμολογήσουν ἕως τὸν στυλογράφον καὶ τὰ ἐπιστολόχαρτα μας ακόμη. Αδημονούμεν αλλά καί δέν λέμε τίποτα, διά τόν λόγον ότι δεν γνωρίζομεν γρύ από Αβησσυνέζικα. Μὲ τοὺς δακτύλους τῶν δύο χειρῶν ἀνοικτοὺς καὶ τὴν παλάμην γυρισμένην πρὸς τὸ πρόσωπόν μας, μὲ ἀφέλειαν παιδικήν, μάς δίδουν νὰ ἐννοήσωμεν ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ εξακολουθήσωμεν τὴν πορείαν μας με βαλάντιον ελαφρότερον κατὰ δέκα τάλληρα. Ανατινάζομεν τὸν γιακάν μας μέχρι διαρρήξεως διὰ νὰ εκφρασουμε όλην τήν συμπάθειαν μας εἰς τοὺς ἐπιβάτας! Φαίνεται όμως ότι τήν χειρονομίαν αυτήν τήν εκλαμβάνουν διά χαιρετισμόν, τόν όποίον μάς άνταποδίδουν μέ εδαφιαίας ύποκλίσεις. 

Διευθυνόμεθα εἰς τὸ ξενοδοχεῖον τοῦ κ. Στ. Μπολλαλάκου τρέχοντες, διά νά απαλλαγώμεν ἀπὸ τὴν σκόνη, οποία μάς έχει παραμορφώσει τελείως. Η Dire-Daoua είναι μικρὰ μὲν πόλις, αλλ' άρκετά κομψή και καθαρά. Το εργοστάσιον τῶν σιδηροδρόμων, που εὑρίσκεται πλησίον, τῆς δίδει κίνησιν άρκετήν. Εξαιρέσει ὀλίγων Γάλλων, υπαλλήλων τῶν σιδηροδρόμων, ο λοιπός λευκός πληθυσμός ἀποτελεῖται ἀπό Έλληνας. Όλα τὰ ἐμπορικά καταστήματα, τὰ ξενοδοχεῖα καὶ τὰ καφενεία είναι Ελληνικά. Η μικρά αυτή παροικία, αριθμούσα μόλις 150 μέλη, συντηρεί ιερόν ναὸν καὶ ἐξατάξιον αστικήν σχολήν, παρέχουσαν έλληνοπρεπή μόρφωσιν εἰς 45 Ελληνοπαίδας. Εμψυχωτής τῆς κοινότητας εἶναι ὁ κ. Σ. Μπολλολάκος, εἰς τὴν γενναιοδωρίαν τοῦ ὁποίου οφείλεται το ὡραῖον σχολικών κτίριον. Ἡ Ελλ. Κυβέρνησις ἐκτιμῶσα τὰς υπηρεσίας, αὐτοῦ τῷ ἀπένειμεν τὸν τίτλον του ἐπιτίμου ἐποπροξένου. 

Από Dire-Daouα ἀναχωρούμεν τὴν 5ην πρωϊνήν. Περνοῦμεν μέσα ἀπὸ δάση, γεμάτα ἀπὸ ἐλάφους, καὶ ἀπὸ ἀπεράντους πεδιάδας εὐφορωτάτας. Τά κατάφυτα βουνά ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατέρχονται αναπηδώντες χιλιάδες χειμάρρων, προσδίδουν εἰς τὴν χώραν ανέκφραστον μαγείαν.

Τὴν μεσημβρίαν ἀκριβῶς φθάνομεν εἰς τὸν σταθμός Aften. Το τραίνον σταματά ἐπὶ μίαν ώραν, διὰ νὰ δοθή ὁ ἀπαιτούμενος καιρός να γευματίσουν εἰς τὸ ἑστιατόριον τοῦ σταθμοῦ, ἐκμεταλλευόμενον ἀπὸ Έλληνας. Ξεκινούμεν μετὰ τὸ γεύμα. Διερχόμεθα μίαν μεγάλην έκτασιν τὴν ὁποίαν ἔχει ἐρημώσει ή λάβα καὶ ὕστερα πλησίον μιας μεγάλης λίμνης, τὰ νερὰ τῆς ὁποίας αύλακώνονται από κοπάδια Ιπποποιτάμων.

Την 6ην απογευματινὴν την φθάνόμεν εἰς Avanche όπου θα διανυκτερεύσωμεν καὶ πάλιν. Τὸ ψύχος, αρκετά τσουχτερόν, μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἀφίσωμεν μαζή με τον παλληκαρισμὸν καὶ τὰ λινά μας ρούχια καὶ νὰ φορέσωμεν τὰ βαρεία χειμωνιάτικά μας. Το Aouache είναι ένας μικρός σταθμός κοντὰ εἰς τὸν ὁμώνυμον ποταμόν. Οι μόνοι λευκοί κάτοικοι αὐτοῦ εἶναι ὁ ἐνοικιαστής τοῦ κυλικείου τοῦ Σταθμοῦ καὶ δύο-τρεις μικρέμπορος, όλοι Έλληνες.

Απὸ Avanche το τραίνον ίδίως ἡ τρίτη θέσις, μεταβάλλεται εἰς κουτί σαρδελλῶν. Πολλοὶ δια αναπάρκεια χώρου μένουν κρεμασμένοι έξω ἀπὸ τὸ τραῖνον. Ένοείται ότι δεν γίνεται ταξείδι χωρίς να σημειωθοῦν καὶ ἀνθρώπινα θύματα. Μερικοί απ' αυτούς της κρεμασμένους, εἴτε ἐπειδὴ κουράζονται, εἴτε ἐπειδὴ εἰς τὰ στρηψίματα καταλαμβάνονται ἀπὸ ίλιγγον, ξεκολήλοῦν ἀπὸ τὸ τραῖνον καὶ πηγαίνουν τα μετρήσουν το βάθος κάποιας χαράδρας. 

Εἰς ὅλους τοὺς διαμέσους σταθμούς διακρίνει κανείς μικρά μαγαζιά, με επιγραφές Ελληνικάς και Αβησσυνιακάς. Εἰς ἕναν ἀπὸ τοὺς σταθμούς αὐτοὺς, τὰ Culan- Kelli, μᾶς ἐδόθη ἡ εὐκαιρία να γνωρίσωμεν τὸν τολμηρὸν καὶ καλοκάγαθον ὁμογενή κ. Λεωνίδας Καΐρην. Έχει εγκατασταθεῖ ἐδῶ ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν, εἶναι Ιδιοκτήτης Αλευρομύλου και παντοπωλείου. ΕΙς ἐρώτησίν μας άν δεν έβαρύθει πλέον τήν 'Αβησσυνίαν καὶ ὰν δὲν νοσταλγῇ τὴν Ἑλλάδα, μᾶς ἀπαντᾶ ὅτι θὰ τοῦ ἦτο τώρα δύσκολον πλέον νὰ αφίση τὸν τόπον αὐτὸν εἰς τὸν ὁποῖον ἐπέρασε μίαν όλοκληρον ζωήν.

Τέλος τὴν 4ὴν ἀπογευματινὴν φθάνομεν εἰς τὴν θρυλικήν Αδδίς Αμπέμπαν, τὴν πρωτεύουσαν της Αβησσυνίας. Τὸ ὅλον ταξείδιον Τζιμπουτί - Αδδίς Αμπέμπα διαρκεί τρεῖς ἡμέρας.

                                                                                                                                                                                              Αχιλλέας Παχτικός

                                            Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΤΙΡΕ ΝΤΑΟΥΑΣ   

Η Ελληνική Κοινότητα της Ντίρε Ντάουας ιδρύθηκε το 1920. Από τις πρώτες της, ενέργειες ηταν να αγοράσει οικόπεδο και να κατασκευάσει κτίσμα για να στεγασθεί προσωρινά το Δημοτικό Σχολείο. Το 1926, ο Στυλιανός Μπολλολάκος κατασκεύασε και πρόσφερε νέο κτήριο, που ονομάστηκε ΜΠΟΛΛΟΛΑΚΕΙΟΣ ΣΧΟΛΗ. Εκεί μεταφέρθηκε το Δημοτικό Σχολείο και λειτούργησε το Ημιγυμνάσιο (1947-1948), με Διευθυντή τον Αρχιμανδρίτη Δωρόθεο Γιανναρόπουλο. Ο Στ. Μπολλολάκος ασχολήθηκε με το εμπόριο καφέδων.

Τα Χριστούγεννα του 1954, πυρκαγιά κατέστρεψε μέρος της παραπάνω σχολής. Μετά την αποκατάσταση της, χρησιμοποιήθηκε ως Λέσχη μέχρι τη δεκαετία του 1980. Το 1955 κατασκευάστηκε νέα πτέρυγα όπου μεταφέρθηκε το Δημοτικό Σχολείο. Εκεί στεγάστηκε και το Ημιγυμνάσιο, που λειτούργησε (1957-1959), με διευθυντή  τον καθηγητή Ιωάννη  Α. Θωμόπουλο. Το κόστος κατασκευής κάλυψε η Ελληνική Παροικία της Ντίρε Ντάουας, το Ελληνικό Κράτος και ο Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας Χάιλε Σελάσιε.

Στο Δημοτικό σχολείο της Ντίρε Ντάουας, οι δάσκαλοι που άφησαν εποχή, για την διδασκαλία τους, ήταν, ο Νίκος Λάιος, η Φλώρα Ζαλάχα, ο Μάρκος Λαζαρίδης, η Άννα Αθανασιάδη, ο Αντώνης Κουστουράκης, η Κατίνα Χατζηδάκη, ο Νίκος Πολύδωρας και ο Νίκος Πρεάρης. Αργότερο δίδαξαν, ο Κώστας Κατραντζάκης και ο Γεράσιμος Γκερέκος. Ο τελευταίος δάσκαλος που δίδαξε, ήταν ο Τσαμπίκος Παπάζογλου (1994-1998).

Είχαμε και συμμαθητές από το Χάραρ, ήταν τα παιδιά των οικογενειών του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του Ναπολέοντα Μεσσινέζη. Είχαν έρθει τα παιδιά του Κωνσταντίνου Σταύρου από το Γκαλάμψο και του Τσαμπίκου Παπακωνσταντίνου, από την Ασμπατάφαρι. Οι μαθητές ήταν φιλοξενούμενοι, ως οικότροφοι, από Ελληνικές οικογένειες που ζούσαν στην Ντίρε Ντάουα.

Μετά την αποφοίτηση τους, πολλοί μαθητές συνέχισαν τις σπουδές τους σε Γαλλόφωνη, Αγγλόφωνη και Ιταλόφωνη Σχολή, ενώ άλλοι σε Αγγλόφωνο Γυμνάσιο στο Σουδάν. Μερικοί μαθητές πήγαν στα Ελληνικά Γυμνάσια της Αλεξανδρείας και της Μανσούρας, στην Αίγυπτο. Υπήρχαν μαθητές που συνέχισαν τις σπουδές τους στην Ελλάδα και την Κύπρο. Οι περισσότεροι όμως, συνέχιζαν στις σπουδές τους, στο Ημιγυμνάσιο της Ντίρε Ντάουας και μετά τη λειτουργία του Κοινοτικού Οικοτροφείου της Αντίς Αμπέμπας, στο εκεί  Ελληνικό Γυμνάσιο.

Όταν ήρθε ο Πανιώνιος στην Αιθιοπία (1950), τον τελευταίο του αγώνα, τον έδωσε με την μεικτή της πόλης της Ντίρε Ντάουας, την οποία κέρδισε με 4-1. Τα τέρματα, επέτυχαν,  δυο ο Νεστορίδης, από ένα ο Κωνσταντινίδης και ο Ζαρκάδης, το τέρμα της Αιθιοπικής ομάδας, επέτυχε ο Αφαόρι. Με την μεικτή ομάδα, έπαιξε και ο Ελληνοαρμένιος τερματοφύλακας, Ζώρζ Νευσεχίρ, ο οποίος εντυπωσίασε με την απόδοση του. Κατά την επίσκεψη της ομάδας του Πανιώνιου, στις αθλητικές εγκαταστάσεις του Ελληνικού Αθλητικού Συλλόγου (Ε.Α.Σ). Έπαιξε με την τοπική Ελληνική ομάδα, όχι ποδόσφαιρο, αλλά Βόλεϊ. Μετά την λήξη του αγώνα, δόθηκε δεξίωση, στο κοινοτικό ξενοδοχείο Continental, του  Στ. Μπολλολάκου, στην οποία παρευρέθηκε σύσσωμος ο Ελληνισμός της πόλης.   

- Το 1950 επισκέφθηκε τη Ντίρε Ντάουα ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Παπαμιχαήλ, οποίος έγραψε για την Κοινότητα:« Ἡ Ἑλληνική Κοινότης Ντίρε Ντάουας εἶναι μία ἀπὸ τὰς πλέον νοικοκυρεμένας Κοινότητας τοῦ ἐξωτερικοῦ. Διατηρεῖ πλῆρες Δημοτικὸν Σχολεῖον καὶ Ἡμιγυμνάσιον. Εἰς τὰ Σχολεῖα αὐτὰ ἐκτὸς τῶν Ἑλληνοπαίδων φοιτοῦν καὶ πολλοὶ Αἰθιόπαιδες. Ἡ οἰκονομική κατάστασις τῆς Κοινότητος εἶναι ἀνθηροτάτη, χάρις εἰς τὴν Διαθήκην τοῦ ἀειμνήστου Έλληνος Γενικοῦ Προξένου, τοῦ καὶ πολλάκις προηγουμένως χρηματίσαντος καὶ Προέδρου τῆς Κοινότητος, Στυλιανοῦ Μπολλολάκου. Ὁ ἀείμνηστος Μπολλολάκος, πλουσιώτατος ὤν, ἵδρυσε σχολεῖον καὶ περικαλλῆ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τῆς  ̔Αγίας Τριάδος, ἅτινα μέχρι τοῦ θανάτου του συνετήρει ἰδίαις δαπάναις. Μετά τον θάνατόν του διὰ διαθήκης ἐκληροδότησε ὅλην του την περιουσίαν εἰς τὴν Κοινότητα. Ἐκτὸς τὰ εἰς ρευστόν χρήματα ὅπου ἄφησεν, ἐκληροδότησεν εἰς τὴν Κοινότητα καὶ τρεῖς οἰκίας μεγάλας καὶ ἕνα πολυτελέστατον Ξενοδοχεῖον ὕπνου καὶ φαγητοῦ ἀκίνητα ἅτινα φέρουσιν σήμερον εἰσόδημα τετρακοσίων λιρῶν μηνιαίως. Ἡ καλή διαχείρισις, ἐκ μέρους τῶν Κοινοτικῶν Συμβουλίων, συνέβαλλεν εἰς τὴν αὔξησιν τῶν οἰκονομικῶν ἐσόδων καὶ τὴν πρόοδον τῆς Κοινότητος. 

Σήμερον ἡ Κοινότης διοικεῖται ἀπὸ ἐξαιρετικὸν Συμβούλιον ὑπὸ Πρόεδρον τόν πλουσιώτατον εἰς χρῆμα, καὶ γνώσεις ἅμα δὲ καὶ πολεμιστὴν τοῦ πολέμου τοῦ 1912 καὶ 13, εφεδρον Λοχαγόν, κ. Σπῦρον Βραχάτην. Ο κ. Βραχάτης ἔχων ὡς ἀντιπρόεδρον τὸν κ. Γεώργιον Τζελάτην καὶ Συμβούλους τοὺς κ.κ. Γερ. Βαλλεντῆν, Ἰωάν. Τζελάτην, Νικ. Ζακυνθινόν, Σπ. Κομηνᾶτον, Νικ. Σιμᾶτον, Γεώργ. Καρέλλαν καὶ Δημ. Ρήγαν, προχωρεῖ πάντα πρὸς τὰ ἐμπρὸς διὰ τὴν ἀνύψωσιν καὶ πρόοδον τα τῶν εθνικῶν ἰδεωδῶν καὶ γενικῶς τῶν Κοινοτικῶν συμφερόντων».                                                                                                                                                                                 

Σήμερα, η Μπολλολάκειος Σχολή, ένα κτίριο με ιστορία 90 ετών, δεν υπάρχει πια. Οι Αιθιοπικές Αρχές το κατεδάφισαν το 2016. Στη θέση της κτίστηκε μάντρα, όπου είναι αναρτημένες οι επιγραφές που υπήρχαν στο κτήριο, ώστε να μας τη θυμίζουν. Στο μέσο της μάντρας υπάρχει νέα είσοδος, ώστε να εξυπηρετεί την επιχείρηση, η οποία στεγάζεται στο κτήριο του Δημοτικού Σχολείου. Με τα έσοδα που έχει η Κοινότητα, συντηρεί τον ναό της Αγίας Τριάδος, οποίος βρίσκεται σε άριστη κατάσταση.  

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μέλη της Ελληνικής Κοινότητας της Ντίρε Ντάουας στο προαύλιο του Σχολείου, το 1930 

                                                                                                                                                                              Σταύρος Ε. Βινιεράτος

Στο διήγημα “Οι Λωτοί'' του Μάρκου Λαζαρίδη, που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία, που διαδραματίστηκε την δεκαετία του 1950. Σε ένα χωριό της περιοχής του Χάραρ ζούσε μια Ελληνική οικογένεια, ήταν οι μόνοι Έλληνες που ζούσαν εκεί. Την αποτελούσαν οι δυο γονείς και τα οκτώ παιδιά τους. Την ήσυχη ζωή τους την τάραξε ένα απρόοπτο γεγονός. Ένα από τα παιδιά αρρώστησε και ο ''μάγος της περιοχής'' δεν έκανε καλή ''διάγνωση'' και το παιδί πέθανε. Το γεγονός πληροφορήθηκε Έλληνας οδηγός φορτηγού αυτοκίνητου, ο οποίος τροφοδοτούσε με εμπορεύματα το συμπατριώτη μας. Ενημέρωσε αμέσως την Ελληνική Κοινότητα της Ντίρε Ντάουα, η οποία κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να πείσει τον πατέρα, σχετικά με το μέλλον των παιδιών του. Τελικά, η Ελληνική Κοινότητα της Ντίρε Ντάουας ανέλαβε υπό την προστασία της την  οικογένεια και την μετέφερε στη Ντίρε Ντάουα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βαπτίσει τα παιδιά και να τα γράψει στο Ελληνικό Σχολείο. Δυστυχώς, μόνο τα δυο μικρότερα παιδιά μπόρεσαν να το παρακολουθήσουν, τα υπόλοιπα δεν έμαθαν ποτέ την Ελληνική γλώσσα. 

                                                                                                        ΟΙ ΛΩΤΟΙ

Οι δάσκαλοι γνωρίζουν τη μεγαλύτερη επιτυχία στο μάθημα της Ιστορίας. Τότε, βλέποντας τα παιδιά, με ολάνοιχτα τα διψασμένα μάτια τους, να κρέμουνται από τα χείλη τους, καμαρώνουν για το ταλέντο τους. Ούτε γκιχ ούτε ανάσα μέσα στην τάξη. 

Μα δεν είναι τόσο το ταλέντο του δασκάλου που κάνει αυτό το θάμα. Είναι που οι ίδιες οι ιστορίες κατέχουν τούτη η μαγική δύναμη. 

Βλέπουν τα παιδιά το χρυσόμαλλο δέρμα, τη στιγμή που διηγιέται ο δάσκαλος, το βλέπουν να λάμπει σαν άστρο μέσα στο σκοτάδι και να φαίνεται από μακριά και ν' αλαφροσειέται από το νύχτιο αεράκι, καθώς είναι κρεμασμένο από τη θεριακωμένη βελανιδιά, και χαμηλά, στη ρίζα, το δράκοντα που κοιμάται μ' ανοιχτό το ένα του μάτι. Βλέπουν την ξανθόμαλλην Ιφιγένεια που την οδηγούν στη θυσία... και δακρύζουν. Βλέπουν... και τι δε βλέπουν τα παιδιά! 

Αχ, εκείνος ο Οδυσσέας, ο αντρειωμένος, ο τετραπέρατος, ο διαβολεμένος, πώς τα ηλεχτρίζει, πώς φλογίζει τη φαντασία τους, που πάντα είν' έτοιμη     ν' ανάψει σαν ξερή ίσκα! Τι φαντασμαγορία εκείνο το μακρύ ταξίδι; Τι γοητευτικές περιπέτειες; «Κι άλλο, κύριε, πέστε μας ακόμα...». 

Και λέει ο δάσκαλος, λέει... για τους συντρόφους που πήγαν στη χώρα των Λωτοφάγων κι έφαγαν τους λωτούς και λησμόνησαν την πατρίδα και τους δικούς τους. 

«Μα τι καρποί πια να ήταν εκείνοι οι λωτοί;» διαλογίζονται τα παιδιά κι απορούν και δε θέλει να το χωρέσει ο νους τους, «τι χρώμα, τι ευωδία, τι γλύκα, τι νοστιμιά, τι μαγική δύναμη να είχαν που έκαναν τους ανθρώπους ν' απαρνιούνται την πατρίδα τους;» 

Πού να ξέρουν τ' απονήρευτα παιδιά, πως εκείνοι οι Λωτοφάγοι δεν ήταν πλάσματα της φαντασίας. Πού να ξέρουν πως υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που τρώνε τους λωτούς και ξεχνάνε! 

Διακόσια χιλιόμετρα μακριά από την πολιτεία, στο εσωτερικό της ψηλής τροπικής χώρας, που τα κακοτράχαλα βουνά της απλώνουν σαν εκατόγχειρες τα γρανιτένια μπράττσα τους και φτιάνουν ολοπράσινες καρπερές αγκαλιές, ήρθε πριν από πολλά χρόνια ένας δισέγγονος του Οδυσσέα να βρει την τύχη του. 

Τι τον έκαμε να πάρει τα μάτια του και να φύγει τόσο μακριά απ' το γαλάζιο γέλιο του νησιού του, απ' την ασημόφυλλη σκέπη του ελαιώνα, απ' τη στοργική ματιά της γλυκιάς Παναγίτσας του ερημοκλησιού; 

Ίσως η αρρώστια που δέρνει τη φυλή μας απ' τα σκοτεινά μεσάνυχτα του θρύλου, ίσως τ' αχαμνά χωραφάκια του καψοπατέρα, ίσως κάποιο φαρμάκι της αγάπης, ίσως κανένα φονικό, ίσως... Πού να κάτσεις τώρα να το ξεδιαλύνεις! 

Σαν ένα παράξενο κυνηγημένο πουλί, άσπρο με γαλανά μάτια, έπεσε κάποιο σούρουπο στην απολησμονημένη κοιλάδα, αποσταμένο από το μεγάλο ταξίδι, και κούρνιασε κάτω από μια χορταρένια στέγη. Κανένα δε γνώριζε. Κανένα λευκό δε βρήκε στον τόπο που κούρνιασε. Ίσως και να ήταν ευχαριστημένος γι' αυτό. Η ψυχή του ανθρώπου είναι άβυσσος, πού μπορείς να ξέρεις; Άπλωσε τα πανιά και τα γυαλένια γιορντάνια, που κουβάλησε, κι άρχισε με παντομίμα το εμπόριο. 

Οι ιθαγενείς δύσπιστοι στον κάθε ξένο, τον κοίταζαν στην αρχή από μακριά και τον περιεργάζονταν σαν κανένα ξωτικό. Εκείνος τους χαμογελούσε.  Σιγά-σιγά ξεθάρρεψαν, άνοιξαν τα μεγάλα βοδίσια μάτια τους κι άπλωσαν τα μεταλαψά ροζιασμένα χέρια τους και χάιδεψαν τα λουλούδια και τα ζούδια της γης, τα πουλιά και τ' αστέρια τ' ουρανού και τα ψάρια της θάλασσας, που έλαμπαν σταμπαρισμένα με φωνακλάδικα χρώματα πάνω στα πρόστυχα τσίτια. Εκείνες οι κόκκινες, οι πράσινες, οι γαλάζιες χάντρες, τι ρουμπίνια, τι σμαράγδια, τι ζαφείρια φάνταζαν στ' απλοϊκά τους μάτια. Του έφερναν καφέ, σιτάρι, δέρματα κι έπαιρναν πανιά και χάντρες. Με τον καιρό έμαθε τη λαλιά τους κι έπιασε φιλίες με τον αστυνόμο, με τον κατή, με το φορατζή. Μερικές μπουκάλες τσίπουρο που είχε φέρει μαζί του πολύ τον βοήθησαν σ' αυτό. Τα χρόνια περνούσαν, οι δουλειές μεγάλωναν, το κομπόδεμα φούσκωνε και βάραινε. Το δέντρο του άπλωνε ρίζες όλο και πιο βαθιά, πιο πλατιά, και βύζαινε τους χυμούς της παχιάς μαύρης γης, και οι κλώνοι του μάκραιναν, θέριευαν και ίσκιωναν το χωριό με τις χωματένιες καλύβες. 

Κάθε νύχτα θα γιόμιζε τις χούφτες του με τα βαριά ασημένια τάλαρα της Μαρίας Θηρεσίας και θα τ' άφηνε να κατρακυλούν στο χώμα, να φραίνεται το μάτι του από το αστραφτοκόπημα και τ' αυτί του από το κουδούνισμά τους. Τι απόλαψη, τι μουσική! Φούσκωνε η καρδιά του απο περηφάνεια. «Μπρε, εγώ, ο Σταμάτης, είμ' αυτός που κουδουνάει τα τάλαρα; Εγώ που στο νησί δεν είχα βρακί ν' αλλάξω; Μπρε, μπρε, μπρε!»

Ολημερίς με τους ιθαγενείς – της πιο καθυστερημένης περιοχής συχνωτιζόταν. Έμαθε τα χούγια και τα ζακόνια τους, έπινε τα πιοτά κι έτρωγε τα φαγιά και τις καλαμποκιένιες τηγανίτες τους. Πέταξε το πηρούνι κι άρχισε να πιάνει το φαΐ με τα δάχτυλα σαν και δαύτους – σίγουρα αυτό θα τους κολάκευε! και να σιγοτραγουδάει τα βάρβαρα τραγούδια τους. Πλάγιαζε με τις Φάτμες και τις Αμίνες που είχαν κρουστά κορμιά και όρθια στήθια, που αστραπές φιδό συρτες φώτιζαν τα σκοτεινά τους μέλη. Είν' αλήθεια, πως στις αρχές τα ρουθούνια του κλωτσούσαν από τη βαριά μυρωδιά της απλυσιάς και του λίπους που άλειφαν τα νέγρικα μαλλιά τους, μα ο άνθρωπος είναι στο βάθος, τόσο πρωτόγονο ζώο, που ηδονίζεται πολλές φορές σαν η τύχη το φέρει να πορευτεί στ' αρχέγονα μονοπάτια και να κυλιστεί στη λάσπη που απ' αυτήν είναι πλασμένος. Έπειτα η συνήθεια έκλεψε από τα ρουθούνια του την ευαισθησία τους και δεν έβρισκαν πια αποκρουστικές αυτές τις μυρωδιές. Απεναντίας έρχονταν στιγμές που τις αποζητούσαν. 

Έτσι εκείνο το ξανθό νησί που πάνω στους βράχους του αντίκρισε για πρώτη φορά τον ήλιο, που στην αμμουδιά του έχτισε φούρνους και κάστρα, που στ' αστραφτερά νερά του έλουζε το κορμί του, εκείνο το μακρινό νησί όλο και πιο βαθιά βούλιαζε στην καταχνιά του ορίζοντα.

Όμως ήταν και μια δόλια μάνα εκεί, που γρατσούνιζε πάνω στο χαρτί κάτι μεγάλα, χοντρά γράμματα, έγραφε κάτι στιχάκια που έφερναν δάκρυα στα μάτια κι έβαζε ένα κλωνί μαντζουράνα στο φάκελο. 

«Γιε μου, να πάρεις το Θυμιώ, είναι καλό κορίτσι, να σου κάνει παιδιά, να σε τηράει στα μάτια, να σου διαφεντεύει το έχει σου...» 

«Γιε μου, την ευχή μου να 'χεις, να μη φύγω με πικραμένο αχείλι από τούτο το ντουνιά, να πάρεις το Θυμιώ, ναι, γιούκα μου, πριν αγγελοκρουστώ να το πάρεις... να το πάρεις...» 

Το πήρε το θυμιώ για να μη φύγει η γριά με πικραμένο χείλι. Έστειλε χρήματα και το 'φερε. Έχτισε σπίτι και το βαλε μέσα. 

Το Θυμιώ ήταν ένα ζαρωμένο δαμάσκηνο, δεν έμοιαζε καθόλου με τη φωτογραφία που του είχαν στείλει. Τι να κάμει, να το διώξει; Το λυπήθηκε. Ας κάτσει! Εδώ είναι και οι Φάτμες. Δόξα να 'χει ο Αλλάχ, περισσεύουνε. Το θυμιώ με το καθισιό, τα κοτόπουλα και την αγκαλιά, γυάλισε, τσίτωσε το πετσί του και του 'καμε παιδιά. Τ' άλλα, τα σοκολατένια παιδάκια, που είχε κάμει με τις ντόπιες, τ' άφησε στις μανάδες τους να τα μεγαλώσουν, δίνοντάς τους πότε-πότε κάνα τάλαρο. Τώρα που χόρευε στα γόνατά του τούτα τα κάτασπρα παιδιά του, τ' άλλα ούτε γύριζε να τα ιδεί. Σιγά- σιγά τα ξέχασε και τον ξέχασαν. 

Περνούσαν τα Χριστούγεννα, περνούσαν οι Πρωτοχρονιές, ερχόντουσαν οι Πασχαλιές και τα Δεκαπενταύγουστα κι όλες του χρόνου οι γιορτές, βουβές και αγνώριστες στο ξεμοναχιασμένο, το χαμένο στην ερημιά του μουσουλμάνων Κότηδων χριστιανικό σπίτι. Πού παπάς, πού εκκλησιά, πού γλυκό καμπανολόι! Ούτε ολονυχτίες, ούτε επιτάφιος, ούτε λαμπάδες και βαρελότα και κόκκινα αυγά της Λαμπρής. Πάει, έσβησε η Λαμπρή! Τα πρώτα χρόνια θυμόντουσαν: «Σήμερα έχουμε του Φωτώνε, Σταμάτη». – «Ναι, Θυμιώ, του Φωτώνε». – «Στο χωριό θα βαφτίσουνε το Σταυρό στη θάλασσα». «Ναι, Θυμιώ, θα τον βαφτίσουνε». Ένα φτεροκόπημα, ένας κρύος αέρας, κι η μικρή ξύλινη σκάλα του νησιού γιομάτη κόσμο, τα ξεφτέρια, τα λάβαρα κι ο γερόπαπας που ρίχνει το Σταυρό στα παγωμένα νερά του Γενάρη. Ο Σταμάτης θα 'πεφτε μαζί με τ' άλλα παλικάρια στη θάλασσα για να τον πιάσει. «Αχ, αστόχησα φέτος, μου τον άρπαξε εκείνος ο Χαρίλης μεσ' απ' τα χέρια μου. Του χρόνου όμως...» Πόσο παλιά, πόσο σβησμένα, πόσο μακρινά έγιναν σιγά-σιγά τούτα! Σαν όνειρο τα θυμάται. 

Μέσα σ' αυτή την απομόνωση έσβησαν και οι μερομηνίες της κάθε γιορτής, χώνεψαν σαν τα κάρβουνα που τα σκεπάζει αγάλια-αγάλια η στάχτη. Ήταν που κι οι δυό τους δεν είχαν πάει πολύ στο σκολειό. Εκείνος το 'σκαζε για να τρέξει στο κολύμπι και στο ψάρεμα. Ήτανε τότε μερακλής της θάλασσας. Σκυλόψαρο τόνε φώναζαν. Το κορμί του χάλκωμα από την ήλιο και την αλμύρα. Με το σουγιά πεταλίδες, με την απόχη γαρίδες, με τ' αρμίδι μελανούρια και κεφαλόπουλα, με την πετονιά πηχιάρικες σμέρνες μεσ' από τις βαθιές βραχότρυπες, με το παραγάδι θα σήκωνε τους οκαδιάρικους ροφούς με τα γουρλωμένα μάτια, και τις ασημένιες συναγρίδες. Στις χασοφεγγιές πάλι, πυροφάνι και, με το καμάκι στο χέρι, θα σεργιανούσε τα ξωτικά περβόλια του βυθού με τα ριγηλά φύκια και τα πολύχρωμα σγουρά βρύα και θα καμάκωνε τα πετρωτά χταπόδια, τις πρωτεϊκές σουπιές και το αγριωπά σκορπίδια. 

Ολάκερος ήτανε ποτισμένος με τη μυρωδιά και την άχνη της θάλασσας.Τώρα πια τούτη η μυρωδιά έχει ξεθυμάνει. Άλλοτε το 'σκαζε από το δάσκαλο για να πάει για φωλιές και για κυνήγι με το λάστιχο. Θα 'πεφτε, να 'πινε νεράκι κρούσταλλο από την πηγή της Κυράς, θα μάζευε ξινά βατόμουρα από τους φράχτες και στερνά, αποσταμένος, θα τον έπαιρνε λιγούλι κατ' απ' τη λεύκα με τα σπαρταριστά φύλλα. Θαρρείς πως είχες φυλακίσει μυριάδες πεταλούδες σ' ένα αραχνένιο δίχτυ κι ανοιγόκλειναν εκεί μέσα αδιάκοπα τα φτερά τους. Αχ, κακούργα ξενιτιά, πώς γίνεται να ξεχνιούνται για κάτι χοντροκομμένες στο ασήμι Μαρίες Τερέζες όλα τούτα τα θάματα! Το Θυμιώ, κορίτσι πράμα, δεν το πολυαφήνανε να πάει στο σκολειό. Σήμερα θα πλύνουμε, ταχιά θα ζυμώσουμε, την άλλη θα πάμε για ξύλα, την παράλλη θα μαζέψουμε τις ελιές. «Τι λαδάκι θα 'χουμε να ρίχνουμε στα λάχανα, μωρ' Θυμιώ, σαν τις αφήσουμε να σέπουνται;» Έτσι το καλαντάρι έσβησε από την θύμησή τους. Βιβλία δεν είχανε φέρει κοντά τους. Ούτε τα 'χανε αγαπήσει ποτέ, αφού δεν καλοξέρανε να διαβάζουν. Με χίλια στανιά να συλλαβίσουν τα γράμματα από το χωριό, μ' άλλα τόσα να γράψουν.

Στο χωριό τούτο, που μένανε, ένα τζαμί μονάχα ύψωνε τον άγαρμπο χοντροκάμωτο μιναρέ του. Ήταν και μια μικρούλα κοπτικη εκκλησιά για τους λιγοστούς χριστιανούς ιθαγενείς που ήταν υπάλληλοι του κράτους. Πού να βαφτίσουν τα παιδιά; Και τα οχτώ παιδιά τους, πέντε κορίτσια και τρία σερνικά, μεγάλωσαν αβάφτιστα. Κάθε φορά που γεννιόταν καθένα, το σήκωνε ο Σταμάτης ψηλά και το βάφτιζε στον αέρα, όπως είχε ιδεί κάποτε στο νησί να κάμει η γριά μαμή σ' ένα νεογέννητο μωρό που ξεψυχούσε. Δεν πρόκαναν να φωνάξουν τον παπά. «Σε βαφτίζω στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Φωτεινή», είχε ειπεί η κυρούλα. Και η Φωτεινή έγειρε το κεφαλάκι της σαν πουλάκι λαβωμένο και παράδωκε την αθώα ψυχούλα της κι έκλεισε τα ματάκια πριν να ιδεί την ομορφιά και την ασκήμια του κόσμου. 

Τώρα, αν ήθελε ο Σταμάτης, μπορούσε να κατεβάσει τα παιδιά στην πόλη να τα βαφτίσει. Μα θα ξόδευε κάμποσες Μαρίες Τερέζες, κι ήταν πολύ δύσκολο να τις βγάλει από κει που τις είχε θαμμένες. Σαν αρρώσταινε κανένα παιδί, φώναζαν τον πολύξερο γέρο μάγο να το γιατροπορέψει με ξόρκια και με βότανα. Κάποια φορά λάθεψε στην κούρα και το παιδί πέθανε μέσα σε φριχτούς σπασμούς. 

Το θυμιώ χτυπιότανε που δεν το κατεβάσανε στο γιατρό, στην πολιτεία. Ο Σταμάτης προσπαθούσε να τη μαλακώσει. «Έτσι ήτανε γραφτό του, έλεγε, αν είχε μέρες να ζήσει, θα ζούσε. Μήπως και κείνοι, οι γιατροί, οι σπουδαγμένοι, δεν ξαποστέλνουνε τόσους και τόσους στον άλλον κόσμο;» 

Ήτανε μεσάνυχτα σαν ξεψύχησε το παιδί. Η μάνα το πλυνε, το ξάλλαξε και το ξάπλωσε στη μέση της κάμαρας πάνω σ' ένα τραπέζι. Αναψε και δυο αλειμματοκέρια, ένα στο κεφάλι κι ένα στα πόδια, και στεκόταν και το κοίταζε, και τα μάτια της τρέχανε βρύσες. Το στήθος φούσκωνε από το παράπονο. Αν ήταν στο νησί τους, θα είχε τόσες συγγένισσες να την παρασταθούν, ο πόνος θα ήταν μαλακότερος. Ας ήταν τουλάχιστον στην πολιτεία κάτω, που είναι τόσοι πατριώτες! Κάποιες γειτόνισσες θα 'ρχόντουσαν να της πούνε ένα παρηγόριο. Εδώ μονάχοι, σαν τ' αγρίμια, κρυμμένοι απ' το Θεό! Ο Σταμάτης στη γωνιά, καθισμένος σταυροπόδι, κάπνιζε και μασούσε ένα ναρκωτικό χορτάρι, από κείνο που μασούνε και οι ιθαγενείς. Τ' άλλα παιδιά τους κοιμόντουσαν στρωματσάδα στην άλλη γωνιά. Ησυχία. Το ανάσασμα των παιδιών, το τσιτσίρισμα των κεριών και τα χείλια του Σταμάτη που μασούσε. Γυρνάει και τον τηράει ώρα πολλή. Καθώς έπαιζαν οι φλόγες των κεριών, το πρόσωπό του άλλαξε έκφραση κάθε που πλήθαινε το φως. Γινόταν σκληρό, σα σκαλισμένο σε πέτρα. Το βλέμμα του ήταν αποναρκωμένο, και θάμπιζον τα μάτια του σαν του μπαγιάτικου ψαριού. Πάει κοντά του, κάθεται δίπλα του. «Σταμάτη, να φύγουμε από τούτο το χωριό». Γυρίζει και την κοιτάει αποβλακωμένος. «Και πού να πάμε;» «Αν δε θέλεις να γυρίσουμε στο νησί, ας πάμε κάπου στην πολιτεία, να ζήσουμε με τους άλλους. Εδώ αγριέψαμε. Το παιδί μας θα πάει αδιάβαστο. Δεν το βαστάει η ψυχή μου. Πάμε να σώσουμε τ' άλλα μας παιδιά, να γίνουνε αντ θρώποι. Εδώ τι θα γίνουνε;» Εκείνος, δίχως να γυρίσει την κοιτάξει, ξακολουθούσε να καπνίζει και να μασάει. Θαρρείς πως δεν είχε ακούσει τίποτα. Έπειτα από λίγο η γυναίκα του τον σκουντάει: «Σταμάτη, δεν ακούς;» «Ακώ», είπε χωρίς να κουνηθεί. «Ε, και τι λες και συ;» «Δεν πάω πουθενά! Καλά είμαι εδώ. Δε θα πάω εκεί κάτω να μου τα φάνε όλα οι κατεργαρέοι!» και δεν ξαναμίλησε πια ως το πρωί. Ήταν ένα θαμπό, κρυαδερό πρωινό. Όλα ήταν μουσκεμένα. Έβαλαν τους δούλους κι άνοιξαν λάκκο κάτω από μια χιλιόχρονη συκιά του Φαραώ. Πήρε ο Σταμάτης το νεκρό παιδί στην αγκαλιά του και το 'φερε στη συκιά. Από πίσω ακολουθούσε η μάνα κλαίγοντας γοερά και τα παιδιά αγουροξυπνημένα, με πρισμένα κι άνιφτα μάτια, κλαψουρίζοντας. Οι δούλοι ξοπίσω, κι άλλοι ιθαγενείς που σταμάτησαν με περιέργεια να ιδούν την ασυνήθιστη πομπή. Έτσι θάφτηκε τ' αβάφτιστο ελληνόπουλο, χωρίς παπά και ψαλμωδία, με τα στηθοκοπήματα της μάνας του, τα δάκρυα των αδερφιών του και τα κελαηδήματα των αμέτρητων πουλιών που φώλιαζαν στην γιγάντια συκιά του Φαραώ. 

Εκείνοι που γράφουν ιστορίες φροντίζουν να τις κάνουν πιστευτές, τουλάχιστον πιθανές. Μα η ζωή, που δε νοιάζεται αν θα την πιστέψουν οι άνθρωποι ή όχι, σκαρώνει καμιά φορά απίστευτα περιστατικά. Τώρα ποιος θα πιστέψει τούτο το καταπληχτικό που σκάρωσε η ζωή; Παιδιά ελληνόπουλα, από έλληνα πατέρα κι ελληνίδα μάνα, να μη μιλούν ελληνικά; Κι όμως τούτο είναι αληθινό, κι ας μη μπορεί να το χωρέσει ο νους. Ας αναστατώνεται η ψυχή, ας ματώνει η καρδιά κάθε έλληνα από την αγανάχτηση. Ναι, τα παιδιά του Σταμάτη και της Θυμιώς δε μιλούν ελληνικά. Μιλούν τη γλώσσα του τόπου που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τη γλώσσα που κουβεντιάζουν ολημερίς παίζοντας με τα μελαψά παιδιά του χωριού. Μα καλά, κείνη η μάνα, κείνος ο πατέρας; Ρωτήστε τη βουβή ξενιτιά για να σας ξεδιαλύνει τούτο το μυστήριο της κουφής ζωής. Τα παιδιά πήγαν στο σκολειό των ντόπιων. Ξένη γλώσσα, ξένη ιστορία. Τίποτα δεν τα δένει με την μακρινή γαλάζια πατρίδα, που ποτέ δεν την είδαν. Ο Σταμάτης δεν ανησυχεί καθόλου. Τα τάλαρα να πληθαίνουν μόνο, κι οι Φάτμες να είναι καλά. Πάχυνε, χόντρυνε, έκαμε κοιλιά και φαλάκρα, η μύτη του κατεβαίνει καμπουρωτή πάνω στο παχύ μουστάκι και μυρίζει καπνό και τσίπουρο. Το μυαλό του όλο και πιο πολύ βυθίζεται στους αχνούς του ναρκωτικού χορταριού. Τεμπελιάζει το μυαλό του, τυλίγεται στο λίπος, σαν τα πόδια του, σαν τα χέρια του, σαν το σβέρκο του, σαν την καρδιά του. Μοιάζει μ' ένα ζώο. Κάποια φορά μπαίνει σ' ένα καμιόνι, από κείνα που του κουβαλούν τον καφέ και τ' άλλα καρπά κάτω στην πόλη, και κατέβηκε εκατό χιλιόμε τρα πάρα κάτω, σ' ένα χωριουδάκι, όπου έμεναν πεντέξι πατριώτες. Χρόνια είχε να το κουνήσει. 

- Μπρε, καλώς το Σταμάτη! Πώς ήταν κι αυτό; 

Ήρθε να κανονίσει κάτι λογαριασμούς, κάτι καθυστερούμενα τάλαρα. 

- Και η κυρά σου, Σταμάτη; 

- Εκεί, βολοδέρνει με τα παιδιά. 

- Δεν τα 'στειλες πουθενά τα παιδιά να μάθουνε γράμματα; 

- Πού να τα στείλω; Πάνε σ' εκείνο το σκολειό, που είναι στο χωριό. 

- Μα εκεί δε μαθαίνουν ελληνικά. Γιατί δεν τα 'στειλες κάτω στην πολιτεία, που έχει ελληνικό σκολειό; Λεφτά έκαμες, έχεις. 

- Πώς να στείλω τα κορίτσια σε ξένα χέρια; 

- Να 'στελνες και τη γυναίκα σου μαζί να τα προσέχει. 

- Δεν είναι εύκολα πράματα, έχουμε το μαγαζί, έχουμε τις δουλειές μας. 

- Όμως τα παιδιά σου είναι ελληνόπουλα και πρέπει να μάθουν την γλώσσα μας και την ιστορία μας. Εδώ είναι Έλληνες που κάμανε παιδιά με ντόπιες, κι είναι και πιο φτωχοί από σένα, και πάλι τα κατάφεραν να τα στείλουν στο δικό μας το σκολειό, μόνο και μόνο για να γίνουν Έλληνες. Και σύ, που έχεις παιδιά καθαρά ελληνόπουλα, κάτα- σπρα, δεν τα 'στειλες; Αστόχησες, Σταμάτη, βαριά αστόχη- σες! 

Ο Σταμάτης χόλιασε. Χρόνια έκαμε να κατέβει σε τούτο το χωριό, άλλα τόσα θα κάμει να ξανάρθει. 

– Τι τους νοιάζει εκείνους; έλεγε θυμωμένος στη γυναίκα του. Εκείνοι θα κουμαντάρουν; Ας τηράει καθένας τη δουλειά του. Κάλλιο με τους ντόπιους! 

- Σα να 'χουνε δίκιο, Σταμάτη. Τι να ιδούν τα παιδιά μας εδώ, τι να μάθουν; Ολημερίς με τους Κότηδες. 

- Έχουνε να φάνε και να ποδεθούνε, τι άλλο θέλουνε; Μην έμαθα εγώ γράμματα ή εσύ; Κι όμως τίποτα δεν μας λείπει. 

- Μα είναι ζωή τούτη που κάνουμε, σαν τα ζωντανά; Όρσε, του λόγου της! Εδώ είσαι κυρά, έχεις δούλες και δούλους και σε περετάνε. Μην τους είχες και στο χωριό σου; Και το νερό στο χέρι στο φέρνουνε. Έχεις και παράπονο; 

- Όχι, δεν έχω παράπονο, μα... τα παιδιά... 

- Άσε με ήσυχο, εγώ κουμαντάρω εδώ, εσύ κοίτα τη δουλειά σου!.... 

Έτσι γινόταν κάθε φορά που του μιλούσε. Την αποστόμωνε με τους δούλους. Το κεφάλι του δε γύριζε με τίποτα. Ήταν κι από φυσικού της αδύνατη και δεν τολμούσε να πατήσει ποδάρι. Μέσα της όμως υπόφερε. Καταλάβαινε πως μ' όλα τα παιδιά που του είχε κάνει, δεν ήταν τίποτα για αυτόν, πως την κρατούσε έτσι για ψυχικό. Εκείνος ήταν ο αφέντης.

Τα κορίτσια μεγάλωσαν, έγιναν ολάκερες κοπέλες. Βγαίνουν και σεργιανούν στα χωράφια, που βόσκουν στο θραψερό χορτάρι τους τα βόδια και τα πρόβατα. Ο τροπικός ήλιος λούζει τα νιάτα τους και τα μεστώνει. Πολύχρωμα πουλιά τραγουδούν τον έρωτα. Τούτον τον πρωτόγονο, τον αψύ, τον ξεγυμνωμένον έρωτα αντικρίζουν τα πονηρεμένα μάτια τους. Βογκούν οι καρδιές τους ξέχειλες από χυμούς. Από παντού τις περιτριγυρίζουν οι μελαψοί ξυπόλητοι Φαύνοι με τα βάρβαρα μαλλιά, τα σκοτεινά μάτια με την έκφραση του ζώου και τα κορμιά τους τα τυλιγμένα σ' ένα κομμάτι λερωμένο χοντρόπανο. Άλλοι άντρες δεν υπάρχουν σε τούτη την ερημιά. Πίσω απ' τις τούφες των θάμνων, πίσω από τους κορμούς των δέντρων, πίσω από τους φράχτες τις παραμονεύουν. Στιγμή δεν τις αφήνουν ήσυχες. Τα ρουθούνια τους είναι συνηθισμένα στη βαριά μυρωδιά τους. Μαζί τους έπαιζαν, μαζί τους μεγάλωναν. Έγιναν ένα με δαύτους. Ως πότε θ' αντιστέκουνται; Γρήγορα ή αργά θα πέσουν στα χέρια τους. Η φύση το προστάζει. Τ' αγόρια πάλι του Σταμάτη θα πάνε με τις Φάτμες, όπως κι ο πατέρας τους. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Έτσι με τα χρόνια θα μαυρίσει η γενιά του Σταμάτη, θα την καταπιεί ο τόπος τούτος που διάλεξε να κάμει την τύχη του. Τα τάλαρα δε θα φύγουν από δω. Οι λωτοί θα τον κερδίσουν για πάντα αν δε βρεθεί κανένας άλλος Οδυσσέας να 'ρθει και να τον ξεριζώσει με τη βία, να τον δέσει και να τον πάρει σηκωτόν. 'Άμποτες! 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Είναι του Ηρακλή Γκρους.

                                                                                                                                                                                         Μάρκος Λαζαρίδης